HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟ λέοντας της Λευκάδας

Ο λέοντας της Λευκάδας

Γράφει ο Βασίλης Φίλιππας

άγνωστος στη βιβλιογραφία κολοσσικός λέοντας της Λευκάδας παρουσιάστηκε —μέσω της πλατφόρμας ΖΟΟΜ— για πρώτη φορά στο κοινό στις 6 Μαΐου του 2021 στο Διεπιστημονικό Σεμινάριο «Διαδρομές Ιστορίας και Τέχνης στη Λευκάδα» που διοργανώνει ο π. Ιωαννίκιος Ζαμπέλης. H βιντεοσκοπημένη ομιλία (και η συζήτηση που ακολούθησε) αναρτήθηκε στη συνέχεια στο διαδίκτυο (βλ. shorturl.at/bhHR6) και έτυχε μεγάλης ανταπόκρισης. Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι μετεγγραφή της ομιλίας αλλά περιλαμβάνει τόσο τα νέα στοιχεία που έφερε στην επιφάνεια η έρευνα μετά από αυτή όσο και πολλά τα οποία αναγκαστικά δεν ειπώθηκαν στο Σεμινάριο μιας και δεν υπηρετούσαν τις ανάγκες της προφορικής παρουσίασης. Το εδώ κείμενο είναι, εν τέλει, τρεις φορές μεγαλύτερο απ’ αυτό της ομιλίας και, παρά την έκτασή του, ελπίζω ότι θα το βρείτε ενδιαφέρον. Είναι δε το πρώτο από μια σειρά άρθρων σχετικών με την αρχαία Λευκάδα που σκοπεύω να δημοσιεύσω μελλοντικά.

Μια τυχαία ανακάλυψη…

Το καλοκαίρι του 1902 ένα κολοσσικό άγαλμα λέοντα, του τύπου της Χαιρώνειας, βρέθηκε στις παρυφές του νότιου νεκροταφείου της αρχαίας πόλης της Λευκάδας, στην περιοχή της σημερινής Λυγιάς, σε λόφο και σε ύψος είκοσι μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.

Η ανακάλυψή του έγινε τυχαία από εργάτες οι οποίοι κάνοντας χρήση δυναμίτιδας και λατομικών εργαλείων, ανέλεγκτοι και ανεπίστατοι από τις αρμόδιες κρατικές αρχές και υπό την ανοχή ή και την προτροπή των επιβλεπόντων αναζητούσαν χωρίς διάκριση υλικό, στην περίπτωσή μας λίθους, από την ευρύτατη περιοχή της αρχαίας πόλης τους οποίους έσπαζαν σε μικρότερα κομμάτια, έχοντας μετατρέψει τον βραχώδη λόφο σε λατομικό χώρο (νταμάρι).

Οι εργάτες αυτοί πιθανότατα εργάζονταν για λογαριασμό της «Εταιρείας Γενικών Εργοληψιών» που πραγματοποιούσε εκείνη την εποχή (1901-1903) τα έργα της διάνοιξη της διώρυγας της Λευκάδας. Ο Π. Κουνιάκης, στο έργο του Η Νήσος Λευκάς που εκδόθηκε το 1928 ανάμεσα στα μέρη που ανακαλύφθηκαν νομίσματα στην περιοχή της αρχαίας Λευκάδας αναφέρει ότι τέτοια βρέθηκαν και από τους εργάτες του Λατομείου (νταμαριού) στη θέση Λυγιά (Αλεξάνδρου). 

Πρώτη βρέθηκε η μισή κεφαλή του λέοντα, την οποία με «ευσυνειδησία» οι εργάτες μετέτρεψαν σε μικρούς λίθους με τα λατομικά τους εργαλεία, πριν προλάβει κάποιος να τους σταματήσει. Την τύχη της κεφαλής φαίνεται ότι είχαν και τα μπρος και τα πίσω πόδια του αγάλματος.

Ογδόντα ημέρες αργότερα, κι αφού με αμείωτο ρυθμό οι εργάτες συνέχιζαν το «έργο» τους στην περιοχή, βρήκαν τον κορμό του λέοντα και το υπόλοιπο μισό της κεφαλής. Για να γλιτώσουν το κουβάλημα των λίθων μέχρι τους πρόποδες του λόφου, κύλησαν το κομμάτι αυτό της κεφαλής πενήντα μέτρα από τον χώρο ανεύρεσής του ως εκεί, ώστε να το σπάσουν σε μικρότερα κομμάτια.

Την τελευταία στιγμή, όμως, πριν η κεφαλή και ο κορμός του λέοντα μετατραπούν σε λιθίσκους με τη βοήθεια δυναμίτη, τους πρόλαβε ο Ανδρέας Σαουσόπουλος που εργαζόταν ως εργοδηγός στη διάνοιξη της διώρυγας και τους σταμάτησε. Ο ίδιος, στη συνέχεια, ενημέρωσε τις Αρχές και το κοινό —μέσω των τοπικών εφημερίδων— για την ανεύρεσή τους. Την ολοκληρωτική καταστροφή έσπευσε να σταματήσει κι ο τότε νομάρχης Λευκάδας Κωνσταντίνος Ι. Παπαδιαμαντόπουλος αμέσως μετά την ενημέρωσή του από τον αρθρογράφο της εφημερίδας Φρουρός, που είχε κάνει αυτοψία στον χώρο. Χάρις στο άρθρο του, με τίτλο «Ο λέων της Λυγιάς» (6 Σεπτεμβρίου 1902), γνωρίζουμε κι εμείς γι’ αυτό το εντυπωσιακό άγαλμα.

Εφημερίδα Φρουρός, «Ο λέων της Λυγιάς», Πηγή: Γ.Α.Κ. Νομού Λευκάδας.

Ο αρθρογράφος που υπογράφει με τα αρχικά Σ.Α.Δ., την επιφυλλίδα του Φρουρού, με τίτλο «Ο Λέων της Λυγιάς», φ. 170, 6 Σεπτεμβρίου 1902, σ. 2-3, δεν είναι άλλος από τον φιλόλογο Σπυρίδωνα Α. Δάλλα. O καταγόμενος, σύμφωνα με τον Π. Ροντογιάννη, από την Άρτα Σπ. Δάλλας (1861-;) υπηρέτησε τη δημόσια εκπαίδευση της Λευκάδας για δύο δεκαετίες: αρχικά ως σχολάρχης (1890-1895) και στη συνέχεια ως γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Λευκάδος (1897-1911) (βλ. Δ. Τσερέ. «Δάσκαλοι Προκαταρτικού Σχολείου Λευκάδος 1806-1825…», Αφιέρωμα στο Γυμνάσιο Λευκάδος, σ. 136). Ο Δάλλας ήταν δε και λογοτέχνης, ποιητής κι ερευνητής όπως πληροφορούμαστε από το βιβλίο του αρχιδούκα της Αυστρίας Λουδοβίκο Σαλβαδόρ, Anmerkungen über Levkas, Πράγα 1908, σ. 26. Ο Δάλλας συνέγραψε επίσης βιβλία για τη διδασκαλία της καθαρεύουσας στις τάξεις του Δημοτικού υπήρξε δε και μεταφραστής. Έργα του που μπόρεσα να εντοπίσω είναι τα παρακάτω: 1) Λεξιμάθεια: Αι λατινικαί λέξεις συντεταγμέναι κατά την σημασίαν και την ετυμολογίαν υπό Μιχαήλ Βρέλα, Ανατολίου Βάγυ, μτφ. Σπυρίδωνος Α. Δάλλα, τύποις Α. Κωνσταντινίδου, Αθήναι 1897. 2) Απομνημονευμάτων Ξενοφώντος. Έκδοσις προς χρήσιν των Γυμνασίων, Διδασκαλείων και Παρθεναγωγείων, τύποις Ι. Ναχαμούλη, Κέρκυρα Μάιος 1901,3) Αναγνώσματα Ε’ δημοτικού: Εγκεκριμένον διά την μεθοδικήν διδασκαλίαν της καθαρευούσης, 2η έκδοση, Εστία, Αθήνα 1919· 6η έκδοση 1927· 8η έκδοσή 1927, 4) Αναγνώσματα έκτης δημοτικού: Βιβλίον μεθοδικόν διά την διδασκαλίαν της καθαρευούσης, 2η έκδοσή, Εστία, Αθήνα 1927, 5) Αναγνώσματα: Δ’ τάξις του δημοτικού σχολείου, 1η έκδοση, τυπ. Ζηκάκη, Αθήνα 1934· 2η έκδοση, Αθήνα 1935, 6) κείμενό του στον συλλογικό τόμο, Ο Δημήτριος Π. Γολέμης και το ποιητικό του έργο. Τα τριάντα χρόνια μιας φιλολογικής ζωής, Αθήνα 1940.

Βιβλία του Σπυρίδωνα Α. Δάλλα, Πηγή Αναγνωσμάτων Δ’ και Ε’ Δημοτικού: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας.

Στον Δάλλα οφείλεται και η συλλογή και συγκέντρωση αρχαίων επιγραφών και ενεπίγραφων επιτύμβιων πλακών —ελλείψει μουσείου— στο Γυμνάσιο της Λευκάδος στην πλατεία Ζαμπελίου. Ο Πάνος Ροντογιάννης μας πληροφορεί ότι στα χρόνια του σωζόταν εκεί σε υπόγειο δωμάτιο 16 επιγραφές με λευκαδίτικα ονόματα (Φιλεία, Καλιδίκα, Πότινος και Σιμίας, Θεοδώρα κ.ο.κ.).

Το Γυμνάσιο Λευκάδος (Φωτογραφία Δ. Βλάχου, 2002, Πηγή: Δ. Τσερές, «Δάσκαλοι Προκαταρτικού Σχολείου Λευκάδος 1806-1825…». Σε αυτό για μια δεκαπενταετία υπηρέτησε ως διευθυντής ο Σπυρίδων Δάλλας και σε μία από τις αίθουσές του κατά τη διάρκεια της θητείας του συγκέντρωσε αρχαιότητες που βρέθηκαν στο νησί.

Τέλος, από τις πανελλαδικής κυκλοφορίας εφημερίδες της εποχής Ακρόπολις, Άστυ και Σκριπ πληροφορούμαστε ότι ο Δάλλας παράλληλα με τις εκπαιδευτικές του υποχρεώσεις επόπτευε (πιθανότα ως «αρχαιολογικός έφορος») και τις ανασκαφές  που διενεργούσε ο Δαίρπφελδ και οι συνεργάτες του στο νησί και ενημέρωνε τα αρμόδια υπουργεία για την εξέλιξη και τα ευρήματά τους.

Υπό του εν Λευκάδι σχολάρχου απεστάλη χθες προς το υπουργείον της Παιδείας έκθεσις σχετικώς προς τας τελευταίας ανακαλυφθείσας αυτόθι αρχαιότητας.Δια της εκθέσεως ταύτης ο κ. σχολάρχης καθιστά γνωστόν εις το υπουργείον ότι αι ανακαλυφθείσαι αρχαιότητες συνίστανται από 20 περίπου ενεπιγράφους στήλας, φέρουσας διάφορα κύρια ονόματα νεκρών. Επίσης δε και τέσσαρες κίονες.

«Αι αρχαιότητες της Λευκάδος [ενεπίγραφες στήλες]», εφ. Ακρόπολις, φ. 7146, 20/01/1902.

Ο γυμνασιάρχης Λευκάδος ανέφερε χθες τηλεγραφικώς εις το υπουργείον της Παιδείας, ότι αι ευρεθείσαι αύτοθι αρχαιότητες είναι τρεις κίονες, οίτινες υπεβάσταζον αρχαίον μνημείον, προς δε και τινες επιτύμβιοι ενεπίγραφοι πλάκες, περί ων διαβιβάζει ταχυδρομικώς λεπτομερή έκθεσιν.

«Αι αρχαιότητες της Λευκάδος», εφ. Σκριπ, φ. 2306, 16/01/1902.

Ο γυμνασιάρχης Λευκάδος υπέβαλεν εις το υπουργείον της Παιδείαςμακράν έκθεσιν περί των αύτοθι ευρεθέντων αρχαίων.

Τα αρχαία ταύτα είνε είκοσιν ενεπίγραφοι στήλαι φέρουσαι διάφορα ονόματα.

