HomeΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ - ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣΟ Σύνδεσμος Φιλολόγων Λευκάδας για τον θάνατο του κορυφαίου Ιταλού ελληνιστή, ερευνητή και συγγραφέα Mario Vitti

Ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λευκάδας για τον θάνατο του κορυφαίου Ιταλού ελληνιστή, ερευνητή και συγγραφέα Mario Vitti

Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΛΕΥΚΑΔΑΣ συμμετέχει στη συγκίνηση του φιλολογικού και λογοτεχνικού κόσμου για τον θάνατο του κορυφαίου Ιταλού ελληνιστή, ερευνητή και συγγραφέα Mario Vitti, πρεσβευτή της νεοελληνικής λογοτεχνίας και της ελληνικής γλώσσας στην Ιταλία και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. 

Ο Mario Vitti (18 Αυγούστου 1926-14 Φεβρουαρίου 2023) από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του υπήρξε ένα ακάματο εργαστήρι παραγωγής κριτικού φιλολογικού λόγου γύρω από τη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή, από τον 10ο μ. Χ. αιώνα και ως τις μέρες μας. Υπήρξε και αισθανόταν  Έλληνας, εξ αίματος και εξ αγχιστείας.  Έζησε μέχρι τα είκοσι χρόνια του (1926-1946) στην Κωνσταντινούπολη με την οικογένειά του, τον χρηματιστή πατέρα του (η καταγωγή του από τη Γένοβα με μακρινούς προγόνους από τη Χίο) και τη «Ρωμηά» μάνα του (όπως αποκαλούνταν στην Πόλη). Στους τίτλους ελληνικότητας αναφερόταν και στην «κοπέλα του σπιτιού», την Ιμβριώτισσα οικιακή βοηθό, τη Μαρίκα, που του αφηγούνταν στα παιδικά του χρόνια παραστατικά και με λεπτομέρειες τα λαϊκά μυθιστορήματα που εκείνη διάβαζε, το Χρυσούν μαστίγιον και την Ωραία του Πέραν. Στην Ύδρα γνώρισε την Αλεξάνδρα, που έγινε γυναίκα του, έζησε μαζί της αδιατάρακτα εβδομήντα ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον θάνατό της πριν από έξι μήνες, και απόχτησαν δύο αγόρια, τον Μάσιμο και τον Πάολο. Όλα τα καλοκαίρια τους τα περνούσαν στην Ύδρα με την ταυτότητα της οικείας εντοπιότητας.  

Από τα σχολικά του χρόνια στην πολυεθνική Κωνσταντινούπολη είχε αγαπήσει την Ελλάδα και την ελληνική λογοτεχνία. Ο χαρισματικός δάσκαλός του στο σπίτι Δημήτρης Μάνος (1912-1998), που αργότερα αναδείχτηκε σε σημαίνουσα προσωπικότητα και από τους πρωτεργάτες της γλωσσικής μεταρρύθμισης, ήταν εκείνος που του υπέδειχνε ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία, από τα οποία τον είχε εντυπωσιάσει η Ζωή εν Τάφω του Μυριβήλη. Πρόσθετο τεκμήριο ελληνικότητας και ο νονός του Αλέκος Καλλιβρούσης.

Με τη μετακίνησή του στην Ιταλία και μέσω των σπουδών του θα αρχίσει άμεσα το ερευνητικό του έργο στη νέα ελληνική λογοτεχνία και θα συνδεθεί με τους φιλολογικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πατρίδας του και με τις μεγάλες μορφές της ιταλικής λογοτεχνίας, ανάμεσά τους, και οι δύο νομπελίστες, Σαλβατόρε Κουαζίμοντο και Εουτζένιο Μοντάλε. Από το 1957 θα αρχίσει και την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία σε διάφορα πανεπιστήμια της Ιταλίας (Νάπολης, Παλέρμο, Τοσκάνης) και θα διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια του Παρισιού, της Γενεύης, της Θεσσαλονίκης. Θα αναπτύξει σχέσεις διαχρονικής φιλίας και συνεργασίας με μεγάλους δημιουργούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας και φιλολογίας αλλά και με καλλιτέχνες σε κάθε τομέα καλλιτεχνικής δημιουργίας, με κριτικούς, πανεπιστημιακούς, νεοελληνιστές φιλολόγους, εκδότες. Αναφέρουμε ενδεικτικά: τον Σεφέρη και τον Ελύτη, (του οποίου έργα θα μεταφράσει στην ιταλική γλώσσα, όταν ακόμα δεν είχε γίνει τόσο γνωστός στη χώρα του) και θα ανοίξει την Ιταλία και τον ευρωπαϊκό χώρο στη γνωριμία με μια περίπου περιθωριοποιημένη και άγνωστη νεοελληνική λογοτεχνία. Στις φιλίες του ανήκουν και εκείνες με τον Κλέωνα Παράσχο (από την προηγούμενη γενιά), τον Μάνο Χατζηδάκη, τον Νίκο Κούνδουρο, τη Μαργαρίτα Καραπάνου, τον Κ.Θ. Δημαρά και τον Λίνο Πολίτη, συνομιλητές και αρωγούς πρόθυμους στο δυσχερές έργο του και πολλούς ακόμα από κάθε γενιά. 

