HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΤο κτίριο Σολδάτου-Ρουσόπουλου ως στοιχείο της τοπικής Ιστορίας

Το κτίριο Σολδάτου-Ρουσόπουλου ως στοιχείο της τοπικής Ιστορίας

Άρωμα Λευκάδας: Μετά τη δημοσίευση του άρθρου: «Το κτίριο Σολδάτου-Ρουσόπουλου στο πέρασμα του χρόνου και άλλες λευκαδίτικες ιστορίες», λάβαμε από τον κύριο Στάθη Καββαδία την επιστολή που δημοσιεύουμε παρακάτω.
Με αυτή την αφορμή, ο κ. Βασίλης Φίλιππας έγραψε ένα ακόμα άρθρο, απάντηση, προσθέτοντας επί πλέον στοιχεία για την οικία Σολδάτου-Ρουσόπουλου, ενημερώνοντας μας παράλληλα για τον τρόπο που διασταυρώνει τις πηγές που χρησιμοποιεί στις εργασίες του.

Αγαπητοί κυρία Σάντα και κύριε Φίλιππα,

Με πολλή συγκίνηση διαβάζω πάντα τα άρθρα σας για την αγαπημένη μου Λευκάδα.
Και από τότε που μετακόμισα για επαγγελματικούς λόγους στο εξωτερικό η λαχτάρα αυτή μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ!

Στο τελευταίο άρθρο του κου Φίλιππα για το αρχοντικό Σολδάτου-Ρουσόπουλου είδα, για πρώτη φορά στο site σας είναι αλήθεια, αναφορά στην οικογένειά μου και τη σχέση της με το συγκεκριμένο ακίνητο.

Είναι όμως κάποια ελλιπή στοιχεία που, όπως πολύ σωστά γράφει και ο κος Φίλιππας στο τέλος του άρθρου, απαιτούν τον βάσανο της έρευνας και δεν είναι καθόλου εύκολο να επαληθευτούν.

Θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω όσες πληροφορίες θυμάμαι από τις διηγήσεις των προγόνων που πλέον μας έχουν αφήσει.

Το ακίνητο αυτό πράγματι ήταν η οικογενειακή κατοικία της οικογενείας Καββαδία που έλκει τη καταγωγή της από την Εγκλουβή.

Ο προ-πάππος μου πατήρ Σπύρος Καββαδίας (Τρίλας) ήταν εφημέριος της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων στη Λευκάδα στο τέλος του 19ου αιώνα.

Ο παππούς μου (και συνονόματος) Ευστάθιος Καββαδίας γεννήθηκε (πιθανότατα σε αυτό το σπίτι) το 1872.
Αποφοίτησε από το γυμνάσιο Λευκάδας το 1889 και από την Ιατρική Αθηνών το 1894 (έχω τον πρωτότυπο πάπυρο).

Μετά από κάποια χρόνια παραμονής στη Λευκάδα μετακόμισε και εγκαταστάθηκε με την νέα σύζυγό του Αναστασία στο Κάϊρο της Αιγύπτου όπου και άσκησε το επάγγελμα του παθολόγου/μαιευτήρα μέχρι τη δεκαετία του ‘50.

Η γιαγιά μου Αναστασία Σέρβου ήταν κόρη του ιατρού Ζαφείρη Σέρβου αδελφού του βουλευτή και υπουργού Γεράσιμου Σέρβου.

Ο Στάθης και η Αναστασία Καββαδία είχαν 3 παιδιά: την Κλεοπάτρα, τον πατέρα μου Σπύρο και τον Ζαφείρη.

Ο Απόστολος Καββαδίας (φαρμακοποιός) όσο και ο αδελφός του Νικόλαος, που φαίνεται να είναι ιδιοκτήτες της κατοικίας στο τέλος του 19ου αιώνα, δεν ήταν γιοί του Στάθη όπως γράφετε.
Νομίζω ότι ήταν ξάδελφοι του παππού μου στους οποίους έμεινε η περιουσία.
Μπορεί βέβαια και αυτών ο πατέρας να λέγονταν Στάθης αλλά σίγουρα δεν ήταν γιοί του ιατρού.

