HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΣτo σπίτι του ζωγράφου

Στo σπίτι του ζωγράφου

Ήταν ζωηρή και ανυπόμονη η παρέα μας, όταν ξεκινήσαμε για το σπίτι του ζωγράφου. Η Εύα, η Άννα κι εγώ. Εμείς από την Ηλιούπολη, η Εύα από τα Μελίσσια, ραντεβού στο σπίτι του ζωγράφου. Όποια φτάσει πρώτη, θα περιμένει την άλλη. Αυτή ήταν η συμφωνία. Και προπάντων δεν θα υποκύψει καμία στην περιέργεια να μπει μέσα, χωρίς να συντονιστούμε όλες μαζί. Το «ταξίδι» το διάλεξε η Εύα και φυσικά, πριν το ανακοινώσει, έγινε φανατική επιθυμία όλων μας.

45

Οδός Κριεζώτου, αριθμός 3, στην καρδιά της Αθήνας, το πενταώροφο κτίριο- η οικία του ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα (1906-1994). Περίπου μισόν αιώνα έζησε εκεί, από τη δεκαετία του πενήντα, μέχρι τον θάνατό του. Και πριν «φύγει» από τον έγχρωμο κόσμο του, με δωρεά, είχε προσφέρει την κατοικία του στο Μουσείο Μπενάκη, υπό τον όρο να μένει εκεί όσο ζούσε αυτός και η γυναίκα του. Το οικοδόμημα, δείγμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου, χτίστηκε το 1932 από τον αρχιτέκτονα και καθηγητή του Πολυτεχνείου Κωνσταντίνο Κιτσίκη. Όταν ο ζωγράφος αποφάσισε να κατοικήσει εκεί, προσάρμοσε το κτίριο στις δημιουργικές του απαιτήσεις, προσθέτοντας έναν ακόμα όροφο-το καλλιτεχνικό εργαστήρι και το ζεστό εντευκτήριό του παράλληλα.

10

11

Αυτό που βιώνει σήμερα ο τυχερός επισκέπτης, δεν είναι απλώς ένα μουσείο. Ο εμπνευσμένος διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελος Δεληβοριάς, το μετέτρεψε σε μιαν ευτοπική πολιτεία, όπου το συναπάντημα με ανθρώπους, δημιουργήματα, στιγμές και χειρονομίες, υφαίνουν το πιο ευφορικό χρονικό του νεοελληνικού μας πολιτισμού. Και τεκμηριώνουν τη σκέψη ότι ο πολιτισμός μας δεν αναπαύτηκε ράθυμα στο κλασικό και μετακλασικό του παρελθόν. Αλλά μέσα από τις πτυχώσεις εποχών και δημιουργικών συναπαντημάτων, αυτό που θα αποκαλούσαμε διαπολιτισμική, διευρωπαϊκή προπάντων φιλότητα, ο νεοελληνικός πολιτισμός, μπορεί να μην έδωσε τις πρωταρχικές δημιουργικές μήτρες αλλά συντόνισε με τον πιο ευφάνταστο και αισθηματικό τρόπο το νεωτερικό-μοντερνιστικό στοιχείο με την κλασική, τη μετακλασική, τη βυζαντινή και τη λαϊκή μας παράδοση.

12

Άπειρα πρόσωπα -που δεν έχει νόημα να περάσουν σε ιεραρχικές κλίμακες και ποσοτικές αποτιμήσεις-, αποκαλύπτουν, ζωντανά τα ίδια, μέσα στο χώρο, την αφήγηση του πιο συναρπαστικού μέρους της ζωής τους, που την κάνουν ως δια μαγείας ζωή μας. Αυτό που χάνεται στην καθημερινή βιασύνη και αυθάδεια των μικρών αιτημάτων της ζωής όλων μας. Και που αναπηδάει, ολοζώντανος και σφριγηλός καρπός, εγκιβωτισμένος βέβαια και σταθερά, στη μόνιμη κατοικία του. Εδώ, καταλαβαίνει κανένας ότι το πιο αληθινό κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι η σκέψη του ανθρώπου, η ψυχή του, αυτή η άυλη πνοή που μεταποιείται σε έργο προορισμένο να πράξει το καλό για τον άνθρωπο. Για όλη την ανθρωπότητα. Και τότε καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο, πόσο επίμοχθο είναι το καλό σαν ιδέα, σαν πράξη! Αλλά πόσο λυτρωτικό και μοιρασμένο, από τη «θυσία» του ενός στην εμπειρία της κοινής περιουσίας! Κι ότι από τις αισθήσεις η πιο ζωντανή, η πιο μακρόβια είναι η ταπεινή αφή, το αόρατο αποτύπωμα που μένει, στοιχειώδης ύλη ζωής πάνω στην ψυχή των πραγμάτων.

