HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΧορεύουν τα Κόκκινα

Χορεύουν τα Κόκκινα

Γράφει ο Δημήτρης Χ.Παξινός

Πότε πέρασαν τα Χριστούγεννα και μπήκαμε στο Τριώδιο. Γρήγορα περνά ο καιρός. Απόκριες και ο καθένας μας προετοιμαζόταν για το τι θα φορέσει. Πως θα μασκαρευτεί. Σήμερα δεν χρειάζεται. Όλο το χρόνο μασκαρεμένοι, κλόουν, πινόκιο ή και ζορό για τους πιο αφελείς ή τους τακτοποιημένους.

Ο καθένας προσπαθούσε να εφεύρει την καλλίτερη φορεσιά και γι’ αυτό ζητούσε τη γνώμη των φίλων του. Η πιο απλή βέβαια ήταν του καουμπόη. Αρκούσε ένα πουκάμισο πλουμιστό, ένα καπέλο και μια μάσκα και νάσου έτοιμος για εξορμήσεις για Ινδιάνους. Που σπάνια όμως… συναντούσες. Η εφευρετικότητα, σε εποχή δύσκολη, έπαιζε τον πρώτο ρόλο. Γριούλες, μαθήτριες, χορεύτριες αλλά και κολομπίνες, μαρκησίες κ.λ.π.

Παρέες-παρέες γυρνάγαμε στα στενά της Λευκάδας, όπου συνήθως μύριζε τηγανόλαδο και μπαίναμε σε σπίτια γνωστά και άγνωστα. Κλειδωμένη πόρτα δεν υπήρχε. Ήταν όλα τόσο απλά. Κι’ ο κόσμος πολύ καταδεκτικός και μας καλούσαν να μπούμε σπίτι του για να μας κεράσουν. Έπρεπε όμως να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην μας αναγνωρίσουν. Ήταν κι’ αυτό ένα παιχνίδι. Το πρώτο που έπρεπε να ξεχωρίσουν, σε κάποιες περιπτώσεις, ήταν αν είσαι αγόρι ή κορίτσι (δεν υπήρχαν τότε οι έμφυλοι…) και αφού βεβαιώνονταν γι’ αυτό ψαχουλεύοντας στο πρόσωπο ή από τη φωνή, στη συνέχεια προσπαθούσαν να βρούν την ταυτότητά σου. Οι απαντήσεις βέβαια ήταν μόνο με νοήματα. Ναι-όχι. Ήταν κι’ αυτό μέρος μιας τελετουργίας που μας έκανε όλους χαρούμενους και ευτυχείς.

Αφού έληγε η περιδιάβασή μας στα στενά με τις επισκέψεις στα σπίτια, κάναμε και την βόλτα μας στην αγορά, πειράζοντας η μία παρέα την άλλη. Όλη αυτή η διασκέδαση εντασσόταν στο «φαρομανητό». Κατάλοιπα της Διονυσιακής λατρείας, χαρακτηριστικός όρος της Λευκάδας, αναπόσπαστα συνδεδεμένος με την πόλη της Λευκάδας και τους «μπρανέλους» όπως αποκαλούν τους γηγενείς, τους ντόπιους Λευκαδίτες.

Απόκριες στην Λευκάδα σήμαινε Διασκέδαση. Πλουσίων και φτωχών. Όλοι συμμετείχαν στο γλέντι, ο καθένας με τον τρόπο του. Όλοι έχουν να διηγηθούν κάτι, από τον ξέφρενο ρυθμό που έπαιρνε η πόλη. Χορευτικά κέντρα άνοιγαν για την περίσταση, αλλά το κλασσικό και το ονομαστό ήταν ο κινηματογράφος «Πάνθεον» που μεταμορφωνόταν όλες σχεδόν τις ημέρες, ή μάλλον τις βραδιές, για χρόνια πολλά, σε κέντρο του σύμπαντός μας. Και πώς να μην είναι όταν εκεί λάμβαναν χώρα τα πιο απίστευτα συμβάντα. Όλοι σχεδόν μασκαρεμένοι και το παιχνίδι της χαράς ξεκινούσε κάθε βράδυ μέχρι το ξημέρωμα.