Γενικά η αναφορά σε εύπορη οικογένεια δεν ξέρω κατά πόσο ανταποκρίνεται στην αλήθεια καθότι, μπορεί η κατοικία να υποδηλοί κάτι τέτοιο, αλλά ούτε το επάγγελμα του προ-πάππου ούτε η υπόλοιπη περιουσία ούτε, κυρίως, η αποδημία στο εξωτερικό το υποστηρίζουν.

Μαζί με τον παππού μου Στάθη μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο και τα αδέλφια του Δημήτρης, Βασίλης και Γρηγόρης. Ο Δημήτρης ήταν συμβολαιογράφος και οι άλλοι 2 έμποροι.

Δημιούργησαν εκεί οικογένειες και επαγγελματικές εγκαταστάσεις και δεν επέστρεψε κανείς πίσω.
Γι’ αυτό και δεν βρίσκονται στοιχεία για αυτούς στη Λευκάδα.

Ο κος Μαλακάσης είχε πολλές φορές συζητήσει με τη θεία μου, και μεγάλη λάτρη της Λευκάδας, Κλεοπάτρα Συλαϊδοπούλου (πολλοί την ήξεραν σαν Κλειώ) για την οικογένειά μας και από εκείνη άντλησε τις πληροφορίες που έχει στο βιβλίο του.

Ευχαριστώ για το χρόνο σας και συγγνώμη αν σας κούρασα! Παρασύρομαι όταν μιλώ για τη Πατρίδα, έστω και αν έχω ζήσει ελάχιστα σε αυτή…

Στάθης Καββαδίας
Πολ.Μηχανικός

Η απάντηση του Βασίλη Φίλιππα

Να ευχαριστήσω από εδώ τον κ. Καββαδία και για το ευγενικό του μέιλ του και για τις πληροφορίες που αυτό παρέχει. Χαίρομαι όταν στα θέματα που καταπιάνομαι υπάρχουν πληροφορητές που μου μεταφέρουν οικογενειακά τους ακούσματα κι ακόμη περισσότερο που μαθαίνω ότι οι οικογένειες αυτές συνέχισαν την πορεία τους στον χρόνο ακόμη κι αν άπλωσαν τα κλαδιά τους εκτός τους νησιού.

Να υπογραμμίσω επιπλέον ότι όσον με αφορά κάθε πληροφορία στα θέματα της ιστορίας της Λευκάδας ή μιας οικογένειάς της είναι καλοδεχούμενη όταν είναι τεκμηριωμένη και που διασταυρώνεται με γραπτές πηγές, είτε αυτή συμπληρώνει είτε αντικρούει τα κατατεθειμένα γραπτά, είτε κατευθύνει την έρευνα σε άλλα δημιουργικά πεδία.

Κανένας δεν έχει το αλάθητο στην έρευνα και οι ιστορίες όταν πατούν σε γερά θεμέλια -μη μεροληπτικά ή ιδεοληπτικά- αλλάζουν ή ενδυναμώνονται με τα νέα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια…

Μερικά οφειλόμενα για το κείμενο μου (και για κάθε κείμενό μου τέτοιας μορφής).

Το κείμενό μου που φτάνει στη διαδικτυακή δημοσίευση είναι πάντα πολύ μικρότερο από τα στοιχεία που έχω συγκεντρώσει για το θέμα που πραγματεύεται. Το δημοσιευμένο κείμενο οφείλει στους αναγνώστες του να είναι μετρημένο και πληροφοριακό, και γι’ αυτό αποφεύγω την παράθεση ατέρμονων γενεαλογιών και πολλών εξειδικευμένων λεπτομερειών, ώστε να μην κινδυνεύει να χαθεί το δάσος πίσω από κάποιο δέντρο. Τα καταγραφόμενα, όμως, προσπαθώ να είναι πάντα τεκμηριωμένα ακόμη κι όταν δεν έχω λόγω χώρου την έκταση να παραθέσω τις πηγές μου. Όσοι-ες, από την άλλη, έχουν διαβάσει τα δημοσιευμένα στο χαρτί κείμενά μου θα γνωρίζουν την εμμονική προσήλωσή μου στις εξαντλητικές παραπομπές.

