HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤο click away είναι παλιά ελληνική εφεύρεση!

Το click away είναι παλιά ελληνική εφεύρεση!

ΠΛΑΓΙΩΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
7. Το click away είναι παλιά ελληνική εφεύρεση!

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

Διαβάζω πως ετούτες τις γκρίζες μέρες της καραντίνας ο σεβαστός μας καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης εξανίσταται, γιατί, εκτός των άλλων δεινών, την ελληνική γλώσσα την πήρε και τη σήκωσε, τουτέστιν γιατί την πήραν φαλάγγι τα αγγλικά -την «πήραν σβάρνα», όπως λέμε στην εύανδρη Πλαγιά του (νυν) Δήμου Ακτίου Βόνιτσας.

Αλλά, όπως βασάνιζα το μυαλό μου και προβληματιζόμουν για το κακό που μας βρήκε, ξαφνικά το μυαλό μου φωτίστηκε και η ψυχή μου ηρέμησε. Το click away είναι κι αυτό (όπως όλα τα πράγματα) ελληνική εφεύρεση! Σύμφωνα με τη δική μου έρευνα, έχει εφευρεθεί προ μισού αιώνος τουλάχιστον, ίσως και νωρίτερα, στην εύανδρη Πλαγιά! Και η Πλαγιά βεβαίως είναι ακμαίο κύτταρο του απανταχού Ελληνισμού! Μπορεί βέβαια η προφορά του (το accent του όπως το λέγαμε) να ήταν κάπως διαφορετική. Αλλά η λειτουργία του ήταν η ίδια. 

Καταθέτω λοιπόν τα πορίσματα της έρευνάς μου, για να παρηγορηθούμε, να μη μεμψιμοιρούμε διαρκώς και να τονώσουμε την εθνική μας αυτοπεποίθηση, καθότι το click away δεν είναι παρά ένα αντιδάνειο.

Πως δούλευε αυτό το click away; Θα το περιγράψω με απλά λόγια και παραδείγματα:

Με έστελνε η μάνα μου να ψωνίσω στο μαγαζί του «μπάρμπα Λάκια». Μου έλεγε τι να ψωνίσω. «Να πεις: μπάρμπα Λάκια», μου ᾽πε η μάνα μ᾽ να μ᾽ δώκς  ένα πενηντάλεπτου πάστα», ας πούμε. Μου έβαζε και το αντίτιμο στο χέρι. «Κοίτα να μη σ᾽ πέσ᾽, καμάρ᾽ μ᾽, κι δεν έχου άλλου!». («Μεταφράζω» για χάρη όσων αγνοούν την πλαγιώτικη ιδιόλεκτο: «Να πεις: μπάρμπα Λάκια, μου είπε η μάνα μου να μου δώσεις ένα πενηνταράκι πάστα»…. «Κοίτα να μη σου πέσει, καμάρι μου, και δεν έχω άλλο!» Και εξηγώ ότι τότε δεν ζητάγαμε, όπως σήμερα, μια ποσότητα προϊόντος κι όσο έκανε, π.χ, ένα κιλό, δύο κιλά κ.λπ. Ζητάγαμε ανάλογα με τα διαθέσιμα χρήματα, π.χ. μια δραχμή πάστα, ή ένα πενηνταράκι κ.λπ.).

Έφτανα στο μαγαζί. Δεν έμπαινα από την πόρτα. Τα παιδιά δεν έμπαιναν εύκολα στο μαγαζί. Ύστερα ντρεπόμουν τους μεγάλους. Το σοφό click away όμως το έλυνε  το πρόβλημα.

Πήγαινα στο παραθύρι, που βλέπετε αριστερά στη φωτογραφία. Χτυπούσα με το χεράκι μου το τζάμι. Ο μπάρμπα Λάκιας (ένα είδος παπαδιαμαντικού κυρ Μαργαρίτη) καθόταν στην καρέκλα του, μπροστά στον μπεζαχτά του, απ’ όπου είχε εποπτεία όλου του χώρου. Πάνω στον μπεζαχτά ήταν μια από εκείνες τις αρχαίες ζυγαριές με τα «ζύγια» και μια μπουκάλα ούζο. Επίσης ένα μεγάλο βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο (ήταν το δεφτέρι που έγραφε τα χρέη) και χασαπόχαρτα, εκείνα δηλαδή τα χοντρά γκρίζα χαρτιά, μέσα στο οποία τύλιγε τα κρέατα, που έστελνε στους πελάτες του κάθε Σάββατο που έσφαζε μια προβατίνα (μόνο κάθε Σάββατο και αφού προηγουμένως είχε πάρει «υπεύθυνες δηλώσεις» από όσους ήθελαν την Κυριακή «κριάς» για να φκιάσουν σούπα). Πίσω στην πλάτη του όλη η πλευρά του τοίχου ήταν γεμάτη ξύλινα ράφια, πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένα τα εμπορεύματα. Και μπροστά στα ράφια, πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο, μερικά σακιά με διάφορα όσπρια, νομίζω.

Χτυπούσα λοιπόν το τζάμι με το χεράκι μου, ο μπάρμπα Λάκιας σηκωνόταν αργά απ’ την καρέκλα του (ήταν κι αρκετά βαρύς), άνοιγε το τζάμι, εγώ με το που άνοιγε έλεγα τα λόγια της μάνας μου, που τα είχα αποστηθίσει καθ’ οδόν, του έβαζα τα «λεπτά» στην απλωμένη παλάμη του και περίμενα. Ο μπάρμπα Λάκιας τα έπαιρνε τα έριχνε στο συρτάρι, πήγαινε παραμέσα, ετοίμαζε την παραγγελία (αν ήταν πάστα, την έβγαζε με μια ξύλινη κουτάλα από ένα κόκκινο βάζο και την απόθετε σε μια μικρή λαδόκολα), την τύλιγε, μου την έβαζε στο χέρι, «κοίτα να μη σ’ πέσ᾽!» μου έλεγε, το παράθυρο έκλεινε κι εγώ γύριζα σπίτι χαρούμενος που είχα φέρει σε αίσιο πέρας την παραγγελία της μάνας μου.

