HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ μοναδική και κεφάτη πλατεία της Καρυάς

Η μοναδική και κεφάτη πλατεία της Καρυάς

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Έχω ένα φίλο γιατρό που αγαπάει πολύ το χωριό του, την Καρυά κι έτσι πάντα  μας λέει και μια από τις εξαιρετικές φάρσες κι αστείες ιστορίες  που σκαρώνανε οι Καρσάνοι, εκεί γύρω απ την βαθύσκιωτη πλατεία, τα παλιότερα χρόνια. Η πλατεία της Καρυάς

Μορφωμένοι οι Καρσάνοι, αδιαμφισβήτητα έξυπνοι άνθρωποι και με πολύ χιούμορ και μάλιστα πολύ «προχώ» που λένε κι οι νέοι σήμερα.

Ένα καλοκαίρι λοιπόν ο μπάρμπα Γιώργος ο Γιωργατσός που είχε χτίσει με τα χέρια του, σπίτια, εκκλησές, γιοφύρια και πλακοστρώσεις, έφτιαχνε την εκκλησιά τα άη Σπυρίδωνα, πολιούχου της Καρυάς που είχε πάθει ζημιά από τον σεισμό  του 1973. Είχε αρκετούς μαστόρους και βοηθούς άλλους στη σκεπή, άλλους στις κολώνες που είχαν πάθει ζημιά κι άλλοι στη μάντρα που φτιάχνανε.

Εκείνη όμως την ημέρα φέρανε απ την Αθήνα μια γριούλα σε φέρετρο και η κηδεία θα γινότανε τ απόγευμα στην εκκλησία που επισκεύαζαν τη στέγη της. Το πρωί  την έφεραν, ενώ οι εργάτες δούλευαν , την βάλανε στο ειδικό τραπεζάκι στη μέση της εκκλησίας και οι γυναίκες του χωριού ( γειτόνισες, συγγένισες) της φέρανε λουλούδια αλλά και καλούδια από τα σπίτια, όπως μήλα, καρύδια κλπ, όπως συνήθιζαν στα χωριά για να την συντροφεύουν στον άλλο κόσμο.

Ένα μήλο μάλιστα της το είχαν βάλει στο χέρι της. Όπως λοιπόν ήταν κοκαλωμένη η καψερή και το συνεργείο σε φούλ δουλειά (Γιάννης Τσούλος, Τσαγκαριόλος, Ηλίας , Πέτρος, Νταναρούτσος κλπ), πετάγεται ο Δήμος, που ήταν μάννα στις πλάκες, κοιτάει προσεκτικά (να μην είναι καμιά γυναίκα στην εκκλησία εκείνη τη στιγμή), πάει στο φέρετρο και αρχίζει να λέει στη γριά. «Άστο μωρή θειά αυτό μήλο, τι θα το κάμεις εσύ κάτου κεί που θα σε βάλουνε. Άστο να το φάω εγώ που με πνάει»..

 Κοίταζαν, ακούγανε οι άλλοι και δεν πιστεύανε στα μάτια τους. Παρατήσανε τη δουλειά κι ακουρμενότανε το Δήμο παρά τις φωνές του μπάρμπα Γιώργη που ήταν ένας τόσο καλός και ήσυχος άνθρωπος. «Άστο σου λέω μωρή  κακομοίρα, εσύ έφαες αφρόμηλα στον κάμπο, άστο σου λέω να το πάρω εγώ» και σιγά σιγά άρχισε να σκώνει τα κοκαλωμένα δάχτυλα της έρμης της γιαγιάς , μέχρι που το πήρε. Μέσα στα γέλια και στα χορατά για την απρόσμενη εξέλιξη, ο Δήμος απαγκιστρώνει το μήλο απ τη χούφτα της γριάς, με μια κίνηση το τρίβει μπροστά στο στήθος του και με μια χαψά κόβει ένα κομμάτι κι αφήνει άναυδο το υπόλοιπο τσούρμο. Επίτηδες για να γελάσουνε τόκαμε , όχι δα ότι ήθελε να φάει το μήλο και μάλιστα εκείνο το μήλο!!

Η φωτογραφία αυτή δεν είναι από την Καρυά

Ο Δήμος έκανε πολλές φάρσες κι ήταν χαρά θεού να τον ακούς, όπως και πολλοί άλλοι Καρσάνοι που όντως έχουν ταλέντο.

Δεν θα ξεχάσω π.χ. ποτέ , στο καρναβάλι, τον καιρό που ήμουν αντιδήμαρχος (1983-85) που η «κάθοδος» της Καρσάνικης ομάδας ήταν πάντα η πιο εφευρετική κι η καλύτερη λαϊκή σάτιρα. Η συνεννόηση γινότανε με το σχωρεμένο το Σκούφο που πάντα χαμογελαστός και με σκωπτικό λόγο ήταν πάντα έτοιμος για να σκαρώνει πλάκες και να οργανώνει τις ομάδες. Θυμάμαι λοιπόν την πρώτη τους εμφάνιση το 1983 μ εκείνο το «γάμο»  με τον κουμπάρο να κάνει θραύση δίπλα στον γαμπρό και τον παππά. Είχα πάει-θυμάμαι- και κατηγορούμενος για εκείνη την εμφάνιση επειδή… « προσέβαλε τα θεία».

