HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΑνδρέας Εμπειρίκος: Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου

Ανδρέας Εμπειρίκος: Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου

«΄Εχουμε την πάσα ευκολία να πλησιάζουμε τα φονικά, δεν έχουμε όμως καμιά για τα τριαντάφυλλα» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης αναφερόμενος στον φίλο του Ανδρέα Εμπειρίκο και είναι αλήθεια πως όσο ζούσε το πρωτοποριακό του πνεύμα όπως και ο ελληνικός υπερρεαλισμός συνολικά αντιμετωπίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα με σκληρή κριτική που έφτανε συχνά στα όρια του χλευασμού . Αυτή είναι η μοίρα όσων προηγούνται της εποχής τους.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Οδυσσέας Ελύτης δέθηκαν με μια φιλία δυνατή, βαθιά και ακέραια που κράτησε μέχρι τον θάνατο του πρώτου. Και μέσα από αυτή τη φιλία θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τον άνθρωπο Ανδρέα Εμπειρίκο που κρύβεται πίσω από τον ποιητή και το έργο του.

Οδυσσέας Ελύτης και Ανδρέας Εμπειρίκος
Οδυσσέας Ελύτης και Ανδρέας Εμπειρίκος

«Ήταν γραφτό» γράφει ο Ελύτης «ήταν φυσικό μάλλον, να γίνουμε φίλοι. Φίλοι, με μια φιλία που, μολονότι διήνυσε, όπως θα έλεγε ο Κάλβος, «το τέταρτον του αιώνος», δεν κινδύνεψε ποτέ από τίποτε ούτε για μια στιγμή». Την πρώτη γέφυρα την είχε ρίξει ο Υπερρεαλισμός. Είναι όμως αμφίβολο αν θα άντεχε μόνη της αυτή στα βαριά οχήματα που έμελλε να την περάσουν αργότερα, κι από τις δύο μεριές, αν μια θαυμαστή ταυτότητα στις ιδιοσυγκρασίες μας δε βοηθούσε να συντονίζονται οι δονήσεις και ν’ αντέχουν τα σιδηρά ελάσματα στους κλυδωνισμούς.

Ο μικρός Ανδρέας γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας στις 2 Σεπτεμβρίου του 1901. Ο πατέρας του Λεωνίδας, ο πιο δαιμόνιος από τους απογόνους των παλιών «Μπιρίκων» της Άνδρου, προοδευτικός ως το σημείο να θέσει αργότερα τον μεγάλο στόλο που είχε δημιουργήσει στη διάθεση του επαναστάτη Ελευθερίου Βενιζέλου, διατηρούσε τα εφοπλιστικά του γραφεία στη Σύρο. Εκεί έφερε πρώτα τη γυναίκα του Στεφανία, κόρη ατόφιας Ρωσίδας, και τα παιδιά που απόκτησε μαζί της μετά τον Ανδρέα (Μαράκη, Δημοσθένη και Κίμωνα), ως το 1909, οπόταν αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Αθήνα.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος σε φωτογραφία της περιόδου 1925-1927
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος σε φωτογραφία της περιόδου 1925-1927

Οι δεσμοί ωστόσο της οικογένειας με τη Ρωσία δεν κόπηκαν. Τα καλοκαίρια τακτικά ταξιδεύουν όλοι στην Κριμαία και μένουν κοντά στους θείους του Αντρέα, Πέτρο και Δημήτρη, που διαθέτανε μεγάλα κτήματα στην περιοχή, συγκεκριμένα στο χωριό Τσόργκουν.