«Τα αρχαία της Λευκάδος», εφ. Σκριπ, φ. 2310, 20/01/1902.

Ο εποπτεύων εις τας εν Λευκάδι ενεργουμένας παρά της Γαλλικής Σχολής [sic] ανασκαφάς Γυμνασιάρχης κ. Δάλας αναφέρει εις το Υπουργείον της Παιδείας ότι παρά τους πρόποδας του όρους Σκάρπο [sic] ανεκαλύφθη και έτερος αρχαίος τάφος περιέχων ανάγλυφα, μη σωζόμενα ατυχώς όλα ακέραια, μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.

«Αι αρχαιότητες της Λευκάδος [τάφος]», εφ. Ακρόπολις, φ. 7705, 14/8/1903.

Ο γυμνασιάρχης Λευκάδος κ. Σ. Δάλλας δι’ αναφοράς του προς το υπουργείον της Παιδείας αναφέρει ότι ενεργούνται ανασκαφαί […] Δαίρπφελδ, εις τους πρόποδας του όρους Σκάρπου [sic] υπό εκατόν εργατών.

Εκ των ανασκαφών ευρέθησαν νέα αγγεία προελληνικής εποχής εις θέσιν Κολώνι.

Εγκαταλείψας όμως την θέσιν ταύτην ήρξατο δραστηριώτερον ανασκάπτων εις τους πρόποδας του Σκάρπου [sic], ίνα βεβαιωθή ταχύτερον περί̀ της υπάρξεως του μεγάρου του Οδυσσέως, το οποίον υποθέτει εκεί που.

«Αι εν Λευκάδι ανασκαφαί», εφ. Το Άστυ, φ. 4560, 22/7/1903

Όσο για την εφημερίδα Φρουρός (1899-1902), ήταν εβδομαδιαία και τυπωνόταν στο Τυπογραφείο Τσιρίμπαση. Διευθυντής και αρχισυντάκτης της ήταν ο Ι.Γ. Καρύδης. Η εφημερίδα συχνά δημοσίευε άρθρα ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Στο Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας σώζονται 59 φύλλα της.

Η Εταιρεία Γενικών Εργοληψιών στην οποία εργαζόταν ως εργοδηγός ο Ανδρέας Σαουσόπουλος ιδρύθηκε το 1888 κι αναλάμβανε, ανάμεσα σε άλλα, και την υλοποίηση μεγάλων κατασκευαστικών έργων όπως τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, την κατασκευή του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου, λιμενικά έργα κ.ά.

Μάρκα της Γενικής Εταιρείας Εργοληψιών (1892)

Ο νομάρχης, τέλος, που επέδειξε ενδιαφέρον για την προστασία του λέοντα ήταν ο Κωνσταντίνος Ι. Παπαδιαμαντόπουλος που διορίστηκε στη θέση αυτή πριν τον Ιούλιο του 1902 και παρέμεινε μέχρι και τις εκλογές του ίδιου έτους τον Νοέμβριο που απομακρύνθηκε από τον Περικλή Βαλαωρίτη. Επανήλθε πριν τον νέο χρόνο και στη συνέχεια ήρθε σε σύγκρουση και με τον Ευάγγελο Τσαρλαμπά. Αντικαταστάθηκε μέσα στο 1903 από τον Α. Γεωργόπουλο. Στη σύντομη θητεία του συνέτριψε τις πολυμελείς εγκληματικές Εταιρείες που οργανωμένες όπως η σικελική μαφία τρομοκρατούσαν και λυμαίνονταν τον τόπο κύρια στη νότιο Λευκάδα.

«Λευκάδα θέα του κάστρου του Αγίου Γεωργίου και της Ακτής (Λυγιά)». Φωτογραφία του Wilhelm Dörpfeld, 1901, έναν χρόνο, δηλαδή, πριν την εύρεση του λέοντα. Πηγή: H Λευκάδα του Wilhelm Dörpfeld, εκδ. Fagotto books, σελ. 31.

Οι μόνες επιπλέον πληροφορίες που κατάφερα να αντλήσω παρά την πολύμηνη έρευνα προέρχονται από δύο μικρά σε έκταση δημοσιεύματα των εφημερίδων Άστυ (1 Οκτωβρίου 1902) και Ακρόπολις (20 Οκτωβρίου 1902). Τα δημοσιεύματα μας πληροφορούν για την εύρεση του αγάλματος (αλλά όχι για το κολοσσικό μέγεθός του και τις συνθήκες εύρεσης και διάσωσής του) και για το ότι το αρμόδιο υπουργείο διέταξε τον αστυνόμο της Λευκάδας να το κατάσχει και να το αποστείλει στην Αθήνα. Από κει και πέρα οι πηγές σιγούν ή λανθάνουν…

Τηλεγραφικώς εγνώσθη χθες εις το υπουργείον των Εκκλησιαστικών, ότι εις την θέσιν Λυκιαίς [sic] της Λευκάδος ανεκαλύφθη εν αρχαίον άγαλμα εκ πυρολίθου παριστάνον λέοντα, και ίχνη αρχαίου τείχους. Ο υπουργός της Παιδείας πάραυτα τηλεγραφικώς διέταξε τον αστυνόμον Λευκάδος να φροντίση δια την περισυλλογήν και διαφύλαξιν των ανευρεθέντων.

«Ανακάλυψις αρχαίου αγάλματος εις την Λευκάδα», εφ. Το Άστυ, φ. 4271, 1/10/1902.

Κατά τηλεγράφημα του αστυνόμου Λευκάδος προς το υπουργείον της Παιδείας, υπό χωρικών αυτόθι ανασκαπτόντων αγρόν τινα ανευρέθη αρχαίον άγαλμα παριστάνον λέοντα. Το άγαλμα τούτο το οποιόν δυστυχώς είνε συντετριμμένον, το υπουργείον διέταξε τον εν Λευκάδι αστυνόμον να φροντίσῃ να το κατάσχη και να το αποστείλη ενταύθα.

«Αι αρχαιότητες της Λευκάδος [άγαλμα λέοντος]», εφ. Ακρόπολις, φ.7146, 20/10/1902.

Περιγραφή του αγάλματος

Ο λέοντας παριστανόταν καθιστός στα δύο πίσω πόδια του και στηριζόμενος στα δύο μπροστινά του. Ήταν έργο υψηλής τέχνης, κατά τη μαρτυρία του αρθρογράφου, σκαλισμένο σε πωρόλιθο καλής ποιότητας, ενώ το βάρος του ανερχόταν, κατ’ εκτίμηση, στους εφτάμισι τόνους.

Η κεφαλή του λέοντα, μόνο, που στεφόταν από πλούσια χαίτη, είχε μήκος 1 μέτρο, ύψος 65 εκατοστά και βάρος μισό τόνο. Το στόμα του ήταν ανοιχτό, με δύο δόντια στην πάνω σιαγόνα και δύο στην κάτω. Ο κορμός του από τον λαιμό μέχρι την ουρά είχε μήκος 1 μέτρο και 62 εκατοστά, και περιφέρεια 3 μέτρα και 20 εκατοστά, η χαίτη στη ράχη του εκτεινόταν σε δακτυλίους περιελισσόμενη για να καταλήξει κοντά στα νώτα «εις ανειμένας τρίχας», ενώ η ουρά του, αφού διερχόταν κάτω από τα σκέλια και την κοιλιά του, κατέληγε ήρεμα ανάγλυφη να στεφανώνει τον δεξιό μηρό του.

Το συνολικό μήκος του αγάλματος, κατά τον αρθρογράφο, έφτανε τα τέσσερα μέτρα. Η πρόσθεση, όμως, του κορμού και της κεφαλής σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδομένες μετρήσεις, μας δίνει συνολικό μήκος 2 μέτρα και 62 εκατοστά… Η χωρίς ίχνη «εξαφάνιση» του αγάλματος και η έλλειψη άλλων σύγχρονων μαρτυριών (εκτός αν αυτές λανθάνουν), μας αφήνουν στο σκοτάδι για το ακριβές μέγεθός του.

Αν το άγαλμα δεν ήταν σμιλεμένο σε ενιαίο λίθο, όπως άλλα ανάλογά του (π.χ. ο αρχαϊκός λέοντας των Κυθήρων, ο λέοντας του Μοσχάτου, ο λέοντας από το Πυρί της Θήβας, ο λέοντας του Πειραιά κ.ά.), και δεν έσπασε σε κομμάτια κατά την πτώση του, τότε ίσως να αποτελούνταν από δύο τμήματα, την κεφαλή και το υπόλοιπο σώμα, με το πρώτο τμήμα να εντίθεται στο δεύτερο και με τη σταθερότητα της ένωσής τους να επιτυγχάνεται με τορμό (όπως π.χ. ο λέοντας των Θεσπιών) — τούτο, όμως, αποτελεί υπόθεσή μας, εφόσον ο αρθρογράφος δεν αναφέρει τίποτε σχετικό στην περιγραφή του.

Η ολοκληρωτική(;) καταστροφή του αγάλματος μας στέρησε επίσης τη δυνατότητα να μάθουμε, με τα σύγχρονα μέσα που διαθέτει η επιστήμη, από ποια περιοχή προέρχεται ο πωρόλιθος από τον οποίο κατασκευάστηκε το άγαλμά μας. Ούτε γνωρίζουμε, επίσης, αν το άγαλμα μεταφέρθηκε εκεί ήδη έτοιμο απλά για να τοποθετηθεί ή εάν σκαλίστηκε επιτόπου από τον γλύπτη του σε γιγάντιο λίθο που μεταφέρθηκε γι’ αυτόν το σκοπό από το άγνωστο σε εμάς λατομείο του. Όσο για τη μεταφορά του αγάλματος ή του πωρόλιθου στο σημείο, όπως και των δομών από τιτανόλιθο που αποτελούσαν τον ταφικό περίβολο αυτά θα έγιναν με τη βοήθεια της τεχνολογίας της εποχής με τη βοήθεια, δηλαδή, κεκλιμένου επίπεδου (ράμπας), τη χρήση ξύλινου ελκήθρου, τροχαλιών, βαρούλκων κ.λπ.

Επιτύμβιοι λέοντες στην αρχαία ελληνική τέχνη και ο λέοντας της Λευκάδας

Ο λέοντας, σύμβολο δύναμης και ανδρείας, αποδόθηκε στην αρχαία ελληνική επιτάφια γλυπτική σε στάση εφόρμησης, σε ήπτια θέση και καθιστή (όπως ο λέοντας της Λευκάδας) και χρησιμοποιούνταν ως «σήμα» (επιτύμβιο) σε τάφους πολεμιστών και επιφανών ανδρών. Τα σωζόμενα σχετικά αγάλματα, λίθινα ή μαρμάρινα, χρονολογούνται από τα αρχαϊκά μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια και το μέγεθος τους κυμαίνεται από μικρότερο του φυσικού έως και κολοσσικό. Τέτοιοι είναι, για να αναφέρω κάποιους ονομαστικά, ο λέοντας της Δημητσάνας (τέλη του 6ου αι. π.Χ.), της Κομοτηνής (περί το 510 π.Χ.), της Αραχαμίτας (πιθ. τέλη 5ου αι. π.Χ.), των Θερμοπύλων (480 π.Χ.), του Μουσείου Φλωρεντίας (τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ.), της Κνίδου (394 π.Χ., βάρους 11 τόνων), του Μιχαλιτσίου (δεύτερο μισό 4ου αι. π.Χ.), των Εκβατάνων (Ιράν, 4ος αι. π.Χ.), της Κάντζας (τέλος 4ου αιώνα π.Χ.), της Παλαιόπολης Άνδρου (320 π.Χ.), της Μεγαλόχαρης Τήνου, της Λάρισας κ.ο.κ.

Καθιστοί, όπως ο λέοντας της Λευκάδας είναι ο μαρμάρινος των Κυθήρων (περί το 520 π.Χ.), ο λίθινος των Θεσπιών που «σήμαινε» το πολυάνδριο 202 Θεσπιέων (424 π.Χ.), ο μαρμάρινος της Ανάληψης Λαγκαδά (τέλος 4ου αιώνα π.Χ.), ο λίθινος των Θεσπιών (αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών, 4ος αι. π.Χ.), ο μαρμάρινος από το Πυρί της Θήβας (4ος αι. π.Χ.), ο μαρμάρινος του Μοσχάτου (4ος αι. π.Χ.), ο μαρμάρινος της Νικόπολης (4ος-3ος αι. π.Χ.) κ.ά.

