HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ πιο μεγάλη γιορτή της Άνοιξης

Η πιο μεγάλη γιορτή της Άνοιξης

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Ο Φλεβάρης και αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει κι οι αμυγδαλιές  σιγά σιγά απάνθιζαν ρίχνοντας τα λευκά τους πέταλα με το παραμικρό θρόισμα του αέρα κάνοντας το έδαφος να μοιάζει με ένα τεράστιο λευκό χαλί. Οι μέλισσες δεν προλάβαιναν να μαζεύουν το νέκταρ από τα πρώτα αγριολούλουδα που φύτρωναν παντού.

Οι μυρωδιές απ’ τις βιολέτες  που στόλιζαν τις όχθες από τις σούδες και τα καταπράσινα χωράφια  μπερδεύονταν  με τα αρώματα από τα λευκά κρινάκια που φύτρωναν μαζί με τα μπλε άγρια  ζουμπούλια στις γλάστρες και στα μικρά παρτέρια στις αυλές των σπιτιών. Τα κυκλάμινα είχαν δώσει την θέση τους στις ανεμώνες που ζωγράφιζαν με φούξια χρώματα   τις αιωνόβιες  ελιές του κάμπου. Οι μπλε ουρανοί  μαζί τις πρώτες λευκές μαργαρίτες ξεπηδούσαν ανάμεσα  από τις σμυρτιές και  τις λυγαριές  που ήταν φυτρωμένες  στις άκρες των δρόμων που οδηγούσαν στα χωράφια. Μια μαγική πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων σκορπισμένη παντού ανάμεσα μας σαν τρυφερή ανάσα.

 Ο χειμώνας τελείωνε, η μέρα είχε μεγαλώσει. Τα μεσημέρια, όταν χτυπούσε το κουδούνι για σχόλασμα, τα παιδιά της γειτονιάς, τρέχαμε να προλάβουμε να φτάσουμε  στο σπίτι να πετάξουμε τη σάκα μας  και με μια μπουκιά φαί  στο στόμα  να βρεθούμε στις αλυκές μας,  στο πορτόνι  της αγίας Κάρας για να πετάξουμε τους χαρταετούς που φτιάχναμε μόνοι  μας με καλάμια, εφημερίδες και πολύχρωμα χαρτιά που αγοράζαμε από το βιβλιοπωλείο του κυρίου Ντίνου του Δελαπόρτα και τα κολλούσαμε με αλευρόκολλα.

Συνήθως πηγαίναμε σε σημείο που ο αέρας φυσούσε προς την μεριά του χωριού της Πλαγιάς, μακριά από τα  ηλεκτρικά καλώδια της ΔΕΗ που ήταν προς το μέρος της πόλης κι έτσι  μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς φόβο τις αερομαχίες μας, στέλνοντας τηλεγραφήματα με κομμάτια χαρτονιού από άδεια  πακέτα τσιγάρων που βρίσκαμε στα καλάθια των περίπτερων ή πεταμένα  στο δρόμο. Τρυπούσαμε το χαρτόνι στο κέντρο, το περνούσαμε  στο σπάγκο που κρατούσε τον αετό και το χαρτόνι πήγαινε μόνο του προς τα επάνω  μέχρι που έφτανε  στα ζύγια του αετού που στέκονταν λαμπάδα πάνω από τα κεφαλιά μας. 

Γέμιζε ο ουρανός από χαρταετούς  σε όλα τα σχήματα και χρώματα,  γέμιζε κι ο αέρας από χαρούμενες  φωνές  παιδιών. Κάποιες φορές όμως γυρνούσαμε σπίτι στεναχωρημένοι   γιατί ο αετός μας είχε πέσει στην θάλασσα ή επειδή ήταν πολύ κοντή η χάρτινη ουρά ή είχε κοπεί ο σπάγκος και ο αετός μας είχε χαθεί προς τα βουνά του Ξηρόμερου. Παρόλα αυτά, την επόμενη μέρα με νέα όρεξη κι ορμή ξαναφτιάχναμε έναν καινούργιο, άλλωστε όλα τα παιδιά είχαμε γίνει ειδικοί στο ζύγισμα των αετών κι αυτό ήταν το παιχνίδι μας λίγες μέρες πριν τις Αποκριές…

