HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤο «Παντοπωλείον» της Γειτονιάς

Το «Παντοπωλείον» της Γειτονιάς

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Δίχως να διαφέρουν μεταξύ των τα μαγαζιά που κάποτε αφθονούσαν στο παζάρι και στις γειτονιές, αποτελούσαν μια γραφική νότα, ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινότητας του απλού ανθρώπου, κυρίως δε της νοικοκυράς.

Στην προκειμένη περίπτωσι, στο παντοπωλείο υπήρξε η ζύμωσι μεταξύ καταστηματάρχη και πελατών σε τέτοιο βαθμό ώστε η σχέσι που προέκυπτε κρατούσε χρόνια. Είναι αυτό που, κάποτε, εχαρακτηρίζετο «σταθερή πελατεία», κάτι που σήμερα έχει παντελώς εξαφανισθεί λόγω έρευνας αγοράς. Στο παρόν σημείωμα, ας επιτραπεί η μη αναφορά στον τουρκικό όρο Μπακάλ και κατ’ επέκτασι στον όρο μπακάλικο και αντ’ αυτών να χρησιμοποιείται τον αντίστοιχο όρο Παντοπωλείο – Παντοπώλης. Άλλως τε η ιδία λέξι ερμηνευομένη γνωστοποιούσε στον… πλησίον ότι: εδώ πωλούνται τα πάντα. Τα πάντα; όχι βέβαια αλλά, όσο το δυνατόν, τα αναγκαία τρόφιμα και αντικείμενα της καθημερινότητας αλλά κι’ αυτά σε μικρές ποσότητες και αριθμούς.

Βεβαίως υπήρχαν και παντοπωλεία στο παζάρι αλλά αυτά ήσαν κάνα-δυό βαθμίδες πιο ψηλά, γιατί όπως και νάχε το πράγμα, «παζάρι ήτανε αυτό». Φυσικά δεν γίνεται λόγος για τα υπερ-παντοπωλεία, τόσο από απόψεως χώρου όσο και ποικιλίας – επαρκείας των ειδών. Μάλιστα, για να ξεχωρίζουν από τα αντίστοιχα μικρομάγαζα ετιτλοφορούσαν την επιχείρησι ως «Γενικόν Εμπόριον» και όχι άδικα, επειδή εκεί επωλούντο και εξεζητημένα είδη όπως σχοινιά, αλυσίδες, σίσκλοι, βιομηχανοποιημένα πέταλα για τα υποζύγια των χωρικών, θειάφι, χαλκός (γαλαζόπετρα ραντίσματος), τσουβάλια κ.ά.

Επί πλέον τα καταστήματα «γενικού εμπορίου» ήσαν κατά κάποιον τρόπο οικογενειακές ή συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Εν τούτοις τόσο οι παντοπώλες του παζαριού όσο και οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων «γενικού εμπορίου», έφεραν ένδυμα εργασίας, δηλαδή ένα μακρύ υποκάμισο το οποίο έφθανε μέχρι το γόνατο, χρώματος ξεθωριασμένου μωβ. Από τους εν λόγω καταστηματάρχες άλλοι είχαν κουμπωμένο το υποκάμισο (και μάλιστα δεμένο στη μέση με υφασμάτινη ζώνη, από το ίδιο ύφασμα) και άλλοι το είχαν εντελώς «ξεκούμπωτο». Φυσικά οι παντοπώλες των γειτονιών κάθε άλλο παρά τέτοια ενδυμασία διέθεταν.

Η νοερή μεταφορά στην εποχή των παντοπωλείων της γειτονιάς, ξαναφέρνει στη θύμησι ξεχασμένα πρόσωπα (μη υπάρχοντα σήμερα) την εσωτερική διαρρύθμισι του χώρου, την κατάταξι των εμπορευμάτων και τις χαρακτηριστικές μυρωδιές κάποιων αδιανοήτων, για σήμερα, χύμα ειδών σε μια ετερόκλητη ομάδα όπως ήσαν: πετρέλαιο, λάδι, αρμυροσαρδέλλες, σαπούνια κ.ά.

