HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΣαν σήμερα το 1980 έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Στρατής Τσίρκας

Σαν σήμερα το 1980 έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Στρατής Τσίρκας

Επιμελεια:  Ειρήνη Περδικάρη

Σαν σήμερα το 1980 έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Στρατής Τσίρκας.
Ποίηση
Φελλάχοι. Αλεξάντρεια, 1937.
Το Λυρικό Ταξίδι. Αλεξάντρεια, 1938.
Προτελευταίος Αποχαιρετισμός και το Ισπανικό Ορατόριο. Ορίζοντες, Αλεξάνδρεια 1946.
Διηγήματα
Αλλόκοτοι άνθρωποι και άλλα διηγήματα. Ορίζοντες, Αλεξάνδρεια 1944.
Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός. Ορίζοντες, Αλεξάνδρεια 1947.
Ο ύπνος του θεριστή και άλλα διηγήματα. Τυπογραφείο Τ. Μπαρμπαγιεννέρη, Αλεξάνδρεια 1954.
Νουρεντίν Μπόμπα και άλλα διηγήματα. Κέδρος, Αθήνα 1957.
Στον κάβο κι άλλα διηγήματα. Κέδρος, Αθήνα 1966.
Μυθιστορήματα
Ακυβέρνητες Πολιτείες – Η Λέσχη. Κέδρος, Αθήνα 1961.
Ακυβέρνητες Πολιτείες – Αριάγνη. Κέδρος, Αθήνα 1962.
Ακυβέρνητες Πολιτείες – Η Νυχτερίδα. Κέδρος, Αθήνα 1965.
Η Χαμένη Άνοιξη. Κέδρος, Αθήνα 1976.

Οι ακυβέρνητες πολιτείες και η χαμένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα.

Η χαμένη άνοιξη (1976)

Ο μόνος τρόπος για ν’ αποφύγει ο λαός ένα νέο εμφύλιο, ήταν ν’ ακουστεί σ’ Ανατολή και Δύση, στεντόρεια η διαμαρτυρία του. Μια διεφθαρμένη, βασικά ξενόδουλη, άρχουσα κάστα βίαζε ξετσίπωτα την εκφρασμένη θέλησή του να κυβερνηθεί επιτέλους δημοκρατικά, πάσχιζε μ’ όλους τους σκοτεινούς μηχανισμούς της να κρατήσει αυτόν τον τόπο εκατό χρόνια πίσω, στον απολυταρχισμό και την ξενοκρατία του Όθωνα. Να φωνάξουμε τόσο δυνατά, που να τρίξουν τα θεμέλια του πύργου απ’ όπου μας φοβέριζαν σφετεριστές και δυνάστες.