Χάρη στο μέιλ του κ. Καββαδία, θα παρουσιάσω κάποια από τα στοιχεία που δεν περιελήφθησαν στο κείμενο κι αφορούν τους πρώτους γνωστούς ιδιοκτήτες της οικίας για να δειχτεί ότι τα γραφόμενα συχνά δεν είναι τίποτε άλλο από την κορυφή του παγόβουνου των συναγόμενων πληροφοριών…

Οι προφορικές πηγές

Η πρώτη φορά που πληροφορήθηκα για την εν λόγω οικία (το σπίτ’ του Ρ’σόπ’λου, δηλαδή) ήταν από συζήτηση του πατέρα μου Σταύρου, γεννημένου στα 1921, και φίλων του – που κάποιοι ήταν μεγαλύτεροί του κατά μια δεκαετία. Από αυτούς πρωτόμαθα ότι το κτίριο το κατείχε πριν τον Τσάντο (Αλέξανδρο Σολδάτο), η οικογένεια Καββαδία-Τ(ου)ρίλα η οποία και του το πούλησε.

Τις ονομασίες των μελών της οικογένειας Τουρίλα (του Απόστολου και του Ευστάθιου, δηλαδή) μου τις έδωσε πρώτος ο Ανδρέας Σταύρος (γεννημένος στα 1898), από τους τελευταίους εκπροσώπους της πάλε ποτέ τοπικής αριστοκρατίας, ιδιοκτήτης, ανάμεσα στ’ άλλα της εκκλησίας του Παντοκράτορα και του σπιτιού στον βράχο του Άι-Γιάννη. Με τον κυρ Αντρέα, όπως τον προσφωνούσαμε, έκανα για κάποιο διάστημα, στην εφηβεία μου, λόγω της συγγενικής σχέσης που συνέδεε την οικογένειά μου με τη σύζυγό του την κ. Ζωή Φίλιππα, και στα λεγόμενά του έτεινα ευήκοα ώτα. Πρώτα, λοιπόν, από αυτόν, και χρόνια πριν διαβάσω το βιβλίο του Δήμου Μαλακάση για τα παλιά σπίτια της Λευκάδας, άκουσα για τον Απόστολο Καββαδία που επαγγελλόταν τον φαρμακοποιό ως ιδιοκτήτη του σπιτιού, και τον πατέρα του τον Ευστάθιο, τον, κατά τα λεγόμενά του κυρ Αντρέα, «ντοτόρο». Αυτά τα σημείωνα τότε σε τετραδιάκι – οι πληροφορίες που λόγω ηλικίας δεν μου φαινόταν σημαντικές απεδείχθησαν αργότερα πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για κάποιες από τις έρευνες μου.

Στο αρχικό μάλιστα κείμενο που θα έστελνα στο Άρωμα Λευκάδας έγραφα “ο Απόστολος […] ήταν φαρμακοποιός στο επάγγελμα (προφορικές & γραπτές μαρτυρίες), ενώ ο πατέρας τους Ευστάθιος-Στάθης γιατρός (“ντοτόρος”, προφορική μαρτυρία). Τα παρενθετικά εν τέλει τα αφαίρεσα για την οικονομία του άρθρου.

Τον Ευστάθιο, τέλος, ως πατέρα του Νικόλαου και του Απόστολου Καββαδία μου επιβεβαίωσε χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1989, και ο κυρ Δήμος Μαλακάσης. Οι συζητήσεις μας που ξεκίνησαν από το ιδίωμα της πόλης της Λευκάδας, όταν μου ενεχείρησε δύο χειρόγραφες σελίδες του με ακατάγραφες στο Λεξικό του Χρ. Λάζαρη λέξεις για να τις συμπεριλάβω στο Λεξικό μου που από τότε είχα αρχίσει να το οργανώνω και να το δουλεύω, επεκτάθηκαν αβίαστα σε πολλά σχετικά με την πόλη της Λευκάδας, τις ιστορίες της, τους ανθρώπους της και τις ιδιαιτερότητες της. Δυστυχώς τότε δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν ο Ευστάθιος ήταν κι αυτός ιδιοκτήτης ή και κτήτορας του σπιτιού.

Προστέθηκε κι αυτό στα πολλά που δεν πρόλαβα ή δε σκέφτηκα να ρωτήσω στην ώρα που μπορούσα τους πολυμνήμωνες ανθρώπους που γνώρισα και οι οποίοι έφυγαν από τη ζωή χωρίς κάποιος να καταγράψει τελικά τις ιστορίες που γνώριζαν. Δεν υπάρχει μέρα έρευνας που να μη τους μνημονεύω…

Αυτά σχετικά με τις προφορικές πηγές. Στα ρεάλια τώρα.

