HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΦτώχεια και τράπεζες – Της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Φτώχεια και τράπεζες – Της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

146Aπό δύο δεινά δεν μπόρεσαν οι ανθρώπινες κοινωνίες διαχρονικά να απαλλαγούν: από τη φτώχεια –με όλες τις μορφές, τις ποιότητες και τις τονικότητές της- και τις τράπεζες. Οι μεταξύ τους σχέσεις συνιστούν ένα δραματικό βιογραφικό όπου στις σελίδες του παρακολουθούμε την αντιθετική παράσταση αδυναμίας και δύναμης, την κυμαινόμενη αδυναμία των φτωχών, την εντεινόμενη ισχύ των τραπεζών.

Αν και οι τελευταίες φαίνεται να διαπλέκονται με τον πλούτο, τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο και την- αθέμιτη- δυναμική του κέρδους, εντούτοις ο ρόλος τους είναι κατεξοχήν καίριος στη διαμόρφωση της τύχης των φτωχών και στη διαιώνιση της φτώχειας. Όταν ο Muhammad Yunus είχε βάλει σε εφαρμογή το όραμά του να δημιουργήσει την Τράπεζα των Φτωχών στο Μπαγκλαντές, τη χρονιά του μεγάλου λιμού (1974), οι τράπεζες του είχαν πει ότι οι φτωχοί δεν είναι φερέγγυοι. Κι όλως αυθόρμητα, εκείνος τους απάντησε: Πώς το ξέρετε εσείς αυτό; Δεν τους δανείσατε ποτέ χρήματα!

Με έναν καταπληκτικό τρόπο, πράγματι, από την πρωταρχική, υβριδική τους μορφή μέχρι σήμερα που ασκούν πολιτική εξουσία σε παγκόσμιο επίπεδο, οι τράπεζες ενώ δεν είχαν δοσοληψίες με τη φτώχεια, μπορούσαν ωστόσο να την εκμεταλλευτούν και να κερδίσουν απ’αυτήν. Έτσι, η κοινωνική οδύνη των φτωχών είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τα τοκογλυφικά στρατηγήματα των τραπεζών, τα οποία συχνά επιβάλλονται ως κυρίαρχο ήθος της οικονομικής κουλτούρας ανθρώπων και λαών που καθίστανται υπόδουλοι των δανειστικών (ληστρικών) συστημάτων τους.

Το παράδειγμα που αναφέρει ο Muhammad Yunus για τους αγρότες του Μπαγκλαντές, ότι δηλαδή αν κάποιος δανειζόταν πριν από την εποχή της φύτευσής του, μια συγκεκριμένη ποσότητα αποφλοιωμένου ρυζιού, τον καιρό της συγκομιδής θα έπρεπε να την εξοφλήσει με δυόμιση αντίστοιχες ποσότητες, είναι πολύ οικεία στη δική μας αγροτική παράδοση τοκογλυφικής δραστηριότητας ιδιωτών και τραπεζών. Το γεγονός βέβαια δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση, εφόσον αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις δανεισμού που στόχο έχουν την κερδοφορία, την οποία στηρίζουν στη λεγόμενη «ψαλίδα», τη διαφορά δηλαδή ανάμεσα στο επιτόκιο δανεισμού και στο επιτόκιο καταθέσεων.

OI AΠΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Ο κερδώος προσανατολισμός των τραπεζών-με τη θεία επίνευση μάλιστα- χάνεται στο απώτατο παρελθόν. Στους αρχαίους πολιτισμούς, όπως των Βαβυλωνίων (3400 π.Χ.), όπου και εντοπίζονται οι πρώτες τραπεζικές πράξεις, και στη συνέχεια στην Αρχαία Ελλάδα, οι ιερείς εμπορεύονται εν ονόματι του Θεού δανείζοντας με τόκο τους καλλιεργητές της γης, ενώ οι ναοί λειτουργούν και ως τραπεζικά φυλακτήρια αγαθών και αργότερα νομισμάτων (Ερυθρός Ναός στην πόλη Ουρούκ της Χαλδαίας στη Μεσοποταμία, ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας, ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς). Ο Κώδικας του Χαμουραμπί τον 18ο προχριστιανικό αιώνα όριζε ακριβώς τα επίπεδα των τόκων δανεισμού. Οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που μετέφεραν την τραπεζική δραστηριότητα από τους ναούς σε θεσμικά ιδρύματα δοσοληψίας, τα οποία αναλαμβάνουν και το νόμιμο εμπόριο και τις κρατικές δαπάνες, παρά τη συνεχιζόμενη παρουσία και δραστηριότητα της ιδιωτικής τοκογλυφίας.