Από νωρίς το απόγεμα πήγα και κόλλησα τη ράχη μου στον ανατολικό τοίχο του «Μεγάλη Βρετανία». Το πλήθος είχε καταλάβει όλο το πεζοδρόμιο, αντίκρυ δεξιά μας η Βουλή – άρχιζε η πολιορκία της. Φώναζα κι εγώ με τους άλλους, ώσπου έγδαρα το λαρύγγι μου: «Κάτω οι προδότες. Κάτω οι δούλοι της Αυλής. Ένας είναι ο αρχηγός, ο κυρίαρχος Λαός». Αγόρια και κορίτσια έφταναν ομάδες –ομάδες, ξεχώριζαν μερικά πανώ των Λαμπράκηδων∙ παίρναν θέση στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν και στ’ αντικρινό, η πολιορκία της Βουλής γινόταν πιο στενή. Με το σούρουπο άρχισαν να φτάνουν οι εργαζόμενοι: υπάλληλοι καταστημάτων, εργάτες κι εργάτριες από τις βιομηχανίες γύρω στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η πλατεία Συντάγματος γέμισε κι οι φωνές, σαν άγρια καταιγίδα, τάραζαν το πλήθος κύμα στο κύμα. Ο τόνος έγινε πιο τραχύς: «Μητσοτάκη, κάθαρμα». Η αστυνομία του ναυάρχου Τούμπα, του νέου αποστάτη υπουργού Δημοσίας Τάξεως, προσπαθούσε ν’ αναχαιτίσει το πλήθος σχηματίζοντας αλυσίδα με τα χέρια. Ύστερα ήρθαν, φαίνεται, άλλες διαταγές, κι άρχισε η επίθεση με τα κλομπς για να διαλυθούμε. Τότε ανέβηκαν ως τον ουρανό οι κατάρες κι οι βρισιές. Τα ρόπαλα κατεβαίναν κατακέφαλα, στριγκλιές γυναικών, είχε νυχτώσει πια, κάμποσοι γεροδεμένοι διαδηλωτές, εργάτες, οικοδόμοι, αθλητές, σπουδαστές θέλησαν να περάσουν στην αντεπίθεση, τους συγκράτησαν οι πιο ψύχραιμοι, κι άρχισε η υποχώρηση. Ο Τούμπας είχε κρύψει τις κλούβες του σ’ όλες τις παρόδους. Κι ενώ συνεχιζόταν το κυνηγητό κι οι συγκρούσεις στην πλατεία Συντάγματος, εγώ βρέθηκα τρέχοντας, σπρωγμένος από το πλήθος, στην οδό Βουκουρεστίου. Πέρα, στο αντικρινό πεζοδρόμιο, ύστερα από το «Μπραζίλιαν» είδα το κεφάλι της Φλώρας, έπειτα την είδα ολόκληρη, έτρεχε κι αυτή, μονάχη της μέσα στο πλήθος, δε φαινόταν να τη συνοδεύει κανένας από τους φίλους της. Έτρεξα να τη συναντήσω, μα για να διασχίσω το κατάστρωμα μου πήρε μερικές στιγμές, ώσπου να φτάσω στο πεζοδρόμιο της Σταδίου, εκείνη είχε χαθεί στη στοά του άλλου «Μπραζίλιαν», που βγάζει στην οδό Καραγεώργη της Σερβίας, ποτέ μην μπαίνεις σε στοά όταν σε κυνηγούν, στην άλλη άκρη σε περιμένει το μπλόκο. Παλιά μαθήματα, της Κατοχής. Σταμάτησα και την άφησα να χαθεί. Γύρισα με τα πόδια∙ τα λεωφορεία ήταν φίσκα κι ήθελα να βλέπω τον κόσμο, το κυνηγητό και τους αιφνιδιασμούς της αστυνομίας, ν’ ακούω τα συνθήματα και τις κατάρες. Από την πλατεία Ρηγίλλης και πέρα ο κόσμος αραίωσε. Με πονούσε και το λαρύγγι μου από τις φωνές. Σπίτι, έκανα μια γαργάρα με νερό κι αλάτι∙ χειρότερα. Τότε πήρα δυο αυγά φρέσκα, τα έσπασα σ’ ένα φλιτζάνι, κράτησα τον κρόκο τους, έριξα μέσα πολλή ζάχαρη και τα χτύπησα. Αυτό ήταν και το δείπνο μου. Άδικα περίμενα ν’ ακούσω τη Ματθίλδη να γυρίζει, θα την έπιανα στην κουβέντα, να μάθω τις εντυπώσεις της. Δε σκέφτηκα να βάλω το ραδιόφωνο, για ν’ ακούσω πώς θα παρουσίαζαν τα πράγματα οι Αποστάτες. Λες κι είχα ξεχάσει την παρουσία του. Βαρέθηκα να περιμένω, τα μάτια μου είχαν γλαρώσει από τη νύστα, γδύθηκα, έπεσα στο κρεβάτι και τον πήρα μονορούφι. Μ’ αποκοίμισε η ανάμνηση μιας μυριόστομης κραυγής: «Κάτω οι δούλοι της Αυλής».

Στρατή Τσίρκα, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η Νυχτερίδα  (1965)

Μα το χλωρό παράδεισο των παιδικών ερώτων, τον ξαναφέρνουν άραγε παράπονα και δάκρια;