Αρχαία ελληνικά αγάλματα λεόντων.

Ξακουστοί είναι βέβαια οι καθιστοί λέοντες της Χαιρώνειας, της Αμφίπολης και του Πειραιά, που βρίσκονταν πάνω σε ευμεγέθη βάθρα, για τους οποίους ακολουθεί περιληπτική περιγραφή εφόσον θεωρούμε ότι αποτελούν μέτρο σύγκρισης για τον λέοντα της Λευκάδας.

Ο λέων της Χαιρώνειας, που έχει ύψος 5,50 μέτρων, αποτελείται από πέντε συναρμολογημένα κομμάτια και στεκόταν πάνω σε ορθογώνιο περίβολο μήκους περίπου 24 μέτρων και πλάτους 15 μέτρων. Στον περίβολο είχαν ταφεί 254 Θηβαίοι μαχητές, που έπεσαν το 338 π.Χ. στη μάχη της Χαιρώνειας, στην οποία νίκησε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β΄.

Ο λέοντας της Χαιρώνειας. Πηγή: α) britanica.com, β) Wikimedia Commons

Της Αμφίπολης, που ξαναήρθε στην επικαιρότητα με την ανασκαφή του τύμβου του λόφου Καστά, αποτελούμενος επίσης από συναρμολογημένα κομμάτια, έχει ύψος περίπου 5,30 μέτρων και μήκος κεφαλής δύο μέτρα. Ως προς τον χρόνο της ανέγερσής του δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών, αφού δεν μνημονεύεται από αρχαίους συγγραφείς. Κατά τους περισσότερους ερευνητές είναι έργο του 4ου αιώνα π.Χ. Κατά καιρούς έχουν παρουσιαστεί προτάσεις για του ποιου τον τάφο σήμαινε: Είτε πολυάνδριο Αθηναίων, είτε τάφο επιφανούς πολεμιστή, όπως του στρατηγού Βρασίδα, του τριήραρχου Λαομέδοντα, του τριήραρχου Ανδροσθένη, του ναυάρχου Νεάρχου, του χιλίαρχου Ηφαιστίωνα κ.ά.

Ο λέοντας της Αμφίπολης. Πηγή: α) el.wikipedia.org, β) theamphipolistomb.com

Ο κολοσσικός λέοντας του Πειραιά, ο οποίος έδωσε στο λιμάνι τη μεσαιωνική του ονομασία («Πόρτο Λεόνε»), σήμερα βρίσκεται στον Ναύσταθμο της Βενετίας. Ούτε γι’ αυτόν υπάρχει κάποια αναφορά από τους αρχαίους συγγραφείς και οι ερευνητές δεν συμφωνούν σε κάποια κοινά αποδεκτή χρονολόγηση. Το άγαλμα είτε έστεφε πολυάνδριο πολεμιστών καταγόμενων από τον Πειραιά, είτε κάποιου ιδιώτη.

Ο λέοντας του Πειραιά. Πηγή: Wikimedia Commons

Με βάση τα προαναφερθέντα, αν και μικρότερος από τους παραπάνω τρεις, ο λέοντας της Λευκάδας καταγράφεται ως ένα από τα μεγαλύτερα γνωστά αγάλματα τέτοιου τύπου.

Ο λέοντας της Λευκάδας: Ένα σήμα πεσόντων

Ο λέοντας της Λευκάδας ήταν ένα μεγαλοπρεπές επιτάφιο μνημείο πλαστικής, ένα εντυπωσιακό σήμα τάφο, δηλαδή. Ήταν το επιτύμβιο σήμα ενός πολυανδρίου (κοινού-ομαδικού τάφου), ενός ηρώου, και σίγουρα θα εδραζόταν σε ταφικό περίβολο εντυπωσιακό ως προς την κατασκευή και το μέγεθος. Άγαλμα και ταφικός περίβολος θα συναποτελούσαν το σύνολο του μνημείου.

Η έκταση του μνημείου, το υψηλό κόστος κατασκευής του καθώς και τα μέχρι στιγμής γνωστά ταφικά έθιμα του τόπου, όπως αυτά μας δίδονται από τις πηγές (περιηγητές και ιστοριογράφοι) και την αρχαιολογική σκαπάνη, αποκλείουν να πρόκειται για ιδιωτικό τάφο, ατομικό ή οικογενειακό.

Το μνημείο θα το ανήγειρε ο Δήμος της Λευκάδας, τόσο για να τιμήσει τους Λευκαδίτες πολεμιστές που έπεσαν σε κάποια μάχη υπέρ πατρίδος, όσο και ως διαρκή υπόμνηση της πολεμικής ανδρείας των πολιτών του.

Σε «πολυάνδριο» και όχι σε κενοτάφιο (όπως, π.χ. της Αμβρακίας) συνηγορεί και η μαρτυρία του αρθρογράφου του Φρουρού, που κατά λέξη αναφέρει ότι: «κατά την ανόρυξιν της ης εκάλυπτεν ο λέων οπής ευρέθησαν πλείστα οστά ανθρώπινα».

Ο ταφικός περίβολος του κενοταφίου της Αμβρακίας

Ο ταφικός περίβολος είχε τετράγωνο σχήμα και κάλυπτε έκταση εκατό τετραγωνικών μέτρων. Το διάζωμά του αποτελούνταν από λαξευμένους τιτανόλιθους (ασβεστόλιθους) μήκους 2 μέτρων, πλάτους 40 και ύψους 50 εκατοστών.

Οι τιτανόλιθοι αυτοί περιέβαλλαν τον ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό λαξευμένο βράχο, δίνοντας στον ταφικό περίβολο μνημειακή όψη. Ο βράχος παρείχε το στέρεο υπόβαθρο για ένα άγαλμα βάρους εφτάμισι τόνων και η λάξευσή του, πέρα από τις οικοδομικές ανάγκες που εξυπηρετούσε για τη σωστή τοποθέτηση των δομών, ήταν απαραίτητη επίσης για να αντιμετωπιστεί η φυσική κλίση του λόφου.

Η μεγάλης έκτασης καταστροφή του ταφικού περιβόλου, όμως, μας στερεί από επιπλέον πληροφορίες γι’ αυτόν, έτσι ούτε το ύψος του γνωρίζουμε, ούτε αν πάνω του υπήρχε βάθρο ανάλογο της Χαιρώνειας, του Πειραιά ή της Αμφίπολης, στο οποίο θα στέκονταν ο λέοντάς μας. Ούτε γνωρίζουμε, επίσης, αν ο χώρος ταφής είχε εξαρχής ή απέκτησε συν τω χρόνω ιερό χαρακτήρα για τους Λευκαδίτες, δηλαδή αν διενεργούνταν από τους μεταγενέστερους τελετουργικές πράξεις απόδοσης τιμών στους πολεμιστές προγόνους τους.

Η καταστροφή του μνημειακού περιβόλου έγινε κι αυτή το καλοκαίρι του 1902 και οι εργάτες της Εταιρείας την κατέστησαν δυνατή ανατινάσσοντας το μεγαλύτερο μέρος του με την επανειλημμένη χρήση δυναμίτη…

Πότε ανεγέρθηκε ο ταφικός περίβολος και ποιοι μπορεί να είναι οι νεκροί του;

Οι αρχαίες πηγές σιωπούν

Οι αναφορές στην αρχαία πόλη της Λευκάδας περιορίζονται κυρίως στη συμμετοχή της στα πολεμικά γεγονότα που συντάραξαν την περιοχή της ή γενικότερα τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για την τοπογραφία και την εξέλιξή της (πολεοδομική, κοινωνική, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική) αλλά και για πολλά από τα μνημεία της.

Δεν γνωρίζουμε, επίσης, αν κάποιος Λευκάδιος συνέγραψε τοπική ιστορία· κι εάν αυτό είχε συμβεί, πάντως δεν έφτασε ως τις μέρες μας ούτε το όνομά του ούτε το έργο του. Ο μόνος γνωστός Λευκαδίτης ιστορικός, ο Σιμωνίδης (4ος αι. π.Χ.), συνέγραψε την Ιστορία της Σικελίας.

Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, που περιέγραψε την πολιορκία της Λευκάδας από τους Ρωμαίους υπό τον Φλαμινίνο το 197 π.Χ., δίνοντάς μας πληροφορίες με τις οποίες σχηματίζουμε μια εικόνα για την τοπογραφία της πόλης εκείνης της εποχής, δεν αναφέρει ούτε το άγαλμα ούτε τον ταφικό περίβολο, πράγμα φυσικό μιας και δεν συνδέονται με την πολιορκία κι απέχουν αρκετά από τα τείχη της πόλης. Πιθανότατα, βέβαια, ο λέοντας να είχε ήδη να σωριαστεί από το βάθρο του και να είχε σπάσει σε κομμάτια, γιατί αλλιώτικα ίσως οι Ρωμαίοι να έμπαιναν στον πειρασμό να τον μεταφέρουν για να στολίσει τη Ρώμη και τις επαύλεις τους, όπως έκαναν με χιλιάδες άλλα τεχνουργήματα από τις κατακτημένες ελλαδικές περιοχές. Η μεταφορά, βέβαια, ενός αγάλματος τέτοιου μεγέθους και βάρους και για τόσο μεγάλη απόσταση ήταν έργο δύσκολο για την εποχή.

Η Λευκάδα δεν στάθηκε, τέλος, τυχερή να περιληφθεί στις πόλεις που επισκέφθηκε ο περιηγητής Παυσανίας κατά τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., τα μνημεία των οποίων περιέγραψε στο δεκάτομο έργο του Ελλάδος περιήγησις. Εάν την είχε επισκεφθεί, και ο λέοντας ορθώνονταν ακόμη φύλακας και σηματωρός του πολυάνδριου, ή αν ήταν ακόμη ορατά τα εντυπωσιακά κομμάτια που τον αποτελούσαν, είναι πιθανό ότι θα τον ανάφερε στην περιγραφή του.

Για ποιους ανεγέρθηκε το μνημείο;

«Πες, λιόντα, τίνος τον τάφο προστατεύεις, εσύ που τρως βόδια; Ποιος είναι άξιος των αρετών σου;»

Απόσπασμα επιγράμματος του Αντίπατρου του Σιδώνιου, 2ος αι. μ.Χ. (σε δική μου μετάφραση)

Αν και οι σωζόμενες ιστορικές πηγές δεν αναφέρουν το μνημείο, παρ’ όλα αυτά μας πληροφορούν για πολέμους, μάχες και ναυμαχίες όπου συμμετείχαν οι Λευκαδίτες, με τις οποίες θα μπορούσε να συνδέεται η κατασκευή του.

Τον 5ο π.Χ. αιώνα η Λευκάδα, μόνη από τα Ιόνια νησιά, συμμετείχε στους Περσικούς πολέμους, τόσο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) όσο και στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.).

Στον Κερκυροκορινθιακό πόλεμο, συμμετείχε στη ναυμαχία της Λευκίμμης το 435 π.Χ., ενώ το νησί της Λευκάδας λεηλατήθηκε αμέσως μετά από τους Κερκυραίους, που συνέχισαν τις επιδρομές τους για έναν ολόκληρο χρόνο.

Στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404) συντάχθηκαν με το μέρος των Σπαρτιατών και έλαβαν μέρος σε μάχες και ναυμαχίες, πιθανότατα πολύ περισσότερες απ’ όσες αναφέρουν οι αρχαίες πηγές. Το 428 π.Χ. ο αθηναϊκός στόλος πολιόρκησε ανεπιτυχώς την πόλη υπό τις διαταγές του Ασώπιου, ο οποίος άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Το 426 π.Χ. και πάλι οι Αθηναίοι υπό τον Δημοσθένη απέτυχαν να την καταλάβουν. Το 415 οι Λευκάδιοι συμμετείχαν στην άμυνα των Συρακουσών και, τέλος, το 405 π.Χ. έλαβαν μέρος στη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς, όπου διακρίθηκε ο Λευκαδίτης Τηλυκράτης.

