HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥ25 Μαρτίου 1821 – Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους

25 Μαρτίου 1821 – Η δημιουργία ενός έθνους-κράτους

Με αφορμή της Εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου, από το βιβλίο «Καταστροφές και Θρίαμβοι- Οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ιστορίας», του Στάθη Ν. Καλύβα, εκδόσεις Παπαδόπουλος, θα σας παρουσιάσουμε τα κεφάλαια:
Πώς προέκυψε και τι ήταν το ελληνικό εθνικό Κίνημα;
Πώς προέκυψε η Ελληνική Επανάσταση;
Ποιοι, γιατί και πώς εξεγέρθηκαν;
Ποια ήταν η τύχη της εξέγερσης;
Πώς διεθνοποιήθηκε η εξέγερση;

ΜΕΡΟΣ Γ΄
Ποια ήταν η τύχη της εξέγερσης; -Πώς διεθνοποιήθηκε η εξέγερση;

Ποια ήταν η τύχη της εξέγερσης;

Η εξέγερση πέρασε χονδρικά από δύο φάσεις. Η πρώτη, μεταξύ 1821 και 1824, χαρακτηρίστηκε από μια σειρά επιτυχιών για τους εξεγερμένους. Κατάφεραν να κυριεύσουν σημαντικά οχυρά, μεταμόρφωσαν έναν μεγάλο εμπορικό στόλο σε ισχυρό πολεμικό ναυτικό που εξάρθρωσε τις γραμμές επικοινωνίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Αιγαίο και ματαίωσαν τις προσπάθειές της να υποτάξει την εξέγερση.

Η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία ήταν η απόκρουση της εκστρατείας του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη, το 1822, στα Δερβενάκια της Πελοποννήσου. Η αποτυχία των οθωμανικών εκστρατειών του 1822 και του 1823 ενίσχυσε στα μάτια των ευρωπαϊκών δυνάμεων την πιθανότητα επιτυχίας της ελληνικής εξέγερσης, ενθαρρύνοντας έτσι τη μεταστροφή τής αρχικά αρνητικής στάσης τους απέναντι στους εξεγερμένους. Η σημασία της μεταστροφής αυτής ήταν μεγάλη, καθώς αρχικά οι πιο συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης είχαν φοβηθεί πως τα γεγονότα στην Ελλάδα κινδύνευαν να ανατρέψουν την πολιτική σταθερότητα που είχε προκύψει με τον τερματισμό των Ναπολεόντειων Πολέμων. Πράγματι, το τέλος τους είχε οδηγήσει στην κυριαρχία της Ιεράς Συμμαχίας, προσωποποίηση της οποίας ήταν ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών Κλέμενς φον Μέτερνιχ, γνωστός για την εχθρότητά του απέναντι στις φιλελεύθερες ιδέες.

Ωστόσο, τις πρώτες επιτυχίες διαδέχτηκε το στρατιωτικό αδιέξοδο αλλά και αρκετά επεισόδια εμφύλιων συγκρούσεων μεταξύ των εξεγερμένων, καθώς πολιτικοί ηγέτες και οπλαρχηγοί διαιρέθηκαν στη βάση σύνθετων τοπικών και πολιτικών ανταγωνισμών και προσωπικών φιλοδοξιών. Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν όταν η Αυτοκρατορία ανέθεσε την εκστρατεία εναντίον της εξέγερσης στον φιλόδοξο αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Ο γιος του, Ιμπραήμ, αποβιβάστηκε το 1825 στον Μοριά επικεφαλής ενός ιδιαίτερα αξιόμαχου εκστρατευτικού σώματος, που είχε εκπαιδευθεί από Γάλλους στρατιωτικούς, και εξαπέλυσε μια αποτελεσματική επίθεση που κατέπνιξε την εξέγερση στην Πελοπόννησο και λίγο έλειψε να την καταστείλει ολοκληρωτικά.