15

Εκείνη τη μέρα έκλεισε ο δρόμος, ξεχάστηκαν οι φίλοι, οι γνώριμοι, ο καφές στη Βουκουρεστίου, οι υποχρεώσεις, η λίστα με τις εκκρεμότητες του ταξιδιού. Η πόλη άδειασε από το παρόν της για πάνω από τρεις ώρες, για να ενδυθεί ένα εξημερωμένο, πραϋμένο από τη χαμηλότονη ευγένειά του «παρόν», σε μια μυσταγωγική αλλά και φιλική «κοινωνία», όρθιων προσκυνητών-ναι για πάνω από τρεις ώρες στεκόμαστε όρθιες, όπως στην εκκλησία, και περιφερόμαστε στους ορόφους, στις προθήκες, στους τοίχους, στις γραφές και στα κατάλοιπα: όπου ο Κοσμάς Πολίτης και ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Στρατής Μυριβήλης και ο Γιάννης Ρίτσος, η Διδώ Σωτηρίου και ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Μάνος Χατζηδάκης, ο Μιχάλης Τόμπρος και η Nelly’s, η Κατίνα Παξινού και ο Χρήστος Καπράλος, η Ραλλού Μάνου και ο Κώστας Μπαλάφας… άμετροι ωραίοι ήρωες του πολιτισμού μας, της ζωής μας ολόκληρης και της φανερής και μυστικής μας παιδείας, στον όποιο βαθμό συνείδησης ο καθένας και η καθεμιά μας.

16

Kι ανάμεσά τους με την ίδια ένζωη υπόσταση, προσωποποιημένα αντικείμενα, κειμήλια κληρονομιάς του πάθους της ζωής, του πάθους της ψυχής των κτητόρων τους: τα δύο Νόμπελ της Ελλάδας, Σεφέρη και Ελύτη, του Ρίτσου το βραβείο Λένιν, ο μπερές της Διδώς Σωτηρίου, το τραγικά ξέπνοο περίστροφο τύπου Bayard 9mm, που με τη σφαίρα του μετώκησε για πάντα ο Κώστας Καρυωτάκης. Και η ιδιόχειρη επιστολή της αυτοχειρίας του. Κι άλλες προθήκες κι άλλα ενθυμήματα-δείγματα της ζωής όταν γίνεται μόνιμα παρόν. Ο ζωηρός, ως λαϊκός ήρωας, Γιάννης Σκαρίμπας. Βγάζω το μπλοκάκι μου και κρατάω σε σημείωση τον ηχηρό επίλογο επιστολής του προς τον κριτικό Αλέξανδρο Αργυρίου: «Μ’ένα συλλαλητήριο φιλιών μου…» Συνεχίζω σε σημείωση, τρέχω στη δίπλα αίθουσα το μοιράζομαι με την Άννα, με την Εύα: το ομιλούν σύνθεμα μιας άλλης γλωσσικής και ψυχικής αύρας: «Θαλασσοπλοώ ευδαιμονέστατος μέσα στην ομηρομάθειά σου…» έτσι γράφει στις 16 Μαρτίου 1972 ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στον μεγάλο ομηριστή Ιωάννη Κακριδή.

17

«Ανηφορίζουμε» πάνω στις τρεις ώρες εξαντλητικής περιήγησης, στον τέταρτο και πέμπτο όροφο. Επισκέπτες στην κατοικία του ζωγράφου. Απομνημειωμένη διάρκεια-τα πράγματα γνέφουν στα περιγράμματα των ανθρώπων. Έπιπλα απλωμένα στη φιλόξενη χειρονομία των κτητόρων, το τζάκι, η μεγάλη τραπεζαρία και η σάλα, το ξύλινο γραφείο, έργα ζωγραφικής του οικοδεσπότη, μπουκαλάκια αρωμάτων άπειρα, γλυπτά και περίεργες μάσκες και ενθυμήματα σινοϊαπωνικής και αφρικάνικης τέχνης που κουβαλούσε από ταξίδια του στον κόσμο, πορτρέτα οικογενειακά, το ξίφος του πατέρα του, Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου, αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού.