Στην κεντρική αγορά τα βιβλιοπωλεία άλλαζαν βιτρίνες. Τα τετράδια τα βιβλία οι κασετίνες οι ξύστρες  τα μολύβια και οι πένες έφευγαν κι έδιναν την θέση τους στα  κομφετί, στο χαρτοπόλεμο στις χάρτινες και υφασμάτινες μάσκες,  τα πλαστικά πιστόλια, τα καουμπόικα καπέλα, τα πολύχρωμα πλαστικά χρυσά σπαθιά,  χρυσά ραβδιά με αστέρια για νεράιδες, μυτερά κωνικά καπέλα για κυρίες των τιμών και χρυσά στέμματα για πριγκίπισσες.

Μετά  τις γιορτές των Χριστουγέννων, κάθε χρόνο στις εκκλησίες  της πόλης του αγίου Μηνά του άγιου Νικολάου και των  αγίων Αναργύρων, τα απογεύματα ουρές κόσμου σχηματίζονταν από γυναίκες με παιδιά,  που περίμεναν έξω από την εκκλησία ευλαβικά να ανοίξει  ο παπάς να μπούνε μέσα για να διαλέξουν ρούχα και παπούτσια από δεύτερο χέρι, της βοήθειας που έστελναν τότε για τους άπορους οι διάφορες φιλανθρωπικές  οργανώσεις της Αμερικανικής Ηπείρου, η οποία όμως ήταν  και μια καλή ευκαιρία για μας τα παιδιά να βρούμε ρούχα για να ντυθούμε μασκαράδες!

Γινόταν μάχες για την απόκτηση ενός φανταχτερού αμερικανικού ρούχου που συνήθως δεν θα το φορούσες να κυκλοφορήσεις έξω παρά μόνο στη διάρκεια του Τριώδιου, που το να γιουχάρεις και να κοροϊδεύεις ήταν στο πνεύμα των ημερών…

https://www.mixanitouxronou.gr/

  Με το που άνοιγε ο παπάς την πόρτα της εκκλησίας, η  ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον γυναικωνίτη, έτριζε από το ποδοβολητό καθώς όλοι προσπαθούσαν να φτάσουν πρώτοι για να διαλέξουν τα καλύτερα  ρούχα του σωρού, όπου  ο νεοκόρος με ένα μαχαίρι  άνοιγε τα μεγάλα τσουβάλια που ήταν ποστιασμένα  το ένα πάνω στο άλλο  και στο τέλος όλοι έφευγαν  για το σπίτι έχοντας στην αγκαλιά τους ρούχα και ένα μεγάλο χρυσαφί  μεταλλικό κουτί κονσέρβας που μέσα είχε κίτρινο ολλανδικό τυρί.

Στην γειτονιά μου τα παιδιά είχαμε  μάθει από τους πιο παλιούς  να ψάχνουμε στα μπαούλα   και στις σερβάντες  και στους γιούκους να βρίσκουμε παλιά ρούχα για να ντυθούμε μασκαράδες, ρούχα ξεχασμένα  για να μην μπορεί κάποιος να  καταλάβει ποιο παιδί ήταν  κάτω από αυτά τα ρούχα,  ρούχα που όλοι χάσαμε ξαφνικά και δεν μπορέσαμε ποτέ να βρούμε ξανά όσο κι αν μετά από χρόνια ψάχναμε σε κάθε πιθανή μεριά που θα μπορούσαν να βρίσκονται… σκόρπισαν κι αυτά σαν τα φύλλα ενός παλιού ημερολογίου…

Δημήτριος Χαρισιάδης, Φεβρουάριος 1957.