Σύμφωνα με τα γραπτά του Δήμου Μαλακάση, ο οποίος ήταν και γνώστης του συμβολαίου πώλησης, ο Απόστολος Καββαδίας αγόρασε στα 1890 την οικία από τον αδελφό του Νικόλαο(1). Πατέρας τους ήταν ο Ευστάθιος Καββαδίας-Τουρίλας.

Και των δύο γνωρίζουμε τη χρονολογία θανάτου από τις αποβιωτήριές τους πράξεις, χάριν στην έρευνα της κ. Χριστίνας Παπακώστα: ο Νικόλαος Καββαδίας πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1892, δύο χρόνια μετά την πώληση του σπιτιού του, και ο Απόστολος, ο αγοραστής, στις 9 Δεκεμβρίου του 1900 (ο θάνατός του καταχωρήθηκε στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Λευκαδίων στα 1901).

Από έμμεσες, μα από την άλλη αδιάψευστες πηγές (2), γνωρίζουμε ότι ο Ευστάθιος είχε τέσσερις γιους: τον Νικόλαο γεννημένο το 1838, τον Σπυρίδωνα το 1839, τον Απόστολο το 1842 και, τέλος, τον Χρήστο το 1845. Ο πρωτότοκος Νικόλαος όπως και ο υστερότοκος δηλώνονται στα 1875 στον κατάλογο ως υποδηματοποιοί, ο δευτερότοκος Σπυρίδωνας ως κτηματίας και ο τριτότοκος Απόστολος ως φαρμακοποιός. Παραξενεύει, βέβαια, αλλά πάντα με τη σημερινή οπτική, η μεγάλη διαφορά των επαγγελμάτων των αδελφών: υποδηματοποιοί οι μεν, κτηματίας και φαρμακοποιός οι δε, για την εποχή, όμως, δεν είναι, πρωτόφαντο φαινόμενο μιας κι άλλες φορές το συνάντησα σε καταλόγους.

Στην ιδιοκτησία, λοιπόν, του πρωτότοκου Νικόλαου φαίνεται ότι περνά το σπίτι (αν το κληρονόμησε από τον πατέρα του) και δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του ο ίδιος το πουλά στον αδελφό του τον φαρμακοποιό Απόστολο Καββαδία. Τον τελευταίο τον αναφέρει και ο Παναγιώτης Θ. Κουνιάκης σε κατάλογο Λευκαδιτών επιστημόνων που παραθέτει σε έργο του(3).

Η γέννησή του Ευστάθιου, «ντοτόρου», κατά τον Αντρέα Σταύρο, συνάγεται από διάφορα στοιχεία, ότι θα έγινε μεταξύ των ετών 1800-1820 ενώ δηλώνεται ήδη από τα 1875, στον Κατάλογο Εκλογέων, ως αποβιώσαντας (Νικόλαος π(ο)τ(ε) Ευστάθιου). Ο θάνατός του, όμως, επήλθε νωρίτερα από αυτήν την ημερομηνία, πιθανότατα πριν το 1853.

Στο πολλαπλά χρήσιμο, όχι μόνο για τα της εκπαίδευσης, βιβλίο του Δημήτρη Τσερέ για τη Μέση Εκπαίδευση στη Λευκάδα(4) και ειδικότερα στο CD-ROM που το συνοδεύει βρίσκουμε και τα παρακάτω ενδιαφέροντα. Από τους αδελφούς μόνο οι Σπυρίδωνας και Απόστολος φαίνεται ότι φοίτησαν στο «Δευτερεύον Σχολείο» (μεταξύ των ετών 1853-1859). Στη στήλη όπου αναγραφόταν το επάγγελμα του πατρός τους γράφει «άνευ» που πιθανότατα σημαίνει ότι αυτός είχε πεθάνει πριν τα παιδιά του ξεκινήσουν τη φοίτησή τους. Η οικονομική επιφάνεια αλλά και η οικονομική και η οικογενειακή σταθερότητα φαίνεται ότι εξασφάλιζε τη συνέχιση των σπουδών των παιδιών του Ευστάθιου κι αυτό ακόμη περισσότερο αν ήταν ορφανά.

