HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ γειτονιά των καλλιτεχνών

Η γειτονιά των καλλιτεχνών

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Λευκάδα… Σάββατο μεσημέρι,  Αύγουστος  μήνας  κατακαλόκαιρο, έσκαγε ο τζίτζικας από την ζέστη. Στο καμπαναριό του αγίου Νικολάου  η καμπάνα του ρολογιού   χτυπούσε   δώδεκα το μεσημέρι. Στον πεζόδρομο  επικρατούσε το αδιαχώρητο από ένα ανθρώπινο  ποτάμι  που ανεβοκατέβαινε την αγορά  χαιρετώντας  γνωστούς και φίλους που ήταν καθισμένοι στα τραπεζάκια των μαγαζιών  με χειραψίες και  φιλοφρονήσεις… καλώς ήρθατε, καθήστε  να σας  κεράσουμε  μια μπύρα… αχ καλέ ποσό ομόρφυνες, πόσο καιρό έχω να σε δω, πόσο χάρηκα ! Άσε εκείνα τα φιλιά, πήγαιναν σύννεφο τα ματς μουτς  τα λαμπερά χαμόγελα  και  οι ευχές για ένα ωραίο καλοκαίρι  στην πατρίδα .

Αυτές  οι εικόνες  ήταν που γοήτευαν  εμένα  και τον φίλο μου τον Μιχάλη  που τα πίναμε όπως συνηθίζαμε  στο Νούφαρο το καφενείο του Σωτήρη του Μπελέλη  καθισμένοι κάτω από τον ίσκιο και την δροσιά  μιας μεγάλης ομπρέλας. Το τσίγκινο   τραπεζάκι  γεμάτο  με μπουκάλια από παγωμένες   μπύρες , ποτήρια, μπουκαλάκια με τσίπουρο να αδειάζουν  στα  ποτήρια κάνοντας τα παγάκια να σκάνε με θόρυβο κι ο Σωτήρης με το γνωστό του καλοσυνάτο  ύφος να μας σερβίρει  πιάτα  γεμάτα καλοκαιρινά μεζεδάκια .

 Έτσι μεταξύ μπύρας  τσίπουρου  και μεζέ είχαμε  την ευκαιρία να θυμηθούμε ιστορίες, προσωπικότητες ,γεγονότα, παλιές γειτονιές, παλιά επαγγέλματα, παλιούς χαρακτήρες και μέσα από την λέξη, θυμάμαι, να ανασύρουμε απ’ τη μνήμη,  πρόσωπα, φάτσες που είχαμε ξεχάσει κι άλλους που ο χρόνος τους αλλοίωσε, παλιούς συμμαθητές και  φίλους  που έλειπαν χρόνια από το νησί. Βρεθήκαμε να κάνουμε ένα ταξίδι στο παρελθόν και  στα παιδικά μας χρόνια  και κάπως έτσι άρχιζαν  ιστορίες ατέλειωτες  με τον Μιχάλη συνοδοιπόρο,  που είχε  πάντα τον πρώτο λόγο κάνοντας τις δικές  του αναλύσεις. Στο τραπέζι μας κάθονταν  και άλλοι φίλοι κάνοντας χάζι τον κόσμο που  βολτάριζε  πάνω κάτω την αγορά προσθέτοντας κι αυτοί τις δικές τους  ιστορίες  απολαμβάνοντας όλοι μαζί τα ποτά μας.

Ντριν ντριν  ντριν ακούστηκε ο μελωδικός  ήχος μιας καμπανέλας ποδηλάτου, ένας περιστρεφόμενος  συνεχόμενος στρογγυλός ήχος που με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου    ψάχνοντας  να βρω από ποιό  στενό ερχόταν. Κάθε φορά που τον άκουγα,  στο μυαλό μου εμφανιζόταν η εικόνα του Μάρκου του φωτογράφου και περίμενα να  τον δω να περνά μπροστά μου οδηγώντας καμαρωτός το μπλε ποδήλατο του με την μικρή ελληνική σημαία να κυματίζει στο τιμόνι που το στόλιζαν δυο καθρέφτες ένας δεξιά και ένας αριστερά και στο διακοσμημένο καλάθι μπροστά στο τιμόνι χρωματιστά ψεύτικα και καμμιά φορά αληθινά λουλούδια γεμάτο με  λαχανικά από την λαϊκή του Σαββάτου.

 

Χτυπούσε πάντα ρυθμικά την καμπανέλα του να μεριάσει ο κόσμος,  με αυτό το ποδήλατο  όργωνε την Λευκάδα ολόκληρη και το οδηγούσε πάντα καμαρωτός με το  τσιγκελωτό  λευκό μουστάκι του, δυο μέτρα άντρας, πάντα ευγενικός με περίσσιο χαμόγελο και μια φωνή ήρεμη πολύ χαμηλή καλημέριζε τον κόσμο, άψογος καλοντυμένος πάντα, και με την γραβάτα ολόισια πάνω στο λευκό του πουκάμισο και με τα χρυσά μανικετόκουμπα και το μέταλλο στο πόδι για να μην ακουμπήσει το μπατζάκι στην αλυσίδα. Με το λευκό του καπέλο, το χρυσό του ρόλοι με μπρασελέ ο κύριος Μάρκος ήταν μια πολύ όμορφη και γνώριμη φιγούρα  σ’ εμένα όταν ήμουν παιδί  και βοηθούσα τα καλοκαίρια στον φούρνο του θείου μου του Τάσου θυμάμαι, τότε που  ο κύριος Μάρκος άραζε το ποδήλατο του έξω από το  μικρό φωτογραφείο  που είχε στην γειτονιά των καλλιτεχνών στο στενό της αγίας Παρασκευής.

Η γειτονιά των καλλιτεχνών, η αγαπημένη μου γειτονιά άρχιζε από το ιερό του αγίου Σπυρίδωνα στην κεντρική πλατεία και τελείωνε  στην άλλη άκρη  του στενού, στην εκκλησία της Παναγίας των Ξένων κοντά στο δημοτικό σχολείο στον  Μαρκά,  μια γειτονιά που έσφυζε από ζωή, είχε πολλά μαγαζιά  αλλά και πολλά επαγγέλματα που πλέον χάθηκαν,  μια  γειτονιά γεμάτη από  φωνές,  γέλια  πειράγματα και που  ήταν  όμως και ο πιο  πολυσύχναστος  δρόμος και τότε εξυπηρετούσε της ανάγκες των αυτοκίνητων  και γενικά των τροχοφόρων που άρχιζαν να κάνουν την εμφάνιση τους στην Λευκάδα.

Εικονίζονται από δεξιά προς αριστερά: ο κουρέας Γεράσιμος Περδικάρης (Στελίτης), πελάτης ο πατέρας Ρεγάντος, Γιώργος Κατσίκης, Θανάσης Σίδερης, Τάκης  ; , Νεοπτόλεμος Κουμουνδούρος...

Ο πρώτος καλλιτέχνης της γειτονιάς ήταν ο Γεράσιμος Περδικάρης (Στελίτης),  κουρέας στο επάγγελμα και   το κουρείο του βρισκόταν  στην αρχή του δρόμου ακριβώς απέναντι από το ιερό του αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν  ψηλός λιγνός ασπρομάλλης με ίσια μαλλιά κι  όταν σε κοιτούσε μέσα από τα γυαλιά του τα  γαλάζια μάτια του  θύμιζαν πονηρό και σοφό γέρο γλάρο.   Περπατούσε ανάλαφρα σα να χόρευε  και τα χέρια του όταν έπαιρναν την  τσατσάρα και το ψαλίδι έμοιαζαν αέρινα, χρησιμοποιούσε τα εργαλεία της δουλειάς του με μαεστρία και συγχρόνως έριχνε κλεφτές ματιές  μέσα από το τζάμι, στην κίνηση της πλατείας, μη τυχόν και του ξεφύγει κάτι…

Όπως δεν ξέφευγε τίποτα και στους αξιότιμους πελάτες του που  καθισμένοι ακούνητοι στην πολυθρόνα έβλεπαν την κίνηση της πλατείας  μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη όσο ο κύριος Γεράσιμος τους περιποιούνταν. Όλη η αφρόκρεμα της εποχής  πελάτες και φίλοι φτωχοί και πλούσιοι, καλλιτέχνες, γιατροί, δικηγόροι, έμποροι, όλοι  λευκαδολάτρεις κι όλα τα νέα του μικρού μας νησιού να ρέουν μέσα στο κουρείο που ξαφνικά γινόταν κάτι σαν το πνευματικό κέντρο της  εποχής. Όπως επίσης το ίδιο συνέβαινε  και στα άλλα κουρεία της πόλης που οι  συζητήσεις για  τα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα εστιάζοντας ειδικά στο φεστιβάλ έδιναν και έπαιρναν, ακόμα ακόμα και αποφάσεις παίρνονταν  αφού οι πιο πολλοί από αυτούς  ήταν σε  θέσεις κλειδιά εκείνη την εποχή .