Μάχη οπλιτών. Λεπτομέρεια παράστασης κορινθιακού αγγείου (600 π.Χ.), Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.

Τον 4ο π.Χ. αιώνα η Λευκάδα γνωρίζουμε ότι συμμετείχε στον Κορινθιακό πόλεμο (395-386 π.Χ.), καθώς και σε αυτόν μεταξύ Σπάρτης-Αθήνας (377-368) όπου συμμετείχε στην ανεπιτυχή πολιορκία της Ζακύνθου το 374.
Το 345 π.Χ. συμμετείχε με δικό της πλοίο στην πολιορκία των Συρακουσών από τους Κορίνθιους υπό τον Τιμολέοντα, που είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του τυράννου Διονυσίου.
Το 342 π.Χ. μαρτυρείται ανεπιτυχής επίθεση εναντίον της, του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας.
Το 336 π.Χ., μετά τον θάνατο του Φίλιππου, σημειώθηκε πιθανότατα εξέγερση Λευκαδιτών εναντίον της μακεδονικής φρουράς που είχε εγκατασταθεί στην ακρόπολη της πόλης.
Το 312 π.Χ. οι Λευκαδίτες εξεγέρθηκαν εναντίον της φρουράς του Κάσσανδρου (ο οποίος την είχε καταλάβει δύο χρόνια νωρίτερα) και την εκδίωξαν με τη βοήθεια των Κερκυραίων.
Τον 3ο π.Χ. αιώνα μαρτυρούνται δύο ακόμη γεγονότα που θα μπορούσαν να σχετίζονται με την κατασκευή του μνημείου: Η κατάκτηση της Λευκάδας (που τότε ανήκε στον Πύρρο) από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή το 290 π.Χ. και η κατάληψή της, έπειτα από σκληρή πολιορκία, από τον Αλέξανδρο της Ηπείρου το 259 π.Χ.

Ο κατάλογος είναι βέβαια ελλιπής. Η Λευκάδα από τους Περσικούς πολέμους μέχρι και την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους έλαβε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες και ναυμαχίες που δεν αναφέρονται στις πηγές, ενώ η πόλη της πιθανότατα πολιορκήθηκε και ίσως καταλήφθηκε κι άλλες φορές πέρα από τις μαρτυρούμενες, στους άστατους χρόνους των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τέλος δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη σύνδεση του μνημείου με μάχες τοπικού μόνο ενδιαφέροντος, τόσο με τους Ακαρνάνες με τους οποίους βρισκόταν σε μόνιμη διαμάχη μέχρι και το 297 π.Χ. οπότε έγινε η Λευκάδα πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων, όσο στη συνέχεια και με τις μάχες του Κοινού των Ακαρνάνων με την πολεμοχαρή Αιτωλική Συμπολιτεία, στις οποίες έπεσαν και Λευκαδίτες πολεμιστές.

Το να ανεγέρθηκε το μνημείο προς τιμήν των πεσόντων της πολιορκίας του 197 π.Χ. πρέπει να θεωρηθεί απίθανο, μιας και η Λευκάδα πέρασε στην άμεση σφαίρα επιρροής της Ρώμης, σε μια διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε μισό αιώνα αργότερα το 146 π.Χ.: Τέτοια ενέργεια θα θεωρούνταν εχθρική και οι Ρωμαίοι δεν θα συναινούσαν σε αυτήν, μα ούτε κι η αποδυναμωμένη-λεηλατημένη πόλη θα μπορούσε να αναλάβει οικονομικά την κατασκευή ενός τέτοιου έργου.

Ο ολοκληρωτικός αφανισμός του μνημείου, μας άφησε χωρίς απάντηση στο έρωτημά μας για ποιους κατασκευάστηκε.

Πότε κατασκευάστηκε το μνημείο;

Οι αρχαιολογικές έρευνες στην αρχαία πόλη σχηματίζουν ένα χρονολογικό πλαίσιο

Λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής του ταφικού μνημείου και της έλλειψης γραπτών πηγών που ν’ αναφέρονται σ’ αυτό για την χρονολόγηση της κατασκευής του, μπορούν να γίνουν μόνο υποθέσεις. Είναι, όπως αναφέραμε, έργο της περιόδου μεταξύ 5ου και 3ου αι. π.Χ. Ο αρθρογράφος μαρτυρεί ότι έμοιαζε με τον λέοντα της Χαιρώνειας, που κατασκευάστηκε μεταξύ 334-316 π.Χ., και τούτο το εικάζει με βάση το δημοσιευμένο το 1861 σχέδιο αποκατάστασης του γλυπτού, που είχε εκπονηθεί από τον Βαυαρό γλύπτη και πρώτο καθηγητή γλυπτικής της Σχολής Ωραίων Τεχνών της Αθήνας, Κρίστιαν Ζίγκελ (Christian Heinrich Siegel, Βάντσμπεκ 1808-Αθήνα 1883). Η ομοιότητα, φυσικά, αποτελεί μόνο χρονολογική ένδειξη, μιας και το γλυπτό θα μπορούσε να έχει φιλοτεχνηθεί σε προγενέστερους ή και μεταγενέστερους χρόνους ακολουθώντας παλαιότερα αισθητικά πρότυπα.

«O λέων της Χαιρωνείας οίος ήτο το πάλαι κατά το διάγραμμα της ανάπλασεως του Siegel εν τοις του Welcker, Alte Denkmäler, V, πιν. 4», στο Σπυρίδωνος Λάμπρου, Ιστορία της Ελλάδος…, τ. Β΄, σ. 327, Αθήνα 1888. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο του Φρουρού: «Η στάσις δήλον ότι του λέοντος ήτο οκλαδόν, εκ τούτου δε παραδέχομαι αδιστάκτως ότι ήτο τοιαύτη οίαν ο Siegel ανέπλασεν εν τω Λεόντι της Χαιρωνείας».

Δεν διασώθηκε κάποια διαφωτιστική επιγραφή ή ένα υμνητικό επίγραμμα, ούτε και επιτύμβιες πλάκες με ονόματα νεκρών, που με τη βοήθεια της επιγραφικής θα μπορούσαν να μας δώσουν ένα χρονολογικό πλαίσιο, όπως π.χ. στο πολυάνδριο της Χαιρώνειας ή στο κενοτάφιο της Αμβρακίας. Τέτοιες επιγραφές θα μπορούσαν να έχουν αφαιρεθεί σε μετέπειτα χρόνους για να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό, όπως συνέβη με έναν αξιόλογο αριθμό επιτύμβιων στηλών προερχόμενων από τα παρακείμενα νεκροταφεία, που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 1ο αι. π.Χ. στην περιοχή της Λυγιάς (οικόπεδο Αρ. Φατούρου) για ανέγερση οικοδομήματος σχετιζόμενου με το εμπόριο.

Κατά τα έργα, μάλιστα, της διάνοιξης της διώρυγας στις αρχές Ιανουαρίου του 1902 στο λιμάνι του Αλεξάνδρου και σε βάθος 3 ½ μέτρων ανακαλύφθηκαν μεταξύ άλλων και είκοσι ενεπίγραφες επιτάφιες στήλες, που αναγράφουν τα ονόματα των νεκρών.

Δεν σώθηκαν ή δεν μαρτυρούνται διαβατήρια νομίσματα, ώστε να μας δοθεί μέσω αυτών η χρονολόγηση μέσω της επιστήμης της Νομισματικής, ούτε κεραμικά ευρήματα που θα χρονολογούνταν με βάση τα αρχαιολογικά παράλληλα, ούτε, τέλος, σκελετικό υλικό που θα μπορούσε να ραδιοχρονολογηθεί.

Η επιλογή του σημείου ταφής όπου μεταφέρθηκαν τα λείψανα των πολεμιστών και της δημιουργίας του εντυπωσιακού μνημείου, επιλέχθηκε —το πιθανότερο— από τον Δήμο των Λευκαδίων λόγω της περίβλεπτης θέσης του λόφου. Το μνημείο θα ήταν ορατό σε όλους, τόσο αυτούς που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο της στεριάς ο οποίος κατευθυνόταν από τα τείχη της πόλης προς το νότιο τμήμα του νησιού και τούμπαλιν, όσο και εκείνους που χρησιμοποιούσαν τον θαλάσσιο δρόμο: Ο λέοντας και το μνημείο, ανάλογα με το αν έρχονταν ή αν έφευγαν από το κανάλι, θα ήταν η πρώτη ή τελευταία εντυπωσιακή εικόνα της πόλης, που θα «διαφήμιζε» το πολεμικό σθένος των Λευκαδιτών αλλά και την απόδοση τιμών στους νεκρούς τους.

Στην επιλογή του σημείου ταφής έπαιξε πιθανότατα ρόλο και η ανάπτυξη της αρχαίας νεκρόπολης της Λευκάδας μετά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.

1. Αρχαία πόλη, 2α. 2β. Βόρειο Νεκροταφείο, 3. Νότιο νεκροταφείο (εκτείνεται με σποραδικές ταφές μέχρι και τη Λυγιά), 4. Λυγιά, θέση ταφικού περίβολου και κολοσσικού λέοντα, 5. Αρχαίος μόλος, 6. Αρχαία Γέφυρα,

7. Κάστρο Αγίου Γεωργίου, 8. Τείχη που καταλήγουν στον Αϊ-Γιάννη (το 2ο λιμάνι της αρχαίας πόλης), σήμερα εξαφανισμένα. Χάρτης του καναλιού της Λευκάδας (απόσπασμα, σχέδιο Capt. Smych R.N. (1815), έκδ. 1835).

Οι νεκροπόλεις που πλαισίωναν τις κύριες οδούς οι οποίες οδηγούσαν από τις πόλεις στην ύπαιθρο, ήταν κοινός τόπος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Η Λευκάδα, μάλιστα, είχε τρία τέτοια οργανωμένα νεκροταφεία που εκτείνονταν έξω από τα τείχη της.

Τα δύο βόρεια (ένα εξ αυτών ήταν και το παλαιότερο όλων), και το νότιο, που σύμφωνα με τις ανασκαφικές έρευνες άρχισε να δημιουργείται ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. λόγω της αύξησης του πληθυσμού της πόλης. Το τελευταίο ξεκινούσε αμέσως μετά την πύλη του πεδινού τείχους στη Σπασμένη Βρύση κι έφτανε σποραδικά μέχρι και την περιοχή της Λυγιάς (όπως πληροφορούμαστε και από το άρθρο του 1902).

Από την πύλη της Σπασμένης Βρύσης, ξεκινούσε ο τουλάχιστον 4 μέτρων πλάτους λιθόστρωτος δρόμος που κατευθυνόταν προς τα νότια του νησιού, διασχίζοντας τη νότια νεκρόπολη ως ταφική οδός με ένθεν κακείθεν ταφικούς περιβόλους, συστάδες τάφων και απλές ταφές, ακολουθώντας αρχικά την πεδινή περιοχή και στη συνέχεια τις υπώρειες των λόφων στα δεξιά του.

Στην κοντινή στο μνημείο μας περιοχή στο νοτιοανατολικό άκρο του χωριού των Καρυωτών, στη θέση Αφ(ι)τάντσες μάλιστα, έχουν ανασκαφεί δύο ακόμη μνημειακής κατασκευής ταφικά μνημεία. Το πρώτο ανασκάφηκε το 1970 και το 1992, ήταν ταφικός περίβολος είχε διάσταση 6×13 μέτρων, ήταν κατασκευασμένος από ασβεστολιθικές λιθόπλινθους που σώζονται σε ύψος δύο έως τριών δομών, και περιλάμβανε στα όριά του 10 πλούσια κτερισμένες ταφές, χρονολογούμενες μεταξύ του πρώτου μισού του 4ου αι. και του πρώτου τετάρτου του 3ου αι. π.Χ. Το δεύτερο, μοναδικό μέχρις στιγμής στο είδος του στη Λευκάδα, ανασκάφηκε το 2007, ήταν μια βαθμιδωτή, ορθογώνιας κάτοψης κατασκευή που εφαπτόταν σε ταφικό περίβολο πάνω στην οποία πιθανότατα θα ήταν στημένο επιτύμβιο ανάγλυφο. Είχε διάσταση 3×2,40 μέτρων και σώζεται σε ύψος 0,80 μέτρων (η ευθυντηρία του αποτελούνταν από ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους και η ανωδομή του από πωρολιθικές) και χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. Το μνημείο παρουσιάζει ομοιότητες με τις Στήλες των Πρέσβεων, τάφους επιφανών ανδρών του νεκροταφείου του Κεραμικού της Αθήνας.