Σταθμό στην ιστορία του τραπεζικού συστήματος, που θα μεταβάλλει τις σχέσεις πιστωτή-οφειλέτη, αποτελεί η πρώτη τραπεζική κατάσχεση ακίνητης περιουσίας εξαιτίας αδυναμίας αποπληρωμής δανείου, την οποία μας προσφέρει ο Ιούλιος Καίσαρας σε ένα από τα γνωστά διατάγματά του που άλλαξαν το ρωμαϊκό δίκαιο. Το τραπεζικό σύστημα επιζεί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέσω των παπικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των διαβόητων τραπεζών των Ναϊτών Ιπποτών γνωστών και με την προσωνυμία Φτωχοί Συστρατιώτες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα ( Pauperes commilitones Christi Templique Solomonici), κι αργότερα στην Αναγέννηση, των Μεδίκων. Οι τοκογλύφοι ωστόσο εξακολουθούν να διεκδικούν το μερίδιό τους από την αγορά των δανείων οχλώντας τις δραστηριότητες της εκκλησίας, η οποία καταφεύγει στην ποινή του αφορισμού προκειμένου να τους αντιμετωπίσει.

ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝΕΙΣΜΟΣ

Oι τράπεζες, παρά τις μεταμορφώσεις τους στη διάρκεια των ιστορικών εποχών, και καθώς περνάμε από τον μεσαίωνα στην αναγέννηση κι από κει στα χρόνια της νεωτερικότητας, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία για την οικονομική ζωή των κρατών αφενός και αφετέρου για τις διαμορφούμενες ποικίλες ανάγκες των ιδιωτών. Στα αστικά κέντρα ισχυροί τραπεζικοί οργανισμοί ιδιωτικού ή ημιδημόσιου χαρακτήρα, κινούν και στηρίζουν την εμπορική ζωή, τη βιοτεχνία και τη βιομηχανία, τη ναυτιλία, παρέχοντας δάνεια, προκαταβολές, αλλά και ενισχύοντας ολοένα τις καταθέσεις ώστε να γιγαντώνονται ως πιστωτικά ιδρύματα και να μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας.

Ο δανεισμός, ως βασική οικονομική λειτουργία των τραπεζών, είναι ωστόσο συνυφασμένος με την κερδώα λογική τους, η οποία έχει γράψει-σε περιόδους κρίσεων- δραματικές σελίδες κοινωνικού νατουραλισμού: πτωχεύσεων, αυτοκτονιών, αστεγίας, απώλειας περιουσιών των οφειλετών. Οι απλοί άνθρωποι, είτε αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες των τραπεζών επειδή δεν πληρούν τις οικονομικές προϋποθέσεις, είτε γίνονται άποροι και ενδεείς επειδή αίφνης βρίσκονται στο έλεος των πιστωτικών ιδρυμάτων και στην απουσία δημόσιων θεσμών προστασίας τους, στην περίπτωση που αδυνατούν να ανταποκριθούν στους όρους δανειοδότησης.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αλλά ελάχιστα γνωστή η ύπαρξη και η δραστηριότητα πιστωτικών θεσμών για την ανακούφιση των φτωχότερων τάξεων και την αντιμετώπιση των αναγκών τους. Η «Τράπεζα των Φτωχών», η Grameen Bank, γίνεται παγκόσμια γνωστή μετά τη βράβευση με Νόμπελ (2006) του εμπνευστή και ιδρυτή της στο ταλαίπωρο από τη χρονίζουσα φτώχεια και υπανάπτυξη Μπαγκλαντές, καθηγητή Οικονομικών Μοχάµεντ Γιουνούς (Mohamed Yunus) «Μια διαρκής ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί, εάν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού δεν εξασφαλίσει τα μέσα για να βγει από την φτώχεια. Η μικροπίστωση είναι ένα από αυτά τα μέσα» είχε πει τότε στην προσφώνησή του, ο πρόεδρος της Επιτροπής Νόμπελ Ντάνμπολτ Μγιόες.