Ας σημειώσουμε ότι εκείνη την περίοδο στο Δευτερεύον Σχολείο φοιτούσαν κυρίως τα παιδιά των ανώτερων οικονομικά τάξεων της πόλης ή αυτά των εκπροσώπων της ανερχόμενης αστικής τάξης. Οι οικογένειες των κατώτερων οικονομικά τάξεων δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τις σπουδές των παιδιών τους αλλά και το γενικότερο, περιβάλλον με τις δομήσεις του που ερχόταν από την εποχή της Βενετοκρατίας καταδίκαζε τα τελευταία σε κοινωνική στασιμότητα. Οι ανώτερες σπουδές για τα πτυχία που παρέδιδαν στην κοινωνία γιατρούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, φαρμακοποιούς κ.λπ. προοριζόταν μόνο για τέκνα των τάξεων που ανέφερα. Ο μόνος από τις λαϊκές τάξεις της πόλης που ξέφυγε από την προδιαγεγραμμένη γι’ αυτόν μοίρα κι έγινε γιατρός, την εποχή που εξετάζουμε, ήταν από την κοντράδα της Αγίας Κάρας, μπουρανέλος με τα όλα του, κι ανάμεσα σ’ άλλα ποιητής, ζωγράφος, ολυμπιονίκης και μποέμ, ο Δημήτριος Γολέμης (1875-1941).

Ο γιατρός Ευστάθιος, που πήρε το όνομα από τον παππού του, και σε αυτόν αναφέρεται στο ωραίο γράμμα του ο κ. Καββαδίας, θα ήταν γιος του Σπυρίδωνα, ο οποίος γεννήθηκε όντως στα 1872 και την παρουσία του την ανιχνεύουμε στα μαθητολόγια της εποχής (5). Ο πατέρας του Σπυρίδωνας στα μαθητολόγια δηλώνεται έμπορος και στον εκλογικό κατάλογο του 1875 κτηματίας. Είμαστε στην εποχή που η μία δραστηριότητα φανερά πλέον δεν αναιρεί την άλλη, ήταν, λοιπόν, εμποροκτηματίας.

Αν το κτήριο ανήκε από παλαιότερα στην οικογένεια Καββαδία τότε ο Σπυρίδωνας πιθανότατα γεννήθηκε ή μεγάλωσε σ’ αυτό. Ο γιος του, όμως, ο γιατρός Ευστάθιος του 1872, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη δική του οικία – της οποίας δεν γνωρίζουμε τη θέση – μιας κι αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο έρευνας.

Ας πούμε, όμως, περιληπτικά και τα παρακάτω (για τα οποία θα μπορούσαν να γραφούν σελίδες ολόκληρες) με αφορμή το γάμο του γιατρού Ευστάθιου με την Αναστασία Σέρβου. Η οικογένεια Σέρβου τον 19ο αιώνα ήταν η μια από τις δύο ισχυρότερες πολιτικές οικογένειες της Λευκάδας – το αντίπαλο δέος της οικογένειας Βαλαωρίτη. Οι γάμοι που σύναπταν τα μέλη των δύο αυτών οικογενειών, χωρίς εξαίρεση, ήταν παράλληλα και κοινωνικά συμβόλαια που αντικατόπτριζαν τόσο τις κάθε λογής συμμαχίες τους όσο και τη θέση στο λευκαδίτικο κοινωνικό στερέωμα των ατόμων με τα οποία επέλεγαν να συγγενεύσουν για δε τους συγγενεύοντες μαζί τους σήμαινε ενδυνάμωση της θέσης τους στην τοπική κοινωνία και κοινωνική ανέλιξη.

Αυτά είναι γνωστά και πολυειπωμένα.

Ας σημειωθεί ότι ο Ζαφείριος Σέρβος, ο πατέρας, της Αναστασίας, της γυναίκας του γιατρού Ευστάθιου Καββαδία, άφησε εποχή στην πόλη και ως γιατρός και άνθρωπος(6).