18

Εκεί, στον πέμπτο όροφο, μας δεξιώνεται ο ίδιος ο ζωγράφος-στην άρρητη κόχη της προσωπικής του διανοητικής και καλλιτεχνικής παρακαταθήκης. Το τεράστιο ψηλοτάβανο ατελιέ, με τις κομψές γωνίτσες, να σταματά τη δουλειά ο ζωγράφος και να συνομιλεί με φίλους εκλεκτούς και να μοιράζεται μαζί τους ιστορίες και χρώματα. Καθόμαστε στο κομψό καναπεδάκι. Απέναντί μας μια πρόσθετη πολίτσα με τις μπογιές, τα ταλαιπωρημένα από την αγωνία ή την ευφρόσυνη διάθεση του δημιουργού πινέλα (τι μνημείο χαράς το «Γλέντι στην ακρογιαλιά»!), τα καβαλέτα και τα υπόλοιπα σύνεργα της τέχνης του. Κρατάμε την ανάσα μας ν’ακούσουμε τη μία από τις θαυμαστές για τον πολιτισμό μας ιστορίες του.

21

Το πώς η γνωριμία του με τον Λε Κορμπυζιέ καθόρισε τη σύνταξη της Χάρτας των Αθηνών. Μια μέρα ο Λε Κοπμπυζιέ μου εξομολογήθηκε ότι θα πήγαινε στη Μόσχα για να δημιουργήσει τον Χάρτη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής…Και τότε, όλως αυθόρμητα του είπα: Τι θα κάνετε στη Μάσχα, ελάτε στην Ελλάδα, τη χώρα που γέννησε την αρχιτεκτονική και τις άλλες τέχνες… Θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί και θα σας ξεναγήσω… Και τότε, άλλαξαν το πρόγραμμα και βρέθηκαν στην Ελλάδα. Στο πλοίο που τους μετέφερε από τη Μασσαλία στον Πειραιά, συνέταξαν τη Χάρτα της αρχιτεκτονικής. Ήταν μέσα στο πλοίο, το Patrice II, οι αρχιτέκτονες Μπαντοβιτσί, Λυρσά, ο αδελφός του Λε Κορμπυζιέ, ο Ζανερέ, που ήταν μουσικός, ένας ξάδερφός του αρχιτέκτονας και ο ζωγράφος Φερνάν Λεζέ, που όταν έπιανε τρικυμία και το καράβι ανεβοκατέβαινε στο κύμα, ξάπλωνε στο πάτωμα, κοκκίνιζε από φόβο και θυμό και έβριζε…Το ταξίδι στην Ελλάδα τους έδωσε πολλά. Ο Λε Κορμπυζιέ μάλιστα, θαύμασε την αρχιτεκτονική των αιγαιοπελαγίτικων νησιών μας και μιμήθηκε την αρχιτεκτονική της Σαντορίνης στην κατασκευή του δικού του σπιτιού στο Παρίσι…»

22

Έξω μαίνεται η μέρα. Ήταν πρωί σχεδόν και είναι μεσημέρι. Αυτοκίνητα, κορναρίσματα, άνθρωποι, βιτρίνες σιωπηλές λόγω κρίσης, επαίτες, άστεγοι ξαπλωμένοι μέρα-νύχτα και έξω από τράπεζες!-ποιος τους υπολογίζει πια στους ανθρώπους-, σταθμοί λεωφορείων, τρόλεϊ, το μετρό προς πάσαν κατεύθυνσιν η τρέλα της ζωής…Έτσι, χωρίς νόημα, ή με λάθος νόημα ή μοιραίο νόημα-όπως κάθε εποχή, κάθε ιστορία ανθρώπων.

23

Υπάρχει ένα κενό επικοινωνίας. Ανάμεσα σε μας και στο δρόμο. Κρατάει πολύ. Πέρασαν μέρες από την επίσκεψη στο σπίτι του ζωγράφου. Σ’αυτό το λουτρό ομορφιάς και αισιοδοξίας. Τα μέσα γράφουν και μιλούν μόνο για την ασχήμια. Ποιο είναι το επάγγελμά σας, κύριοι; Είμαστε στην υπηρεσία της ασχήμιας. Κι όμως ο Browning, ένας ίσως εξόριστος από τη γη μας ποιητής, επιμένει:

Just when we’re safest, there’s a sunset-touch,
A fancy from a flower-bell, some one’s death.
A chorus-ending from Euripides.

( Aκριβώς όταν ασφαλέστατοι νιώθουμε, υπάρχει μιας δύσης το άγγιγμα,
Ενός κάλυκα λουλουδιού η γοητεία, κάποιου ο θάνατος,
Το τέλος ενός χορικού του Ευριπίδη).
Υπάρχει-τέλος-το σπίτι του ζωγράφου!

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Διδάκτωρ Φιλολογίας
Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας

Προηγουμενο αρθρο
Ζητούν να εφαρμοστεί και στο Δήμο Ακτίου Βόνιτσας η ποσόστωση για τις πανελλήνιες
Επομενο αρθρο
«Πέταξε μύτη και μάγουλο» η αμμόγλωσσα;

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.