HomeΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ - ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣTο έργο του Nίκου Bαγενά είναι πολλαπλά σημαντικό

Tο έργο του Nίκου Bαγενά είναι πολλαπλά σημαντικό

Νίκος Βαγενάς, Πάτρια ίχνη. Ψηφίδες από τη Λευκάδα του χθες,
Επιμέλεια – Επιλεγόμενα, Δημήτρης Σπ. Τσερές,
Αθήνα, fagottobooks, 2014, 8ο, 276σ.

DSCN8133Ευκαιρία μας δίνει τούτο το βιβλίο —λόγω της ιδιαίτερης πορείας που ακολούθησαν τα κείμενά του από τον ψηφιακό κόσμο στον απτό του τυπωμένου χαρτιού— ώστε να εξετάσουμε τις δυνατότητες που μπορεί να παράσχει το διαδίκτυο λειτουργώντας ως μέσο προβολής ιστορικών και λαογραφικών θεμάτων, αλλά και ως βήμα από το οποίο μπορούν να ακουστούν φωνές που θα παρέμεναν άλλως σιωπηλές. Είναι αλήθεια ότι στο διαδίκτυο πλεονάζουν τα ρηχά, τα άνοα, τα αναμασήματα και οι πομφόλυγες, μα ανάμεσά τους αναδεικνύονται και οι άξιες φωνές. Αρκετές, μάλιστα, λευκαδίτικες ιστοσελίδες ενημέρωσης αφιερώνουν χώρο στα θέματα της τοπικής ιστορίας και λαογραφίας, όπου σημαντικά και λιγότερο σημαντικά άρθρα δημοσιοποιούνται.

Αλφαβητικά θα αναφέρω τις κυριότερες από αυτές: το aromalefkadas.gr, το lefkada.at και το meganisi.times, ενώ δεν θα πρέπει να παραληφθούν από την αναφορά ιστοσελίδες χωριών όπως το platistoma.gr, αλλά και blogspot σαν το lefkadapatridamou.(1)

Τα κείμενα, λοιπόν, και του Νίκου Βαγενά βρήκαν στο διαδίκτυο το πρώτο τους και πετυχημένο πεδίο έκθεσης, που έδωσε τόσο στον ίδιο όσο και στους Δημήτρη Τσερέ, Βιολέτα Σάντα και Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη το έναυσμα αλλά και τον απαραίτητο χρόνο να ωριμάσει η σκέψη για την έκδοσή τους, να φτάσουν δηλαδή στο scripta manent, μιας και ο ψηφιακός κόσμος είναι άυλος και σ’ αυτόν ελλοχεύει ο κίνδυνος τα ανηρτημένα κείμενα, για πολλούς λόγους, να εξαφανιστούν ως να μην υπήρξαν ποτέ. Το τυπωμένο βιβλίο, όμως, δεν παύει να διατηρεί τις σχέσεις του με το διαδίκτυο, αφού το τελευταίο θα αποτελέσει πύλη ώστε να προωθηθεί στους πολλούς, ενώ η συνέχιση της χρήσης του ως μέσο από τον Νίκο Βαγενά για να καταγράψει τώρα τα παλιά παιχνίδια της Αγίας Μαύρας, και όχι μόνο, πιθανόν βάζει τα θεμέλια για ένα νέο βιβλίο ή μια πιο συνθετική δημοσίευση.

DSCN8135

Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα που απαρτίζουν το εν λόγω βιβλίο, απ’ όποια οπτική γωνία κι αν τα δει, αντιλαμβάνεται εύκολα ότι αποτελούν προϊόντα έρευνας η οποία εδράζεται γερά στην ανιδιοτελή αγάπη του συγγραφέα, του Nίκου του Bαγενά, για την πάτρια γη του — για την πόλη της Λευκάδας.

Μια κατάθεση βιωματικής γνώσης και μια ερευνητική προσπάθεια που, όμως, δεν πατά σε πρόχειρες αποτυπώσεις, επιφανειακές αναλύσεις και επαναλήψεις ιδεοληπτικών σχημάτων που η κειμενική και προφορική αναμάσησή τους έχει οδηγήσει στο να προβάλλονται ολοένα ως εικόνα του τόπου. Tα κείμενά του είναι πάνω απ’ όλα κείμενα πατριδογνωσίας και μεταφέρουν στο χαρτί από τη μία τις βιωματικές μνήμες μιας εποχής που χάνεται ή έχει χαθεί, και από την άλλη τα παράγωγα της ιστορικής και λαογραφικής του έρευνας που λειτούργησε αρχικά ως κλειδί για την απάντηση στα γιατί και τα πώς που γεννούσε και γεννά η φιλοπεριέργειά του, χαράσσοντας έναν προσωπικό δρόμο προς την αυτογνωσία. Tα κείμενα αυτά αντανακλούν, λοιπόν, το μεράκι, την επιμονή και κυρίως το πάθος του.

H πόλη της Λευκάδας οράται από τα μέσα, ο Bαγενάς δεν στέκεται σε ένα εποπτικό σημείο για να κάνει τη σύνθεσή του από απόσταση, κινείται εντός της, συναναστρέφεται και διαδρά με τους λοιπούς κατοίκους της και ποικιλότροπα τη βιώνει — ως σάρκα από τη σάρκα της, αλλά παράλληλα την παρατηρεί, απομνημονεύει τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων της και του χώρου της, βλέπει τις ιστορικές της σκιές εκεί όπου οι περισσότεροι προσπερνούν χωρίς ποτέ να τις αντιληφθούν και κυρίως έχει ανοιχτά τ’ αφτιά και τα μάτια του έτοιμος ν’ αναζητήσει και να ρωτήσει τους κατάλληλους ανθρώπους που θα μπορούσαν να τον πληροφορήσουν για τις τοποθεσίες, τα κτήρια, τους δρόμους, τα ήθη και τα επαγγέλματα, που ήδη από τη δεκαετία του 1950 άρχισαν να οδεύουν προς τη λήθη.