Ο χώρος που εχρησίμευε για τον εμπορικό αυτό σκοπό, ως συνήθως, ήτο η κατοικία του παντοπώλη και συγκεκριμένα το ισόγειο του σπιτιού, όπου εάν αυτό ήτο ικανού εμβαδού, τότε κατελάμβανε το μισό της εκτάσεως, εάν δε το σπίτι ήτο διώροφο, τότε το κατάστημα εστεγάζετο στο ισόγειο. Πέραν των παραπάνω περιπτώσεων, υπήρχε και ’κείνη όπου το ισόγειο εφιλοξενούσε το κατάστημα και την κουζινο-τραπεζαρία του ιδιοκτήτη, επικοινωνούν με τον όροφο με μια δευτερεύουσα εσωτερική σκάλα, ούτως ώστε να είναι ευχερής και συντομοτέρα η κάθοδος προς το μαγαζί, είτε όταν ο καιρός ήτο βροχερός (προς αποφυγήν της εξωτερικής σκάλας) είτε προς εξυπηρέτησι των περλατών κατά τις Κυριακές και λοιπές αργίες, καθ’ ότι η απαγόρευσι λειτουργίας των καταστημάτων ήτο επισήμως επιβεβλημένη.

Σε σπάνιες περιπτώσεις, το κατάστημα δεν διέθετε αύλειο χώρο κι’ αυτές εμφανίζοντο κυρίως στα καντούνια της Χώρας ενώ στην Αμπελώνα (και μετέπειτα ωνομασθείσα Νεάπολη) τα αντίστοιχα μαγαζάκια, λόγω της ανωκήτου, τότε περιοχής και του υποβοηθούντος, υπό εφαρμογήν, σχεδίου πόλεως, διέθεταν αυτή την πολυτέλεια.

Οι ώρες λειτουργία, άρχιζαν από πολύ ενωρίς (μπονώρα-μπονώρα που λέμε) και δίχως διακοπή το μεσημέρι συνέχιζαν μέχρι τις πρώτες ώρες του σούρουπου. Σε αυτό συντελούσε η έλλειψι επαρκούς φωτισμού (καρμπούρο ή λάμπα πετρελαίου) και το «από νωρίς συμμάζεμα στο σπίτι».

Η εσωτερική διαρρύθμισι του χώρου ήτο, σχεδόν, πανομοιότυπη σε όλα τα παντοπωλεία. Η βασική «επίπλωσι» αποτελείτο από ένα μακρόστενο ξύλινο πάγκο και τα απαραίτητα ράφια στα νώτα του καταστηματάρχη. Επίσης, εάν το παντοπωλείο «σερβίριζε» και καφέ υπήρχαν επίσης και δυό-τρία ξύλινα τραπεζάκια με τις απαραίτητες καρέκλες που είχαν ψαθόπλεκτο κάθισμα. Το είδος, όμως, αυτό του παντοπωλείου θα απαντηθή πιο κάτω, στην περιγραφή εκείνη που αφορά τα μεικτά παντοπωλεία.

Ο κεντρικός χώρος του καταστήματος ήτο σχεδόν κενός και μόνον στους τοίχους γενικά διευθετούντο τα προς διάθεσι είδη και τρόφιμα. Ο πάγκος, ως επί το πλείστον, ευρίσκετο κατάφατσα στον εισερχόμενο, εφ’ όσον το μαγαζί είχε… βάθος, δίχως όμως ν’ αποκλείεται και η τοποθέτησί του προς την τοιχοποιία δεξιά ή αριστερά της εισόδου. Στα νώτα του καταστηματάρχη, όπως πιο πάνω σημειώνεται, υπήρχαν ράφια τα οποία κατελάμβαναν όλο το μάκρος του τοίχου, φθάνοντας σχεδόν μέχρι το ταβάνι. Στα εν λόγω ράφια ετοποθετούντο είδη τα οποία ήσαν μικρού μεγέθους, υπό διαρκή χρήσι-πώλησι και αποτελούσαν πειρασμό εάν ετοποθετούντο σε άλλη θέσι.