Μόλις άρχισε να σουρουπώνει μαζευόμαστε σε ομάδες εμείς τα παιδιά και ντυνόμαστε με ότι υλικό είχε ο καθένας σπίτι του και κάναμε επισκέψεις σε διάφορα άλλα σπίτια  για τα χρόνια πολλά, μεταμφιεσμένοι άλλοι σε γριές με ρόμπες και  παντόφλες της γιαγιάς, φαντάσματα με λευκά σεντόνια ή κουρτίνες που τα καταστρέφαμε κάνοντας τρύπες σαν μάτια  για να βλέπουμε, χωριάτισσες  με μπέρτες και  μαύρα μαντήλια, γέροντες με τραγιάσκες και μπαστούνια, κυρίες με τσάντες και ψηλά τακούνια, αλλάζαμε το περπάτημα μας κουνώντας την μέση μας  και  αλλάζαμε τη  φωνή μας. Κι όλα αυτά στα μουγκά για να μην μας ακούσει κάποιος και μας μαρτυρήσει… τα γέλια συνήθως μας πρόδιδαν αλλά δεν γινότανε να σκάσουμε κιόλας…

 Υπήρχαν σπίτια που δεν μας άνοιγαν την πόρτα, ίσως γιατί υπήρχε ένας φόβος για τους μασκαράδες και εμείς κόντρα σ’ αυτό πηγαίναμε επίτηδες και χτυπούσαμε το κουδούνι ή τον τσίγκινο τοίχο του σπιτιού και από μέσα  τρομαγμένες φωνές μας έδιωχναν και μας έβριζαν στέλνοντας μας στον διάολο και εμείς τρέχαμε στα στενά ξεκαρδισμένα στα γέλια. Βέβαια υπήρχαν σπίτια που οι νοικοκυρές μας καλωσόριζαν με χαμόγελα και πειράγματα και εμείς οι πιτσιρίκοι παραταγμένοι στην σειρά αμίλητοι παίρναμε το κέρασμα ενώ αυτές προσπαθούσαν να μας γνωρίσουν κάνοντας ερωτήσεις με σκοπό να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά μας  μέσα από τις μικρές τρύπες που είχαμε ανοίξει  στις μαξιλαροθήκες  που φορούσαμε για μάσκες. Συνήθως μας πρόδιδαν  οι πιο λαίμαργοι όταν σήκωναν την μάσκα να φάνε το γλυκό…. έλα, βγάλτε τις μάσκες σας να φάτε το γλυκό σας, μας έλεγαν, σας  γνωρίσαμε, και του χρόνου να είσαστε καλά… και εμείς  ένας ένας βγάζαμε τις  μάσκες για να απολαύσουμε το γλυκό μας και φεύγαμε για άλλο σπίτι.

Όμως δεν ήταν μόνο τα παιδιά που μασκαρεύονταν και έβγαιναν, μασκαράδες ντυνόνταν και οι μεγάλοι όπως η Γιαννούλα του Γεωργουλά και η θειά Μηλιά του Καρνάγια που βγαίνανε με την παρέα τους στα σπίτια και  στις γειτονιές  του άη Δημήτρη και της άγια Κάρας. Τα γέλια τους, τα πειράγματα, τα υπονοούμενα και οι καρκαρίστρες ήταν ασταμάτητα. Άνθρωποι κεφάτοι με πρωτότυπες ιδέες και  θεατρικό παίξιμο.

Aποκριές στη παλαιά Λευκάδα:   Στη φωτογραφία εικονίζεται περιοχή του Αγίου Αντωνίου, έξω από το βυρσοδεψείο του Κατωπόδη. (περίπου εκεί  που βρίσκεται σήμερα το Κτηματολόγιο. Αναγνωρίσαμε τον  Ζώη Ζακυνθινό και τον Κώστα Σκλαβενίτη (Κοκορδή)