Στο μεταξύ όμως, η διεθνής πλάστιγγα συνέχισε να γέρνει υπέρ των εξεγερμένων λόγω μιας σειράς παραγόντων όπως οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Μεγάλης Βρετανίας και η έντονη φιλελληνική εκστρατεία που επηρέασε την κοινή γνώμη πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη ήταν η σημασία των δανείων που είχαν καταφέρει να πάρουν οι εξεγερμένοι από οίκους του Λονδίνου το 1824 και 1825. Παρά τους δυσμενείς τους όρους, την εν γένει κακοδιαχείρισή τους και τελικά την κατασπατάλησή τους από τους ηγέτες της εξέγερσης (που χρησιμοποίησαν σημαντικό τους μέρος για να χρηματοδοτήσουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις), η συνομολόγηση των δανείων αυτών αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικό βήμα, καθώς πρόσθεσε τις τράπεζες και τους ομολογιούχους τους σε όσους πίεζαν διεθνώς για μια θετική για τους ‘Ελληνες έκβαση.

Ακολούθησε μια σειρά θετικών εξελίξεων, όπως η διεθνής αναγνώριση της ιδιότητας των εξεγερμένων ως εμπολέμων, το ρωσικό σχέδιο του 1824 που προέβλεπε το χωρισμό της Ελλάδας σε τρία τμήματα με καθεστώς ανάλογο με εκείνο της Μολδαβίας και της Βλαχίας, και, το σημαντικότερο, η Συνθήκη του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 6 Ιουλίου 1 82? από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις, τη Ρωσία, τη Γαλλία και την Αγγλία, και προέβλεπε την ίδρυση ενός αυτόνομου, αν και υποτελούς, ελληνικού κράτους υπό τουρκική επικυριαρχία, απαιτώντας συγχρόνως την επιβολή διακανονισμού στους Οθωμανούς.

Όταν οι Οθωμανοί απέρριψαν τα αιτήματά τους, οι τρεις δυνάμεις απέστειλαν στην Ελλάδα έναν συνασπισμένο στόλο, ο οποίος συγκρούστηκε με τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στον όρμο της Πύλου στην Πελοπόννησο και τον κατέστρεψε. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου έθεσε ουσιαστικά τέρμα στην εκστρατεία του Ιμπραήμ και, σε συνδυασμό με τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1828- 1829, οδήγησε σε μια διαδικασία παρατεταμένων διαπραγματεύσεων, η οποία κορυφώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, που υπογράφηκε στις 7 Μαίου 1832 ανάμεσα στους Οθωμανούς και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η συνθήκη προσδιόριζε τα σύνορα του νεοπαγούς βασιλείου της Ελλάδας, το στέμμα του οποίου προσφέρθηκε από τις δυνάμεις σε έναν νεαρό Βαυαρό πρίγκιπα, τον Όθωνα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά Λουδοβίκου Α της Βαυαρίας.

Η ξένη επέμβαση υπήρξε επομένως κομβική. Όπως υπενθυμίζει ο Γιώργος Δερτιλής, «με την επέμβασή τους οι Δυνάμεις έσωσαν την Επανάσταση από τη βέβαιη κατάρρευση. 1…] Σώζοντας την Επανάσταση, έσωσαν και τον ελληνικό εθνικισμό που δύσκολα θα συνερχόταν αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνιγε στο αίμα την Ελλάδα». Παράλληλα όμως, η επέμβαση αυτή ενίσχυσε τις ψευδαισθήσεις των Ελλήνων ως προς τη μόνιμη προστασία τους από τις Μεγάλες Δυνάμεις και, επομένως, την απογοήτευσή τους όταν διαπίστωσαν πως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε.

Πώς διεθνοποιήθηκε η εξέγερση;

Όπως είναι φανερό, η εξέγερση των Ελλήνων υπήρξε αναγκαία μεν αλλά κάθε άλλο παρά ικανή συνθήκη για τη θετική έκβαση του όλου εγχειρήματος και την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Σε πιο ωμή διατύπωση, η λύση επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις και από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική απουσία των Ελλήνων τόσο από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσο και από την υπογραφή των συνθηκών.