Τέτοια είδη ήσαν οι κονσέρβες (ψάρι κυρίως), τα γλυκά κουταλιού, τα ξυραφάκια, τα κουτιά λουκουμιών, μοσχοσάπουνα κ.ά. Ο πάγκος απείχε από τα ράφια γύρω στα 0,70-0,80 μ. το δε κενό όχι μόνον εξυπηρετούσε ως διάδρομος πέρα-δώθε, αλλά το δάπεδο ήταν επενδυμένο με σανιδένιο πάτωμα, ύψους περί τα 0,15 μ.

Αυτή η υψομετρική διαφορά μεταξύ διαδρόμου και λοιπού δαπέδου του καταστήματος, έδινε έναν επιβλητικό τόνο στην εμφάνισι του παντοπώλη, αφού έβλεπε αφ’ υψηλού τον πελάτη και ’κείνος ήτο υποχρεωμένος να «σηκώνει» τα μάτια του για να τον αντικρύζει. Ο πάγκος έκλεινε με ένα οριζόντιο πορτάκι το οποίο υψώνετο κάθετα και είχε τις φρεμενέλλες(1) στερεωμένες στα άκρα των ραφιών. Έτσι κάθε φορά που ο μαγαζάτορας ώφειλε να εξυπηρετήση τον πελάτη, αφού εισέρχετο στον διάδρομο, κατέβαζε το πορτάκι το οποίο κάνοντας μια τεταρτοκυκλική τροχιά ακουμπούσε, ως οριζοντία ξυλίνη επιφάνεια πάνω στον πάγκο.

Επάνω στον πάγκο και περίπου στο μέσον, ευρίσκετο η ζυγαριά, το καθ’ ημάς πέζο.(2) Πρόκειτο για ένα μεταλλικό μηχάνημα το οποίο απετελείτο από δυό ισοβαρή σκέλη. Το κάθε σκέλος ισορροπούσε οριζοντίως έναντι του άλλου και απαραίτητο εξάρτημά των, ήσαν τα προσθαφαιρούμενα μεταλλικά, ομοίως, δισκάκια επί των οποίων στο μεν ένα ετοποθετείτο το σταθμό (μέτρο βάρους) και στο άλλο το προς πώλησι χύμα προϊόν ή είδος. Έτσι από τα παραπάνω δισκάκια, το μεν ένα ήτο σε πορφή πιάτου το δε άλλο τετραγωνισμένο με πλαϊνά τοιχώματα μόνον από τις δυό πλευρές. Στο κυκλικό δισκάκι εζυγίζετο, η ζάχαρι, τα όσπρια, οι πατάτες κ.ά., ενώ στο τετραγωνισμένο τα μακαρόνια, ο παστός μπακαλιάρος, η πάστα (τοματοπελτές) κ.ά. Το συμπλήρωμα του πέζου ήσαν τα σταθμά τα οποία αναλόγως της εποχής διέφεραν ονομαστικά καθώς και οι υποδιαιρέσεις των, όπως για παράδειγμα η λίτρα (453 γραμ.) η οκά (400 γραμ.), το δράμι (1/400 της οκάς) και τέλος το κιλό (1000 γραμ.).

Τα σταθμά αρχικά ήσαν σιδηρά εξαπλεύρου σώματος και όταν πλέον καθιερώθη το κιλό, κατασκευάζοντο από ορείχαλκο. Πάντως τόσο τα σιδηρά όσο και τα ορειχάλκινα, στην επιφάνεια εδράσεως, έφεραν ένα κοίλωμα μέσα στο οποίο προστίθετο το ελλείπον βάρος το οποίο είχε απωλεσθεί απο την συχνή χρήσι.

Ειδικώτερον, κατά διαστήματα (τα οποία είχαν εκ των προτέρων καθοριστεί) ο κάθε μαγαζάτορας που έκανε χρήσι των σταθμών, ώφειλε να τα προσκομίσει στο αγορανομικό τμήμα της αστυνομίας, προς έλεγχο του ακριβούς βάρους. Συνεπώς, ο ελέγξας αστυνομικός ευρίσκοντας τα σταθμά ελλειποβαρή, τοποθετούσε στο κοίλωμα της κάτω επιφανείας ένα μολύβδινο πλακάκι, τόσου βάρους όσο έλλειπε από το κάθε σταθμό. Στη συνέχεια προς επισημοποίησι της προσθήκης βάρους, έπαιρνε ένα ζουμπά και χτυπούσε το μολύβδινο πλακάκι αφήνοντας το εγχάρακτο σήμα που είχε ανάγλυφο στην επιφάνεια κρούσεως. Το σήμα της επεμβάσεως δεν ήτο τίποτε άλλο παρά η βασιλική… κορώνα! Η διαδικασία ετελείωνε με την εγγραφή του καταστηματάρχη και την νέα (μελλοντική) προσέλευσι.