Στον μικρό κήπο της εκκλησίας του αγίου Σπυρίδωνα  είχε στημένο το  υπαίθριο φωτογραφείο του ένας άλλος καλλιτέχνης  ο μπάρμπα Διαμαντής ο φωτογράφος που ήταν ο πατέρας του κυρίου Μάρκου. Ήσυχος  άνθρωπος, μια  ασκητική μορφή, ασπρομάλλης, ευγενής  με λεπτά χαρακτηριστικά, λιγομίλητος, κάθε μέρα  περίμενε τους πελάτες  εκεί στον κήπο της εκκλησίας τις μέρες που δεν έβρεχε βέβαια.  Ο ίδιος ήταν πιστός στην κλασική φωτογραφία και είχε στημένο τον ξύλινο τρίποδά του απ΄το πρωί μέχρι το μεσημέρι κάθε μέρα όλο το χρόνο με το μαύρο πανί να κρέμεται…

Στον  ασπρισμένο αριστερό  τοίχο της εκκλησίας  που χρησιμοποιούσε για φόντο στις φωτογραφίες του υπήρχαν κρεμασμένα  δυο τρία   ξύλινα  κλουβιά με   ατσάραντους και γαρδέλια που ήταν η συντροφιά του. Καθημερινά τα  φρόντιζε παίρνοντας  από τον φίλο του και γείτονα  τον Γιάννη  Καββαδά  μανάβη της γειτονιάς,  λίγα  τρυφερά φύλλα από αντίδια και τους τα κρεμούσε ανάμεσα στα σύρματα του κλουβιού και τα μικρά πουλάκια  δεν σταματούσαν να κελαηδούν, να κάνουν το μπάνιο τους και να  τρίβουν τις μύτες τους στα κατάλευκα μαλακά  κόκαλα από σουπιές που ήταν στερεωμένα στα κλουβιά δίπλα δίπλα με τις μπλε χάντρες για το κακό το μάτι.

Μια καρέκλα  ακουμπούσε  στον  λευκό τοίχο της εκκλησίας και ο πελάτης έπαιρνε θέση σοβαρός απέναντι στον ξύλινο τρίποδα της φωτογραφικής μηχανής  κρατώντας την αναπνοή του, όπως είχε εντολή απ’ τον φωτογράφο που μέσα απ’ μαύρο του  πανί εστίαζε την εικόνα του και τραβούσε με το χέρι του την μεταλλική τάπα από τον φακό της μηχανής. Οι φωτογραφίες που τραβούσε ήταν στιγμιαίες ειδικά  για ταυτότητες που απαιτούσαν πολύ λεπτό χαρτί .

Νίτση τράβα μου μία, φώναζε όποιος περνούσε μπροστά  από το φωτογραφείο του Διονύση Σκιαδαρέση. Το  Νίτσης ήταν  το καλλιτεχνικό του,  ήταν ο αγαπημένος της νεολαίας  και όχι μόνο.  Κορίτσια και αγόρια τον προκαλούσαν να τους πειράξει με εκείνο το ιδιαίτερο χιούμορ που διέθετε… μωρέ γρουμπανιάρικο  κοζόρο  ξεπατωμένο, και διάφορα συναφή κοσμητικά επίθετα. Ήταν ο πιο νέος από τους   φωτογράφους στην γειτονιά , όπου γάμος και χαρά ο Νίτσης πρώτος. Οδηγούσε μια καινούργια  κόκκινη φλορέτα και με αυτή  όργωνε όλο το νησί έχοντας πάντα κρεμασμένες στον λαιμό του και δύο φωτογραφικές μηχανές, τραβούσε φωτογραφίες  στα χωριά στα  πανηγύρια, σε γάμους, βαφτίσια, κηδείες, στις παρελάσεις των  εθνικών γιορτών από κοντά ο  Νίτσης, αγαπητός σε όλο το νησί. Η βιτρίνα του γεμάτη πάντα από φωτογραφίες κι οι μαθητές και οι μαθήτριες ειδικά στις παρελάσεις έκαναν  ουρά για να αγοράσουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Στο μικρό στούντιο που είχε φτιάξει, όπως έμπαινες μέσα στο βάθος  υπήρχε  μια ξύλινη απομίμηση  σκάλας  με τρία σκαλοπάτια κάνα δυο μέτρα μήκος,  τα φαρδιά σκαλοπάτια ήταν  ντυμένα με χοντρό πλαστικό δάπεδο  σε απομίμηση μάρμαρου, πίσω από τα σκαλοπάτια κρεμόνταν  δυο βαριές κουρτίνες σε λευκό και μαύρο χρώμα και στις δυο πλευρές της σκάλας  δεξιά και αριστερά για ντεκόρ  δέσποζαν δυο μεγάλοι αμφορείς από πορσελάνη με χρυσές κινέζικες  ζωγραφιές  που ήταν  γεμάτοι με ψεύτικα κλωνάρια αμυγδαλιών. Από  αυτή την σκάλα  περνούσε όλη η Λευκάδα, ήταν συνήθεια να πηγαίνουν έτσι  για μια αναμνηστική  φωτογραφία στον Νίτση.

Πόσοι και πόσοι  δεν πήραν πόζα για μια φωτογραφία που αργότερα κοσμούσε την βιτρίνα του. Η βιτρίνα γεμάτη από ασπρόμαυρες  φωτογραφίες με κορίτσια γελαστά με μπλε ποδιές και λευκή κορδέλα στα μαλλιά να παρελαύνουν στις εθνικές γιορτές, κι άλλες πολλές  φωτογραφίες  από τις βόλτες στου Πάλα και στου Πάπιου, στον δρόμο της Κουζούντελης , φωτογραφίες από τις  γυμναστικές επιδείξεις στο γήπεδο, τις  σχολικές γιορτές, τις μαθητικές εκδρομές στον αι Γιάννη ή στο Φρύνι,   στην ατελείωτη πασαρέλα της Λυγιάς την Πρωτομαγιά και στα ατελείωτα βράδια στο Πάνθεον τις Απόκριες,  στα πανηγύρια στα χωριά και στην πόλη.

Φωτογραφίες που σκόρπισε ο χρόνος, ανθρώπων που έφυγαν, άλλων που χάσαμε ξαφνικά, αγαπημένων που μας σφράγισε το χαμόγελό τους, στρατιές μνήμης που μόνο τα βράδια στον ύπνο μας έρχονται να μας υπενθυμίζουν σιωπηλά τα ωραιότερα χρόνια της νιότης μας που ευτυχώς για μας αποτυπώθηκαν στο φακό κάποιου φωτογράφου της εποχής και μόνο γι’ αυτό τους ευχαριστούμε, και μόνο γι’ αυτό αξίζει να ειπωθεί μια μεγάλη ιστορία για κάθε μια απ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες… και εμείς οι παλιότεροι έχουμε τόσο απόθεμα θύμησης και νοσταλγίας μέσα μας. Τίποτα δεν θα χαθεί αν το κρατήσουμε ζωντανό μέσα απ’ τις αφηγήσεις μας ο καθένας όπως τις έζησε κι όπως τις ένοιωσε. Τα γεγονότα δεν έχουν καμιά σημασία αν δε τα συνοδεύει όλο αυτό που νιώσαμε σ’ αυτή τη μεγάλη εποχή που πέρασε τόσο γρήγορα σαν το κλικ στη μηχανή ενός φωτογράφου…

Γλυκά του κουταλιού και καφέδες σερβίριζε ο Γιώργος Καράμπαλης (Σαλέπης), στο μικρό του καφενείο που ήταν μεσοτοιχία με το φωτογραφείο του Νίτση  μια τρύπα μαγαζί ήταν, όμως το τηλέφωνο δεν σταματούσε να κουδουνίζει  και να παίρνει παραγγελίες ο Γιώργος από τα γύρω μαγαζιά  και ο αδερφός του ο Κώστας,  μοίραζε από μαγαζί σε μαγαζί τις παραγγελίες κάνοντας τα αυτονόητα και απαραίτητα  λευκαδίτικα πειράγματα και καλαμπούρια σε όποιον  φίλο έβρισκε στον δρόμο ή στα μαγαζιά που έμπαινε. Η  μεγάλη αδυναμία και των δυο ήταν  το ποδόσφαιρο. Φανατικοί οπαδοί του Ολυμπιακού και του  Τηλυκράτη…χαμός γινότανε κάθε Δευτέρα από τις  έντονες συζητήσεις  με θέμα τα αποτελέσματα των αγώνων της Κυριακής  αλλά και  για την νικήτρια  στήλη του ΠΡΟΠΟ που κέρδιζε αλλά και γιατί αυτοί έχαναν.  Η επικρατούσα δικαιολογία τους γιατί δεν είχαν πιάσει  το 13αρι ήταν ότι  έφταιγαν οι Ιταλικές ομάδες που δεν είχαν κάτσει.

 Μοσχομύριζε η γειτονιά από τις μυρωδιές του ζεστού ψωμιού από τον φούρνο του Τάσου του Κοψιδά και  μπερδεύονταν με τις μυρωδιές από τα φαγητά που είχαν στείλει για ψήσιμο οι νοικοκυρές τις περιοχής. Οι  φρατζόλες μόλις είχαν ξεφουρνιστεί αχνιστές η μιά δίπλα στην άλλη παραταγμένες στα ξύλινα ράφια και η γυναίκα του η Τούλα  στο μικρό ανοιχτό παράθυρο που είχε ο φούρνος προς τον δρόμο, εξυπηρετούσε  τους πελάτες  ζυγίζοντας το ψωμί και με ένα μεγάλο μαχαίρι έκοβε μια μικρή φέτα από άλλη φρατζόλα  βάζοντας τη στο πέζο  για γίνει  ακριβώς ένα κιλό.

 

Ήταν  η ευχάριστη νότα της γειτονιάς, τα γέλια της και τα χωρατά  ακούγονταν μέχρι την κεντρική  πλατεία. Ήταν μια χαρούμενη γυναίκα και  καλόκαρδη,  όλοι την γνώριζαν και την αγαπούσαν. Της άρεσε να πειράζει και να την πειράζουν με ατάκες που πάντα  είχαν ένα μικρό αθώο υπονοούμενο. Η Τούλα , όταν γελούσε, γελούσε με την ψυχή της μέχρι δακρύων. Τώρα στην πίσω μεριά του φούρνου ο Τάσος φούρνιζε και ξεφούρνιζε τους νταβάδες  αλλάζοντας  τις θέσεις τους  πάνω στην πυρακτωμένη πλάκα του φούρνου και κάθε τόσο πρόσεχε την άκρη από το φουρνόξυλου που ήταν έξω από τον φούρνο στο στενό να μην βγάλει σε κανένα χριστιανό το μάτι. ΄Ηταν  λιγομίλητος και σιωπηλός,  πιο πολύ άκουγε πάρα μιλούσε, υπήρξε επίσης και  μουσικός,  το πρώτο κλαρίνο στην μπάντα της φιλαρμονικής αλλά  και δάσκαλος στους νέους μαθητές. ΄Ηταν  άριστος τεχνίτης στο ψήσιμο ο κόσμος τον εκτιμούσε. Από την αγία Κάρα οι νοικοκυρές  έστελναν τα ταψιά τους στην άλλη μεριά της πόλης για το τέλειο ψήσιμο του Τάσου, τα ταψιά που πάνω στις ξύλινες μεγάλες σκάφες κρύωναν και μια μια  οι νοικοκυρές ερχόντανε με ένα πανί στο χέρι για να μην καούν  πιάνοντας τον νταβά με το φαΐ του  μεσημεριανού τραπεζιού.

Συνεχίζεται

Προηγουμενο αρθρο
Σύλλογος εργαζομένων Νοσοκομείου Λευκάδας: Να ενισχυθεί με κατεπείγουσες προσλήψεις το νοσοκομείο
Επομενο αρθρο
Επιστολή Πανελλαδικής Φιλοζωικής και Περιβαλλοντικής Ομοσπονδίας προς τον δήμαρχο Λευκάδας

4 Σχόλια

  1. Ελεονώρα Φιώρου
    28 Ιανουαρίου 2024 at 05:39 — Απάντηση

    Γράφεις πολύ όμορφα Πάνο!!! Μου έφερες τόσες μνήμες!!! Σε ευχαριστώ!!!

  2. Ιωάννα Κτενά- Κάτσενου
    23 Ιανουαρίου 2024 at 15:35 — Απάντηση

    Συγχαρητήρια για την τέλεια αφήγηση αγαπημένων προσώπων της γειτονιάς μας. Προσώπων που ζήσαμε, αγαπήσαμε και παρόλο που έφυγαν από κοντά μας συνεχίζουν μέχρι σήμερα να παραμένουν ζωντανά στην μνήμη και την καρδιά μας! Nα είσαι πάντα καλά!

  3. Παναγιωτης Σκληρος
    22 Ιανουαρίου 2024 at 21:50 — Απάντηση

    Μπράβο Πάνο. Εξαιρετική αφήγηση. Σαν ενα μάτι πάνω απο την γειτονιά των καλλιτεχνών , να μας στέλνει εικόνες!! Ο τρόπος γραφής σου ζωντανός, προσιτός, ανθρώπινος. Σ ευχαριστούμε πολύ, Πάνο

    • Panos Fexis
      23 Ιανουαρίου 2024 at 10:52 — Απάντηση

      Ευχαριστώ πολύ φίλε μου καλέ την αγάπη μου.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.