Ο παράδεισος των παιδικών χρόνων του ποιητή γεμίζει από μικρούς Ρώσους και Τατάρους, που παίζουν μισόγυμνοι στην ακροποταμιά ή κυνηγιούνται στα μεγάλα βαθύσκια δάση. Πρόκειται για σκηνές που θα επανέλθουν επανειλημμένα στα γραφτά ή τις κουβέντες του, όπως και οι άλλες που του εντυπώθηκαν από τις κοντινές πολιτείες, την Οδησσό και τη Σεβαστούπολη[…]

15

Εάν υπολογίσει κανείς ότι και αργότερα, λίγο μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών, για μια ολόκληρη δεκαετία (από το 1921 ως το 1931) ζει και κινείται ανάμεσα στο Λονδίνο, τη Λωζάννη, το Παρίσι και το Cap-Estel θα καταλάβει πώς ένα τόσο μεγάλο άνοιγμα του διαβήτη επέτρεψε να περάσουν – έστω και από αντίδραση κάποτε – μορφές ιδεολόγων και ανατροπέων που ασκήσανε αδιαφιλονίκητη γοητεία επάνω του, όπως ο Μαρξ και ο Έγκελς, ο Πλεχάνωφ και ο Κάουτσκυ, ο Κροπότκιν και ο Μπακούτιν. Και πως με τη βαθμιαία ωρίμανση, έφτασε να εντοπιστεί στην τριάδα Φρόυδ- Τρότσκυ-Μπρετόν, δείχνοντας στην πράξη με την καθημερινή ζωή του και με την ψυχαναλυτική του δραστηριότητα, μια συνέπεια που ήταν μοιραίο να τον φέρει σε σύγκρουση με το οικογενειακό του περιβάλλον από το ένα μέρος και από το άλλο, σε μια αδυναμία να ενταχθεί φυσιολογικά – μετά την επιστροφή του – σε μιαν εξουθενωμένη από τη Μικρασιατική καταστροφή Ελλάδα.

14

” Ο Εμπειρίκος ήταν ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολάκερη και διασκελισμό το Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργια έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια καινούργια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα. Οι φροϋδικές του μελέτες και η ψυχαναλυτική του δράση, που θα μου δινόταν η ευκαιρία να παρακολουθήσω αργότερα, τον είχαν καταστήσει ικανό ν’ ατενίζει καταπρόσωπο τη ζωή, κάτι περισσότερο, ν’ ατενίζει τον πυρήνα της ζωής, που είναι ο Έρωτας, στην πλήρη, στην πέρα από κάθε σύμβαση, ανάπτυξη και κορύφωσή του. Κομμένος στα μέτρα των αποστόλων, και με μόνη γλώσσα τη γλώσσα την ποιητική, αποτελούσε ένα νέο τύπο στα γράμματά μας, μίλια μακριά από το γνωστό μας τύπο των οδυρομένων και των ενοχοβίων.

13
“Εάν επιτυγχάνει κάτι ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ότι απασφαλίζει την πραγματικότητα. Τον αυτοματισμό δεν τον εφαρμόζει τόσο για ν’ αφεθεί στη ροή του ασυνείδητου όσο για να θέσει σε αμφισβήτηση θεμελιακούς νόμους της λειτουργίας μας και – από το άλλο άκρο του Mallarme – να ευρεθεί κάτοχος κειμένων όπου όχι μόνον οι λέξεις και το νοηματικό τους περιεχόμενο αλλά και η σύνταξη τους και η απώτερη σημασία τους να παρουσιάζουν μιαν απόκλιση από τη συμβατική ομιλία. Βάζοντας σε ίση μοίρα λογικά και παράλογα, σημαντικά και ασήμαντα, δημοτικίζοντα και καθαρεύοντα, εξαλείφει τις διακρίσεις που ανέκαθεν στηρίξανε την ελληνοδυτική διανόηση, προκαλώντας το επαναστατικό μας ένστιχτο σε μια διέγερση που σκοπεύει, πέραν από τον τομέα των κοινωνικοπολιτικών μας επιδιώξεων, ν’ αγκαλιάσει, στο σύνολο της ψυχοσωματικής του οντότητας, τον άνθρωπο.”

Και ένας άλλος φίλος του, ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης αναφερόμενος στο Εμπειρίκο θυμάται: «Όταν ήμασταν σπίτι του και μας διάβαζε κανένα κείμενο του, είχαμε την εντύπωση ότι ολόκληρος ο κόσμος ήταν παρών μέσα από τις λέξεις, τις φράσεις του – τόσο εκφραστικά διάβαζε, τόσο έντονα, τόσο παραστατικά, τόσο συγκλονιστικά παλλόταν από συγκίνηση και σημασία ολόκληρος.»