Κι ύστερα; Μηδέν. Εκεί σταμάτησε η προσπάθεια, η μόνη, να μεταφράσεις κάτι που νόμιζες, που νομίζεις ακόμα, πως αντιλαλεί με τ’ αναφιλητά μιας χαμένης αθωότητας. Τί σε σταμάτησε; Η γεύση του μάταιου; Ήταν στυφό να ξαναζείς με το μυαλό αυτό που δε γινόταν πια να νιώσεις με τα δάχτυλα. Ένα σπουργίτι, ζεστό μέσα στην ιδρωμένη παλάμη και λίγο τρεμουλιάρικο, βαθιά κάτω από τη μαύρη φανέλλα της παράδοξης μεταμφίεσης. Τα νυχτοπούλια κράζαν αθέατα πότε δω πότε εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Η καρδιά της, το άγριο ποδοβολητό, το κυνηγητό, που την παράδοσε ξεπνοϊσμένη μέσα στο σκοτάδι, ν’ αντιστέκεται, να σε τραβάει πάνω της κι αμέσως να σε σπρώχνει πίσω. Κι εσύ, παιδί, αδέξιος. Κι εκείνη να τινάζεται, να ξεσπάει σε κάθε κρωξιά.

Και τώρα τί· με την πέννα στο χέρι μέσα στο έρημο σπίτι σου· τί σκαλίζεις, τί σκάβεις, πού γυρεύεις να βγεις; Όλα εδώ, είπες· εδώ πληρώνονται. Σάματις αυτός ο έσχατος εξευτελισμός του Τόνη να σε παρηγορεί γιατί πολύ πόνεσες, γιατί πολύ τον ζήλεψες. Και είναι δίκαιο να ρωτιέσαι τώρα ποιος έφταιξε, ποια μοίρα, ποια σύμπτωση, ή μήπως η ανατροφή; Και πώς ο Τόνης, που ξεκίνησε με τόσα προσόντα, να καταντήσει αυτού, ποιος φταίει, αν έφταιξε κανείς. Και τούτο: Ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους δυο σας τέλος πάντων; Τί να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, τις πίπες, τους πίνακες, τους δίσκους; Την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια, το χαίρει βαθυτάτης εκτιμήσεως παρά τη αλεξανδρινή κοινωνία; Για κείνον ξημεροβραδιαζόταν κουλουριασμένη μέσα στα φύλλα, για κείνον ξέσκιζε τα μάγουλά της μέσ’ στο μεγάλο φως του καλοκαιριού, για κείνον εσακάτεψε τα ωραία της νιάτα. Αυτά, όσο και να μην τους έδοσε ποτέ του μιας δεκάρας σημασία, κανείς δεν του τα παίρνει, για κείνον έγιναν. Πάνε πόσο, τρία χρόνια που τον είδες την τελευταία φορά; Πότε τορπίλισε ο Μουσολίνι την «Έλλη»; Ξέρεις, του είπες, φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε πού κάθεται η Τάδε. Α, ρε φιλόσοφε, σου κάνει, ακόμα το θυμάσαι κείνο το μαυροτσούκαλο;

Κι ήταν ωραίος, άλλοτε. Σαν ημίθεος μοιάζει εκείνο τ’ αξέχαστο καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την Καταστροφή. Ο ήλιος του απογέματος χρυσώνει τα μαλλιά του και το χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι. Τα πόδια του ώς απάνω στα μεριά ψημένα μαύρα από τους ήλιους και τη θάλασσα. Μπλε κοντομάνικο πουκάμισο, χακί παντελονάκι σπορ, ζώνη προσκοπική, και σάνταλα. Σου χαμογελάει, σίγουρος πως δεν είσουν άξιος να βρεις μια θέση παρά στην άκρη του τελευταίου βαγονιού. Κι ύστερα σηκώνει το χέρι και σου φωνάζει: Παράσχο! Κι εσύ ξεχνάς τί σχεδίαζες τέσσερις ώρες μόνος μέσα στο τραίνο και ξεφωνίζεις: Τόνη, Τόνη, εδώ! Πολύ τον αγαπάς, δεν κρύβεται. Πρώτος σου ξάδερφος, είσαστε σχεδόν συνομίληκοι, σε περνά κανένα χρόνο, εκείνο το καλοκαίρι έκλεινες τα δεκατέσσερα.

Προηγουμενο αρθρο
Βγήκε ο στρατός στις γειτονιές της Αττικής για τον αποχιονισμό -Άφαντοι δήμαρχοι και αρμόδιοι [εικόνες & βίντεο]
Επομενο αρθρο
Κάποιοι φαντάζονται ότι θα κινούνται στους ποδηλατόδρομους χωρίς να πέφτουν σε κάδους ή σε αυτοκίνητα...

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.