Άλλο σημαντικό που πρέπει να σημειωθεί είναι το ότι από την εποχή του Ιονίου Κράτους κι ακόμη περισσότερο μετά την Ένωση εξελίχθηκε σε όλο τον Ιόνιο χώρο το παρακάτω φαινόμενο: μέλη παλαιών αρχοντικών οικογενειών, δραστήριοι έμποροι και σπουδαγμένοι εγκατέλειπαν σταδιακά, μαζί με τις οικογένειες τους, τον περιορισμένο χώρο των «μικρών» επτανησιακών πόλεων και μετακινούνταν, αρχικά στην Κέρκυρα και στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και στη συνέχεια και στην Αθήνα για να ξεδιπλώσουν εκεί είτε ως έμποροι, είτε ως πολιτευτές, είτε ως επιστήμονες και υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι τα ταλέντα τους, να μεγαλώσουν τους ορίζοντές τους και να αυξήσουν τις περιουσίες τους, ακολουθώντας κι αυτοί, όπως συνέβαινε πάντα στην ανθρώπινη ιστορία, τους δρόμους της εξουσίας και του χρήματος. Τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά, μα πάρα πολλά, στη Λευκάδα της εξηκονταετίας 1860-1920. Ας παραθέσω εδώ και μια λογοτεχνική του αποτύπωση του φαινομένου. Ο Λευκαδίτης λογοτέχνης και ζωγράφος Επαμεινώνδας Κονιδάρης, στο πεζογράφημά του Αμαλία (1873) που εκτυλίσσεται στην πόλη της Λευκάδας, παρουσιάζει τον έναν από τους βασικούς του ήρωες, τον Θεοδόσιο γιο έμπορα, να στέλνεται από τον πατέρα του να δουλέψει σε εμπορικό οίκο της Αλεξάνδρειας για οπλιστεί με περισσότερες γνώσεις για το εμπόριο.

Ο ίδιος ο Κονιδάρης, αν και από σημαίνουσα οικογένεια της πόλης, έφυγε από το νησί το 1865 κι εγκαταστάθηκε στην Οδησσό που έμεινε μέχρι και τον θάνατό του, στα 1897, διδάσκοντας ζωγραφική στη Σχολή των Ωραίων Τεχνών, την Αυτοκρατορική Καλλιτεχνική Σχολή κ.α(7).

Το παρωνύμιο Τ(ου)ρίλας της οικογένειας Καββαδία διέσωσε στον κατάλογο των εκατοντάδων οικογενειακών και ατομικών αγιομαυρίτικων παρατσουκλιών που δημοσίευσε στην εφημερίδα του “Λευκάς” ο Τ.Λ. Μαμαλούκας το 1983, κατάλογο τον οποίο συνέταξε ο Άγγελος Παπανελόπουλος ή Παταλέας. Δυστυχώς στον κατάλογο -για ευνόητους λόγους αφού περιέχει και παρεπώνυμα διόλου κολακευτικά- αυτά δεν αντιστοιχούνται με τα επίθετα ή τα ονόματα των κατόχων τους.

Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Άγγελος Παπανελόπουλος που έμεινε στην τοπική μικροϊστορία για τις πολυάριθμες ιστορίες και φάρσες του και για τη γαργαντουική του όρεξη συγκέντρωνε με επιμονή λέξεις του ιδιώματος της πόλης σε τετράδια δίνοντας έμφαση στις ιταλικές, τις οποίες και απολάμβανε να επαναλαμβάνει.

Δυστυχώς, πέθανε πριν ακόμη συστηματοποιήσω την έρευνά μου για το τοπικό ιδίωμα, και κατά τα λεγόμενα των πληροφορητών μου αυτά πετάχτηκαν και κάηκαν μαζί με άλλα πράγματά του στα Βαρδάνια. Εάν κάποιος, -α, γνωρίζει κάτι γι’ αυτά -η ελπίδα πεθαίνει τελευταία-, παρακαλώ ας το δημοσιοποιήσει.

Κλείνοντας θα ήθελα επίσης να συμπληρώσω μερικά στοιχεία για το σπίτι της πρώιμης και άγνωστης σε μας περιόδου που δεν περιελήφθησαν στο διαδικτυακό άρθρο. Αναζήτησα Καββαδίες που κατοικούσαν στη συνοικία, μήπως και τους ταύτιζα με το σπίτι του 1825. Έτσι ανέτρεξα στους ονομαστικούς καταλόγους που υπάρχουν στο άρθρο της Ελένης Γράψα για τη χωροταξία της πόλης της Λευκάδας του 1823(8).