Το ήξεραν και ξένοι, έρχονταν για να διασκεδάσουν, να συμμετάσχουν, να δώσουν και να πάρουν χαρά. Με ζωντανή πάντα μουσική, με ορχήστρα από ντόπιους καλλιτέχνες, τον Καμινάρη, τον Γράψα και μουσική Λατινοαμερικάνικη. Πανδαισία χρωμάτων και ήχων μοναδικών, που με το μπρίο τους σε παρέσυραν να ελιχθείς στην πίστα και ν’ απογειωθείς. Και έρωτας, χαρές και μπερδέματα. Όλα τα είχε το Πάνθεο. Και η προσπάθεια να αναγνωρισθούν μέσα απ’ το χορό, οδηγούσε σ’ ανέλπιστες καταστάσεις. Ήταν κι’ αυτό ένα παιγνίδι της γιορτής, με τα απρόοπτά του. Κανείς δεν προσπαθούσε να βγάλει την μάσκα του άλλου. Ήταν βέβηλο. Μέρος του μυστηρίου, που κρατούσε το ενδιαφέρον αμείωτο. Κι’ ίσως ποτέ δεν θα μάθαινε ποια ήταν αυτή που χόρευε όλο το βράδυ κι’ εκεί που νόμιζες ότι την κατέκτησες, σου ξέφευγε σαν αερικό. Την αναζητούσες την επομένη, αλλά πουθενά. Χορός μεταμφιεσμένων βλέπεις.

Τελευταία Κυριακή. Το καρναβάλι. Όλοι το περίμεναν με αγωνία, με προσμονή. Το συνέκριναν πάντα με το περσινό. Έπρεπε νάναι καλλίτερο, πιο απολαυστικό. Ήταν θέμα τιμής για όλους τους διοργανωτές.

Όλα ήταν έτοιμα. Σύναξη στην πλατεία του Αγίου Μηνά, για όσους παρελάσουν. Μπροστά ο Σπύρος ο Κεφάλας, πάντα ντυμένος γυναίκα με το ντέφι που σκόρπιζε γέλια. Τώρα τον έχει αντικαταστήσει ο Νίκος, ο φίλος μου, με τις δικτυωτές κάλτσες και τα έξι παιδιά και εγγόνια. Διέσχιζαν την αγορά της Λευκάδας και γνώριζαν την αποθέωση από τους Λευκαδίτες και ξένους που κατάκλυζαν τα πεζοδρόμια, αλλά και τα μπαλκόνια, περιμένοντας τον καρνάβαλο. Κι’ ο Μπούλ Μπρέτ πάνω στο άρμα ντυμένος Διόνυσος, με τους ακόλουθούς του, να τον ραίνουν με ρόδα και ν’ απαγγέλει τα ποιήματά του, στο κλίμα των ημερών, περιπαικτικά για τους τοπικούς ήρωες.

Το καρναβάλι κατέληγε στην πλατεία μέσα σε ιαχές και παιάνες ευφρόσυνους, όπου όλοι συναδελφωμένοι, ντόπιοι και ξένοι γίνονταν ένα και με τους ήχους της ορχήστρας χόρευαν μέχρι να κουραστούν. Μα δεν κουράζονταν. Και το «φαρομανητό» δεν είχε τέλος το βράδυ το τελευταίο των Απόκρεω, ξανά στο «Πάνθεον». Για το κλασσικό ξεφάντωμα, το μοναδικό. Η τελευταία παράσταση. Χορεύουν τα κόκκινα. Χορεύουν τα μπλέ. Εναλλάξ. Ο καθένα είχε καρφιτσωμένο στο πέτο του ένα ευδιάκριτο σήμα για να μπορούν όλοι να χορεύουν. Κι’ ήταν τόσοι πολλοί. Όλοι έφευγαν ευτυχείς με μια ευχή. Και του χρόνου.

Εμείς συνεχίζαμε την βόλτα πάνω κάτω μέχρι ν’ ανοίξει ο φούρνος, να αγοράσουμε πρώτοι λαγάνες. Ο Κούνος, ο Νίκος, ο Νιόνιος, ο Τάσος, ο Μπαταρίας, που δεν άφηνε άνθρωπο απείραχτο και τόσοι άλλοι.

Μάσκαρες, καλέ μάσκαρες. Μας κατέκλυσαν και τους βλέπουμε πλέον καθημερινά. Με διάφορες στολές εξακολουθούν να μας κοροϊδεύουν. Πότε θα ξεμασκαρευθούν; Πότε θα πουν την αλήθεια.

Αθήνα, 17 Φεβρουαρίου 2017
Δημήτρης Χ.Παξινός
Πρώην Πρόεδρος ΔΣΑ

Προηγουμενο αρθρο
Οι λαϊκιστές και τα ΜΜΕ
Επομενο αρθρο
Λευκάδα: Μια εκπομπή της ΕΤ3 [video]

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.