Στο τελευταίο τούτο θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα: αν εξαιρέσει κανείς τα τόσο σημαντικά που μόλις ακούσατε από τον κ. Σκλαβενίτη για τη θάλασσα και τη λιμνοθάλασσα, την Πλάκα, τα Διαβασίδια, τον αύλακα των Tόκκων, το νησί του Aγίου Nικολάου, τη Μεγάλη Βρύση, το εξωτερικό λιμάνι και τους μόλους της πόλης, που είναι άγνωστα στους πολλούς, τα περισσότερα από αυτά που αναφέρονται στις συμπεριφορές, τα δρώμενα, τα επαγγέλματα, τα πρόσωπα, τα κτήρια, τις πλατείες και τα πάρκα της πόλης είναι οικεία στους μεγαλύτερους αλλά και στους μέχρι ένα σημείο νεότερους του Bαγενά, οι οποίοι στο μεγάλο σκηνικό που εκείνα συγκροτούν, μπορούν να βάλουν τα δικά τους πρόσωπα να κινηθούν σε ρόλο πρωταγωνιστή η δευτεραγωνιστή. Να περπατούν στην Αγορά, στην Kουζούντελη, στον Ανθώνα και την πλατεία Δικαστηρίων, να κάνουν μπάνιο στην αμμουδιά του Kάστρου, να πίνουν νερό από τις βρύσες, να αγοράζουν «τζαλέτια», «ρεβύθι γ’λό», «κουκούτσες ζεστές», «παγούρους ιβαρίσους», παγωτό «Θαύμα» από τους πλανόδιους πωλητές και ψωμί από τους φούρνους, να συμμετάσχουν στη Διάνα, στα καρναβαλικά και στους χορούς του Πάνθεον, να προσέρχονται στους κινηματογράφους (τον Απόλλωνα, τον Φοίνικα κ.ο.κ.), να πειράζουν και να πειράζονται. Γι’ αυτούς το βιβλίο είναι ένας καθρέπτης, για όλους τους υπόλοιπους όμως, τους νεότερους και τους μη Λευκαδίτες, τα αναφερόμενα σε αυτό υπάρχουν και θα υπάρχουν μόνο γιατί καταγράφηκαν και διασώζονται τυπωμένα. H αξία τους για τους μελλοντικούς αναγνώστες —ιστορικούς και μη— είναι αυτονόητα μεγάλη. Ας αναλογιστούμε π.χ. πόσο πολύτιμες είναι σήμερα οι πληροφορίες που μας παρέχουν τα δυο μικρά κείμενα που δημοσίευσε ο Nικόλαος Σταματέλος στα 1885 για τη Mεγάλη Eβδομάδα, το Πάσχα και την Πρωτομαγιά στην πόλη.

Oι μνήμες αδυνατίζουν και χάνονται εντελώς αν δεν καταγραφούν, ενώ οι αλλαγές που συνέβαιναν και συμβαίνουν στη μικρή μας πόλη καλύπτουν γρήγορα με πέπλα λήθης την ιστορία και τους ανθρώπους της. H πόλη μας στέκεται στη σημερινή της θέση μόλις 330 χρόνια (από τότε που οι Bενετσιάνοι τη μετέφεραν από την τρικωμία του Kάστρου) χρόνος όμως που υπήρξε ικανός λόγω των εγγραφών, των διαγραφών, των επεμβάσεων και των τροποποιήσεων που έγιναν πάνω στο σώμα της (επεκτάσεις, σεισμοί και ανοικοδομήσεις, πολεοδομικές αλλαγές κ.ά.) για να δημιουργηθεί το χωρικό και αρχιτεκτονικό της παλίμψηστο.

Oι πολυποίκιλες αλλαγές που συντελέστηκαν από τη δεκαετία του 1980 έως και την Kρίση που ταλανίζει το σήμερα μεταμορφώνοντας τοπίο και ανθρώπους σε όλη την ελληνική επικράτεια, δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την πόλη της Λευκάδας — μάλιστα η τελευταία μπορεί να ιδωθεί και ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αλλαγών. Tο φυσικό της περιβάλλον αλλοιώθηκε, οι Aλυκές της έκλεισαν και μετά χάθηκαν μην αφήνοντας καν αποτύπωμα, το ιβάρι της σχεδόν στέρεψε, η εύφορη πλησιόχωρη πεδιάδα μεταμορφώθηκε στην τσιμεντούπολη της Nεάπολης, η παλιά πόλη έχασε τους μόλους της και την ανθρώπινή της κλίμακα, και το κυριότερο ερήμωσε σταδιακά από το άλας της γης της, τους ανθρώπους της· η αγορά της απώλεσε τη θέση του οικονομικού κέντρου του νησιού, ο τουρισμός καθόρισε τα πάντα ανατρέποντας παλιές αξίες και τάξεις, και μαζί με όλα αδήριτα χάθηκαν τα επαγγέλματα, οι συμπεριφορές, οι ιδιαιτερότητες, τα παιχνίδια των παιδιών και τα έθιμα μικρών και μεγάλων, καθώς κι οι ιδιωματικές λέξεις με τις οποίες ονοματίζονταν, και μαζί μ’ αυτές ακόμη και το ηχόχρωμα της ντοπιολαλιάς.

