Εντυπωσιακή φωτογραφία του αστικού λευκαδίτικου δειλινού… Πλανεύτρα η Πόλη της Λευκάδας σαν πέφτει το φως της ημέρας και αρχίζουν ονειρικό χορό τα φώτα και τα αστέρια ..
Από την άλλη μελετώντας την… από ψηλά… θυμήθηκα τη σπουδαία Ελληνίδα στιχουργό Σώτια Τσώτου … «Δεν πίστευα ποτέ, ότι θα γίνω στιχουργός. Εργαζόμουν στην εφημερίδα ”Ελευθερία” αλλά λόγω της δικτατορίας η εφημερίδα έκλεισε κι έμεινα άνεργη. Αποφάσισα να πάω στη Θεσσαλονίκη, να συναντήσω τον εκδότη Ιωάννη Βελλίδη, μήπως βρω δουλειά. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, με συνέλαβαν. Υποβλήθηκα σε εξονυχιστικό έλεγχο και αυστηρότατη ανάκριση. Φοβήθηκα. Μετά από ώρες μου επέτρεψαν να πετάξω. Με πήγαν στο αεροπλάνο. Αυτοί έμειναν κάτω. Εγώ ανέβηκα και κάθισα στη θέση μου. Τους κοίταξα από το παράθυρο. Σκέφτηκα: ”Ποιους φοβήθηκα; Ποιους φοβήθηκα εν τέλει;” Κι έτσι, έγραψα το : ” Απ’ το αεροπλάνο”. Πολύ με πίκρανες ζωή, μακριά θα φύγω ένα πρωί, θα ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο να δω τον κόσμο από ‘κει πάνω. Όταν κοιτάς από ψηλά μοιάζει η γη με ζωγραφιά κι εσύ την πήρες σοβαρά, κι εσύ την πήρες σοβαρά. Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, το μεγαλύτερο ανάκτορο μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι. Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε από ψηλά αν τους κοιτάξεις, θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι που στη στιγμή θα τους ξεχάσεις. Σώτια Τσώτου».
1 Σχόλιο
Εντυπωσιακή φωτογραφία του αστικού λευκαδίτικου δειλινού… Πλανεύτρα η Πόλη της Λευκάδας σαν πέφτει το φως της ημέρας και αρχίζουν ονειρικό χορό τα φώτα και τα αστέρια ..
Από την άλλη μελετώντας την… από ψηλά… θυμήθηκα τη σπουδαία Ελληνίδα στιχουργό Σώτια Τσώτου …
«Δεν πίστευα ποτέ, ότι θα γίνω στιχουργός.
Εργαζόμουν στην εφημερίδα ”Ελευθερία” αλλά λόγω
της δικτατορίας η εφημερίδα έκλεισε κι έμεινα άνεργη.
Αποφάσισα να πάω στη Θεσσαλονίκη,
να συναντήσω τον εκδότη Ιωάννη Βελλίδη,
μήπως βρω δουλειά.
Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, με συνέλαβαν.
Υποβλήθηκα σε εξονυχιστικό έλεγχο
και αυστηρότατη ανάκριση.
Φοβήθηκα. Μετά από ώρες μου επέτρεψαν να πετάξω.
Με πήγαν στο αεροπλάνο.
Αυτοί έμειναν κάτω.
Εγώ ανέβηκα και κάθισα στη θέση μου.
Τους κοίταξα από το παράθυρο.
Σκέφτηκα:
”Ποιους φοβήθηκα; Ποιους φοβήθηκα εν τέλει;”
Κι έτσι, έγραψα το : ” Απ’ το αεροπλάνο”.
Πολύ με πίκρανες ζωή,
μακριά θα φύγω ένα πρωί,
θα ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο
να δω τον κόσμο από ‘κει πάνω.
Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με ζωγραφιά
κι εσύ την πήρες σοβαρά,
κι εσύ την πήρες σοβαρά.
Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα,
μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι,
το μεγαλύτερο ανάκτορο
μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι.
Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε
από ψηλά αν τους κοιτάξεις,
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι
που στη στιγμή θα τους ξεχάσεις.
Σώτια Τσώτου».