Η Grameen Bank είναι ένας τραπεζικός οργανισμός που δανείζει αποκλειστικά στους «φτωχότερους των φτωχών», αποκλείοντας τους «πλούσιους» από το πελατολόγιο της. Διαχειρίζεται ακόμα ειδικά προγράµµατα δανεισµού για επαίτες µε µηδενικό επιτόκιο, όταν το μέσο επιτόκιό της κυµαίνεται στο 10%. «Η µεθοδολογία της Grameen, είναι σχεδόν αντίστροφη της συµβατικής τραπεζικής µεθόδου», θα πει ο ιδρυτής της. «Μια συµβατική τράπεζα βασίζεται στην αρχή, ότι όσα περισσότερα έχεις, τόσα περισσότερα µπορείς κιόλας να πάρεις. Με άλλα λόγια, αν έχεις λίγα ή τίποτα, δεν παίρνεις τίποτα. Η συνήθης τραπεζική πρακτική βασίζεται στην υποθήκη- η Grameen είναι ελεύθερη από αυτόν τον περιορισµό».

Εξήμιση περίπου εκατομμύρια άνθρωποι, 96% από τους οποίους γυναίκες, είναι σήμερα πελάτες της Τράπεζας Grameen. Η τράπεζα διακινεί σε µικροδανειολήπτες 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια, χωρισμένα σε πολύ µικρά δάνεια των 100 δολαρίων κατά µέσο όρο. Σήµερα, η Grameen, από τις µεγαλύτερες τράπεζες στο Μπαγκλαντές- διατηρεί ένα καλά οργανωµένο δίκτυο από 1.456 καταστήµατα µε 13.500 υπαλλήλους, που εξυπηρετούν σχεδόν 52.000 χωριά σε ολόκληρη τη χώρα. Υποκατάστημά της βρίσκεται στο Μανχάταν από το 2008, όταν άρχιζαν οι κλυδωνισμοί της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. “Πιστεύω πως η παγκόσμια οικονομική κρίση μας έφερε πίσω στο ίδιο ερώτημα: ποιος είναι αλήθεια φερέγγυος, οι αγορές ή οι φτωχοί;” διερωτάται ο ίδιος έχοντας ήδη έτοιμη την απάντηση.

Η τράπεζα των φτωχών, ωστόσο, ως θεσμός δανειοδότησης των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων είναι γνωστός από το 1462, οπότε για πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία της Δύσης, ιδρύεται το Monte di Pieta, στη Μπολώνια και στη συνέχεια σε διάφορες ιταλικές πόλεις, συνδέεται με τη δράση των φραγκισκανών μοναχών και τη στήριξη από την εκκλησία ανθρώπων οι οποίοι αντιμετώπιζαν πρόβλημα με την τοκογλυφία. Το Monte di Pieta, ήταν ένα ιδιαίτερο πιστωτικό ίδρυμα, που συνδύαζε τα χαρακτηριστικά της αγαθοεργίας, της πίστωσης στους φτωχούς αλλά και της μεταφυσικής λειτουργίας, αφού η προσφορά χρημάτων στην τράπεζα των φτωχών αναγνωριζόταν ως πράξη ύψιστης χριστιανικής ηθικής, τεκμήριο ευσέβειας και φιλανθρωπίας. Το έργο τους όμως υπερέβαινε κατά πολύ την απλή φιλάνθρωπη χειρονομία, αφού δεν απευθυνόταν σε ένα μόνο πρόσωπο ή σε πολύ συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, αλλά στον καθένα που είχε ανάγκη, προσφέροντάς του πολλά και διαφορετικά είδη από τα οποία είχε ανάγκη και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ήταν τόση η ηθική βαρύτητα της ίδρυσης ενός Μοnte di Pieta ή η ενίσχυσή του, ώστε μπορούσε να συγχωρηθούν αμαρτήματα βαριά, όπως οι γάμοι μεταξύ στενών συγγενών ή η απόκτηση νόθων παιδιών.