DSCN8188

Tο έργο, λοιπόν, του Nίκου Bαγενά είναι πολλαπλά σημαντικό: αν και τα κείμενά του αναφέρονται στο όχι «μακρινό» παρελθόν, καταγράφουν μια «άλλη» πόλη και αποτελούν για τον φιλίστορα αναγνώστη κλειδιά για την κατανόησή της. Για του λόγου το αληθές, ας σκεφτούμε το παρακάτω: εάν κάποιος νέος Λευκαδίτης-Mπουρανέλος διάβαζε το 1970 αυτά που έγραφε ο Πάνος Kουνιάκης τις δεκαετίες του 1920-1930 για την πόλη, θα ένιωθε χωρίς δεύτερη σκέψη —παρά τις μικρές ή τις μεγάλες αλλαγές— ότι αναφερόταν στη δική του πόλη· αλλά ο σημερινός, ανάλογος εικοσάχρονος που θα διαβάσει τα «Πάτρια ίχνη» δεν θα μπορέσει να νιώσει το ίδιο — θα κάνει όμως ένα πρώτο και σημαντικό βήμα στο ταξίδι της δικής του αυτογνωσίας.

Tο βιβλίο αυτό, αναντίρρητα, προσφέρει πολλά στην ιστορία και λαογραφία της πόλης της Λευκάδας και έρχεται να προστεθεί στην όχι ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία της. Ας μου επιτραπεί η παρακάτω διαπίστωση: η ιστορία και η λαογραφία της πόλης δεν στάθηκαν τόσο τυχερές στην καταγραφή, όσο των χωριών του νησιού, μιας και το εύρος των θεμάτων της πόλης ήταν πολλαπλάσιο σε σχέση με αυτό της υπαίθρου (λόγω μεγέθους χωρικού, πληθυσμιακού, οικονομικού, κοινωνικών ανισοτήτων, πολιτισμικών επιδράσεων και εκδηλώσεων, ποικιλότητας επαγγελμάτων κ.ο.κ.) αλλά και γιατί έμεινε έξω από το κάδρο της επίσημης λαογραφικής έρευνας, που με βάση την (ανιστορική) αρχή «πάντα εν τοις αγροίς καθαρότατα» αναζητούσε ανά την επικράτεια ιδεοληπτικά την εθνική ψυχή στην ύπαιθρο, αφήνοντας έτσι έξω από το πεδίο της την έρευνα στις πόλεις και μάλιστα στις ζυμωμένες με δυτικόφερτα στοιχεία επτανησιακές. O πολιτισμός, όμως, αυτών των πόλεων, μουσικός, χορευτικός, πολιτισμικός κ.ο.κ., υπήρξε κατά βάση λαϊκός, όπως το παρουσιαζόμενο βιβλίο ποικιλότροπα αναδεικνύει. Το πόσο λαϊκός ήταν, αντανακλάται και στην καταγραφή του 1823, σύμφωνα με την οποία το 85% του πληθυσμού της ανήκει στις φτωχές λαϊκές τάξεις.(2)

Στη λαογραφία της πόλης και το υποκείμενό της, τον Μπουρανέλο, έσκυψε κυρίως ο Δήμος Μαλακάσης με την επί παντός επιστητού αρθρογραφία του στις τοπικές εφημερίδες (πτυχές καθημερινότητας, ασθένειες, παιχνίδια, επαγγέλματα, φαγητά, έθιμα κ.ά.), αλλά και στην αρχιτεκτονική της, με το βιβλίο Tα παλιά σπίτια της Λευκάδας.(3) Επίσης, ο Tάκης Λ. Mαμαλούκας και ο Παναγιώτης Mαταφιάς (Nότης Mπρανέλος). Στα έργα που βοηθούν την κατανόηση της πόλης πρέπει να προστεθούν και αυτά του Πάνου Ροντογιάννη, του Κώστα Μαχαιρά και όσα λίγα την αφορούν στο έργο του Πανταζή Κοντομίχη. Μαζί μ’ αυτά μια σειρά άρθρα και μικρότερες μελέτες, λογοτεχνικές αποτυπώσεις σαν της Ανδρομάχης Φίλιππα και, βέβαια, για τον απαιτητικό και τον ερευνητή, το Αρχείο της Λευκάδας, οι εφημερίδες παλαιότερων εποχών και ο ανερεύνητος πλούτος των περιηγητών(4). Τα παραπάνω αποτελούν βέβαια βασική σταχυολόγηση και δεν αποτελούν επουδενί corpus για έναν μελετητή.

DSCN8141

Ο ανάπλους του Νίκου Βαγενά περιλαμβάνει 43 μικρά κείμενα, κάποια από αυτά μελετήματα, κάποια άλλα καταγραφές, ψυχογραφήματα κι ανέκδοτα, θραύσματα χώρου και μνήμης. Θα συνεχίσω την πορεία του από το σημείο που σταμάτησε ο κύριος Σκλαβενίτης. Αρχικά με τα σήματα χώρου. Ο Βαγενάς στο «Ο Δρόμος της Κουζούντελης» περιγράφει έναν από τους τρεις αγαπημένους δρόμους περιπάτου των παλιών Λευκαδιτών και τις κακοποιήσεις που υπέστη μέσα στον χρόνο ώστε να γίνει αδιάβατος για τους πεζούς και να χάσει λόγω της κοπής των δέντρων του και της οικοδόμησης του φυσικού περιβάλλοντος την ειδυλλιακή του εικόνα, ενώ παράλληλα από τα γραφόμενά του εμφαίνονται τόσο η κοινωνική σημασία του περιπάτου αυτού για τους κατοίκους της πόλης, όσο και οι συμπεριφορικοί «κανόνες» που τυπολατρικά ακολουθούσαν οι περιπατούντες. O συγγραφέας ασχολείται, επίσης, με τη μέτρηση και τη σηματοδότηση του χώρου, περιγράφοντας τους λίθινους δείκτες πάνω στους οποίους αναγράφονταν η χιλιομετρική απόσταση από την πόλη, την εικόνα των οποίων διασώζει και με το πενάκι του, όπως διασώζει και την φράση «πάμε ν’ αγκαλιάσουμε το χιλιόμετρο», που χρησιμοποιούσαν οι περιπατητές της Κουζούντελης όταν ήθελαν να περιγράψουν τη διαδρομή τους έχοντας ως τέρμα της τον εκεί χιλιομετρικό δείκτη.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στην ύδρευση της πόλης, πολύ πριν δημιουργηθεί το δίκτυο που υδροδότησε και το τελευταίο σπίτι της. Απαριθμεί κι αυτός, όπως και άλλοι, τις πέντε μεγάλες βρύσες που υπήρχαν επί του κεντρικού δρόμου της Αγοράς και στέκεται ιδιαίτερα στην μόνη εναπομείνασα, την «Κάτω Βρύση». Αλλά, το κυριότερο, καταγράφει πολλά από τα σημεία όπου υπήρχαν διάσπαρτες στις συνοικίες της παλιάς πόλης οι δημοτικές μεταλλικές βρύσες, το νερό των οποίων χρησιμοποιούσαν τα νοικοκυριά για πόση και καθαριότητα. Tο πενάκι του λειτουργεί και εδώ ως εργαλείο διάσωσης, αφού αποτυπώνει με αυτό τους δύο τύπους μεταλλικές βρύσες που υπήρχαν στην πόλη από το 1950 έως και το 1985.