Η διεθνοποίηση της εξέγερσης υπήρξε αποτέλεσμα δύο εξελίξεων. Η πρώτη ήταν συνάρτηση του ανταγωνισμού δύο ανερχόμενων δυνάμεων, της Βρετανίας και της Ρωσίας. Η Βρετανία επεδίωκε την εξουδετέρωση της ρωσικής επιρροής στην ανατολική Μεσόγειο και θεωρούσε ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος θα δρούσε ως ανάχωμα στις ρωσικές βλέψεις. Η Ρωσία, από την άλλη, θεωρούσε πως η ανάδυση ενός νέου χριστιανικού ορθόδοξου κράτους τής πρόσφερε έναν νέο δυνητικό σύμμαχο. Η δεύτερη εξέλιξη ήταν η μετατροπή από τους εξεγερμένους μιας ουσιαστικά καταδικασμένης τοπικής εξέγερσης σε ζήτημα διεθνούς εμβέλειας. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το πώς η Ελληνική Επανάσταση κατόρθωσε να διεθνοποιηθεί τη στιγμή που άλλες συγκρίσιμες εξεγέρσεις παρέμειναν τοπικές και γι’ αυτό αφανείς και ατελέσφορες. Οι εξεγέρσεις στη Σερβία το 1804 και το 1815, για παράδειγμα, δεν προκάλεσαν κανένα σχεδόν διεθνές ενδιαφέρον και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι Σέρβοι δεν κατάφεραν να αποκτήσουν κυρίαρχο κράτος πριν το 1878.

Τι εξηγεί τη μεγάλη αυτή επιτυχία; Όταν κυκλοφόρησε η ειδηση της εξέγερσης στην Ελλάδα, ξεσηκώθηκε αμέσως ένα τεράστιο κύμα ενθουσιασμού στους κύκλους των Ευρωπαίων φιλελευθέρων (καί, αντίστοιχα, τεράστια ανησυχία στις συντηρητικές ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής). Η ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη επέτασσε ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς και οι ‘Ελληνες τα κατάφεραν θαυμάσια χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο φάσμα συμβόλων και παρουσιάζοντας την εξέγερσή τους με έναν τρόπο που κατέκτησε σχεδόν τους πάντες: ρομαντικούς, φιλελεύθερους και συντηρητικούς.

Ας ξεκινήσουμε από τους πρώτους. Στις αρχές του Ι9ου αιώνα, πολλοί μορφωμένοι Ευρωπαίοι έβλεπαν την Ελλάδα όχι ως την ταπεινή, πάμπτωχη και καθυστερημένη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αντικειμενικά ήταν, αλλά ως κοιτίδα του σημαντικότερου αρχαίου πολιτισμού, οι αξίες του οποίου διαμόρφωσαν και καθόρισαν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Την αντίληψη αυτή τροφοδοτούσε με ιδιαίτερη θέρμη το κίνημα του Ρομαντισμού. Το αυξημένο ενδιαφέρον για καθετί κλασικό σφυρηλάτησε μια τόσο γενικευμένη αντίληψη περί ιστορικής σύνδεσης αρχαίων και νέων Ελλήνων, ώστε, όταν οι διάφοροι περιηγητές ανακάλυπταν με έκπληξη την κατάπτωση των σύγχρονων Ελλήνων, απέδιδαν άμεσα την ευθύνη γι’ αυτό στην οπισθοδρομικότητα των Οθωμανών.

‘Ηταν φυσικό, λοιπόν, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη να υποδεχθεί μια εξέγερση που είχε ως κεντρικό της αίτημα την επανάκαμψη του ελληνισμού με ζέση και συγκίνηση. Οι επαναστάτες θεωρήθηκαν ούτε λίγο ούτε πολύ απευθείας απόγονοι του αρχαίου πολιτισμού, μια στάση που ο Βρετανός ποιητής Πέρσι Σέλλεϊ συμπύκνωσε στο λυρικό του δράμα Ελλάς, γραμμένο το 1821, με την ιαχή «Είμαστε όλοι ‘Ελληνες»!