Στον χωρισμό της πόλης σε έξι σεστιέρι/μαχαλάδες που έκαναν οι Άγγλοι την ίδια χρονιά η κοντράδα (συνοικία) της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων όπου ήταν και το σπίτι συμπεριλαμβάνεται με αυτές των εκκλησιών της Μητρόπολης, του Αγίου Μηνά, του Αγίου Βασιλείου, της Παναγίας των Ξένων και του Αγίου Μηνά στο sestieri-μαχαλά του Αγίου Μηνά.

Σε αυτή τη ευρύτερη περιοχή συναντούμε μόνο δύο Καββαδίες, τον Πολύδωρο (αρ. 82.) και Στάθη (αρ. 165) (σ. 188-189) και οι δύο ανήκαν στην 18η τάξη της εικοσάβαθμης οικονομικής κλίμακας, τάξη που περιλάμβανε μικρότερους τεχνίτες-artigiani, μαγαζάτορες λιανικής πώλησης-bottagai di minuta vendita, εργάτες-lavoratori και φτωχούς-indigenti (σ. 172-3).

Το σεστιέρε/μαχαλάς, όπως, γράψαμε περιλάμβανε πολλές συνοικίες/κοντράδες και δεν ξέρουμε αν οι προαναφερόμενοι κατοικούσαν στην κοντράδα των Αγίων Αναργύρων ή σε κάποια άλλη. Ο συνονόματος του πρώτου Ευστάθιου, δεν μπορεί να ταυτιστεί, λόγω ηλικίας με τον Στάθη που καταγράφεται εδώ. Ακόμη περισσότερο τα οικονομικά των Πολύδωρου και Στάθη δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κατοχή ενός σπιτιού τέτοιου εμβαδού, ακόμη και αν αυτό ήταν ισόγειο την εποχή εκείνη.

Αν με βεβαιότητα γνωρίζαμε ότι το οίκημα ανήκε στον Ευστάθιο, τότε θα ερευνούσα περισσότερο γι’ αυτόν στους εκλογικούς καταλόγους πριν την Ένωση, σε απογραφές κ.ο.κ. και θα ανέφερα ότι έβρισκα περιληπτικά στο άρθρο.

Το παλαιότερο κτίσμα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ανεγέρθηκε στην περιοχή μετά την κατάτμηση του μεγάλου Σουμιλαίικου χωραφιού είναι η οικία Κράλη των μέσων του 18ου με τον χαρακτηριστικό της πόντζο που στέκει εκεί μέχρι τις μέρες μας.

Όσον αφορά τώρα την πληροφορία που μας μεταφέρει ο κ. Καββαδίας για τη μακρινή καταγωγή της οικογένειας από την Εγκλουβή αποτελεί και την πρώτη και μοναδική αναφορά για την ύπαρξη της εκεί. Στις μελετημένες και γνωστές σε εμένα γραπτές πηγές (συμβολαιογραφικές πράξεις, απογραφές πληθυσμού, ονομαστικούς καταλόγους του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα) από την εποχή της Τουρκοκρατία ως και τις ημέρες μας το επώνυμο σε καμιά δεν συναντάται στην Εγκλουβή. Το επώνυμο συναντάται κυρίως στην πόλη αλλά και στο χωριό Βαυκερή και σε χωριά της νότιας Λευκάδα (Άγιος Πέτρος κ.λπ.)(9).

Κι ένα τελευταίο που αφορά τον Σπύρο Καββαδία που αναφέρεται στο μέιλ ως ο πρώτος της οικογένειας αυτής στην πόλη και δηλώνεται ως ιερέας της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων – εκκλησία, όμως, με τέτοιο όνομα δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε ποτέ στην πόλη, πιθανότατα να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος κατά την πληκτρολόγηση του μέιλ αλλιώς συνέβη κι εδώ το πολύ συνηθισμένο: η προφορική μαρτυρία παραλλάχθηκε με το πέρασμα του χρόνου (πόσο μάλλον δε που εδώ αυτός μετράται με εκατονταετίες).

Αν, όμως, πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, καλό θα ήταν να διορθωθεί μήπως κάποια στιγμή στο μέλλον διασταυρωθεί με γραπτές πηγές κι αν συμφωνεί να ενταχθεί κάποια στιγμή σε έναν χρονολογικό κατάλογο ιερέων του ναού αυτού όπως αυτόν που συνέταξε ο π. Γεράσιμος Ζαμπέλης για την Μητρόπολη (10).