Επόμενη στάση του ανάπλου είναι ο Δημοτικός Ανθώνας, ο οποίος έπεσε κι αυτός θύμα της «ανοικοδόμησης». Ο συγγραφέας περιγράφει αρχικά τον περιβάλλοντα χώρο του, δηλαδή τα μετά τον σεισμό του 1825 οικοδομημένα από τους Άγγλους σπίτια της «Καινόργιας Χώρας» και του μικρού και υποτυπώδους νοσοκομείου της Πόλης, ενώ στη συνέχεια καταγράφει την ιστορία του, από τη δημιουργία του έως και την εξαφάνισή του. Ο Ανθώνας, που βρισκόταν στα όρια της παλιάς πόλης, υπήρξε έργο των αρχών του 20ού αιώνα, του δημάρχου Ευστάθιου Βεριώτη, ο οποίος τον περιέβαλε με πέτρινο τοιχίο, κτιστές λιθοκολόνες και καλοδουλεμένο σιδερένιο κιγκλίδωμα, και τον πλούτισε με δέντρα και καλλωπιστικά φυτά. Υπήρξε χώρος κοινωνικής συνεύρεσης των Aγιομαυριτών, κυρίως των κατώτερων τάξεων, οι οποίοι εκεί διασκέδαζαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, χόρευαν τους ευρωπαϊκούς χορούς τους και, μέσω των συναυλιών που έδινε η Φιλαρμονική Εταιρεία πάνω στην εξαγωνική εξέδρα που βρισκόταν εντός του, γίνονταν κοινωνοί της κλασικής μουσικής. Ο Ανθώνας, αφού για ένα διάστημα χρησιμοποιήθηκε ως χώρος προσωρινής στέγασης των σεισμοπλήκτων του 1948, υλοτομήθηκε στη συνέχεια κατά δόσεις, αρχικά το 1964 ώστε να επεκταθεί το νοσοκομείο, και στη συνέχεια τη δεκαετία του 1970 για να φτιαχτούν, σε ότι απέμεινε από αυτόν, τα «λυόμενα σχολεία» ως να μην υπήρχε αλλού χώρος, κι έτσι σήμερα δεν σώζεται ούτε ίχνος του.

DSCN8186

Στο επόμενό του άρθρο ο συγγραφέας περιγράφει το πώς ήταν η Πλατεία Δικαστηρίων πριν το 1960, πριν δηλαδή την πλακόστρωσή της αλλά και την άλογη κοπή των τεράστιων ευκαλύπτων που είχαν φυτεύσει και εκεί οι Άγγλοι ως ασπίδα υγείας ενάντια στα έλη που περιέβαλλαν την πόλη. Αναφέρεται επίσης στο άλλο σήμα του χώρου αυτού, δηλαδή το οκταγωνικό δημοτικό καφενείο που υπήρχε εκεί και στους εργαζόμενούς του — και εδώ το σκίτσο με το οποίο αποτυπώνει από μνήμης τον χώρο, ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις.

Τελειώνοντας με τα σήματα του παρελθοντικού χωρόχρονου, ο Βαγενάς αφιερώνει 13 σελίδες του βιβλίου του στο παλιό Δημοτικό σχολείο του Μαρκά, που και απ’ αυτό δεν σώζεται πια ούτε ίχνος, αφού κατεδαφίστηκε στα 1985 και στη θέση του δημιουργήθηκε η ομώνυμη πλατεία. Nα σημειώσουμε εδώ ότι το σχολείο και ο προαύλιός του χώρος του πήραν με τη σειρά τους τη θέση του ιδρυμένου ήδη από τα 1815 Αγορείου της Πόλης, του Μαρκά, που κατεδαφίστηκε το 1928. Ο Βαγενάς, που υπήρξε μαθητής του, περιγράφει και αποτυπώνει σχεδιαστικά το κτήριο και τους χώρους του, τις αίθουσες διδασκαλίας, τα γραφεία του διευθυντή και των δασκάλων, τις αποθήκες του, το προαύλιο και την περίφραξή του.

Ζωντανεύει δε τον περιγραφόμενο χώρο με αναφορές στη σχολική τελετουργία (προσευχή, γυμναστική κ.λπ.), με ευτράπελες ιστορίες μαθητών και δασκάλων, όπως αυτές που αφορούν τους Μήτσο Μαλακάση και Τιμολέοντα Μεσσήνη ή Μολιό, αλλά και με τα παιδικά παιχνίδια αγοριών και κοριτσιών, και τα συσσίτια της δεκαετίας του 1950, ενώ δεν λείπουν οι αναφορές στην αιώνια εφευρετικότητα των μαθητών στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν από τον σχολικό χώρο όταν αυτός μεταμορφωνόταν σε χώρο ανελευθερίας μέσω των ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό λυγισμένων κάγκελων της περίφραξης, ή της αφαίρεσης των σιδερένιων αιχμών της επίστεψής της για τους μαθητές που το πάχος δεν τους επέτρεπε να περάσουν ανάμεσα από τα κάγκελα!

