Το Μποσκέτο ή Πάρκο των Ποιητών
Δίπλα στην κλαίουσα στέκει η προτομή του ποιητή
Άγγελου Σικελιανού
Έργο του γλύπτη Γιάννη Παπά.
Μπροστά σου
Το γόνα δε λυγίζει, γέρνει αιχμάλωτη η ψυχή.
Τ’ αλαφροΐσκιωτου ο στίχος
Ντυμένος αχτίδες αστεριών, ωδή για τούτο το νησί,
Πατρίδα πρώτα δική σου αδερφέ
Και το κατόπι όλων εμάς των άλλων,
Από τα χείλη αναβράζει.
Κ’ είπα όλα γύρω βλέποντας:
«Νησί
Αβασίλευτη στο πέλαο, δόξα
Ω, ριζωμένο
Στο πολύβοο διάστημα
Και στου Ομήρου το στίχο
Λουσμένο,
Βυθισμένο στον ύμνο!».
Ο Βαλαωρίτης πιο πέρα στο βράχο στημένος,
Ντυμένος τον κισσό,
Ρίχνει το βλέμμα στην προγονική τη Βαλαώρα.
Καμάρι νιώθει να στέκει δίπλα σε τέτοιο αδερφό.
Από το φωτεινό του στίχο ψιθυρίζει:
«Διώξε σου λέω τα σκυλιά που μας χαλάν το φύτρο».
Αντίκρυ τους η Κλεαρίτη Δίπλα Μαλάμου
Στέκει περήφανη
Για τ’ αξετίμητα τ’ αδέρφια της.
Από τα μάτια αχτινοβόλημα χαράς.
Το τραγούδι της, παραλήρημα για το νησί:
Κι όπως του Ιόνιου Πέλαγου τα κύματα
Χτυπιούνταν σ’ άγριο αγώνα,
Στο λευκαδίτικο λιμάνι τρύπωναν
Πλεούμενα κυνηγημένα
Απ’ τον κουρσάρο το βοριά ανεμίζοντας
Πανιά στα ξάρτια ξεσκισμένα.
Στο βάθος του πάρκου, κάτ’ απ’ τη λεύκα,
Στον ίσκιο ασημοπράσινου φυλλώματος,
Στήλη θυμίζει εσένα απόδημε αδερφέ,
Λευκάδιε Χερν.
Ξενιτεμένος σε μακρινούς ορίζοντες,
Στη χώρα του ανατέλοντσς ηλίου,
Σφεντόνιζες απ’ τους φλεγόμενους αιθέρες
Της σκέψης τους παπύρους.
Ουράνιο τόξο εζωγράφισες επάνω σ’ άυλο καναβάτσο.
Ένωσες χώρες μακρινές.
Η πρώτη η γεννήτρα φως σου χάρισε.
Η άλλη, η φιλοξενήτρα, θανάτου δώρο, σκοτεινόνε τάφο.
Στη στήλη σου ένα στεφάνι αμάραντο
Σφιχτοκρατούνε στις παλάμες δυό κόσμοι
Καμαρώνει η τροφός σου γη
Υπερηφανεύεται η γεννήτρα.*
* Γιάννης Αθηνιώτης: «Οδοιπορικό Λευκάδας», Λευκάδα 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια