HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΤο 1940 ήλθε ο πόλεμος…

Το 1940 ήλθε ο πόλεμος…

Απομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Μέρος Λ΄

Μετά τον γάμον αυτόν, κατά το έτος 1938 συνέβη μία παρεξήγησις με την σπιτονοικοκυρά μου και φύγαμε απ’ αυτό το σπίτι και πήγαμε στου Φιλίππου Κατωπόδη Λαμπράτου το σπίτι και νοίκιασα εκεί. Τον Αύγουστο το 1938 αρρώστησα, σοβαρά μάλλον, από σκωληκωιδίτιδα. Κάθησα αρκετές ημέρες στο κρεβάτι και κατόπιν έγινα καλά, με την βοήθειαν του Θεού. Το 1939 επειδή εχρειάζετο το σπίτι του ο Λαμπράτος έφυγα απ’ εκεί και νοίκιασα το σπίτι του Χαλικιόπουλου. Καλά περνούσαμε εκεί.

Το 1940 ήλθε ο πόλεμος. Τότε χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Λευκάδος ο Πρώην Λευκάδος Δωρόθοες, και ήλθε στην Λευκάδα. Προ της Μεγάλης Εβδομάδας του έτους 1941, ήλθε στην Βασιλική και έμεινε στο σπίτι μου 2 ημέρες, έως ότου έλθει πλοίον από την Ιθάκη για να τον πάρει εκεί να κάμει τας εορτάς της Μεγάλης Εβδομάδος και του Πάσχα. Οταν όμως είμεθα εις την εκκλησίαν ήλθε η είδησις ότι κατελήφθη η Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς. Εφυγε για την Ιθάκη το Σάββατον του Λαζάρου και με πήρε κι’ εμένα μαζί του.

Επέστρεψα εις Βασιλικήν το πρωί της Κυριακής των Βαίων κι’ ελειτούργησα εις την Βασιλική. Μέχρι της Δευτέρας του Πάσχα είχαμε ησυχία εκεί. Την Δευτέρα του Πάσχα, κατά την ώραν που είχαμε το αρνί στο σουβλί και το ψέναμε, ήλθανε τα Ιταλικά αεροπλάνα και μας επολυβόλισαν από χαμηλήν απόστασιν και ενθυμούμαι ότι βγάλαμε το αρνί από την φωτιά και μπήκαμε μέσα στο σπίτι και όταν έφυγαν τα αεροπλάνα το ξαναβάλαμε στην φωτιά και το ψήσαμε.

1111

Μετά από λίγον καιρό ήλθε μιά ημέρα ένα φορτηγό αυτοκίνητο και σταμάτησε απ’ έξω από το σπίτι. Με φώναξαν και βγήκα έξω και μου είπε ο σωφέρ ότι έφερε τα πράγματα του κ. Χαλικιόπουλου (σπιτονυκοκύρη μου). Τότε εγώ έβαλα τα παιδιά μου και κατέβασαν τα πράγματα και τα έβαλαν μέσα στο σπίτι. Παρέλειψα να σας πω ότι αυτός ήτο υπάλληλος στην Κεφαλληνία, τότε λόγω της καταστάσεως έφυγε απ’ εκεί για να έλθει στο σπίτι του. Αυτός έστειλε τα πράγματά του χωρίς να τα ακολουθεί. Οταν λοιπόν είδον οι χαμάληδες ότι εκατέβαζαν τα παιδιά μου τα πράγματα από το αυτοκίνητο, μου ζήτησαν τον λόγον ότι αυτή η δουλειά ήτο ιδική τους και όχι των παιδιών μου. Τότε τους είπα ότι τα παιδιά μου δεν πρόκειται να πληρωθούν. Τι ζητάνε από τέτοιους δυστυχισμένους ανθρώπους.

Υστερα από λίγες ημέρες ήλθε και ο σπιτονοικοκύρης μου με την οικογένειάν του ευρισκόμενοι τότε εις αθλίαν κατάστασιν, χωρίς τρόφιμα, χωρίς χρήματα, στερούντο των πάντων. Τότε τι να κάμω; παρ’ ότι το σπίτι τους το είχα ενοικιασμένο τους παρεχώρησα ένα δωμάτιον και εστεγάσθησαν, και επί ένα μήνα τρώγαμε σε ένα τραπέζι χωρίς αυτοί να προσφέρουν τίποτε γιατί δεν είχανε. Μετά από ένα μήνα παρά την περίθαλψιν που τους προσέφερα μου λέγει ο σπιτονοικοκύρης να του αυξήσω το ενοίκιον. Εγώ του είπα ότι αυτό είναι άδικον να θέλει να αυξήσω το ενοίκιον και ενώ του είχα παραχωρήσει και ένα δωμάτιον. Τι να κάνω τότε του έδωσα το ενοικίον που μου ζήτησε, αλλά η αγανάκτησις μου με έκανε και είπα στα παιδιά μου να μην ξαναδώσουν εις την αχάριστην οικογένεια, ούτε γάλα, ούτε χόρτα, ούτε ξύλα κατόπιν της διαγωγής που έδειξαν απέναντί μας. Αυτοί εξεμάνησαν και μου είπανε να φύγουμε από το σπίτι διότι το χρειάζονται. Εγώ τους είπα ότι, όταν εύρω σπίτι άλλο να νοικιάσω θα φύγω.

1254

Εν τω μεταξύ ήλθανε οι Ιταλοί στη Βασιλική. Μιά ημέρα κατερχόμενος από τον Σύβρο στην Βασιλική συνάντησα το μακαρίτη Γιώργο Φουρλάνο από τον Βουρνικά που ανέβαινε αυτός απο την Βασιλική στο χωριό του και τον ρώτησα τι γίνεται στην Βασιλική, κι’ αυτός μου απάντησε ότι ήλθανε 4 αυτοκίνητα με Ιταλικόν στρατόν στην Βασιλική. Μόλις άκουσα έτσι, κόπηκαν τα πόδια μου, τέλος τι να κάμω, εξακολούθησα τον δρόμο μου και κοντά να φθάσω βλέπω απ’ έξω από του Γερούλη το σπίτι, στην ελιά της Παναγίας της Βασιλικής, που ήτο γεμάτος ο τόπος Ιταλικό στρατό. Εκάθηντο στην γης όλοι. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμήν να περάσω χωρίς να τους χαιρετήσω, διότι ήμουνα πολύ στενοχωρημένος δια την κατάστασιν εις την οποίαν περιήλθε η Πατρίδα μας. Μόλις όμως έφθασα κοντά, ενώ εγώ περίμενα ειρωνείας και ύβρεις, επειδή αυτοί ήτο πλέον κατακτηταί, σηκώνονται όλοι δια μιάς, λαμβάνουν την στάσιν της προσοχής και με χαιρέτησαν στρατιωτικά. Τότε εγώ, επειδή με υποχρέωσαν με την συμπεριφορά τους, τους είπα ένα ψυχρό χαίρεται.

Οταν πήγα στο σπίτι είπα στα τρία μου κορίτσια να μην βγαίνουν καθόλου έξω από το σπίτι και επειδή δεν εγνώριζα τας διαθέσεις των Ιταλών, έκλεισα την είσοδον του σπιτιού, πήρα το κλειδί στην τσέπη μου και έφυγα να ανέβω εις την εκκλησίαν να διαβάσω τον Εσπερινό μου. Εις τον δρόμο όμως που πήγαινα στην εκκλησίαν είχον τοποθετήσει σκοπόν και όταν πλησίασα, προ εξ βημάτων, μου παρουσίασε ο σκοπός το όπλον του και με χαιρέτησε. Αυτό εγένετο πρωί και βράδυ όταν ανέβαινα και όταν κατέβαινα. Αφού είδα αυτήν την στάσιν των Ιταλών, επείσθηκα ότι δεν έχουν κακές διαθέσεις να μας κακοποιήσουν και τότε άφηνα την είσοδο του σπιτιού μου ανοικτή και κυκλοφορούσαμε ελευθέρως χωρίς να μας ενοχλούν οι Ιταλοί.

Πράγματι εις το διάστημα που κάθησαν εκεί δεν παρουσιάσθηκαν επεισόδια εκβιασμών κ.λ.π. ως κατακτηταί που ήτο. Εγώ εν τω μεταξύ δεν ήτο εύκολον για να εύρω σπίτι για να φύγω απ’ εκεί γιατί τα είχαν καταλάβει οι Ιταλοί τα σπίτια. Αυτός επέμενε να φύγω και μου έλεγε ότι δεν αντέχεται η ιδική μου οικογένεια να πίνει γάλα, να έχει ψωμί, χόρτα κ.λ.π. κι’ αυτός να μην έχει. Ηθελε δηλαδή να του αυξήσω το ενοίκιον αλλά να εξακολουθώ και να του δίνω τρόφιμα δωρεάν, όπως του έδινα επί ένα μήνα και πλέον.

Μια μέρα ήλθε με έναν Ιταλό αξιωματικό και μου λέγει ο αξιωματικός να εύρω σπίτι να φύγω και του είπα να μου εύρει εκείνος, διότι εγώ δεν ημπορώ να εύρω. Τέλος έφυγε ο Ιταλός, αυτοί όμως μεταχειρίσθηκαν πλέον την βίαν. Εβαναν τα παιδιά τους και μας κτυπούσαν τις πόρτες λέγοντας βρωμόλογα και άλλους εκβιασμούς. Μιά ημέρα ενώ ήμουν ακόμη στο κρεβάτι μου άκουσα την σύζυγόν του (Μέγαιρα μεγάλη και τρανή) να φωνάζει, ακούτε, επειδή ο άνδρας μου λείπει στην Λευκάδα, να μπούνε πατέρας και παιδί στο δωμάτιό μου και να θέλουν να με βιάσουν. Πετάχθηκα τότε από το κρεβάτι μου και βλέπω την μεγάλην μου κόρη να κλαίει. Γιατί κλαίς παιδί μου, της λέγω, δεν ακούς πατέρα, μου λέγει, αυτή την παλιογύναικα τι μας λέει, μα για μας τα λέγει παιδί μου; της λέγω εγώ, αυτή μου λέγει, για μας πατέρα. Τότε είπα στην κόρη μου, μην κλαίς και θα φροντίσω να φύγουμε εντός της ημέρας.

Υπό τοιαύτας συνθήκας δεν ημπορούσα πλέον να παραμείνω σ’ αυτό το σπίτι. Σκέφθηκα λοιπόν και πήγα και παρεκάλεσα την μακαρίτισσα δεύτερην μου εξαδέλφη Αικατερίνα Νικ. Φατούρου να μου δώσει μίαν αίθουσα που την είχαν πρώτα μαγαζί. Κι αμέσως πήγα σπίτι και πήραμε τα πράγματά μας και φύγαμε. Τα παιδιά μου έμεναν στην αίθουσα του μαγαζιού κι’ εγώ έμενα σ’ ένα δωμάτιον που μου παρεχώρησε η εξαδέλφη μου και έτσι τακτοποιηθήκαμε κάπως.

Οι Ιταλοί παρέμειναν ως κατακτηταί που ήτο. Ημείς οι κάτοικοι στερούμεθα σχεδόν των πάντων, άλλοι πολύ και άλλοι λιγότερο και προπαντός τό ψωμί. Η οικογένειά μου κάπως τα καταφέρναμε καλλίτερα από άλλες οικογένειες, γιατί είχαμε τον μύλο στο χωριό, που γι’ αυτό, ως επί το πλείστον, έμενε στο χωριό η μακαρίτισσα η παπαδιά. Πήγαιναν κάπου κάπου όταν εξοικονομούσαν ολίγον καρπό σιτάρι, κριθάρι, βρώμη και ως επί το πλείστον καλαμπόκι το οποίον άλεθε ο μύλος κι’ έπαιρνε κι’ αυτή το δικαιούμενον ξάι. Εάν ήτο ποσότης 5 – 10 οκάδες, το έψηνε καρβέλια, εάν ήτο ολιγότερον το έκανε τηγανίτες, και αφού μοίραζε στις πλέον δυστηχισμένες οικογένειες, από λίγο στον καθένα, κατόπιν έβανε το υπόλοιπον στο σακούλι και μας το έφερνε στην Βασιλική και τρώγαμε. Εκτός αυτού του βοηθήματος που είχαμε, οι πλέον ευκατάστατες οικογένειες των ενοριτών μου, μου έφερναν κάπου κάπου καμιά λειτουργιά (πρόσφορο) και έτσι κάπως εσυντηρούμεθα.

Μας είχον απαγορεύσει οι Ιταλοί την μεταφοράν παντός είδους τροφίμων από το ένα χωριό στο άλλο π.χ. αλεύρι, λάδι κ.λ.π. όταν είχαμε ανάγκη για λάδι, το οποίον είχαμε στο χωριό και έπρεπε να το μεταφέρουμε από εκεί στην Βασιλική για να τρώμε, για να εξαπατήσω τους Ιταλούς σκοπούς που φύλαγαν στο δρόμο και ας ήμουν παπάς (εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται) γέμιζα δύο σακιά μεγάλα με άχυρο και μέσα στο άχυρο έβαζα ένα ασκί με λάδι στο κάθε σακί τα φόρτωνα σ’ ένα γαϊδουράκι που είχαμε, το έβανα εμπρός μου και ακολουθώντας το, περνούσα από τους σκοπούς απαρατήρητος, ήμουν και παπάς και οποσδήποτε εσυστέλοντο, διότι πολύ επηρεάζοντο από το ράσο. Το ίδιο έκανα και μετέφερνα καρπούς από την Βασιλική στον Σύβρο τους αλέθαμε στον μύλο και παίρναμε κι’ εμείς το ξάι μας και τρώγαμε κι εμείς καμιά τηγανίτα, είμαστε βλέπεις μεγάλη οικογένεια, 8 παιδιά 2 οι γονείς και μία η γυναικαδέλφη μου που μένει ακόμη μαζί μας άγαμος.

Ετσι λοιπόν με την Βοήθειαν του Θεού περάσαμε τα χρόνια. Εκτός αυτών των μέσων συντηρήσεως κάναμε και ζώα, γίδες, προβατίνες, κότες, γάλους κ.λ.π. τα οποία συντηρούσαμε στον κάμπο, θέσιν αχούρια. Εκεί είχαμε ένα πρόχειρο αγροτικό σπιτάκι. Εκεί έμενε η γυναικαδέλφη μου με μερικά από τα παιδιά μου που έβοσκαν τα ζώα, αλλά και εκεί μας ενοχλούσαν οι κατακτηταί, πήγαιναν και τα έπαιρναν.

Μια μέρα είχα πάει στην Λευκάδα και την επομένην, αφού περπάτησα από Λευκάδα μέχρι Βλυχό με τα πόδια μου, φορτωμένος, γιατί δεν υπήρχε συγκοινωνία, εκεί στο Βλυχό βρήκαμε, γιατί ήτο και άλλοι παρέα, ένα αυτοκίνητο που έτυχε να πηγαίνει στον Σύβρο. Μπήκαμε μέσα και πήγα στον Σύβρο, αντί της Βασιλικής. Εφθασα μεσημέρι εκεί, έφαγα λιγάκι και ξάπλωσα για να κοιμηθώ και αργότερα να συνεχίσω πεζοπορία για Βασιλική. Παρ’ όλην όμως την κούραση που είχα δεν ημπορούσα να αποκοιμηθώ, και σηκώθηκα να φύγω, έκανε δε μεγάλη ζέστη. Μου λέγει τότε η μακαρίτισσα η παπαδιά: Δεν κάθεσαι χριστιανέ μου να δροσίσει λίγο και κατόπιν φεύγεις; Εγώ όμως σαν και κάποιος μου έλεγε να φύγω το γρηγορότερο γιατί κάτι συμβαίνει.

Εφυγα ποδαρόδρομο κι’ έφθασα στην θέσιν αχούρια που είχαμε το αγροτόσπιτο και βρίσκω το παιδί μου τον Ανδρέα που έκλαιγε, 21 έτους παληκάρι. Του λέγω, τι έχεις παιδί μου και κλαίς; κι’ αυτός μου είπε ότι μας πήρανε οι Ιταλοί τους γάλλους,- είχαμε τότε 15 γάλλους. Πήγανε με ένα αυτοκίνητο και τους πήρανε όλους, παρά τας διαμαρτυρίας του παιδιού. Τότε γέμισα από αγανάκτησιν και έκανα φτερά και φθάνω και βρίσκω την μεγαλύτερή μου κόρη που έκλαιγε κι’ αυτή. Της λέγω, τι γίνεται παιδί μου; και μου λέγει κι’ αυτή τα ίδια, οτι η θειά της (γυναικαδέλφη μου), πήρε κοντά τους Ιταλούς και από το αγροτόσπιτό μας έφθασε κι’ αυτή στην Βασιλική και πήγε και διαμαρτυρήθηκε στην καραμπιναρία.

Φεύγω κι’ εγώ να πάω να ιδώ τι απέγινε. Φθάνοντας απ’ έξω από το σπίτι του Χρήστου Φατούρου συναντώ ένα καραμπινιέρο που πήγε και έκανε παρατηρήσεις στους Ιταλούς που πήραν τους γάλλους χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μου είπε ότι δεν τον έλαβαν υπ’ όψιν τους. Προχωρώ λοιπόν εγώ και πάω στον αξιωματικό που ήτανε κι’ αυτός μαζί όταν πήραν τους γάλλους και του λέγω όπως ήμουν νευριασμένος: Γιατί μου πήρες τους γάλους; που έχω 8 παιδιά και απ’ αυτούς τους γάλους περιμένανε κι’ αυτά πως κάτι θα τρώγανε; Ο αξιωματικός τότε τα έχασε και για να δικαιολογηθή μου είπε ότι, δεν φταίει αυτός, οι στρατιώτες τους πήρανε, του λέγω εγώ, και συ που ήσουνα παρών τι έκανες; Αυτός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δικαιολογηθή και μου είπε ότι, δεν πειθαρχούν οι στρατιώται του γιατί είναι όλα τα απομαζώματα του στρατού. Τότε του λέγω, αυτά να τα λες σ’ άλλους όχι σ’ εμένα, έκαμα πρώτα εγώ στρατιώτης από σένα. Λέγει σ’ ένα στρατιώτη, πήγαινε να τους φέρεις να τους δώσουμε γιατί δεν τα βγάνουμε πέρα μαζί του. Τότε πήγε ο στρατιώτης και έφερε όλους τους γάλους και με εκλυπαρούσε να του αφήσω ένα να το έχει σαν μαρτίνι και έβγαλε και μου έδινε 500 δραχ. παγκανότες λεγόμενες, τις οποίες δεν τις πήρα, τον λυπήθηκα και του άφησα τον γάλο.

Αλλη μιά φορά ήμουνα στον Σύβρο μαζί με την κόρη μου την Παρασκευή, τρώγαμε το βράδυ και κτυπήσανε την πόρτα. Σηκώθηκα και άνοιξα. Βλέπω 2 Ιταλούς ο ένας φασίστας και ο άλλος στρατιώτης. Ο στρατιώτης μόλις με είδε στάθηκε στον τόπο του κι’ έλεγε στον φασίστα να φύγουν, αλλ’ ο φασίστας μπήκε μέσα. Τους είπα αν θέλουν φαγητό, ότι είχαμε, αλλ’ αυτός ήθελε κρασί. Του είπα ότι δεν έχουμε κρασί, αλλ’ αυτός ερευνούσε κάτι βαρέλια και ζητούσε κρασί. Τους είπα τότε να φύγουν, άλλως θα τους αναφέρω στον ταγματάρχη τους. Αυτός μου είπε ότι θα με πάει στην Σάντα Μαύρε δεμένον γιατί είχα φώς, κι εγώ του είπα θα με πας η θα σε πάω εγώ εσένα. Εν τέλει επέμενε ο άλλος να φύγουν και έφυγαν.

Ολην την νύκτα δεν έκλεισα μάτι από την στενοχώρια μου. Την άλλην ημέρα κατέβηκα κι’ αντάμωσα τον δάσκαλο του χωριού τον κ. Ευγεν. Φέτση ο οποίος με είδε ταραγμένον και μου λέγει: Τι σου συμβαίνει Δέσποτα; του διηγήθηκα λοιπόν τα όσα συνέβησαν και στενοχωρούμουνα που δεν είχα διερμηνέα να πάω στον Διοικητή να του αναφέρω τι μου συμβαίνει. Τότε μου λέγει ο κ. Φέτσης γνωρίζω λίγα γαλλικά κι’ αν ξέρει ο Διοικητής μπορούμε να συνενοηθούμε. Πήγαμε λοιπόν και τον βρήκαμε στην έδρα του τάγματος που έμενε στου μακαρίτη Θεοδωρου Τσαρλαμπά το σπίτι. Μας είπε τι θέλουμε και τότε του μίλησε ο κ. Φέτσης Γαλλικά και του είπε τι μου συνέβη το πρώτο βράδυ. Τότε ο διοικητής μου λέγει εάν τον γνωρίζω. Εγώ απήντησα ότι δεν είμαι θετικός εάν θα τον γνωρίσω γιατί ήτο νύκτα όταν ήλθανε στο σπίτι μου, αλλά όσο να τελειώσω την κουβέντα μου, τον έφερναν 2 στρατιώτες συνοδεία. Τον γνώρισα αμέσως και είπα αυτός είναι.

Φαίνεται πως τον είχανε επισημάνει για στραβόξυλο και έτσι δεν δυσκολευτήκανε να τον εύρουν. Τότε είπα στον διοικητή εάν πρόκειται να μου ενοχλούν οι στρατιώται του την οικογένειά μου να μου το πει να την πάρω στην Βασιλική, και μου είπε ότι δεν πρόκειται να με ξαναενοχλήσει κανείς. Τον δε στρατιώτην έδεσαν επί 3 ημέρες στον ήλιο κι’ εγώ περνούσα και τον έβλεπα. Κι άλλες πολλές φορές ερχόμουνα σε φιλονικεία με τους Ιταλούς, αλλά πάντοτε υποχωρούσαν.

1112

Εκεί στην Βασιλική ήτο ένας λοχαγός, ονόματι Μπετίνης, πολύ καλός άνθρωπος. Το Μ. Σαββάτο μου είπε να του στείλω μίαν κατάστασιν των απόρων οικογενειών της ενορίας μου, έγραψα εις την κατάστασιν περί τις 100 οικογένειες, και την Δευτέρα του Πάσχα με κάλεσε στο γραφείον του. Πήγα λοιπόν εκεί και είχε απ’ έξω από το γραφείον του, μερικά σακκιά με κάτι ψωμάκια και αρκετά μάτσα χαρτονομίσματα και μου είπε να ειδοποιήσω τους ενορίτας που είχα γραμμένους να έλθουν να τους δείνω 2 ψωμάκια στον καθένα τους και ένα πενηντάρι. Αυτό με υπεχρέωσε απέναντί του, αλλά το καλό ο Θεός το αμοίβει.

ιταλοί στην Κεφαλονιά

Οταν λοιπόν μετά την καταστροφήν που έπαθαν οι Ιταλοί στην Κεφαλληνία, βλέπω μια μέρα τον ίδιον λοχαγόν ο οποίος εν τω μεταξύ είχε μετατεθεί για την Κεφαλληνία, στην Βασιλική σε χάλια, φορούσε κάτι κουρέλια πολιτικά και ανυπόδετος, τον πλησίασα και του λέγω σεις είσθε κ. λοχαγέ. Μου απάντησε εγώ είμαι που καλλίτερα να μην ήμουνα. Εγώ του έκανα θάρρος και του είπα μην φοβάσαι τίποτε, τώρα που ήλθες στην Βασιλική, θα μείνεις όσον καιρό μείνεις εδώ στο σπίτι μου, εκεί θα τρώγεις και κει θα κοιμάσαι. Μου λέγει αυτός, έχω και σύντροφο, του είπα εγώ, κι’ ο σύντροφός σου μαζί, και τους πήρα και πήγαμε στο σπίτι μου και φάγαμε. Μετά το φαγητό βγήκαμε έξω και πήγα σ’ ένα εμπορικο και είπα στον έμπορο, Ομηρον Βλασσόπουλον, δώσε μου ύφασμα, δρίλι βέβαια, για ένα κουστούμι για τον Ιταλό λοχαγό. Αμέσως ο έμπορος μου το έδωσε, το πήρα και πήγα στον ράπτη μαζί με τον Ιταλό και λέγω στον ράπτη να πάρει μέτρα του Ιταλού και να του ράψει το ταχύτερον ένα κουστούμι. Κατόπιν πήγαμε σε ένα τσαγγάρικο και του πήρα ένα ζευγάρι παπούτσια, τα φόρεσε ο καημένος και έμεινε ευχαριστημένος. Κατόπιν εξακολούθησαν κάθε ημέρα με τον σύντροφό του μαζί κι’ ερχότανε στο σπίτι έτρωγαν και το βράδυ εκοιμούντο.

Εκεί που τρώγαμε μας διηγήθηκαν τι τους συνέβει στην Κεφαλληνία. Οι Γερμανοί τους έβαλαν και άνοιξαν μίαν μεγάλην εις μήκος τάφρον, τους βάλανε στο φρύδι της τάφρου όρθιους και τους έβαλαν με τα πόλυβόλα. Αυτοι οι δύο που σώθηκαν, έπεσαν σκοπίμως ζωντανοί μέσα στην τάφρο, οι άλλοι έπεσαν νεκροί. Επειδή όμως τους πήρε η νύκτα τους άφησαν για την άλλην ημέρα να τους σκεπάσουν με το χώμα. Τότε αυτοί οι δύο ζωντανοί, όταν έφυγαν οι Γερμανοί από το μέρος εκείνο, σηκώθηκαν και έρποντες απεμακρύνθησαν και πήγανε σε κάποιο χωριό και εκρύβησαν για λίγες ημέρες. Κατόπιν από τόπον εις τόπον κατά την νύκτα έφθασαν σε ένα παράλιον της βορείου Κεφαλληνίας βρήκανε μιά βάρκα και διαπεραιώθησαν στην Βασιλική και κατ’ αυτόν τον τρόπον γλύτωσαν από τον θάνατο. Κάθησαν λοιπόν περί τις 20 ημέρες στο σπίτι μου και κατόπιν έφυγαν. Δεν γνωρίζω όμως εάν έφθασαν στο σπίτι τους ζωντανοί, διότι οι Γερμανοί εξακολουθούσαν τας εκτελέσεις εναντίων των Ιταλών. Αυτό ήτο το τέλος των Ιταλών.

Συνεχίζεται.

line1

Διαβάστε το Α΄ μέρος [ΕΔΩ].Β΄ [ΕΔΩ]. Γ΄ [ΕΔΩ]. Δ΄ [ΕΔΩ]. Ε΄ [ΕΔΩ].Ζ΄ [ΕΔΩ]. Η΄ [ΕΔΩ]. Θ΄ [ΕΔΩ].Ι΄ [ΕΔΩ].Κ’ [ΕΔΩ].

Προηγουμενο αρθρο
Τον Αθηναϊκό υποδέχεται η Νίκη στο Κλειστό την Κυριακή 15/1
Επομενο αρθρο
Η media day του Τηλυκράτη

1 Σχόλιο

  1. Constantine Santas
    13 Ιανουαρίου 2017 at 18:55 — Απάντηση

    Πολυ περιγραφική και συγκινιτική η διήγησιση του ιερέως Κακαβούλη.Είμαι πεδι του πολεμου και έζησα με την κατοχή στή Λευκάδα. Ο πατέρας μου, Ξενοφών Σάντας είχε μηχανή στον μώλο και ερχόνταν οι Ιταλοί και έκαναν δουλειές, χωρίς αμοιβή. ΄Eχω γράψει πολλά διηγήματα στην Αγγλική, και μερικα βρίσκονται στο παρακάτω website

    https://theislandandbeyond.com/

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.