Η επόμενη ενότητα του βιβλίου αποτελείται από επτά άρθρα που καταγράφουν κάποια από τα επαγγέλματα της πόλης, μάλιστα (με εξαίρεση τους φούρνους) τα μη στεγασμένα και τους ενασχολούμενους με αυτά, οι οποίοι αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της ζωής της πόλης και ζωντάνευαν με την παρουσία τους την Αγορά και τα καντούνια της. Στους ανθρώπους αυτούς του μόχθου και της καθημερινής βιοπάλης, που προσπαθούσαν με τούτες τις παραπληρωματικές εργασίες να επιβιώσουν μέσα σε μια πόλη με υψηλό βαθμό φτώχειας και ανέχειας, αποτέλεσμα της αδύναμης αγοράς αλλά και των τοπικών κοινωνικών συνθηκών και καταβολών. Στα άρθρα «Δουλειές του ποδαριού και υπαίθριοι καταστηματάρχες», «Παγωτατζήδες» και «Ο Ζακχαίος», ο συγγραφέας ασχολείται με τους πλανόδιους πωλητές. Mε τους εποχικούς και τα διαλαλήματά τους, αυτούς δηλαδή που πουλούσαν βρασμένα αβγωμένα καβούρια, χλωρά ρεβίθια, βραστές μικρές άγριες αγκινάρες, τις γνωστές «κουκούτσες», καλαμπόκια, καθώς και τους πωλητές αγριόπαπιων και λουφών, όταν τα αποδημητικά αυτά πτηνά κατέκλυζαν το ιβάρι.

DSCN8161
Kαταγράφει επίσης τους φτωχοψαράδες που είτε πουλούσαν τη ψαριά τους σε συγκεκριμένα πόστα, π.χ. έξω από τις εκκλησίες του Παντοκράτορα και του Αγίου Νικολάου, είτε γύριζαν τα καντούνια πουλώντας τα αρμαθιασμένα σε βούρλο ψάρια τους στις νοικοκυρές, τους περιβολαραίους που πουλούσαν περιφερόμενοι κι αυτοί τα προϊόντα της γης τους, αλλά και τους τελάληδες, τους πωλητές ψιλικών, τους πωλητές ξηρών καρπών, τους κουλουρτζήδες με κυρίαρχη μορφή τον Ζα(κ)χαίο, που με τη γυάλινη «βιτρίνα» του στην οποία εξέθετε τα προς πώλησιν «τζαλέτια» και «κουλλούρια» του ανεβοκατέβαινε την Αγορά διαλαλώντας τα. Σε συγκεκριμένα σημεία-πόστα της αγοράς, τέλος, έστηναν τους υπαίθριους πάγκους τους οι τσαγκάρηδες μα και όσοι έφτιαχναν για τους πελάτες, κυρίως για τους μαγαζάτορες της αγοράς, «μπό-πετίτο» κολατσιό: «μπομπάρια», «χορδές» και τηγανητό μπακαλιάρο. Ιδιαίτερα αναφέρεται ο συγγραφέας στους πλανόδιους πωλητές παγωτών, στο όχημα που χρησιμοποιούσαν για να τα μεταφέρουν και να τα διατηρήσουν παγωμένα, στους τόπους που κινούνταν για να τα πουλήσουν, τα διαλαλήματά τους, τα είδη και τα σχήματα παγωτού που κατασκεύαζαν τόσο η παγωτοβιομηχανία της ΕΒΓΑ όσο και η τοπική με την επωνυμία «ΘΑΥΜΑ» του Γιώργου Ράφτη.

Τρία επίσης σημαντικά άρθρα αναφέρονται στα μέσα μεταφοράς προϊόντων, εμπορευμάτων, επίπλων και υλικών που χρησιμοποιούνταν στην πόλη και τα περίχωρά της, δηλαδή στο «καροτσίνι», το χειρήλατο τρίτροχο κάρο των μικροχαμάληδων, στη «χαμάλα», το ιππήλατο τετράτροχο μακρόστενο κάρο μήκους περίπου τεσσάρων μέτρων το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά φορτίων μεγάλου όγκου, και στο επίσης ιππήλατο δίτροχο «κάρο» που μ’ αυτό μεταφέρονταν υλικά οικοδομής, αλάτι καθώς και κηπευτικά από τα περιβόλια. Στα κείμενα, τα οποία συνοδεύονται από εξαιρετικά επεξηγηματικά σκίτσα του συγγραφέα, περιγράφονται αναλυτικά τόσο τα μέρη των μεταφορικών αυτών μέσων, όσο και τα υλικά κατασκευής τους, το πώς και πού κινούνταν, πού ήταν οι πιάτσες τους, ενώ γίνεται ειδική αναφορά στους λαϊκούς τύπους που άμπωναν τα «καροτσίνια», με προεξάρχοντα τον Ανδρέα Βαγενά, τον γνωστότερο με τα παρατσούκλια «Ντούσκας», «Όπερας» ή «Ριγολέτος».

O Bαγενάς κλείνει την ενότητα των επαγγελμάτων με ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τους φούρνους της πόλης, όπου τους απαριθμεί έναν-έναν και τους μεταφέρει σχεδιαστικά πάνω στον αστικό χάρτη, καταγράφει τα είδη τους, τους ιδιοκτήτες και τους εργαζόμενούς τους, περιγράφει τα μέρη τους, τα υλικά κατασκευής τους, αλλά και αυτά της καύσης (λιόξυλα και κελύφη αμυγδάλων), τα εργαλεία των φουρνάρηδων καθώς και το τι ψήνονταν σε αυτούς (φραντζόλες, κουλούρες, παξιμάδια, φαγητά και γλυκά). Το σημαντικότερο, όμως, σημείο αυτού του άρθρου θεωρώ ότι είναι εκείνο που επεξηγεί τους λόγους ύπαρξης τόσων πολλών ξυλόφουρνων στην παλιά πόλη: τον ρόλο που έπαιζε δηλαδή το ψωμί σε εποχές φτώχειας, τόσο για την ανάσχεση της πείνας και ως τονωτικό στους «ξετραφιασμένους» από τη σκληρή δουλειά, όσο και ως βασικό συνοδευτικό του φαγητού, σε μεγάλη μάλιστα ποσότητα, στα σπίτια αλλά και στις ταβέρνες οι οποίες εξυπηρετούσαν εκτός των άλλων χωρικούς, καθώς επίσης και τους μαθητές που διέμεναν στην πόλη και προερχόταν από τα χωριά και την Ακαρνανία.