Και δεν ήμουνα μόνο εγώ που χρησιμοποιούσα το click away. Σχεδόν όλα τα παιδάκια το ίδιο έκαναν. 

Το click away λοιπόν ήταν ένας θεσμός της μικρής μας κοινωνίας που λειτουργούσε πολύ καλά προς ωφέλεια αγοραστών και μαγαζάτορα η δε παράβασή του είχε, δυστυχώς, και τότε δυσάρεστες συνέπειες –όχι βέβαια τα σημερινά τρακοσάρια αλλά άλλες συμβατές με το κλίμα της εποχής.

Και για του λόγου το αληθές, θα σας δώσω ένα σχετικό παράδειγμα.

Μια φορά που πήγα να ψωνίσω, δεν ξέρω πως μου ήρθε, δεν πήγα από το παράθυρο (άρα δεν τήρησα τους όρους του click away!) αλλά είπα να μπω από την πόρτα, αυτή που βλέπετε δεξιά στη φωτογραφία. Μπήκα λοιπόν μέσα, άλλος χώρος ετούτος, μεγάλα ξύλινα τραπέζια, πάνω γεμάτα ουζοπότηρα μισογεμάτα, οι πελάτες καθισμένοι πάνω σε επιμήκη ξύλινα σκαμνιά με πλάτες πίσω, προχώρησα μαζεμένος, πήγα μπροστά στον μπεζαχτά, έδωσα την παραγγελία μου και τα «λεπτά» στον μπάρμπα Λάκια και περίμενα αμήχανος. 

Και τότε έγινε το κακό!

Εκεί που στεκόμουνα ήταν το άνοιγμα, από το οποίο περνούσε ο μαγαζάτορας για να βγει από τη θέση του και να ξαναμπεί σ’ αυτή. Ακριβώς ίσα μπροστά το μάτι μου έπεσε σε ένα ανοιχτό ράφι γεμάτο με τεράστια άσπρα λουκούμια – έτσι μου φάνηκαν εμένα. Ήξερα ότι, εκτός από τα κόκκινα λουκούμια, υπήρχαν και τα άσπρα (που ήταν και πιο νόστιμα γιατί τους έβαζαν μέσα και αμύγδαλο!) αλλά ετούτα ήταν το κάτι άλλο! Ήταν πολύ μεγαλύτερα και είχαν και μια λάμψη, λες κι αυτά ήταν κάποια άλλη «μάρκα», καλύτερη, που δεν χρειάζονταν να τα πασπαλίσουν με τη λουκουμόσκονη.

Το μάτι μου θόλωσε!

Όπως μου φέρνει λοιπόν ο μπάρμπα Λάκιας την παραγγελία, την παίρνω, γυρίζω αργά, ο  ο μπάρμπα Λάκιας έχει ξεκινήσει να πάει στην καρέκλα του, το άνοιγμα είναι «αφύλαχτο», ξαναγυρίζω απότομα, περνάω αστραπιαία μέσα από το άνοιγμα, φτάνω στο ράφι, αρπάζω ένα «λουκούμι», περνάω σαν αίλουρος την «έξοδο», όλοι έχουν μείνει άναυδοι τόσο όσο μου χρειάζεται να φτάσω στην πόρτα, τότε ακούω τον μαγαζάτορα  να λέει «άει παλιοτόμαρο!», έκανε πως με κυνηγάει (αλλά για να σπάσουν πλάκα, είχαν ξεραθεί στα γέλια, όπως το έμαθα αργότερα – ο μπάρμπα Λάκιας ήξερε τι του άρπαξα!), εγώ όπως νομίζω ότι με κυνηγάει, τα πόδια μου χτυπάνε στους ώμους, πηδάω από την ψηλή μάντρα, βγαίνω έξω από την επικίνδυνη περιοχή, σταματάω παραπέρα, ησυχία, κανένας δεν με κυνηγάει πια, ώρα να απολαύσω το λαχταριστή λεία μου!

Βγάζω το «λουκούμι» από την τσέπη μου, δεν χορταίνω να το κοιτάζω, ετοιμάζομαι για την μέλλουσα ευωχία, το χώνω όλο στο στόμα μου και…τα μάτια μου γουρλώνουν από μια ξινίλα αβάσταχτη! Το λουκούμι δεν ήταν παρά ένας κρύσταλλος «ξινάδι», αυτό που ρίχνανε στη αυγόσουπα, γιατί στην εύανδρο Πλαγιά τα λεμόνια σπάνιζαν!

Είπαμε, η παράβαση του click away είχε δυσμενείς συνέπειες όχι μόνο υλικές αλλά και ηθικές! Αν είχα τηρήσει το click away, δεν θα με παρέσυρε ο πειρασμός!

Προηγουμενο αρθρο
Ξυλοδαρμός σταθμάρχη μετρό: Πώς έφτασε η ΕΛΑΣ στον εντοπισμό των δύο ανήλικων αδελφών και του αστυνομικού
Επομενο αρθρο
Έλεγχοι για την εφαρμογή των μέτρων του lockdown - 2 πρόστιμα στη Λευκάδα -7 συλλήψεις στη Ζάκυνθο

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.