Την επόμενη χρονιά παρουσίασε την «Εθνική Ελλάδος» όπως έλεγαν εκείνη τη χρονιά το γκρούπ της Καρυάς, μ όλα τα «κούσαλα» ντυμένα στα γαλανόλευκα με τον αριθμό τους στην πλάτη. Κρίμα, δεν βρήκα φωτογραφία.  Ήταν όλοι τους «παλικάρια» μεγάλης ηλικίας και παρότι έκανε κρύο Φλεβάρη μήνα, εκείνοι απτόητοι με τα σορτσάκια τους, τα ποδοσφαιρικά τους παπούτσια με σκάρες (πού να τα βρήκαν) και διαιτητή με τη σφυρίχτρα το Σκούφο  να δίνει πέναλτι στη μέση της πλατείας. Τρέχανε τα γεροντάκια ποιος να εκτελέσει  το πέναλτι, ν αμπώνονται και τελικά να σουτάρει ο Τσαγκαριόλος και να πέφτει ο Γιάννης ο Τσούλος να μπλοκάρει μια μπάλα απ τις παλιές με μπαλώματα και με λαιμό….

Επίσης μια άλλη χρονιά  είχαν ντυθεί διαφορετικά θέματα ο καθένας και που με μια ταμπέλα στην πλάτη έγραφαν με κάτι κολυβογράμματα τι δουλειά έκαναν. Έτσι βλέπαμε τον ξεψυχισμένο «παραγωγό κρασιού» ή τον καταχρεωμένο αγρότη, με ξεχωριστό το μπάρμπα Φώτη Κτενά, τον κυνηγό (όπως τον έλεγα πάντα) με κάτι παλιόρουχα χιλιομπαλωμένα με σύρματα και μια ταμπέλλα από χαρτόκουτο στην πλάτη που έγραφε «καλλιεργητής πέτρας». Εφευρέσεις του Σκούφου κι αυτές που σατίριζε τον αγώνα των Καρσάνων να φτέψουνε κάτι σε μια περιοχή όλο πέτρες…

Επίσης, ο φίλος μου απ την Καρυά μού ΄πε ακόμα δυό ιστορίες απ τις πολλές. Ο Ζώης ο Τσαγκαριόλος το λοιπόν, απ τους καλύτερους φαρσαδόρους, έστησε μια πλάκα για τον Πολυχρόνη το Ρεκατσίνα που γύρισε απ τον Καναδά. Ο Πολυχρόνης πάντα στο χωριό φόραγε σκούφια αλλά όταν ήρθε απ τον Καναδά έβαλε πίλο και κάθε απόγιομα έκανε μέσα σ ένα καροτσάκι σούρτα φέρτα τον άγγονά του πούχε έρθει απ την Αθήνα. Έβαλε λοιπόν μια φορά ο Ζώης μέσα σε μια καργιόλα μια τάβλα πούχανε οι νοικοκυράδες για πλύσιμο , έντυσε μπέμπη τον Γιάννη τον Τσούλο, τούβαλε πιπίλα, καπελάκι για τον ήλιο και άρχισε τα νταντέματα πέρα δώθε κι αυτός, έτσι για να κάμει πλάκα ο κόσμος στην πλατεία αλλά και για να την σπάσει στον Πολυχρόνη με το πίλο…Πολύ γέλιο…

Ανεξάντλητος ο φίλος μου, μου λέει ότι όταν ο Πολυχρόνης έφερε κάποτε κάτι κουνουπίδια από τον κήπο του για πούλημα εκεί απέναντι απ του Σκούφου το ψαράδικο στην Καρυά,  ζήτησε από το  Ζώη τον Αρβανίτη που ΄κανε απίθανες πλάκες, να κάτσει στο πόδι του για να πάει «προς νερού του». Έφτασε λοιπόν πελάτης μια κυρία και λέει ωραία τα κουνουπίδια σας αλλά μήπως έχουν λίπασμα; «Μπα της απαντάει ο Ζώης ,μονάχα δυό χούφτες η ρίζα, τίποτα». Φυσικά η κυρία ψώνισε τα κουνπίδια γιατί δεν πήρε χαμπάρι τι της έλεγε ο Ζώης. Μια άλλη φορά μάλιστα, όταν γύρισε ο Πολυχρόνης βρήκε τα κουνουπίδια του μέσα σε μια κόφα καρφωμένα με  κεριά -σωστές λαμπάδες δεξιά αριστερά. Τα κουνουπίδια ήταν στημένα με το λευκό τους άνθος προς τα επάνω σαν άρτοι.. «Τι έκαμες μωρέ Ζώη, του λέει»; «Κάνω αρτοκλασία Πολυχρόνη τ απαντάει ο Ζώης».