Η επόμενη ενότητα του βιβλίου ασχολείται με την ψυχαγωγία των κατοίκων της Πόλης.

66Στο άρθρο του για τα μπάνια των Αγιομαυριτών, ο Νίκος Βαγενάς ανάμεσα σ’ άλλα αναφέρει τις αμμουδιές που αυτοί προτιμούσαν (Κάστρο, Γύρα, Μύλοι και Άι-Γιάννης), τους λόγους προτίμησής τους και το πώς πήγαιναν οι λουόμενοι σε αυτές. Ειδικότερα στέκεται στην αμμουδιά του Κάστρου, την αγαπημένη των περισσότερων Αγιομαυριτών, τις βάρκες που μετέφεραν τα γυναικόπαιδα, τους περιφερόμενους παγωτατζήδες, τους φωτογράφους και φυσικά τον μπροστά μόλο, τον παλιό αγγλικό λιμενοβραχίονα — εκεί όπου βασίλευε η «μουλαρία» κάνοντας τα «παταλά» της, την επίδειξη των κολυμβητικών και πειρακτικών της ικανοτήτων. Στέκεται, επίσης, στην αμμουδιά του Άι-Γιάννη και στις «μπαράκες» που είχαν στήσει εκεί Αγιομαυρίτες, πολύν καιρό πριν την επέλαση του τουρισμού, μετά την οποία χάθηκε ακόμη και η άμμος της, αναφέροντας μάλιστα ευτράπελες ιστορίες από τα «Καμινάρεια» που λάμβαναν χώρα εκεί. Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει και η χρήση της «μούτελης» στα πάλαι ποτέ «τηγάνια» των Αλυκών ως θεραπευτικού μέσου για τις ρευματοαρθροειδείς παθήσεις των υπερήλικων.

Ο συγγραφέας, ακόμη, αφιερώνει ένα άρθρο στους κινηματογράφους της πόλης πριν την κυριαρχία της τηλεόρασης, του βίντεο και των διαδικτυακών προβολών. Αναφέρεται δηλαδή στον «Απόλλωνα» και στο «Πάνθεον» που διέθεταν χειμερινές και θερινές αίθουσες προβολών, στον «Φοίνικα», καθώς και στον πολύ νεότερο «Σινέ Ελένη», που υπήρξαν θερινοί. Καταγράφει την ιστορία τους, τις θέσεις τους στον αστικό χάρτη, τους ιδιοκτήτες και τους εργαζόμενούς τους, τους σινεφίλ της εποχής, τους τρόπους και τα πόστα διαφήμισης των έργων τους, διανθίζοντας την κειμενική του αφήγηση με ευτράπελα συμβάντα που τους αφορούν.

Η ενότητα της διασκέδασης ολοκληρώνεται με ένα άρθρο για μια από τις πιο σημαντικές περιόδους του έτους για την παλιά Λευκάδα: τη καρναβαλική. Ο συγγραφέας αναφέρεται στις ρίζες του αγιομαυρίτικου καρναβαλιού, που ανάγονται στην περίοδο της βενετοκρατίας, περιγράφοντας τα καρναβαλικά δρώμενα που αφορούν το χρονικό διάστημα λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο έως περίπου το 1980. Καταγράφει όχι μόνο το τι (βαλς, καντρίλιες, λανσιέδες) και το πού χόρευαν οι Αγιομαυρίτες της εποχής (στις πλατείες, τα καντούνια και κυρίως στο χοροθέατρο «Πάνθεον»), αλλά και τους χώρους (καφενεία) στους οποίους γλεντούσαν οι νεοφερμένοι από τα χωριά με τις «ζυγιές» των κλαρίνων και τους δημοτικούς χορούς τους. Περιγράφει επίσης με ζωντανά χρώματα τις χοροεσπερίδες των Συλλόγων στο «Πάνθεον», την ορχήστρα, τους χορευτές και τις μεταμφιέσεις τους, ενώ στέκεται ιδιαίτερα στον διάκοσμο και τη σκηνογραφία τους για τις οποίες έδιναν ψυχή και τέχνη ο Γιάννης Αθηνιώτης, ο Δήμος Μαλακάσης, ο Θανάσης ο Σίδερης μα κι ο ίδιος ο συγγραφέας μας, που συνεργαζόταν με τους προαναφερόμενους. Η συνεργασία του αυτή του επιτρέπει να μας μεταφέρει, από πρώτο χέρι, το κλίμα που επικρατούσε σε αυτούς αλλά και σπαρταριστές ιστορίες των πρωταγωνιστών του.