Ταφικό κτίσμα με κλιμακωτό βάθρο, Καρυώτες. Πηγή: Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση,«Νεότερα Αρχαιολογικά δεδομένα του νομού Λευκάδας», σ. 56.

Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση, «Νεότερα Αρχαιολογικά δεδομένα του νομού Λευκάδας», σ. 56-7, Πρακτικά Θ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, τ. Β΄, εκδ. Εταιρεία Παξινών μελετών, 2014: «[…]σε απομακρυσμένα σημεία του νότιου νεκροταφείου της Λευκάδας εντοπίζονται πειόσχημοι ή ορθογώνιοι περίβολοι μάλλον επιμελημένης και μνημειακής αρχιτεκτονικής, που χρονολογούνται στον 5ο π.Χ. και μετέπειτα, […] επιπλέον δε υιοθετείται από τον 4ο π.Χ. αι. η κατασκευή ιδιαίτερων ταφικών κτισμάτων για να τιμηθούν σημαίνοντα πρόσωπα».

Δίπλα στο πολυάνδριο, το άρθρο αναφέρει και μια ακόμη ταφή, από την οποία προερχόταν χάλκινο νόμισμα — προφανώς ως διαβατήριο για τον Άδη. Ήταν νόμισμα των αρχαίων Οινιάδων (ο αρθρογράφος του Φρουρού ανέγνωσε λάθος το όνομα, ΑΙΝΙΑΔΑΝ αντί ΟΙΝΙΑΔΑΝ).

Νομίσματα της ακαρνανικής αυτής πόλης βρέθηκαν πολλά στη Λευκάδα. Πρόκειται για έναν κοινό τύπο χαλκών νομισμάτων του νομισματοκοπείου της πόλης της περιόδου 219-211 π.Χ. Στον εμπροσθότυπό τους φέρουν κεφαλή Διός και στον οπισθότυπό τους κεφαλή προσωποποιημένου κερασφόρου και γενειοφόρου Αχελώου. Η νομισματική αυτή μαρτυρία είναι σημαντικότατη και για το μνημείο, αφού μας προσφέρει ένα βέβαιο χρονολογικό σημείο της χρήσης του χώρου ως νεκροταφείο. Η ταφή βέβαια μπορεί να είναι πολύ μεταγενέστερη του μνημείου. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται και η εύρεση εκεί κοντά χρυσών νομισμάτων σε παλαιότερες του 1902 εποχές, για τα οποία δεν έχουμε περαιτέρω πληροφορίες, αν αποτελούσαν δηλαδή κτέρισμα τάφου ενός σημαντικού και πάμπλουτου θανόντα ή θησαυρό. Ενώ, όπως, αναφέραμε και πιο πάνω, ο Π. Κουνιάκης (1928), αναφέρει ότι τέτοια βρέθηκαν και από τους εργάτες του Λατομείου (νταμαριού).

Χάλκινο νόμισμα Οινιάδων, όμοιο με αυτό που βρέθηκε στην παρακείμενη του περιβόλου ταφή. Πηγή: www.wildwinds.com/coins/greece/akarnania/oiniadai/i.html.

Δεν γνωρίζουμε, τέλος, αν το διαβατήριο αυτό νόμισμα δήλωνε και την καταγωγή του νεκρού, μιας και στα νεκροταφεία της Λευκάδας τάφηκαν, όπως ήταν φυσικό για ένα σπουδαίο εμπορικό λιμάνι, νεκροί καταγόμενοι από διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου, όπως από τη Μυτιλήνη, την Αστυπάλαια, τον Στράτο, την Κέρκυρα, τη Μασσαλία, τις Συρακούσες κ.ο.κ., όπως μαρτυρούν οι σχετικές επιτύμβιες πλάκες.

Πότε γκρεμίστηκε ο λέοντας κι έσπασε σε κομμάτια;

Ο λέοντας το πιθανότερο είναι να γκρεμίστηκε από τη θέση του σε κάποιον από τους φοβερούς σεισμούς που συντάραξαν το νησί στους ιστορικούς χρόνους και πέφτοντας να έσπασε σε τέσσερα ή πέντε κομμάτια (στα δύο μέρη της κεφαλής, στον κορμό και στα πόδια του ή και στη λαξευμένη βάση τους).

Η ταφή του κορμού του αγάλματος σε επιμελώς «λιθιασμένη» οπή όμοια με πηγαδιού, σύμφωνα με την περιγραφή του συντάκτη του άρθρου της εφημερίδας Φρουρός, πιθανότατα οφείλεται σε φροντίδα του Δήμου ή έστω κάποιων πολιτών του για την προφύλαξή του από επιπλέον καταστροφές, λόγω της ιερότητας που απέδιδαν στο μνημείο συνολικότερα. Η επιμελής αυτή ταφή θα έγινε το αργότερο μέχρι το 146 π.Χ., τότε που η Λευκάδα έγινε πια οριστικά επαρχία του ρωμαϊκού κράτους μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα.

Ο λέοντας, όπως γράψαμε και παραπάνω, μάλλον δεν θα στεκόταν όρθιος το 197 π.Χ. Και ακόμη με μεγαλύτερη βεβαιότητα μετά το 32 π.Χ., χρονιά που ο Οκτάβιος κατενίκησε τον στόλο του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου ιδρύοντας στη συνέχεια τη Νικόπολη και «μεταφέροντας» μεγάλο μέρος των κατοίκων των πόλεων του Ανακτορίου, της Αμβρακίας, του Θυρρείου, της Λευκάδας κ.λπ. για να τη συνοικίσει. Μαζί με τους ανθρώπους «μεταφέρθηκαν» επίσης έργα τέχνης και αγάλματα για να την κοσμήσουν, όπως ο εντυπωσιακός λέοντας του 4ου-3ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε στις ανασκαφές στο θέατρο του Οκταβιανού και είναι άγνωστο από ποια πόλη προέρχεται.

Ο καθιστός λέοντας της Νικόπολης, βρέθηκε στο θέατρο του Οκταβιανού, έργο του 3ου αι. π.Χ. μεταφέρθηκε από άγνωστη σ’ εμάς πόλη για να το κοσμήσει. Πηγή: διαδίκτυο.

***

Η γη που κάλυψε κάποια στιγμή τον λέοντα της Λευκάδας, τον φύλαξε καλά στα σπλάχνα της μέχρι και το καλοκαίρι του 1902 που ανευρέθηκε. Μέχρι τη χρονιά αυτή δεν αναφέρεται ούτε στα κείμενα των περιηγητών ούτε των Λευκαδιτών ιστοριογράφων του 19ου αιώνα, ούτε στον χάρτη του τοπογράφου Girolamo Delange του 1757 όπου καταγράφονται μεταξύ άλλων μνημεία και αρχαιολογικές τοποθεσίες. Ούτε συναντούμε στην περιοχή της Κατούνας-Λυγιάς κάποιο τοπωνύμιο, όπως π.χ. Λιόντας, Λιοντάρι, Δράκος, Ελληνικά, που να δείχνει ότι διατηρήθηκε τρόπω τινά στη λαϊκή μνήμη. Για τα τοπωνύμια ανέτρεξα τόσο στο βιβλίο του Τ. Κοντομίχη, Τα τοπωνύμια της Λευκάδας, όσο και στους χάρτες του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα και στο «Γεωγραφική απεικόνιση των τοπωνυμίων Κοινότητας Κατούνας», στο koinotitakatounas.gr.

Δεν συναντούμε στην περιοχή της Κατούνας-Λυγιάς κάποιο τοπωνύμιο που να δείχνει ότι το άγαλμα διατηρήθηκε τρόπω τινά στη λαϊκή μνήμη (βλ. «Γεωγραφική απεικόνιση των τοπωνυμίων Κοινότητας Κατούνας», στο koinotitakatounas.gr και Τάσος Π. Κοντομίχης, Τα τοπωνύμια της Λευκάδας).

 

Το μνημείο σκεπάζεται και πάλι από τα πέπλα της λήθης

Εντυπωσιάζει η σιωπή σχετικά με την τύχη του αγάλματος. Τα πέπλα της λήθης που κρατούσαν καλά κρυμμένο τον λέοντα για δύο χιλιάδες περίπου χρόνια, έπεσαν και πάλι πάνω του πολύ γρήγορα, σαν να επανεμφανίστηκε για μια και μόνη στιγμή μέσα στον ιστορικό χρόνο.

Για το άγαλμα δεν έχουμε γνωστές άλλες μαρτυρίες πλην των παραπάνω (Φρουρός, Άστυ, Ακρόπολις) από εφημερίδες της εποχής, λευκαδίτικες ή πανελλήνιας κυκλοφορίας. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι στις μεν λευκαδίτικες δεν σώζονται φύλλα από άλλους τίτλους της ίδιας περιόδου, στις δε πανελλήνιες η έρευνα υπήρξε αναγκαστικά περιορισμένη, ενώ και στα περιοδικά της εποχής που περιείχαν ύλη ιστορική και αρχαιολογική, στα οποία ανέτρεξα, δεν συνάντησα ούτε μία αναφορά για τον λέοντα της Λευκάδας και το πολυάνδριο.

Η αθηναϊκή εφημερίδα Σκριπ, που δημοσιοποιούσε συχνά αρχαιολογικές αναφορές για τη Λευκάδα (και για το ίδιο έτος), δεν δημοσίευσε τίποτε γι’ αυτό.

Ο Λευκαδίτης ιστορικός Σπυρίδωνας Βλαντής, που ήταν σύγχρονος της ανακάλυψης, δεν αναφέρεται σε αυτό. Το 1902, τη χρονιά της ανακάλυψης του λέοντα, εξέδωσε το δοκίμιο του, Η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς. Γι’ αυτόν δεν αναφέρει το παραμικρό στη μελέτη του «Ιστορικαί διαλέξεις. Η νήσος Λευκάς και αι πόλεις αυτής ανά τους αιώνας (Νήρικος, Λευκάς, Αγία Μαύρα, Αμαξική)», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παρνασσός το 1915. Ο ίδιος, όμως, απ’ ότι φαίνεται και από την περιγραφή των τειχών και της οχύρωσής της αρχαίας πόλης, περιηγήθηκε στα ερείπια της. Στην εφημερίδα Φρουρός, μάλιστα, δημοσίευε κι αυτός άρθρα του. Μόλις 37 μέρες νωρίτερα από το άρθρο για τον λέοντα και τον ταφικό περίβολο, δημοσίευσε στο φ. 165 άρθρο υποστηρικτικό της θεωρίας του Νταίρπφελντ.

Ούτε και ο αρχιδούκας της Αυστρίας Λουδοβίκος Σαλβαδόρ κάνει κάποια αναφορά σε αυτό στο έργο του Anmerkungen über Levkas (Σημείωσεις για τη Λευκάδα) που εκδόθηκε στην Πράγα το 1908.

Ούτε ο Γουλιέλμος Νταίρπφελντ στο έργο του Alt Ithaka, που εξέδωσε στο Μόναχο το 1927, ο οποίος έκανε ανασκαφές στο νησί και τη χρονιά που βρέθηκαν λέοντας και περίβολος, αναφέρει κάτι γι’ αυτά. Το βιβλίο, βέβαια, επικεντρώνεται στα δικά του ευρήματα και στην απόδειξη της θεωρίας του περί της ταύτισης Λευκάδας με την ομηρική Ιθάκη, αλλά δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε τούτα τα θέματα.

Οι μελετητές σιωπούν…

Ούτε ο Παναγιώτης Κουνιάκης αναφέρει κάτι στο έργο του Η νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς…, που εξέδωσε το 1928. Ακολουθεί βέβαια σε αυτό τα παραδομένα από τους σύγχρονούς του Λευκαδίτες ιστορικούς, ο ίδιος, όμως, ήταν πρώτιστα δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδων και ο λέοντας ήταν μοναδικός, εντυπωσιακός σε μέγεθος και πολύ μεγάλος για να μπορέσει εύκολα να διαγραφεί από τη μνήμη του, αφού είναι βέβαιο ότι θα έκανε αίσθηση στην εποχή του.