10

Και αλλού «Η στερεότητα και σφριγηλότητα του Εμπειρίκιου ύφους το ποσοστό της θετικότητας που περιέχει μια ενέργεια και δομή που ξεπερνάει τα όρια του ελληνοκεντρισμού κι απλώνει την υποβλητικότητά της στην υφήλιο, πλησιάζει τον τόνο και τον δραστήριο και εικονοβριθή λυρισμό του Απολλιναίρ, με το έντονο συγκινησιακό του στοιχείο, και με ρυθμούς πρωτάκουστους στην ελληνική γλώσσα» έλεγε για τον Εμπειρίκο συνδέοντας το έργο του με εκείνο του Σικελιανού κατατάσσοντας τους στο διονυσιακό τομέα της ποίησης.

Το 1975 στις 3 Αυγούστου ο Ανδρέας Εμπειρίκος πεθαίνει από προχωρημένο καρκίνο του πνεύμονα, αφήνοντας μας σπουδαία έργα ( Υψικάμινος, Ενδοχώρα, Γραπτά ή προσωπική μυθολογία, Οκτάνα, Μέγας Ανατολικός) που τον κατατάσσουν ανάμεσα στους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές.

« Ήτανε δειλινό, καλοκαίρι» γράφει ο Ελύτης «κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έφταναν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν έξω στις πρασιές, γύρω από ένα μεγάλο σιντριβάνι. Να συνεχίζεται η ζωή έτσι, χωρίς να γνοιάζεται κανείς αν την ίδια εκείνη στιγμή μπορούσε να χάνεται μια ύπαρξη πολύτιμη, μου φαινότανε ανυπόφορο. Δεν είχα παρά να συμμαχήσω με την ήττα. Έφυγα για την Αίγινα και δεν ξαναγύρισα παρά για να προστεθώ στη μικρή πομπή που ακολούθησε το φέρετρό του, εκεί, στην Κηφισιά, σ’ ένα μικρό κοιμητήριο γαλήνιο, ήμερο σαν την ψυχή του.

11“Τώρα οι επαναστάσεις όλες είχαν κάνει το δρόμο τους , κι ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν’ αρθρώσει το όνομά του. Η οικουμένη επέστρεφε στην Αττική τον άνθρωπο που της δανείστηκε για μια στιγμή. Δεν ήταν θάνατος αυτός, αλλά ένα φύσημα ελαφρύ, κι ύστερα τα πουλιά και το κελαηδητό τους- μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χανόταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ’ ουρανούς λευκές πέτρες.»

Και σαν επίλογο τα λόγια του Ελύτη:

“Αν εχθρευτήκαμε κάτι στη ζωή μας, αγαπητέ μου Ανδρέα, ήταν η κιτρινίλα, η ξεραΐλα , και πάνω απ’ όλα η σημασία στ’ αξιώματα, όπου οι Νεοέλληνες δίνουμε συνεχώς εξετάσεις και παίρνουμε άριστα. Συλλογίζομαι αυτή τη στιγμή την αμηχανία μερικών καθηγητάδων μπροστά στο έργο σου όχι χωρίς κάποια χαιρεκακία. Επειδή ξέρω πως, βλέποντας τα γραφτά σου – στο βαθμό που μειώνουν απόκλιση από τα καθιερωμένα – με συγκατάβαση, χωρίς να το παίρνουν είδηση τιμωρούνται.”

ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1934-1937)

ΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΡΟΦΑΛΩΝ (απόσπασμα)

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές Σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέκεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπιλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

……..

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κανοκιάλα
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.

Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα

Πηγές: Βικιπαίδεια

Βιβλιογραφία: Εν λευκώ – Οδυσσέας Ελύτης
Ανοιχτά χαρτιά- Οδυσσέας Ελύτης

Προηγουμενο αρθρο
Ο «Αλέξανδρος» Νυδριού στο Γαλατά Μεσολογγίου
Επομενο αρθρο
Αφισορύπανση – άλλη μια χρονιά έξαρσης και ανοχής

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.