Οι δυο επόμενες ενότητες, «Ευτράπελα που δεν γράφηκαν ποτέ» και «Λευκαδίων ο υπερβάλλων», αποτελούν με τον τρόπο τους μια ουσιαστική συμβολή στο ψυχογράφημα του Αγιομαυρίτη, όσον αφορά την ιδιοσυγκρασία του και τη συμπεριφορική του ιδιαιτερότητα που τον ξεχώριζε και αυτή από τους δυο κόσμους με τους οποίους συνόρευε: τον λευκαδίτικο της υπαίθρου και αυτόν της απέναντι στεριάς. Η μόνιμα αστειολογική διάθεση πολλών από τους κατοίκους, η δίχως όρια φάρσα που μπορούσε να γίνεται από μια ολόκληρη πόλη σε ένα άτομο αλλά και το αντίστροφο, τα ευτράπελα, η απελευθερωτική δύναμη του γέλιου, οι «μουραπάδες», οι πιπεράτες και εύστροφες ανταπαντήσεις, τα πειράγματα που έφταναν μέχρι και το «σταύρωμα», ο πρωτεύων κι εδώ ρόλος της «μουλαρίας» τα μέλη της οποίας ενηλικιούμενα θα συνέχιζαν το «έργο» τους στην ίδια πορεία… Να σημειωθεί κι ετούτο: συμμέτοχοι και υποκινητές στη δημιουργία, φαρσών, φαρσοκωμωδιών ή τραγελαφικών καταστάσεων, υπήρξαν όχι μόνο οι αγυιόπαιδες και οι βιοπαλαιστές της θάλασσας και της Αγοράς, αλλά και οι κατά τ’ άλλα σοβαροί καταστηματάρχες και επαγγελματίες. Στη φάρσα και τις μπουρλέσκ καταστάσεις πρωτοστατούσαν βέβαια οι αρχηγέτες και οι ειδικοί, οι μαέστροι της. Το πείραγμα είχε κι αυτό τις διαβαθμίσεις του ανάλογα με το άτομο, την κατάστασή του ή και την καταγωγή του. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του Μπουρανέλου ήταν κι αυτό της υπερβολής στον λόγο και τις περιγραφές, που άγγιζε ή ξεπερνουσε τα όρια της τερατολογίας. Πολλές τέτοιες ευτράπελες ιστορίες κατέγραψαν στο έργο τους κυρίως οι Τάκης Μαμαλούκας, Σπύρος Φίλιππας-Πανάγος, Γιάννης Μάλφας και Χριστόφορος Λάζαρης. Οι καταγραφές αυτές αποτελούν, βέβαια, σταγόνες του απέραντου ωκεανού της μπουρανέλικης ανεκδοτολογίας, είναι όμως ενδεικτικές της εποχής, του τόπου και των ανθρώπων της. Ο Βαγενάς μας δίνει την ευκαιρία να γελάσουμε κι εμείς, παραθέτοντάς μας κάμποσες ακατάγραφες τέτοιες ιστορίες.

DSCN8158

Η προτελευταία ενότητα είναι αυτή «Των Εθίμων» στην οποία καταγράφονται κάποια από τα έθιμα της παλιάς πόλης. Δύο από αυτά τα συναντούμε σε παραλλαγές και στα χωριά. Πρόκειται για «Το ψωμί του κουτσού», μια «τελετουργία» κατά την οποία περιέφεραν στα καντούνια της πόλης μέσα σε μια κόφα ένα ανήμπορο να περπατήσει παιδί, ζητώντας από τις νοικοκυρές να του δώσουν ψωμί ώστε αυτό «να σ’κωθεί να περβατήσει» και «Το Χάσκα», ένα παιχνίδι που παιζόταν στα σπίτια της πόλης το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, στο οποίο έδεναν ένα μαντολάτο στην άκρη σπάγκου, τον οποίο περιέστρεφε ο αρχηγός της οικογένειας πάνω από τα κεφάλια των συμμετεχόντων, που προσπαθούσαν να το πιάσουν με τα δόντια. Κοινά με των χωριών είναι και τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα της πόλης, που αναφέρονται στο άρθρο «Και του χρόνου! Έθιμα της πρωτοχρονιάς», όπως τα κάλαντα (σε παραλλαγές), ο μπουναμάς-«στρούνα», η προμήθεια των κουτσουνών (σκυλοκρεμμύδων) που πίστευαν ότι είναι «καλοτύχερες» για το σπίτι, καθώς και η παρασκευή της τοπικής λαδόπιτας, της «χουσμερής» που έπαιζε το ρόλο της «αϊβασ’λόπ’τας». Ο συγγραφέας αναφέρεται και στα τυχερά παιχνίδια της ημέρας, τόσο το χαρτοπαίγνιο των μεγάλων όσο και το «τσίκι» και το «στριφτό» των αγοριών, καθώς και στο έθιμο του «αμίλητου νερού». Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος του άρθρου του το αφιερώνει στο έθιμο της Διάνας, το μοναδικό αυτό έθιμο της πόλης που έδινε σε μεγάλο αριθμό των αρρένων κατοίκων της πεδίο για την εκδήλωση ομαδικής ευθυμίας, κι όχι μόνο.

Περιγράφει με παραστατικό τρόπο τον ρόλο της Φιλαρμονικής, την πορεία της στην αγορά της πόλης και τη θορυβώδη πομπή που την ακολουθούσε με το «φαρομανητό», τις αλληλοεκσφενδονίσεις κουτσουνών και λεμονόκουπων, τις μικροφάρσες στους μουσικούς και τους μικροβανδαλισμούς, όπως και τις επιδρομές της «μουλαρίας» σε κάθε σημείο της πόλης, που είχε ως αποτέλεσμα το ξημέρωμα να μοιάζει με βομβαρδισμένη: σπασμένες γλάστρες, μετακινήσεις αυτοκινήτων, πέταγμα ποδηλάτων στις στέγες των χαμηλών σπιτιών, «πριάρια» αφημένα στην πλατεία και τα καντούνια, βαρέλια, μαστέλους, καροτσίνια κι ό,τι κανείς μπορεί να φανταστεί στη θάλασσα, «πειραγμένες» ταμπέλες των καταστημάτων που έκαναν τα ράφια χωράφια, τα ραφεία βαφεία κ.ο.κ…