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Στη βάση αυτού του θεσμού διακρίνεται επίσης η κοινωνιστική φιλοσοφία της δημιουργίας του, «επειδή οι φτωχοί είναι πολλοί και τα χρήματα λίγα, και αντί να είναι μοιρασμένα ομοιόμορφα, είναι, αντίθετα, μοιρασμένα με άσχημο τρόπο έτσι ώστε άλλοι να έχουν πολλά και άλλοι λίγα» (C. Varischi, Sermoni del beato Bernardino Tomitano da Feltre, Μιλάνο 1964, τ. 1 και Χ. Θ.Δεσύλλας, Η Τράπεζα των Φτωχών, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2006). Ο μοναχός Bernardino da Feltre (1439-1494), από τις κορυφαίες μορφές αυτού του θεσμού, έχοντας σπουδάσει νομική, φιλοσοφία και αστρονομία, στα φλογερά του κηρύγματα (1463 και εξής), επιτίθεται στα μεγάλα αμαρτήματα των ανθρώπων της εποχής του, την πλεονεξία, την αιμομιξία, τη φιλοχρηματία. Το ίδιο στρέφεται και εναντίον των Εβραίων τοκιστών, υπογραμμίζοντας με πάθος τη νοσηρότητα των φαινομένων και τον κοινωνικό κίνδυνο από την ενάσκηση της τοκογλυφικής δραστηριότητας, πιστεύοντας ότι τα Monte di Pieta έχουν τη δυνατότητα να τρέπουν τους Εβραίους τοκογλύφους σε φυγή. Δέχεται ως βιαιότητα την πενία που επιβάλλεται καταναγκαστικά από τις κοινοτικές Αρχές και από τους τοκογλύφους και αναγνωρίζει ως ύψιστο δικαίωμα την ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσω της εργασίας του και γι’αυτό κηρύττει ότι πρέπει η πίστωση να υποστηρίζει τις επαγγελματικές δραστηριότητες και να μη μένει μόνο στην κάλυψη των απλών καταναλωτικών αναγκών.

Η εποχή μας-από τη βιομηχανική επανάσταση και μέχρι σήμερα-προβάλλει την εικόνα της μυθιστορικής «Coketown» και του άτεγκτου Thomas Grandgrind, πρωταγωνιστή στα «Δύσκολα χρόνια» του Ντίκενς. Μέλος της Βουλής ο Thomas Grandgrind, άνθρωπος που έχει «πάντα στην τσέπη του ένα χάρακα, μια ζυγαριά και ένα πίνακα πολλαπλασιασμού» και που είναι πάντα «έτοιμος να ζυγίσει και να μετρήσει οποιοδήποτε κομμάτι της ανθρώπινης φύσης και να σας πει ακριβώς την τιμή του», γίνεται ένα «από τα σεβαστά μέλη του Γραφείου Μέτρων και Σταθμών, ένας από τους αντιπροσώπους του Πίνακα Πολλαπλασιασμού, ένας από τους αξιοσέβαστους κουφούς, ένας από τους αξιοσέβαστους μουγκούς, ένας από τους αξιοσέβαστους τυφλούς, ένας από τους αξιοσέβαστους χωλούς, ένας από τους αξιοσέβαστους νεκρούς από κάθε άποψη».

Για τον Γκράντγκριντ, «κάθε τι που δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε αριθμούς και κάθε τι που δεν μπορεί να αγοραστεί στην πιο χαμηλή τιμή και να ξαναπουληθεί στην πιο υψηλή δεν υπάρχει και δεν θα έπρεπε να υπάρχει». Έτσι, ιδεολογικά ο Γκράντγκριντ υλοποιεί το απάνθρωπο και αυστηρό δόγμα του άκρατου ωφελιμισμού και του κλασικού laisser-faire, στο βαθμό που «κάθε χιλιοστό της ανθρώπινης ζωής, από την γέννηση μέχρι τον θάνατο, πρέπει να είναι μια εμπορική πράξη που εξοφλείται τοις μετρητοίς». Ο Ντίκενς ωστόσο αντιπροτείνει την πίστη του στη ζωοποιό δύναμη «της ευαισθησίας των συναισθημάτων, των αδυναμιών» της ανθρώπινης ψυχής… στην οποία κατοικούν «λεπταίσθητα εκχυλίσματα ανθρωπιάς που θα διαφεύγουν διαρκώς από τους τελευταίους μαιάνδρους της άλγεβρας μέχρι τη στιγμή που, η τελευταία σάλπιγγα αντηχήσει πάνω στη γη και κάνει κομμάτια την ίδια την άλγεβρα».

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η φτώχεια και οι φτωχοί, η αμείλικτη ζυγαριά, που μετατρέπει τα πάντα σε κέρδος-σε αθέμιτο κέρδος, η βία που ασκείται στον απλό άνθρωπο από την αρπακτικά κερδώα οικονομική πραγματικότητα σήμερα, που ανάγει τις τράπεζες και τον αθέμιτο ιδιωτικό τοκισμό σε συνθήκη sine qua non της σύγχρονης οικονομικής ζωής. Και αν τα συμπαρακόλουθα δραματικά φαινόμενα πολλαπλασιάζονται στις περιόδους των οικονομικών κρίσεων σε κάθε ιστορική εποχή, και ότι οι μέρες που σήμερα διανύουμε έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, η κοινωνία των πολιτών θα ήταν επιτακτικό αίτημα να στραφεί στη συγκροτημένη και δυναμική ανάπτυξη εναλλακτικών πιστωτικών ιδρυμάτων, ένα είδος «Κοινωνικών Τραπεζών», που θα μπορούν να αντιταχθούν, όπως τα Monte di Pieta, στις ανάγκες των κοινωνικών τάξεων που πλήττονται από τη βιαιότητα και το αφιλοσόφητο των σημερινών οικονομικών επιλογών σε παγκόσμια κλίμακα. Και, προϊόντος του χρόνου και της ασφυξίας των οικονομικών μέτρων-ύφεση, λιτότητα, εκτεταμένη φτώχεια- διαπιστώνουμε ότι όλες οι κοινωνικές τάξεις, με εξαίρεση το ολιγάριθμο των ατόμων που συγκροτούν σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και κερδοφορούν ασύστολα, είναι τάξεις που πλήττονται τόσο οικονομικά, όσο και ηθικά.

Δεν θα αναφερθώ σε κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες (δομές κατά της φτώχειας), που περιστασιακά επιχειρούν να αντιμετωπίσουν και στη χώρα μας το απροσδόκητο φαινόμενο της φτώχειας, μέσω των Δήμων και των περιορισμένων κοινοτικών επιλογών, όπως οι «Τράπεζες Χρόνου» πολλών Δήμων ανά την επικράτεια (Δήμου Περιστερίου, Ηλιούπολης, Γλυφάδας, Αγίου Δημητρίου, Δάφνης Υμηττού, Εξαρχείων κ.α. στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στην Πάτρα, στην Κέρκυρα κ.λ.π.). Αυτές οι εναλλακτικές κοινωνικές δομές συνιστούν ένα μέσο ανταλλαγής υπηρεσιών και αγαθών που στηρίζεται στην ανταλλακτική οικονομία, παρακάμπτοντας την έννοια του χρήματος και των εκχρηματισμένων υπηρεσιών και αγαθών.

Ο θεσμός των «Κοινωνικών Τραπεζών», κατά το παράδειγμα της Grameen αλλά και των Μοnte di Pieta, με τις αναγκαίες σύγχρονες προσαρμογές, την κοινωνική τους αποτελεσματικότητα και τους όρους επιβίωσης και αξιοπιστίας τους συνιστούν μια κοινοτικά (αν όχι και πολιτικά) αξιοπρόσεκτη «μελέτη περίπτωσης» ενός κοινωνικού πιστωτικού θεσμού: όχι μόνο για την αντιμετώπιση της συγκυριακής κρίσης αλλά και για μια εναλλακτική οικονομική, προνοιακού χαρακτήρα, λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών: που υπηρετεί τη δημοκρατία, την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη, το καθολικό δικαίωμα στην επιβίωση, στην ανάπτυξη, στην αξιοπρέπεια.

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Διδάκτωρ Φιλολογίας
Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας

Προηγουμενο αρθρο
Παρέμβαση του Γιώργου Λογοθέτη σχετικά με τις παραλίες στους Εγκρεμνούς και Πόρτο Κατσίκι
Επομενο αρθρο
Μια λέξη που δεν μας αγγίζει μέχρι να μας ραγίσει την καρδιά

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.