Εντυπωσιακή είναι, τέλος, και η σιωπή του ιστορικού Κωνσταντίνου Μαχαιρά, ο οποίος εξέδωσε το 1962 τη μελέτη του Η νήσος Λευκάς κατά την αρχαιότητα, χωρίς καμιά αναφορά στο κολοσσικό άγαλμα. Εντυπωσιακή γιατί σε αυτόν οφείλεται η διάσωση όσων φύλλων της εφημερίδας Φρουρός έχουν φτάσει μέχρι τις μέρες μας, εφόσον ήταν εκείνος που τις δώρισε στο Αρχείο της Λευκάδας όπου και σήμερα φυλάσσονται. Χωρίς αυτήν τη δωρεά, το παρόν άρθρο δεν θα είχε ποτέ γραφτεί και πιθανότατα η ύπαρξη του λέοντα και του μνημείου δεν θα μας γινόταν ποτέ γνωστή.

Το άρθρο της εφημερίδας θα διέλαθε, μάλλον, της προσοχής του Πάνου Ροντογιάννη, που πολύ έψαξε τα χειρόγραφα και τα τυπωμένα του Αρχείου για να συγγράψει τη δίτομη ιστορία της Λευκάδας, καθώς και τόσα άλλα για την τέχνη και την ιστορία του τόπου μας.

Γιατί η σιωπή; Τι να απέγινε άραγε ο λέοντάς μας;

Ο αστυνόμος Λευκάδος φρόντισε άραγε «διά την περισυλλογήν και διαφύλαξιν των ανευρεθέντων»; Και αν ναι, στάλθηκαν ποτέ στην Αθήνα με το πλοίο της γραμμής ή κάποιο άλλο (εμπορικό ή πολεμικό) και αν έγινε αυτό, ποια ήταν έκτοτε η τύχη τους; Ή μήπως, το πιθανότερο, οι εντολές του υπουργείου παραπέμφθηκαν στις ελληνικές καλένδες και δεν έγιναν ποτέ πράξη;

Μήπως αφού κόπασε η βοή της ανακάλυψης οι εργάτες συνέχισαν το καταστροφικό έργο τους (τα έργα της διώρυγας τελείωσαν τον επόμενο χρόνο) και τον μετέτρεψαν σε λίθους ή μήπως χρησιμοποιήθηκε ως υλικό οικοδομής και «λιθιάσματος» από τους αγρότες της περιοχής;

Μήπως φορτώθηκε νύχτα σε μεταφορικό μέσο της εποχής και κατέληξε σε κάποια συλλογή στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό; Κι αν έγινε το τελευταίο μήπως ενεπλάκησαν πρόσωπα πολύ υψηλά ιστάμενα στην τοπική κοινωνία, υψηλόβαθμοι κρατικοί υπάλληλοι ή άτομα που συνδέονταν με αυτά; Η σιωπή των ιστορικών μας θα μπορούσε να εξηγηθεί με τα παραπάνω;

Μέχρις ότου, και εάν ποτέ, έλθουν στο φως κάποια επιπλέον στοιχεία για τη μοίρα του αγάλματος, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Η σιωπή στους τοπικούς ιστοριογράφους δεν είναι σπάνια σε περιπτώσεις που θίγονται πρόσωπα τα οποία βρίσκονται εν ζωή ή οι απόγονοί τους, πρόσωπα, συχνά, με εξουσία και δύναμη.

Ας μην ξεχνάμε ότι και η Απόκρυφος ιστορία του Προκόπιου, που αποδείκνυε τη διαφθορά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, γράφτηκε παράλληλα με τα εξυμνητικά του έργα γι’ αυτούς αλλά κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του αυτοκρατορικού ζεύγους. Επίσης, στα καθ’ ημάς, ότι ο Σπ. Βλαντής συνέγραψε Ιστορία της Επτανήσου ιδίως από της Αγγλοκρατίας και εντεύθεν, που με ρητή του εντολή θα μπορούσε να δημοσιευθεί αφότου θα περνούσαν 50 ολόκληρα χρόνια από τον θάνατό του, «διότι περιέχει λεπτομερείας περί δράσεως πολλών προσώπων ων οι απόγονοι ευρίσκονται ακόμη εις δευτέραν ή τρίτην γενεάν», μελέτη η οποία, απ’ ότι φαίνεται, χάθηκε για πάντα…

Ο αρχαιολογικός χώρος της Λευκάδας: Μια ιστορία λεηλασίας και καταστροφής. Ο λέοντας και ο ταφικός περίβολος, δυο μόνο ψηφίδες στο ψηφιδωτό του χαλασμού

Η αρχαία πόλη της Λευκάδας, μετά τη μεγάλη συρρίκνωσή της σε έκταση και πληθυσμό κατά τα πρώτα βυζαντινά χρόνια και την οριστική της εγκατάλειψη γύρω στα 1300 μ.Χ. που χτίστηκε το πρώτο κάστρο της Αγίας Μαύρας και μεταφέρθηκε εκεί η πρωτεύουσα του νησιού, υπήρξε χώρος λεηλασίας και ανεπανόρθωτης καταστροφής.

Στη μεγάλη κλίμακα της καταστροφής του αρχαιολογικού χώρου μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και στο ότι αυτός δεν ερευνήθηκε συστηματικά αλλά κατά κύριο λόγο με σωστικές ανασκαφές, οφείλεται το γεγονός πως Λευκαδίτες και μη, που διασχίζουμε τον σύγχρονο δρόμο ο οποίος τον τέμνει στα δύο, δεν μπορούμε να καταλάβουμε ούτε την έκταση της αρχαίας πόλης ούτε και τη σπουδαιότητά της.

Η αρχαία πόλη ήταν πολυπληθής για την εποχή της (σε μελέτες ο πληθυσμός της ανέρχεται μέχρι και στις 20.000 κατοίκους), ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο ενταγμένο στους θαλάσσιους δρόμους του Ιονίου και της Αδριατικής, με δύο λιμάνια, οχυρωμένη με ισχυρά τείχη και πύργους που έφταναν και ξεπερνούσαν σε ύψος τα 8 μέτρα και περίμετρο περίπου 4.500 μέτρων, ενώ διέθετε κι άλλα τείχη που έφταναν χιλιόμετρα μακριά, μέχρι και τον Αϊ-Γιάννη. Ήταν οικοδομημένη σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα, κοσμημένη με δημόσια κτίρια, αγορά, θέατρο και σημαντικούς ναούς, ενώ μεγάλες σε έκταση νεκροπόλεις εκτείνονταν έξω από τα τείχη στα βόρεια και δυτικά της.

Αρχαία Λευκάδα. α) Τείχη, Πηγή: Ζάχος Κ., Ντούζουγλη Α., Λευκάδα, Ιστορική-αρχαιολογική επισκόπηση…, β) Το αρχαίο θέατρο, Πηγή: diazoma.gr. γ) Η γέφυρα (σχέδιο Φ. Νέγρη, 1904), Πηγή: Πρακτικά Συνεδρίου, Νήρικος-Λευκάς-Κάστρο…

Στην ακμή της, μάλιστα, ο Δήμος της είχε υλοποιήσει δύο από τα μεγαλύτερα τεχνικά έργα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, τη μεγαλύτερη σε μήκος πέτρινη γέφυρα της αρχαίας Ελλάδας (750 μέτρα), πιθανότατα του 4ο π.Χ. αιώνα, που ένωνε την πόλη και το νησί με την απέναντι ξηρά (της περαίας της Λευκάδας, η οποία αποτελούσε μέρος της επικράτειάς της), καθώς και τον μόλο της, ένα από τα σημαντικότερα λιμενικά έργα της αρχαιότητας, έργο μάλλον του 5ου αι. π.Χ., αποτελούμενο από δύο βραχίονες πλάτους δέκα μέτρων που εκτείνονταν ανάμεσα στις δύο ακτές αφήνοντας ένα κενό ανάμεσά τους μήκους 60 μέτρων, το οποίο επέτρεπε στα πλοία να διαπλέουν το κανάλι, τον «διόρυκτο» των αρχαίων.

Για έξι περίπου αιώνες ο ερειπιώνας της υπήρξε τόπος οργανωμένης και ανοργάνωτης, πάντως εκτεταμένης λιθοθηρείας που προμήθευε στους κατά καιρούς κρατούντες (από τη Φραγκοκρατία μέχρι και το Ιόνιο κράτος) άφθονο κατεργασμένο οικοδομικό υλικό για την κατασκευή των μεγάλης κλίμακας έργων τους.

Έτσι χτίστηκε ένα μέρος του κάστρου της Αγίας Μαύρας και άλλες οχυρώσεις στον δίαυλο της Λευκάδας, έτσι έγινε δυνατό το 1567 από τον Οθωμανό σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή να κατασκευαστεί —και στους επόμενους αιώνες να συντηρηθεί— το εντυπωσιακό υδραγωγείο που έφερνε το νερό από τη Μεγάλη Βρύση στο κάστρο μέσω και της πέτρινης γέφυρας των 360 τόξων η οποία διέσχιζε τη λιμνοθάλασσα.

Για έξι περίπου αιώνες ο ερειπιώνας της αρχαίας πόλης υπήρξε τόπος εκτεταμένης και οργανωμένης λιθοθηρείας για την κατασκευή έργων μεγάλης κλίμακας.

Τα ερείπιά της, τα τείχη με τις πύλες και τα ερείπια των ναών και των κτισμάτων της, φαντάζαν εντυπωσιακά στους περιηγητές, τους γεωγράφους και τους ιστορικούς, όπως π.χ. στους E. Dodwell (1801), W.M. Leake (1806), W. Goodison (1819), F. Pouqueville (1826), D.Th. Anstend (1862), Joseph Partsch (1889) αλλά ακόμη και στον ιστορικό Σπ. Βλαντή, ο οποίος περιηγήθηκε τον χώρο της την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. Οι περιγραφές όλων αυτών δείχνουν, με βάση τη σημερινή εικόνα, το μέγεθος της λεηλασίας…

Σχέδιο της αρχαίας Λευκάδας του βενετικού μηχανικού Santo Semitecolo (1724). Πηγή: Χ.Ε.Λ.Β.Ι.

Ακόμη και στις αρχές του 19ου αι., στα 1822, ο Άγγλος τοποτηρητής Τεμπλ κατέστρεψε μέρος του τείχους και μια πύλη του που στεκόταν ακόμη όρθια, μεταφέροντας το υλικό για να αναγείρει τον ναό της Αγίας Μαύρας λίγο πιο πάνω από την εκκλησία του Αγίου Μηνά στην πόλη.

Στις αρχές του 20ού είδαμε ότι το ίδιο συνέβη και στον ταφικό περίβολο και τον επιτύμβιο λέοντα της Λυγιάς…

Τα τείχη, τα ερείπια των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, των ναών, οι βωμοί, οι ταφικοί περίβολοι και τα επιτύμβια σήματα των νεκροπόλεων, οι πλακόστρωτοι δρόμοι, το θέατρο κ.ο.κ. έδωσαν άφθονο υλικό και πολλά εξαφανίστηκαν για πάντα από τον αρχαιολογικό χάρτη, στερώντας μας πολύτιμες πληροφορίες τόσο για την εξέλιξη της πόλης στους αιώνες όσο και για τη ζωή και τις συνήθειες των κατοίκων της.

Το σκηνικό, όμως, της καταστροφής είχε πολλούς ακόμη θύτες. Οι κατά καιρούς μεγαλογαιοκτήμονες των πλησιόχωρων τόπων, που περιέβαλλαν τα μεγάλα κτήματά τους με ψηλούς τοίχους (τα λεγόμενα «κουλούρια»), μετακινούσαν και κατέστρεφαν για αυτό τον σκοπό το παρακείμενο οικοδομικό υλικό, ενώ το ίδιο έκαναν και οι μικροϊδιοκτήτες χωρικοί που είχαν χτήματα στην περιοχή αυτή, οι οποίοι συχνά έσπαγαν το οικοδομικό υλικό σε μικρότερα κομμάτια και το χρησιμοποιούσαν για φτιάξουν τις «λιθιές» που χώριζαν τα χτήματά τους ή που συγκρατούσαν το χώμα στις κατωφέρειες, όπως και για τα σπίτια τους ή τα αγροτικά τους καταλύματα.