Πολλές ευχαριστίες κι από εδώ στην κ. Παπακώστα για την ανεκτίμητη βοήθειά της.

Κούρασα πολύ και δεν το είχα σκοπό… Με αυτό το μακροσκελές κείμενο, ελπίζω, όμως, να πέτυχα τρία πράγματα: πρώτον να αναδείχθηκε η ερευνητική διαδικασία που ακολουθώ και το πόσα φτάνουν τελικά στη δημοσίευση, δεύτερον, τώρα που τα επιπλέον στοιχεία βρίσκονται στο διαδίκτυο και μπορούν να βρεθούν με search and find να χρησιμεύσουν κι αυτά σ’ άλλες έρευνες, να συμπληρωθούν ή και να διορθωθούν και τρίτον να έδωσα γενικότερα στους φιλίστορες νέα στοιχεία για το θέμα αυτό και ειδικότερα στον κύριο Καββαδία πληροφορίες ενδιαφέρουσες για το γενεαλογικό του δέντρο.

Ευχαριστώ
Βασίλης Φίλιππας

(1) Δήμος Μαλακάσης, Τα παλιά σπίτια της Λευκάδας, εκδ. Fagotto/Θρόισμα, Αθήνα 2000, σ. 103
(2) Βασίλειον της Ελλάδος. Οριστικός κατάλογος των εκλογέων του Δήμου Λευκαδίων της επαρχίας Λευκάδος του έτους 1875 / Ο Δήμαρχος Λευκαδίων Πάνος Δ. Μπογδάνος. Εκ του Τυπογραφείου και βιβλιοπολείου (sic) Γεωργίου Χρηστοδουλοπούλου, [Λευκάδα] 1875, σ. 12. Αριθμοί δημοτολογίου 1638 έως και 1641.
(3) Παναγιώτης Θ. Κουνιάκης, Η νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς: Ήθη-Έθιμα-Εξελίξις & Δράσις των πολιτικών αυτής ανδρών, [χ.τ.]: [χ.ε.], 1928, σ. 77.
(4)Δημήτρης Σπ. Τσερές, Η Μέση εκπαίδευση στη Λευκάδα (1829-1929), Κατάλογος του Αρχείου του Γυμνασίου και του Ελληνικού Σχολείου, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας της Νέας Γενιάς
(5) Δημήτρης Σπ. Τσερές, ό.π.
(6) Παναγιώτης Θ. Κουνιάκης, ό.π., σ. 69-70.
(7) Βασίλης Φίλιππας, «Υπό την σκιάν του Βαλαωρίτη. Οι “ελάσσονες” Λευκαδίτες Λογοτέχνες του 19ου αι.», Πρακτικά 22ου Συμποσίου της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Λογοτεχνία και Λογοτέχνες της Λευκάδας 19ος-20ος αι, εκδ. Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2018.
(8) Ελένη Δ. Γράψα, «Η χωροταξία της Αγίας Μαύρας (1823). Κοντράδες και μαχαλάδες από τα αρχεία της περιόδου του Ιονίου Κράτους», Πρακτικά ΙΕ΄ Συμποσίου, Δρόμοι και παράδρομοι της τοπικής ιστορίας, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας: Γιορτές Λόγου και Τέχνης: Λευκάδα 18-20 Αυγούστου 2010, εκδ. Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 2011.
(9) Βλ. και Βασίλης Φίλιππας, “Γεώργιος Ι. Καββαδίας (1815;-1883): Το συνεταιριστικό όραμα και το αστικό εκσυγχρονιστικό εγχείρημα”, Οι αφανείς της λευκαδίτικης ιστορίας , Πρακτικά ΙΔ΄ Συμποσίου, Λευκάδα 3-5 Αυγούστου 2009, εκδ. Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2010, σ. 187.
(10) Γεράσιμος Ζαμπέλης, Ενορία Ευαγγελιστρίας Λευκάδος, Λευκάδα 2007, σ. 309, 313-314.

Προηγουμενο αρθρο
Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ): Πάρε ότι θέλεις, επενδυτή!
Επομενο αρθρο
Οι Θεματικοί Αντιπεριφερειάρχες της Περιφερειακής Αρχής Ιονίων Νήσων

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.