Στην γειτονιά μου είχε νοικιάσει ένα μικρό δωμάτιο στο σπίτι της Καπόναινας, μια γυναικούλα από την Εγκλουβή. Ηλικιωμένη, είχε χηρέψει από πολύ μικρή, είχε πλέον ξεχάσει το ανδρικό φύλο  κι  έμενε μαζί με τον εγγονό της που ήταν μαθητής και πήγαινε στο γυμνάσιο. Τον φρόντιζε και τον πρόσεχει αυτή η  αθώα, αγράμματη,  ευκολόπιστη και θεοσεβούμενη γυναίκα και ήταν η πρώτη φορά στην ζωή της που είχε φύγει από το χωριό και δεν ήξερε τι πάει να πει Απόκριες και μασκαράδες σε αντίθεση με τις γειτόνισσές της που ήταν κολοπετσομένες, πρωταθλήτριες στις πλάκες και τα πειράγματα…

Η θειά Βασίλω σπάνια έβγαινε από το μικρό της δωμάτιο… ένα ράντζο, ένα κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι, μια γκαζιέρα για να μαγειρεύει και στον τοίχο κρεμασμένα ένα τηγάνι ένα μπρίκι και κάνα δυο κατσαρόλες. Αυτό ήταν το βασίλειο της και στο ταβάνι μια κρεμασμένη ηλεκτρική λάμπα φώτιζε τα βράδια με το χλωμό της φως.  

Στη γιαγιά  μου τη  Θηρεσία άρεσε να ντύνεται άντρας και να κάνει πλάκα με τις γειτόνισσες. Ένα βράδυ λοιπόν, ντύθηκε γέροντας χωριάτης, φόρεσε ένα φαρδύ παντελόνι έβαλε ένα σακάκι και μια τραγιάσκα και μέσα από το παντελόνι κρέμασε ένα  λευκαδίτικο σαλάμι αφήνοντας ανοιχτή την ρεμπάλτα, και αφού είχε συνεννοηθεί με τις γειτόνισσες, μόλις βράδιασε  αποφάσισε να πάει στο σπίτι της θειά Βασίλως… μπροστά η γιαγιά και πίσω της οι γειτόνισσες που με δυσκολία κρατούσαν τα γέλια τους…

Τοκ τοκ χτύπησε την ξύλινη πόρτα που άνοιγε με ένα σπρώξιμο. «ποιός είναι»;

Ακούστηκε μια φωνή από μέσα… «εγώ», είπε με αλλαγμένη φωνή η γιαγιά μου, «και ποιός είσαι εσύ»; ρώτησε η θειά Βασίλω ανοίγοντας την πόρτα που στην εικόνα ενός άντρα άρχισε να φωνάζει τρομαγμένη, και που όταν είδε και το σαλάμι που ξεπρόβαλε από το παντελόνι, ήταν τόσο μεγάλη η τρομάρα της που έκρυψε με τα χέρια  τα μάτια της, «ούιιι,  τι είναι τούτο γιεμ!»  και ακούμπησε στον τοίχο σκασμένη απ’ τα τόσα γέλια που είδαν κι έπαθαν να την συνεφέρουν οι γειτόνισσες!

Συνεχίζεται

Προηγουμενο αρθρο
Συνεδριάζει την Παρασκευή 16/2 η Δημοτική Επιτροπή – Τα θέματα
Επομενο αρθρο
Ένα σμήνος Κορμοράνων διέρχεται από το Κάστρο της Αγίας Μαύρας - video

1 Σχόλιο

  1. Παναγιωτης Σκληρος
    13 Φεβρουαρίου 2024 at 08:52 — Απάντηση

    Αγαπητέ Πάνο, φίλε μου, πολλά συγχαρητήρια για την γραφή σου και τις θύμησες που μας χαρίζεις. Εχεις ταλέντο, γνώση και αστείρευτη μνήμη μαζί με τον μοναδικό σου τρόπο που παρουσιάζεις πάντα τα θέματά σου. Περνάνε μπροστά μας κάθε φορά ένας μοναδικός παλιός, αμόλευτος , γνήσιος πολυπληθής θίασος .Μια ολόκληρη εποχή!! Νάσαι πάντα καλά

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.