Στην καταστροφή ας προστεθεί και το «ξεσομπόλιασμα» που έκαναν οι γεωργοί στα χωράφια τους για να δημιουργήσουν καλλιεργήσιμο χώρο, επίσης η επί αιώνες άροση της γης με τα ησιόδεια άροτρα που αντικαταστάθηκαν στα μέσα του προηγούμενου αιώνα από τα τρακτέρ, καθώς και το «ξεχώνιασμα» της γης σε βάθος για να φυτευτούν οι αμπελώνες, αλλά και οι ζημιές που προκαλούσαν οι ρίζες των τεράστιων —συν τω χρόνω— ελαιόδεντρων, που η καλλιέργειά τους εξαπλώθηκε κατά πολύ από τα χρόνια της βενετοκρατίας και μετά.

Παράλληλα, οι τεράστιοι και μικρότεροι επεξεργασμένοι λίθοι από ασβεστόλιθο αποτελούσαν την καλύτερη ύλη για την παρασκευή του ασβέστη στα τοπικά ασβεστοκάμινα.

«Ανασκαφές» αρχαιοκάπηλου ή ευγενή (άγγλου ή ντόπιου) «συλλέκτη» στην ακρόπολη της Λευκάδας. Joseph Cartwright, Santa Maura, from the Upper Acropolis of the Ancient City of Leucadia, 1821.

Και φυσικά δεν έλειψε ούτε εδώ η καταστροφή και η λεηλασία των μνημείων και των τάφων από τους «αρχαιολάτρες» και τους αρχαιοκάπηλους, που από την εποχή της βενετοκρατίας και στη συνέχεια της αγγλοκρατίας δεν σταμάτησαν να πραγματοποιούν «ανασκαφές» στον χώρο τον οποίο περιέκλειαν τα τείχη, μα κι έξω από αυτά, στα νεκροταφεία, για να βρουν αρχαιότητες και να τις στείλουν στην Ιταλία, την Αγγλία ή αλλού, ενώ παράλληλα «ανέσκαπταν» τον χώρο και ντόπιοι άρχοντες αρχικά για να δημιουργήσουν και στη συνέχεια να πλουτίσουν τις «αρχαιολογικές συλλογές» τους, όπως οι Σπ. Ζαμπέλης, Δημ. Πετριτσόπουλος, Αρ. Βαλαωρίτης, Π. Κατσαΐτης, Φ. Δάστον, Ανδρ. Σταύρος, Αλ. Τσαρλαμπάς κ.ά., τα εκθέματα των οποίων χάθηκαν για πάντα, και μόνο οι περιγραφές κάποιων σώθηκαν στο τυπωμένο έργο του Δημ. Πετριτσόπουλου και στο τυπωμένο και χειρόγραφο έργο του λόγιου Ιωάννη Σταματέλου.

Ι. Σταματέλος, «Ο προς Αρχαιολογίαν έρως εν τη νήσω Λευκάδι». περ. Νέα Πανδώρα, 63, Νοέμβριος 1852.

Η μη καταγραφή στις συλλογές και τα μουσεία αγαλμάτων, λατρευτικών ή άλλων, σε φυσικό ή υπερφυσικό μέγεθος με τόπο προέλευσης τη Λευκάδα, κάνει ακόμη σπουδαιότερο το εύρημα του λέοντα. Μόνο ο Δ. Πετριτσόπουλος κάνει λόγο για δύο αγάλματα, ένα χάλκινο και ένα αλαβάστρινο, που βρέθηκαν στην αρχαία πόλη και τα οποία κατέληξαν στη Βενετία.

Η λεηλασία του αρχαιολογικού χώρου συνεχίστηκε αμείωτα από τους αρχαιοκάπηλους και μετά την Ένωση, παράλληλα με την καταστροφή των αρχαίων μνημείων που αποτελούσαν εμπόδια για τη καλλιέργεια, την οικοδόμηση οικιών και επιχειρήσεων, μέχρι να οριστούν οι αρχαιολογικές ζώνες προστασίας.

Και, φυσικά, από τον κατάλογο της καταστροφής δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι φοβεροί σεισμοί, που σώριαζαν επί αιώνες σε λιθοσωρούς τείχη και οικοδομήματα.

Ο λέοντάς μας και ο ταφικός του περίβολος, λοιπόν, το πολυάνδριο της Λευκάδας, είχε κι αυτό την κοινή (κακή) τύχη τόσων και τόσων μνημείων της αρχαίας πόλης. «Η αγροικία και η σκαιότης των εργατών και το συμφέρον επήνεγκον [κι εδώ] ανεπανόρθωτον την καταστροφήν καλλίστου μνημείου…» Ας φανταστούμε μόνο τι θα σήμαινε για την εικόνα του τόπου μας και για την ιστορία του η μη καταστροφή του επιτύμβιου αγάλματος, η αποκατάστασή του και τέλος η αναστήλωσή του στον χώρο, όπως, δηλαδή, συνέβη με τους λέοντες της Χαιρώνειας και της Αμφίπολης…  

Ευχαριστίες στους Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη, Χριστίνα Παπακώστα, Σπύρο Καρυδάκη, Άννα Βαρούχα, Μαρία Καραγιαννάκη και Γεράσιμο Μελά και Δημήτρη Τσερέ.

Το κείμενο της εφημερίδας:
ΕΠΙΦΥΛΛΙΣ «ΦΡΟΥΡΟΥ»
Ο ΛΕΩΝ ΤΗΣ «ΛΥΓΙΑΣ»

Επί λόφου εις ύψος 20 μέτρων από της επιφανείας της απέναντι θέσεως «Λυγιάς» θαλάσσης υπήρχε κεχωσμένον τετράγωνον αποτελούμενον εξ αυτού του βράχου λελαξευμένου, μήκους δέκα περίπου μέτρων μετ’ αναλόγου πλάτους και ύψους μη δυνάμενου να εκτιμηθή σήμερον ακριβώς.
Μεγάλου τμήματος του τετραγώνου τούτου καταστραφέντος εκ των επανειλημμένων δια δυναμίτιδος ανατινάξεων, σώζεται μόνον μέρος της άνω τετραγώνου βάσεως, ην περιέθει διάζωμα εκ πλακών τιτανόλιθου. Νυν ευρίσκεται κατά χώραν δύο μόνο πλάκες μήκους 2 μέτρων, πλάτους 0,40 και ύψους 0,50. Επί του τετραγώνου τούτου ευρέθη προ τριών μηνών το ήμισυ ακριβέστατα κεφαλής λιθίνου λέοντος καθέτως κεκομμένης, μεταβληθείσης υπό των λατόμων εις μικρούς λίθους, χρησιμοποιηθέντας εις την εργασίαν τής προς εκσκαφήν της διωρύγος Αλεξάνδρου Εταιρείας, προ δέκα ακριβώς ημερών ευρέθη και το έτερον ήμισυ της κεφαλής και ολόκληρος ο κορμός του λέοντος.
Και η μεν κεφαλή κυλισθείσα υπό των εργατών ευρίσκεται περίπου πενήντα μέτρα μακράν του κορμού, εις τους πρόποδας του λόφου. Από της κορυφής μέχρι της κάτω σιαγόνος το μήκος αυτής είνε ακριβώς μέτρου, από δε της ρινός μέχρι του αυχένος 0,65. Διακρίνεται κατεστραμμένος κατά το ήμισυ ο οφθαλμός, το ήμισυ της ρινός, το ήμισυ του ανεωγμένου στόματος μετά δύο οδόντων, του ενός άνωθεν και του ετέρου κάτωθεν. Η σκέπουσα το τμήμα τούτο της κεφαλής χαίτη έχει ένεκα του κυλισμού ολίγον βλαβή εις τέσσερα μέρη, κατά το λοιπόν σωζόμενη κάλλιστα. Το όλον τούτο τμήμα ζυγίζει 250 περίπου κοιλά. Θα διερρηγνύετο και αυτή εις μικρούς λίθους υπό αγροίκου εργάτου, αν μη προλάμβανεν ο εργοδηγός κ. Ανδρ. Σαουσόπουλος, ος και κατά την πρώτην εύρεσην της κεφαλής και τελευταίον κατά την αποκάλυψιν ολοκλήρου του κορμού έσπευσε να γνωρίση τω κοινώ δια της δημοσιογραφίας περί των ευρημάτων. Εν τη προθυμία αυτού, πάνυ ευγενώς συνοδευσάντός με κατά την εξέτασιν, οφείλω τους παρατιθεμένους αριθμούς.
Ο δε κορμός μετακινηθείς, φαίνεται εις εποχήν και δι’ αιτίαν άγνωστόν μοι, ευρέθη κεχωσμένος εντός παρακείμενης οπής, εις βάθος δίκην φρέατος διηκούσης, και κατασκευασμένης εκ λίθων επίτηδες τρόπον τινά. Και η σημερινή πρηνηδόν θέσις του κορμού μαρτυρεί ότι ο λέων είχε τας μεν χείρας τεταμμένας επί τούτων στηριζόμενος, αμφοτέρους δε τους πόδας κεκαμμένους παραλλήλως του κορμού, ως άριστα εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Η στάσις δήλον ότι του λέοντος ήτο οκλαδόν, εκ τούτου δε παραδέχομαι αδιστάκτως ότι ήτο τοιαύτη οίαν ο Siegel ανέπλασεν εν τω Λεόντι της Χαιρωνείας. Σήμερον αι τε χείρες και οι πόδες ηφανίσθησαν κατατμηθέντες εις λιθάρια ακριβώς όπως και το ήμισυ της κεφαλής. Το λοιπόν του κορμού μέρος έχει μήκος μεν 1,62, περιφέρειαν δε 3,20. Η ουρά, ης σώζεται μέρος διέρχεται κάτωθεν της κοιλίας, καλώς σωζωμένης, ανερχόμενη δε ήρεμα και φυσικώς στεφανοί τον δεξιόν μηρόν. Κατά μήκος της ράχεως εκτείνεται εις δακτυλίους περιελισσόμενη η χαίτη καταλήγουσα περί τα νώτα εις ανειμε[μ]ας τρίχας. 
Το βάρος του κορμού είνε 3.500 περίπου κοιλών. Και ο μεν λίθος είναι πώρος πυκνοτάτης όμως συστάσεως, η δε τέχνη καλλίστη όπως μαρτυρείται εκ της λεπτότητος, μεθ’ ης είνε εξειργασμένη η κεφαλή εκ της χαίτης, εκ της αναλογίας και των γραμμών του σώματος. Παρατηρούμενος ο κορμός κάτωθεν του λόφου παρίσταται και εν τη αμόρφω πλέον εκείνη καταστάσει ως αληθές σώμα φυσικού λέοντος — ο χρόνος άλλως τε και η υπό τα χώματα τις οίδεν επί πόσους αιώνας ταφή του προσέδωκε χρώμα παραπλήσιο τω φυσικό.
Ο λέων άρτιος ήτο μήκους μεν τεσσάρων μέτρων, της περιφερείας ήδη ορισθείσης, βάρους δε 7.500 κοιλών. Είνε φανερόν ότι υπερέκειτο άφωνος κήρυξ της αρετής μαχητών, τυχόντων ευκλεούς θανάτου και κοινού τάφου, η γνώμη μου δ’ αύτη προσεπιμαρτυρείται και υπό της ειδήσεως, ην παρά τινός των εργατών έμαθον ότι κατά την ανόρυξιν της ης εκάλυπτεν ο λέων οπής ευρέθησαν πλείστα οστά ανθρώπινα και δύο λυχνίαι πήλιναι, εις τα χείρας τις οίδε τινός άμουσου υπάρχουσαι — εγγύς μάλιστα τω λέοντι παράκειται τάφος ανεωγμένος, εξ ου εξήχθη νόμισμα χαλκούν φέρον επί της μιας όψεως κερασφόρον πρόσωπον ανδρός μετά καθειμένου πώγωνος και επιγραφήν ΑΙΝΙΑΔΑΝ, επί δε της ετέρας ωσαύτως πρόσωπον. Το εύρημα τούτο εδόθη φιλοτίμως τη αρχή υπό του αρχιεργάτου εις τας χείρας του οποίου ευρέθη.
Κατά την εκείσε επίσκεψήν μου έμαθον ότι προ χρόνου μακρού ευρέθησαν εκεί που πλησίον χρυσά νομίσματα παρά τινός μικρού ποιμένος, αφαιρεθέντα επιτηδίως παρ’ άλλου. Ο αριθμός των νομισμάτων αναβιβάζεται εις αριθμόν σεβαστόν.
Είνε λυπηρόν ότι η αγροικία και η σκαιότης των εργατών και το συμφέρον επήνεγκον ανεπανόρθωτον την καταστροφήν καλλίστου μνημείου, το οποίον τις οίδε τίνα επιστημονικά προβλήματα θα έλυε, αλλά το λυπηρότερον θα ήτο αν ανετίνασσον δια δυναμίτιδος και τον ήδη περισωθέντα κορμόν. Τούτο δε θα εγίνετο κατ’ αυτά, κατά την ψυχρά του αρχιεργάτου δήλωσιν, αν δεν έσπευδεν ο κ. Νομάρχης, εις ον ελάβωμεν την τιμήν να παραστήσωμεν τα πράγματα αμέσως μετά την εκεί επισκέψιν ημών, ούτω δε θα ετελείτο βανδαλισμός εκ των ανηκούστων, αφανιζομένου λεόντος προσομοίου τω εν Χαιρωνεία.