Από τα είδη τα οποία επαναπαύοντο στον πάγκο την περίοπτη θέσι κατελάμβαναν οι χαρτοσακκούλες με τα μακαρόνια ψιλά και χονδρά. Μάλιστα τα ψιλά μακαρόνια ήσαν καμπτά, δηλαδή δεν παρασκευάζοντο σε μορφή ραβδίσκων (όπως σήμερα) αλλά στο καθορισμένο μήκος, το στέλεχος έκανε καμπή κλειστού τύπου και απέληγε ισόμηκες στην άλλη άκρη. Μόνον τα χονδρά μακαρόνια (εκείνα με την τρύπα) παρασκευάζοντο σε μορφή ραβδίσκων όπως σήμερα. Τα μακαρόνια εζυγίζοντο σε κύμα κατάστασι, πιάνοντάς τα ο μαγαζάτορας με το χέρι.

Τα ψιλότερα ζυμαρικά (νιόκος – πεπονάκι – πεπονιόκοκκος) εζυγίζοντο στο κυκλικό τασάκι του πέζου με τη βοήθεια της σέσουλας, η καθ’ ημάς λαβούτο! Δίπλα στα μακαρόνια και τα λοιπά ζυμαρικά, υπήρχαν οι γυάλες με τον τοματοπελτέ, τον οποίο έβαζαν σε λαδόχαρτο με τη βοήθεια μιας μικρής «κουταλοειδούς» σπάτουλας, οι γυάλες με τις καραμέλλες, το μικρό ξύλινο καφάσι με τους ρέγγους, το λάτινο ή γυάλινο κουτί με τον χύμα καφέ. Ακριβώς επάνω από το πέζο αιωρείτο ο σπάγγος ο οποίος εξετυλίγετο από το, ταβάνι (από κουβάρι σε μορφή ρολλού), για το δέσιμο των σακκουλών και μικροδεμάτων, αμέσως μετά το ζύγισμά των, το καλαθάκι(3) των αυγών κ.ά.

Μπροστά, κατά μήκος και ακουμπισμένα στον πάγκο ήσαν αραδιασμένα τα τσουβάλια με τα όσπρια, τις πατάτες, το ξύλινο κασσονάκι με τα αλμυρά φύλλα μπακαλιάρου ή του κοφισιού(4), τα σκόρδα, τα κρεμμύδια κ.ά.

Στον διπλανό τοίχο υπήρχε κρεμασμένη η λάτινη βρύσι(5) με το φαγώσιμο λάδι, η οποία ξαναγέμιζε από το μεγάλο λάτινο βαρέλι (έργο των λατινιέρηδως της Χώρας) ενώ δίπλα υπήρχαν κρεμασμένα τα σταθμά «ροής» που δεν ήταν άλλα από το καρτούτσο (462 γραμ.) το καρτεζίνι (1/4 του καρτούτσου = 115 γραμ.) και εσχάτως το λίτρο το οποίο τα παλαιότερα παντοπωλεία δεν εγνώρισαν. Λίγο πιο ’κεί, υπήρχαν ομοίως οι λάτινες βρύσες οι οποίες περιείχαν πετράλαιο. Η μία περιείχε πετρέλαιο «καθαρό», το οποίον είχε ευρυτάτη χρήσι στις λάμπες πετρελαίου, η δε άλλη περιείχε πετρέλαιο «ακάθαρτο»(6), το οποίο προωρίζετο για τις γκαζιέρες μαγειρέματος. Κατ’ επέκτασι αυτών των υγρών, υπήρχει το κασσόνι με τα πράσινα σαπούνια της μπουγάδας, η λάτα με τις αρμυροσαρδέλλες, το κασσόνι με το χονδρό αλάτι, το κασσόνι με τα κάρβουνα, το κασσόνι με το τρινάλ(7) και η λάτα με τις ελιές.

Στην απέναντι πλευρά, υπήρχαν οι σκούπες (άλλες με σκουπόξυλο και άλλες όχι), μάτσα με ρίγανη, η πλάστιγγα, το καντάρι και η εναπόθεσι άδειων κουτιών ή καφασιών.

Τώρα, όσον αφορά τα μεικτά παντοπωλεία αυτά διεχωρίζοντο στα οπωροπαντοπωλεία, στα καφεπαντοπωλεία και στα οινοπαντοπωλεία. Από αυτά μόνον τα οπωροπαντοπωλείο ήτο δυνατόν να συναντήση κανείς στο παζάρι ενώ τα άλλα δυό αποκλειστικά στις γειτονιές. Εν τούτοις, ελάχιστα οπωροπαντοπωλεία ευρίσκοντο στις γειτονιές, τα οποία διέθεταν ελάχιστα κηπευτικά ή φρούτα όπως: μήλα, πράσσα, αντίδια, πορτοκάλια, κάνα κυδώνι, δηλαδή φτωχικά πράγματα ως προς τα είδη και τον αριθμό ενός εκάστου.

Τα οινοπαντοπωλεία όπως επιμαρτυρά ο τίτλος, πέραν όλων, διέθεταν προς πώλησι κρασί και ξύδι τα οποία υγρά ήσαν μέσα σε ξυλοβάρελλα και επωλούντο χύμα σε μπουκάλια που προσεκόμιζαν οι πελάτες.

Τα καφεπαντοπωλεία, όπως πιό πάνω σημειώνεται, διέθεταν και δυό-τρία τραπεζάκια προς εξυπηρέτησι μόνον τακτικών πελατών, είτε αυτοί προσήρχοντο το πρωί, αντί να πάνε στο καφενείο, είτε το απογευματάκι. Στο σημείο εδώ οφείλομε να αναφερθούμε σε μια «αίρεσι» του μπουρανέλλου κατοίκου της Χώρας. Επειδή το καφεπαντοπωλείο ήτο σύμμεικτο και ως οινοπαντοπωλείο, ο κάτοικος της Χώρας, επιστρέφοντας στο σπίτι του το μεσημέρι, επήγαινε κατ’ ευθείαν στο οινο-καφε-παντοπωλείο και παρήγγελε ένα-δυό ποτηράκια κρασί.

Εάν ετύχαινε να έχη και άλλους ομοιοπαθείς συντροφιά, επήγαινε (ή παράγγελνε) στο σπίτι και έπαιρνε το φαγητό του και επέστρεφε στο μαγαζί, όπως το αυτό έπρατταν και οι άλλοι, όπου και συνευωχούμενοι μετέτραπαν τον παντοπώλη σε… κάπελα! Εάν ήτο χειμερινή περίοδος, η μεσημεριάτικη ιεροτελεστία εγένετο μέσα στο μαγαζί, ενώ την εαροθερινή, στην αυλή κάτω από την κληματαριά ή την τεχνητή ισκιάδα καμωμένη από φτέρη.

Σημειώνεται ότι σε κάθε νέα παραλαβή εμπορεύματος (πατάτες – κρασί – ξύδι κ.ά.) εθεωρείτο αξιοσημείωτο γεγονός και γι’ αυτό εκοινοποιείτο επάνω στον ασβεστωμένο τοίχο της προσόψεως με… κάρβουνο. Επίσης στα παντοπωλεία της γειτονιάς η συντριπτική πελατεία ανήκε στο ασθενές φύλο. Μάλιστα σε πράγματι «στριμωγμένες» εποχές, οι γυναίκες είχαν την αποκλειστική επισκεψι, καθ’ ότι εχειρίζοντο με άνεσι την αγορά ειδών ανταλλάσσοντάς τα με… αυγά!

Παράλληλα με την ανταλλαγή προϊόντων (αυγά, λάδι, όσπρια, πατάτες) ελειτουργούσε και το… βερεσέ κάτι που απαιτούσε εμπιστοσύνη και εχεμύθεια μεταξύ των συμβαλλομένων. Βέβαια δεν έλλειπαν και οι καχύποπτοι, όπου τα είδη που έγραφε στο τεφτέρι του ο καταστηματάρχης, τα εσημείωνε και στο αντίστοιχο τετράδιο του πελάτη. Πέραν όμως όλων αυτών, το βιβλιάριο αγορών-εξόδων αποτελούσε και ένα μέσον ελέγχου της πορείας των οικονομικών της οικογενείας.

Στις αργίες (Κυριακές – εθνικές και βαρειές θρησκευτικές Γιορτές) τα παντοπωλεία όπως και τα υπόλοιπα καταστήματα (πλην οινομαγειρείων, ζυθεστιατορίων, ζαχαροπλαστείων, καφενείων, Ξενοδοχείων) παρέμεναν κλειστά καθ’ όλην την διάρκεια της ημέρας, δίχως αυτό να σημαίνει ότι ο… ξεχασιάρης πελάτης, δεν εξυπηρετείτο και μάλιστα ιεροκρυφίως.

Γι’ αυτό στα παντοπωλεία της γειτονιάς ο μαγαζάτορας ευρίσκετο στην αυλή, ψευδο-απασχολούμενος με δουλειές πέραν του αντικειμένου του (άσπρισμα, κλάδεμα, σάρωμα, πότισμα κάποιων φυτών που είχε στις λάτες) αφού το κατάστημα ήτο ενσωματωμένο με την κατοικία. Και όλα αυτά, βεβαίως, εάν ο καιρός επέτρεπε ή μάλλον εδικαιολογούσε την παρουσία του στην αυλή. Επίσης, τάχα, καθισμένος στο τραπεζάκι της αυλή (οινο-καφε-παντοπωλείον γαρ) έπινε τον καφέ του διαβάζων την εφημερίδα.

Εάν δε ο καιρός ήτο βροχερός, είτε ο πελάτης ωδηγείτο στην… πίσω πόρτα και χτυπούσε καλώντας τον χαμηλοφώνως, είτε ο καταστηματάρχης κατόπιν προηγουμένης συννενοήσεως, επήγαινε το αγορασμένο είδος στο σπίτι του πελάτη εάν έκειτο εκεί κοντά. Στα παντοπωλεία της αγοράς (παζαριού) ο μαγαζάτορας, κατά τις ως άνω αργίες και εορτές, έκοβε, κατά το κοινώς λεγόμενο, βόλτες στο πεζοδρόμιο, μπροστά από την πρόσοψι ή παρμόνευε πίσω από την, ελαφρώς ανοιχτή, πόρτα, έχοντας ως συνθηματική ενθάρρυνσι τα κλειδιά να κρέμονται απ’ έξω, ούτως ώστε να υπάρχη η δικαιολογία της τακτοποιήσεως των εμπορευμάτων ή των λογιστικών στοιχείων. Βεβαίως, η εμφανής παρουσία των κλειδιών στην πόρτα, εδικαιολογείτο ως ένδειξι προσωπικής απασχολήσεως του καταστηματάρχη, κατά την περίπτωσι που θα επέκειτο σε κάποιο συμβάν με μοιραία κατάληξι, πράγμα το οποίο δεν θα εγένετο ευκόλως αντιληπτό εάν η πόρτα ήτο θεόκλειστη. Πάντως και εφ’ όσον είχε εξηπηρετήσει τον πελάτη, έβγαινε πρώτος και κοίταζε δεξιά κι’ αριστερά του δρόμου για τον εντοπισμό του πεζού χωροφύλακα, που εκτελούσε περιπολία μπρός-πίσω καθ’ όλο το μήκος του παζαριού.

Τα χρόνια πέρασαν και οι ιδιοκτήτες καταστημάτων υπό τον τίτλο «Γενικόν Εμπόριον», ανέβηκαν ένα σκαλοπάτι, ως επιτυχημένοι επαγγελματίες και υπήκοντες στις προσταγές της ξενομανίας εβάφτισαν τα μεγαλωμένα πλέον μαγαζιά των, «Super Markets« ή «Mini Markets», αντιστοίχως της εκτάσεως που κατελάμβαναν.

Δυστυχώς, παρά την οικεία σχέσι που είχαν με τους πρώην σταθερούς πελάτες των, κατέληξαν στην απρόσωπη – εμπορική σχέσι όπως ακριβώς παρατηρείται στις απρόσωπες επιχειρήσεις, δηλαδή αντ’ αυτών, ο πελάτης έρχεται σ’ επαφή με τυπικούς υπαλλήλους δίχως να ανταλλάσση τις κουβέντες εκείνες που απέπνεαν την αλληλοεκτίμησι αλλά και την διευκόλυνσι στην οικονομική δυσπραγία.

Όσο για τους πρώην παντοπώλες (μεγαλο-παντοπώλες για την ακρίβεια) ο σκληρός ανταγωνισμός, τα εξαντλητικά ωράρια και το κυριώτερο η απομόνωσι στο ιδιαίτερο γραφείο, έχουν αφαιρέσει εκείνον τον χαρακτηριστικό τύπο επαγγελματία που συνηθίσαμε να βλέπωμε στις γειτονιές κι’ ακόμα στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες.

Βεβαίως, ο ρυθμός και τρόπος ζωής που επέβαλαν την απάλειψι των στενών σχέσεων μεταξύ καταστηματάρχη και πελάτη, δεν επηρέασε μόνον τον πρώτον αλλά και τον δεύτερο, ο οποίος λόγω ανωτέρας βίας, προσφεύγει και σ’ άλλα ομοειδή καταστήματα αναζητώντας συμφερότερες τιμές των προϊόντων, οπότε η αποξένωσι είναι αμφίδρομη.

Επεξηγήσεις

(1) Από το ιταλικό Fermo-a = σταθερός-ό-ή = το μικρό σταθεροποιητικό κοινώς. [η πορταδέλλα].
(2) Από την ιταλική λέξι peso = βάρος.
(3) Το καλαθάκι των αυγών ήτο συρματόπλεκτο και θύμιζε κλουβί.
(4) Αποξηραμένο ψάρι δίχως κεφάλι προσομοιάζον με τον μπακαλιάρο. Δεν διεμορφώνετο ως φύλλο, όπως ο μπακαλιάρος, αλλά αφήνετο ως είχε. Ήτο αρκετά σκληρό και είχε επίσης όχι και τόσο ευχάριστη γεύση.
(5) Η λάτινη βρύσι δεν ήτο τόποτε άλλο παρά μία λάτα (τενεκές), στην οποία ο τεχνίτης είχε προσθέσει μία κάνουλα.
(6) Η έντονη μυρωδιά του ακαθάρτου πετρελαίου συντελούσε στην απομάκρυνσι των κουνουπιών και μυγών. Στην ενάντια περίπτωσι όπου δεν επωλείτο πετρέλαιο (λ.χ. στα παντοπωλεία της αγοράς) τότε ο καταστηματάρχης κρεμούσε από το ταβάνι τις κολλώδεις, σε χρώμα μελί, ταινίες επί των οποίων επικάθοντο τα ιπτάμενα έντομα. Τόσο το πετρέλαιο όσο και το χονδρό αλάτι ο καταστηματάρχης προμηθεύετο από το Κρατικό Μονοπώλιο, το δε ψιλό αλάτι από τον αλατόμυλο του Καρτάνου, επί του καντουνίου Λευκάτας προς Αγία Κάρα.
(7) Τρινάλ: Κρυσταλλώδες καθαριστικό υλικό, λευκού χρώματος και σε μορφή ημιχόνδρου άλατος. Εχρησιμοποιείτο κυρίως για τον καθαρισμό, με σκούβλο (βούρτσα)*, των ξυλίνων πατωμάτων.
* Από την ιταλική λέξι scovolo = βούρτσα.

Προηγουμενο αρθρο
Η Αγιομαυρίτικη παρέα στο Φεστιβάλ Λευκαδίτικης Γαστρονομίας [video]
Επομενο αρθρο
Οροπέδιο Σφακιωτών

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.