Απίθανες πλάκες στην πλατεία με μάρτυρες τα αιώνια πλατάνια, για να γελάσει κι ο κόσμος. Η ζωή θέλει και τα αστεία της για να ξεχνιόνται τα νιτερέσα και τα προβλήματα…

Στη μεγάλη πλατεία της Καρυάς που ήταν πάντα γεμάτη κόσμο.

Παναγιώτης Σκληρός

Τις ιστορίες τις μεταφέρω όπως μου τις είπαν και εξυπακούεται ο σεβασμός στο πρόσωπο και τη μνήμη σε κάθε έναν που αναφέρεται στο κείμενο.

Προηγουμενο αρθρο
«Αλήθειες και ψεύδη για τον Όμηρο»: Το νέο βιβλίο του κ. Δούκα και η σημασία του για όλους εμάς
Επομενο αρθρο
Μαγευτικό Ηλιοβασίλεμα στη Λευκάδα

1 Σχόλιο

  1. Αναγνώστης
    5 Ιουνίου 2022 at 13:59 — Απάντηση

    Ανάδειξη πολλών παραμέτρων στην απολαυστική «ζωντανή» ρεαλιστική και συγχρόνως « ποιητική» ανάρτηση για την «μοναδική και κεφάτη πλατεία της Καρυάς».
    Διαβάζοντας το κείμενο, αισθάνεσαι όλο το ρεύμα μαγείας με τον κόσμο που πάει κι έρχεται… αισθάνεσαι την ανάσα της .Με κυρίαρχη εκείνη του κοινωνικο-επικοινωνιακού ανθρωπιστικού ρόλου της στο χωριό αφού εκεί δινόταν η ευκαιρία στους ανθρώπους να συναντηθούν, να επικοινωνήσουν, να συνεργαστούν, να διασκεδάσουν και να εκφράσουν τις χαρές, τις λύπες και τους προβληματισμούς τους. Εκεί λάμβαναν χώρα σε όλο τον κύκλο του χρόνου θρησκευτικά και λαογραφικά δρώμενα, που είχαν σχέση με την εφορία της γης, την καρποφορία ,και την παραγωγή, εκεί και τα ευφυολογήματα –σπιρτόζικα χωρατά ,φάρσες, λογοπαίγνια, αστειολογήματα από τη σκωπτική διάθεση και το πηγαίο χιούμορ-στα όρια του ταλέντου- των ίδιων των κατοίκων για αποφόρτιση από την καθημερινότητα .
    Πάντως το γέλιο ήταν ανέκαθεν μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Οι αρχαίοι πρόγονοι τα θεωρούσαν ένδειξη πολιτισμού. Ο Γέλως ήταν για τους αρχαίους θεός, δευτερεύων μεν, αλλά πάντως θεός. Ο Λυκούργος είχε ανεγείρει ιερό προς τιμήν του στη βλοσυρή Σπάρτη, ενώ θεωρείται, μαζί με τον Πόθο και την Ηδονή, ως ένα από τα δώρα της Αφροδίτης στους ανθρώπους.
    Είναι ευνόητο πως τα λόγια ή/και οι πράξεις που προκαλούν τον γέλωτα, τα αστεία, εκείνα τα ευφυολογήματα που λέμε, ή οι κωμικές πράξεις που κάνουμε, για να γελάσουμε είναι εξόχως σημαντικά στη ζωή των ανθρώπων γενικά κι όχι μόνον των Ελλήνων. Η λέξη «αστείο» παράγεται από το «άστυ», την πόλη. Στην αρχαιότητα, ο «αστείος», δηλαδή ο κάτοικος του άστεως, της πόλης, θεωρούνταν πιο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο της υπαίθρου – οπότε η αίσθηση του χιούμορ του, ο «αστείος λόγος» του, ήταν ο πνευματώδης, ευτράπελος λόγος που προκαλούσε το γέλιο. Αντιθέτως, οι κάτοικοι της εξοχής, των αγρών, δεν είχαν το ραφιναρισμένο χιούμορ των αστών.
    Στα νεότερα ελληνικά, το χωρατό, ο αστεϊσμός, το άκακο πείραγμα ήταν και πάλι υπόθεση των πολιτών. Χωρατά έκαναν οι «χωραΐτες», οι κάτοικοι της χώρας, και όχι της υπαίθρου και των χωριών της.
    Το θέμα στην εξέλιξη του έχει ενδιαφέρουσες προεκτάσεις αρχής γενομένης από τις πολλές δάνειες λέξεις σε σχέση με τις πράξεις/λόγια που προκαλούν γέλιο και ενδιαφέρουσες οι καταγραφές/πορεία, για κάθε μια (καλαμπούρι, φάρσα, σάτιρα, χιούμορ, ανέκδοτα, κ.λ΄π.), από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα.
    Ενδιαφέρουσα στο κείμενο και η καταγραφή-αναφορά σε ταφικά έθιμα .

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.