Σ.Α.Δ.

Ενδεικτική βιβλιογραφία (στην οποία δεν περιλαμβάνεται και η σχετική με τα αγάλματα λεόντων στην αρχαία Ελλάδα)
Ansted David Thomas, The Ionian Islands in the year 1863, W. H. Allen & co, London 1863.
Βικάτου Ολυμπία, Ιστορική-αρχαιολογική επισκόπηση της Λευκάδας από τους προϊστορικούς έως τους μεταβυζαντινούς χρόνους, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2019.
Βλαντής Α. Σπυρίδων, Ιστορικαί διαλέξεις. Η νήσος Λευκάς και αι πόλεις αυτής ανά τους αιώνας (Νήρικος, Λευκάς, Αγία Μαύρα, Αμαξική). Απόσπασμα εκ της Επετηρίδος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού) [τ. ΙΑ΄, 1915, σ. 27-67] Εν Αθήναις Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου 1915.
Goodison William, A historical and topographical Εssay upon the Islands of Corfou, Leucadia, Cephalonia, Ithaca, and Zante…, Thomas and George Underwood, London, 1822.
Γράψα Ελένη, Δίαυλος-Διώρυξ Λευκάδος 1688-1987, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Λευκάδας, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λευκάδας, Λευκάδα 2009.
Δάλλας Σπυριδων (Σ.Α.Δ.) «Ο Λέων της Λυγιάς», εφ. Φρουρός, φ. 170, 6 Σεπτεμβρίου 1902.
Ζάχος Κωνσταντίνος Λ., Ντούζουγλη Αγγέλικα Σ., Λευκάδα, Ιστορική-αρχαιολογική επισκόπηση μέσα από τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου, Υπουργείο Πολιτισμού, ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 2003.
H Λευκάδα του Wilhelm Dörpfeld 1891-1913, εκδ. Fagotto books, Β΄ έκδοση αναθεωρημένη, Αθήνα.
Cartwright Joseph, Views of the Seven Islands, R. Havell, 1821. 
Κοντομίχης Τάσος, Τα τοπωνύμια της Λευκάδας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2000.
Κουνιάκης, Παναγιώτης, Η νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς…, 1928.
Λαμπρινού Μαρία, «Η Λευκάδα μέσα από τα ερανίσματα των ενετικών πηγών και αποτίμηση της σημερινής κατάστασης», Πρακτικά Συνεδρίου, Νήρικος-Λευκάς-Κάστρο. Η μακροβιότερη πρωτεύουσα της Λευκάδας, επιμ. Χαράς Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδος, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Αύγουστος 2010, Λευκάδα 2016.
Λάμπρος Σπυρίδων, Ιστορία της Ελλάδος…, τ. Β΄, εκδ. Καρόλου Μπεκ, Αθήνα 1888.
Leake William Martin, Travels in Northern Greece, vol. 3, J. Rodwell, London 1835. 
Μαχαιράς, Κωνσταντίνος, Η νήσος Λευκάς κατά την αρχαιότητα, Αθήνα 1962.
Dodwell Edward, Alcuni bassirilievi della Grecia descritti e pubblicati in otto tavole…, Ferdinando Mori e Stefano Piale, Ρώμη 1812.
Ντούζουγλη, Αγγέλικα, «Παρατηρήσεις στα νεκροταφεία της αρχαίας Λευκάδας», Πρακτικά Δ΄ Συμποσίου, Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας, Αρχαία Λευκάδα-Νήρικος, Κάστρο Αγίας Μαύρας, Αμαξική, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Λευκάδα 6-8 Αυγούστου 1999, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2001.
Papadopoylo-Vreto Andrea, Su le tre cittá conosciute anticamente sotto il nome di Leucade :Ricerche storico-critiche, Tipografia di Alvisopoli, Venezia 1830.
Partsch Joseph, Η νήσος Λευκάδα – Γεωγραφική μονογραφία, εκδόσεις fagotto books, Αθήνα 2010.
Petrizzopulo, Demetrio, Saggio storico sulle prime eta dell’isola di Leucadia nell’ Ionio, Nella Stamperia Piatti, Firenze 1814.
— Seguito delle Medaglie Leucadie, Seminario, Padova 1815.
Πλιάκου Γεωργία, Η αρχαία πόλη Λευκάς: το άστυ και η ευρύτερη περιοχή του, Πρακτικά Δ΄ Συμποσίου, Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας, Αρχαία Λευκάδα-Νήρικος, Κάστρο Αγίας Μαύρας, Αμαξική, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Λευκάδα 6-8 Αυγούστου 1999, Αθήνα 2001.
Ο «Προς Αρχαιολογίαν έρως» των Λευκαδίων ιστορικών, Πρακτικά του Συνεδρίου Η Λευκάδα και οι ιστορικοί της 19ος-20ος αι., Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Λευκάδα 5-7 Αυγούστου 2008, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2009.
Pouqueville François, Voyage de la Grèce, Firmin Didot, Παρίσι 1835.
Ροντογιάννης Πάνος Γ., Ιστορία της νήσου Λευκάδος, τ. Α΄, Αθήνα 1980.
— Ιστορία της νήσου Λευκάδος, τ. B΄, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 1982.
— «Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας», Αθήνα 1988, Επετηρίς. τόμος Ζ΄, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα, 1988.
— Η εκπαίδευση στη Λευκάδα 1613-1950, Αθήνα 1994.Σκλαβενίτης Ε. Τριαντάφυλλος, Ιωάννης Ν. Σταματέλος (1822-1881). Ο λόγιος και ο Δάσκαλος, τα δημοσιευμένα, τα κατάλοιπα, τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του, Πρακτικά ΙΑ΄ Συμποσίου, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Λευκάδα, 17-19 Αυγούστου 2006, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα, 2007.
— «Λογοτεχνία και λογοτέχνες της Λευκάδας, 19ος-20ός αιώνας. Γενική σκιαγραφία», πρακτικά ΚΒ΄ Συμποσίου, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Λευκάδα 9-10 Αυγούστου 2017, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2018.
Salvator Ludwig, Anmerkungen über Levkas, Heinrich Mercy Sohn, Πράγα 1908.
Στάικου Βίβιαν, «Νεώτερες ανασκαφικές έρευνες στα νεκροταφεία της αρχαίας Λευκάδας», Πρακτικά Συνεδρίου, Νήρικος-Λευκάς-Κάστρο. Η μακροβιότερη πρωτεύουσα της Λευκάδας, επιμ. Χαράς Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδος, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Αύγουστος 2010, Λευκάδα 2016.
Σταματάκης Π., «Έκθεσις περί των εν Βοιωτία έργων εν έτη 1882», http://ir.lib.uth.gr/bitstream/handle/11615/6942/article.pdf?sequence=1&isAllowed=y.
Σταματέλος Ιωάννης, Το σύνολο της εργογραφίας του που αφορά την αρχαία Λευκάδα. Αναλυτικά βλ. παραπάνω στο Σκλαβενίτης Ε. Τριαντάφυλλος, Ιωάννης Ν. Σταματέλος… Δημοσιεύματα: 10, 11, 15, 16, 17, 30, 36, Κατάλοιπα 5, 9.
Σταυροπούλου-Γάτση Μαρία, «Νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα του Νομού Λευκάδας. Συμβολή στην ιστορία και στην τοπογραφία της περιοχής», Θ΄ Πανιόνιο Συνέδριο, Παξοί, 26-30 Μαΐου 2010, Πρακτικά, τόμος Β΄ / επιμέλεια Αλίκη Δ. Νικηφόρου, Εταιρεία Παξινών Μελετών, Αθήνα 2014.
Fiedler Manuel, Hermans Μarcus Heinrich, «Η Ελληνιστική Γέφυρα της Λευκάδας (Ακαρνανίας). Η μεγαλύτερη σε μήκος πέτρινη γέφυρα της αρχαίας Ελλάδας», Πρακτικά Συνεδρίου, Νήρικος-Λευκάς-Κάστρο. Η μακροβιότερη πρωτεύουσα της Λευκάδας, επιμ. Χαράς Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδος, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Αύγουστος 2010, Λευκάδα 2016.
Τσερές Δημήτρης, «Δάσκαλοι Προκαταρτικού Σχολείου Λευκάδος 1806-1825, Καθηγητές Γυμνασίου Λευκάδος 1829-1960…», Αφιέρωμα στο Γυμνάσιο Λευκάδος, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2002.
— Η μέση εκπαίδευση στη Λευκάδα 1829-1929, Ινστιτούτο Νεοελληνικών ερευνών Ε.Ι.Ε., Αθήνα 2006.
— «Ο μώλος των Κορινθίων», aromalefkadas, 28/9/2017.
— «Η αρχαία γέφυρα της Λευκάδας η μεγαλύτερη του αρχαίου κόσμου ένωνε τη Λευκάδα με την Ακαρνανία», aromalefkadas, 4/7/2018, 20/11/2018.
Φραγκούλης Ε. Βασίλειος, Λευκάς η ομηρική Ιθάκη [Η θεωρία του W. Dörpfeld], απόδοση του έργου «ALT ITHACA» και σχόλια, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 1973.
«Αι αρχαιότητες της Λευκάδος», εφ. Σκριπ, φ. 2306, 16/01/1902.
«Τα αρχαία της Λευκάδος», εφ. Σκριπ, φ. 2310, 20/01/1902.
«Αι αρχαιότητες της Λευκάδος [ενεπίγραφες στήλες]», εφ. Ακρόπολις, φ. 7146, 20/01/1902, Ψηφιοθήκη ΑΠΘ,Ψηφιακές Συλλογές. Ψηφιοθήκη ΑΠΘ.
«Ανακάλυψις αρχαίου αγάλματος εις την Λευκάδα», εφ. Το Άστυ, φ. 4271, 1/10/1902, Ψηφιοθήκη ΑΠΘ.
«Αι αρχαιότητες της Λευκάδος [άγαλμα λέοντος]», εφ. Ακρόπολις, φ. 7146, 20/10/1902, Ψηφιοθήκη ΑΠΘ.
«Αι αρχαιότητες της Λευκάδος [τάφος]», εφ. Ακρόπολις, φ. 7705, 14/8/1903, Ψηφιοθήκη ΑΠΘ.
«Αι εν Λευκάδι ανασκαφαί», εφ. Το Άστυ, φ. 4560, 22/7/1903, Ψηφιοθήκη ΑΠΘ.
«Γεωγραφική απεικόνιση τοπωνυμίων Κοινότητας Κατούνας», 9 Μαΐου 2020, στο koinotitakatounas.gr.

Προηγουμενο αρθρο
Βίντεο από την Β' συνεδρία του επιστημονικού συνεδρίου: Πτυχές & εκφράσεις της τοπικότητας στην Επανάσταση του 1821
Επομενο αρθρο
Κακοκαιρία «Αθηνά»: Σαρωτικό το πέρασμά της από τη χώρα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.