Η τελευταία ενότητα του βιβλίου ονοματίζεται «Πενίας Τέχναι». Παρά τα μόνο δύο της άρθρα, κατοπτρίζει μια εποχή όπου η μεγάλη πλειοψηφία της πόλης, για να επιβιώσει σε ένα «εχθρικό» γι’ αυτήν οικονομικό περιβάλλον, έπρεπε συνεχώς να μηχανεύεται τρόπους στέγασης, διατροφής, θέρμανσης και διασκέδασης… Αυτά αναφέρονται στη χρήση της ασετυλίνης, του «καρμπούρου» που το χρησιμοποιούσαν ως φωτιστικό μαγαζιών και κοινωνικών δρωμένων (στο καρναβάλι, στους γάμους κ.ο.κ.), αλλά κι ως εκρηκτικό μέσο για την εκσφενδόνιση βαζόγαλων από τη «μουλαρία», καθώς και στο πριονίδι το οποίο χρησιμοποιούσαν τα φτωχά νοικοκυριά για να μαγειρέψουν τα φαγητά τους και να ζεστάνουν νερό ή αλίσιβα. Να σημειωθεί ότι τα παραπάνω θα ήταν δυσνόητα πολύ, αν δεν λειτουργούσε κι εδώ ως εργαλείο κατανόησης το σκίτσο του Νίκου Βαγενά.

To βιβλίο του Νίκου Βαγενά είναι πολυσήμαντο, όπως γίνεται αντιληπτό και από τα παραπάνω λεχθέντα. Είναι ένα έργο που λειτουργεί και ως σηματωρός του παρελθόντος και που πηγάζει επίσης από την ευαισθησία του συγγραφέα για τη διαφύλαξη και την προφύλαξή του. Δεν είναι τυχαίο που πολλά του κείμενα εμπεριέχουν καταγγελτική χροιά για τις καταστροφές του φυσικού και αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος, καθώς και την έλλειψη καλαισθησίας και καθαριότητας που διακρίνει τα έργα κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Είναι αυτές οι τομές του στο παρελθόν της πόλης και των περιχώρων της, η καταγραφή πλευρών της ζωής και της καθημερινότητας κυρίως των λαϊκών στρωμάτων της πόλης κι όχι της ιστορίας των «ένδοξων» προσώπων της και των κοινωνικών αυτοματισμών της τάξης τους, που μετατρέπουν το βιβλίο σε εγχειρίδιο για την κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά και σε αναπαραστατικό εργαλείο.

Ο πολυποίκιλος πλούτος των πληροφοριών που προσφέρει και οι πολλαπλές του αναγνώσεις, αναιρούν ως ένα σημείο τη θραυσματικότητά του. Είναι ένα πολυπλόκαμο βιβλίο, που τέρπει τον απλό αναγνώστη και ταυτόχρονα δίνει βάσεις στον ιστορικό ή τον λαογράφο του μέλλοντος ο οποίος θα επιχείρησει με βάση αυτό και άλλες πηγές να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη σύνθεση για τη Λευκάδα, ή και τα Επτάνησα ακόμη, ή να εστιάσει και να αναλύσει περισσότερο φωτίζοντας μερικότητες του χώρου και του χρόνου.

Εν κατακλείδι, πιστεύω βαθύτατα ότι το έργο του Ν. Βαγενά Πατρια ίχνη. Ψηφίδες από τη Λευκάδα του χθες είναι ένα απαραίτητο βιβλίο, τόσο για τον καθένα που έχει ως γενέθλιο τόπο την Λευκάδα ως όχημα αυτογνωσίας, αλλά και για όποιον σκύβει ή θα σκύψει στο μέλλον ερευνητικά πάνω στην ιστορία και λαογραφία του τόπου.

Βασίλης Φίλιππας

line1

1) Το πρώτο βιβλίο με λευκαδίτικο λαογραφικό-ιστορικό περιεχόμενο, που το σώμα του απαρτίζεται από κείμενα που πρωτοείδαν το φως τους στο διαδίκτυο και συγκεκριμένα στην ιστοσελίδα meganisi.times, είναι το Μεγανήσι. Ένα ταξίδι στο χρόνο, Λευκάδα 2013, του Παναγιώτη Κονιδάρη.

2) Γράψα Δ. Ελένη, «H χωροταξία της Αγίας Μαύρας (1823)», Δρόμοι και παράδρομοι της τοπικής ιστορίας, Πρακτικά ΙΕ΄ Συμποσίου, Λευκάδα 18-20 Αυγούστου 2010, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2011
3) Επανέκδοση: εκδ. Fagotto, Αθήνα 2000.

4) Ενδεικτικά: Mαμαλούκας, Λ. Tάκης, Λαογραφικά της Λευκάδας, τ. A΄, έκδ. OΔEB, 1978, Λαογραφικά της Λευκάδας, τ. B’, έκδ. Σ.B. Mαραγκός, Aθήνα 1982 & Λευκαδίτικα ευθυμογραφήματα, έκδ. εφημερίδας Λευκάς, 1992, Mαταφιάς, T. Παναγιώτης, Aπό τον Aη-Mηνά ίσαμε τον Πόντε, Aθήνα 1992. Σκληρού, Tούλα, Λευκάδα …μνήμη μιας πόλης. Ηθογραφήματα 1950-2000, εκδ. primarogli, Λευκάδα 2013. Φίλιππας-Πανάγος, Σπύρος, Λευκαδίτικο Γέλιο, Aθήνα 1990. Kαλαφάτης, Θανάσης, Από το Λυκόφως στο Λυκαυγές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2014. Kουνιάκης, Θ. Πάνος, H νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. Ήθη, έθιμα, εξελίξεις και δράσεις των πολιτικών αυτής ανδρών, 1928 & Η σύγχρονος Λευκάς 1890-1936, εκ των τυπογραφείων Α. Κουλουμπή εν Πάτραις, 1937.

Προηγουμενο αρθρο
Τι γίνεται με το Αγκυροβόλιο της Βασιλικής;
Επομενο αρθρο
Πίνακες ζωγραφικής με πασχαλιές

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.