Οι ‘Ελληνες με τη σειρά τους δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη και υπερτόνισαν με επιδέξιο τρόπο τη σύνδεση μεταξύ αρχαίας και νεότερης Ελλάδας, διανθίζοντας τις διακηρύξεις τους με πλείστες όσες αναφορές στην «παλιγγενεσία».

Οι εξεγερμένοι δεν περιορίστηκαν όμως στο χαρτί της κλασικής κληρονομιάς. Οι ηγέτες τους διατύπωσαν τις διεκδικήσεις και τα αιτήματά τους με τρόπο που ενσωμάτωνε τις πιο προοδευτικές φιλελεύθερες αξίες της εποχής τους. Διακήρυξαν πως μάχονται όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και γενικότερα υπέρ της ελευθερίας, των δικαιωμάτων των εθνών και του πολιτισμού εν γένει και ενάντια στην τυραννία, την οπισθοδρομικότητα και τη βαρβαρότητα. Το 1822 υιοθέτησαν ένα σύνταγμα τόσο φιλελεύθερο που προκάλεσε γενικό ενθουσιασμό στους φιλελεύθερους κύκλους της Ευρώπης, τους οποίους ακριβώς στόχευε να συγκινήσει.

Η συνδυασμένη αυτή έκκληση προς το κατά τα άλλα πολιτικά ετερόκλητο ακροατήριο των (συντηρητικών) ρομαντικών και των (προοδευτικών) φιλελευθέρων συνέβαλε στη δημιουργία ενός διεθνούς κινήματος στήριξης της Ελληνικής Επανάστασης που έμεινε στην Ιστορία ως το Κίνημα των Φιλελλήνων. Δεκάδες «Ελληνικές Επιτροπές» ξεφύτρωσαν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, αναλαμβάνοντας πολύμορφες δραστηριότητες που κυμαίνονταν από δημόσιες εκκλήσεις και οικονομικές συνεισφορές υπέρ του αγώνα των Ελλήνων έως τη στρατολόγηση εθελοντών και την αποστολή τους στην Ελλάδα. Υπολογίζεται πως γύρω στα 1.200 άτομα ταξίδεψαν στην Ελλάδα για να συμμετάσχουν στην εξέγερση και αρκετοί από αυτούς βρήκαν εκεί το θάνατο, ανάμεσά τους και ένας από τους πιο διάσημους αστέρες της εποχής: ο Άγγλος ποιητής Βύρων, κορυφαία μορφή του Ρομαντισμού. Ο θάνατός του το 1824 στο Μεσολόγγι συντάραξε την Αγγλία και έδωσε ακόμη μεγαλύτερη δημοσιότητα στον αγώνα των Ελλήνων.

Όντας πραγματιστές, οι ηγέτες των εξεγερμένων γρήγορα συνειδητοποίησαν πως, όσο ωφέλιμη και να ήταν η συμπάθεια της κοινής γνώμης, δεν ήταν δυνατό να υποκαταστήσει την υποστήριξη των κυβερνήσεων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. ‘Ετσι, σταδιακά μετρίασαν τις φιλελεύθερες κορώνες, υιοθετώντας ένα νέο και πιο συντηρητικό σύνταγμα γεμάτο από θρησκευτικά σύμβολα, όπως η Ανάσταση και ο σταυρός, που σύντομα αναδείχθηκε σε κεντρικό σύμβολο της επανάστασης και σε σημαία του νέου έθνους. Η συμβολική αυτή αναφορά στο μεγάλο ρήγμα χριστιανισμού και ισλάμ εύκολα παρέπεμπε στο σχήμα πρόοδος-οπισθοδρόμηση, καθώς το αρνητικό στερεότυπο των Οθωμανών ως πρωτόγονων και εκφυλισμένων βαρβάρων ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στη Δύση. Με τον τρόπο αυτό, η εξέγερση ταυτιζόταν με την πρόοδο, αλλά με τρόπο που έπαυε να τρομάζει τους Ευρωπαίους συντηρητικούς. Τέλος, οι ‘Ελληνες ηγέτες χειρίστηκαν με μαεστρία τους πολιτικούς συσχετισμούς ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις και σοφά επέλεξαν να συνδέσουν την τύχη του εγχειρήματός τους με τη Βρετανία αντί της Ρωσίας, απευθύνοντας μάλιστα και ρητή έκκληση για επέμβαση της πρώτης.

Συνυφασμένη καθώς ήταν με τη θεματολογία της οπισθοδρομικής καταπίεσης, της σφαγής και των φρικαλεοτήτων, η εξέγερση των Ελλήνων αποτέλεσε την αφορμή για την εμφάνιση μιας νέας «ανθρωπιστικής» ατζέντας στη δημόσια σφαίρα, τόσο ως προς την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης όσο και ως προς την οργάνωση και ιδεολογική στήριξη μιας στρατιωτικής επέμβασης υπέρ των εξεγερμένων. Αυτό δεν σημαίνει πως η έγνοια για αυτό που θα αποκαλούσαμε σήμερα παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν ένα απλό πρόσχημα. Αντίθετα, τους Ευρωπαίους διπλωμάτες απασχολούσε ειλικρινά το θέμα αυτό και η έγνοια τους είναι ορατή στην ιδιωτική και επίσημη αλληλογραφία τους. Ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας λόρδος Κάσλριγ, λόγου χάρη, προειδοποιούσε ρητά τις οθωμανικές αρχές για τις συνέπειες που θα είχαν αυτές οι παραβιάσεις, ενώ ο διάδοχός του στο υπουργείο Εξωτερικών, Τζορτζ Κάνινγκ, έθεσε το ακόλουθο ερώτημα σε επιστολή του: «Είναι άραγε απαραίτητο να υποδείξουμε τι όφελος θα έχει για την ανθρωπότητα το να τεθεί εντός των ρυθμιζόμενων πλαισίων ενός πολιτισμένου πολέμου μια αντιπαράθεση που εξαρχής σημαδεύτηκε, σε αμφότερες τις πλευρές της, από αηδείς βαρβαρότητες;» Σε επιστολή του προς τη σύζυγό του, ο Έντουαρντ Κόδριγκτον, επικεφαλής του βρετανικού στόλου στο Ναυαρίνο, έγραφε πως «Αυτός ο Ιμπραήμ, που καυχήθηκε ενώπιόν μας για την ανθρωπιά του και διαμαρτυρήθηκε που οι εφημερίδες τον αποκαλούν «Αιμοβόρο Ιμπραήμ», ρημάζει απ’ άκρη σ’ άκρη την ύπαιθρο• ο δε Χάμιλτον, τον οποίο έστειλα να αναχαιτίσει το στρατό του κοντά στην Καλαμάτα, μου αναφέρει πως ορισμένοι από τους ξεσπιτωμένους δυστυχείς κατοίκους της υπαίθρου που έχει ερημώσει ζουν με βραστό γρασίδι!».

Πέρα δηλαδή από τις προτεραιότητες που επέβαλε ο αναγκαίος πολιτικός ρεαλισμός της, η βρετανική εξωτερική πολιτική έναντι της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής της επέμβασης, είχε εν μέρει τουλάχιστον ως κίνητρό της ανθρωπιστικούς παράγοντες. Από την άποψη αυτή, ορθά θεωρείται η ναυμαχία του Ναυαρίνου ως η πρώτη «ανθρωπιστική επέμβαση» της νεότερης ιστορίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως η Ελληνική Επανάσταση παρείχε γόνιμο έδαφος για μεγάλες συζητήσεις και προβληματισμούς ως προς τους όρους και τις μεθόδους αυτών των επεμβάσεων. Και από την άποψη αυτή, η εξέγερση των Ελλήνων υπήρξε πρωτοποριακή.

Διαβάστε το Α΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Διαβάστε το Β΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

Προηγουμενο αρθρο
Ανακοίνωση Ιατρικού Συλλόγου σχετικά με το κρούσμα κορωνοϊού στη Λευκάδα
Επομενο αρθρο
25 Μαρτίου 2020: Χρόνια Πολλά Λευκάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.