Η προσφορά του στην Ελλάδα είναι ανεκτίμητη. Όχι μόνο γιατί δημιούργησε τόση εξωστρεφή, πειστική «φασαρία» γύρω από τη νεοελληνική λογοτεχνία και τον νεοελληνικό πολιτισμό, ένα κεφαλαιώδες ζήτημα με ποικίλες πτυχές ακόμα και πολιτικές προεκτάσεις. αλλά και γιατί εισήγαγε μια νέα μέθοδο «ανάγνωσης» της λογοτεχνίας μας κάτω από το πρίσμα των μεταπολεμικών εξελίξεων στη λογοτεχνική θεωρία και κριτική, θεωρώντας τα λογοτεχνικά έργα και τα λογοτεχνικά φαινόμενα σε συνάρτηση με την εκάστοτε ιστορική εποχή. 

Η συνθετική εργασία του Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, που πρωτοεκδόθηκε στα ιταλικά το 1971 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Μυρσίνη Ζορμπά το 1978, υπήρξε ένα ανατρεπτικό μεθοδολογικά έργο, με το οποίο ο Mario Vitti  εγκαινίαζε το κριτικό, ευρηματικό του βλέμμα πάνω στη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Και το κυριότερο: τη θεωρούσε αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, καθώς σε όλες τις μελέτες του κοινός άξονας υπήρξε η ευρωπαϊκή της διάσταση. 

Έτσι, η νεοελληνική φιλολογία εμπλουτίστηκε από τη φρέσκια και τολμηρή ματιά τού εξέχοντος ελληνιστή, με τις μελέτες του: Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή (1977), Οδυσσέας Ελύτης (1984), Φθορά και λόγος-Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Για τον Οδυσσέα Ελύτη-Ομιλίες και άρθρα (Καστανιώτης, 1998). Επίσης, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας (μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη, 1991), Ο Κάλβος και η εποχή του (1995). Και τα αυτοβιογραφικά: Η πόλη όπου γεννήθηκα-Ιστανμπούλ 1926-1946) (Γαβριηλίδης, 2013), Γραφείο με θέα (Άρθρα και ομιλίες, εργογραφία με αυτοβιογραφικό σχόλιο) (ΜΙΕΤ, 2006).

 Έτσι, η νεοελληνική φιλολογία εμπλουτίστηκε από τη φρέσκια και τολμηρή ματιά τού σπουδαίου ελληνιστή και πρεσβευτή του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό, με τις μελέτες του: Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή (1977), Οδυσσέας Ελύτης (1984), Φθορά και λόγος-Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Για τον Οδυσσέα Ελύτη-Ομιλίες και άρθρα (Καστανιώτης, 1998). Επίσης, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας (μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη, 1991), Ο Κάλβος και η εποχή του (1995). Και τα αυτοβιογραφικά: Η πόλη όπου γεννήθηκα-Ιστανμπούλ 1926-1946) (Γαβριηλίδης, 2013), Γραφείο με θέα (Άρθρα και ομιλίες, εργογραφία με αυτοβιογραφικό σχόλιο) (ΜΙΕΤ, 2006), και πολλές ακόμα μελέτες, άρθρα, κριτικές κ.λ.π.

Επιπλέον, με την επίμονα ανήσυχη ερευνητική του φύση, έφερε σε φως και εξέδωσε άγνωστα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας:  την «Τραγωδία ονομαζομένη Ευγένα του κυρ Θεοδώρου Μοντσελέζε», (1965), “μακρινή συγγενή” της ιταλικής La Rappresentazione di Stella (1560), του Φλωρεντινού Fiordani Muzio. To θεατρικό έργο είχε τυπωθεί στη Βενετία το 1646. Εξέδωσε, επίσης, έναν τόμο με ανέκδοτες επιστολές και κείμενα του Κάλβου γραμμένα στην ιταλική γλώσσα (A. Kalvos  ei suoi scritti in italiano, 1960) και ένα διάλογο του Κερκυραίου λογίου του 16ου αιώνα Νικολάου  Σοφιανού (1966), τον οποίο «αναγνώρισε» στην ιταλική κωμωδία Ι  tre tiranni (1533) (Οι τρεις τύραννοι) τουAgostino Ricchi. Κι ακόμα, Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, που τυπώθηκε πρώτη φορά στη Βραΐλα της Ρουμανίας, έργο άγνωστου συγγραφέα. τα, επίσης άγνωστου δημιουργού, στιχουργήματα Έρωτος αποτελέσματα, που τυπώθηκαν στη Βιέννη το 1792, κ.ά.

Θαμώνας φανατικός βιβλιοθηκών, αρχείων, φιλολογικών καφενείων, αιθουσών διδασκαλίας, έφερε παντού τη μεσογειακή του ταυτότητα-μισή ιταλική, μισή ελληνική, σε ένα μοναδικό σύνθεμα-, το φιλέρευνο, σπινθηροβόλο βλέμμα του, την κριτική του οξυδέρκεια, τη συγ-κριτική σκέψη του, τον άνετο κοσμοπολιτισμό του, την ανεπανάληπτη προσήνεια, το ταλέντο του να αποσπά πληροφορίες και να τις μετατρέπει σε φιλολογικά συμβάντα, το ευφυές χιούμορ, την πνευματική ελληνικότητά του στο διαχρονικό της ταξίδι από το Βυζάντιο και τις απαρχές του νέου ελληνισμού μέχρι την 14η Φεβρουαρίου ενεστώτος έτους (2023), μέρα του έρωτα. Για κείνον του έρωτα της ζωής, του έρωτα της σκέψης, του έρωτα της ελληνικότητας. 

Πρόσφερε πολλά στη μακράς διάρκειας ζωή του, που την έκαμε ακόμα διαρκέστερη. Χώρεσαν πολλά  στον ιδιωτικό και τον δημόσιο χρόνο του, που έγινε χρόνος της φιλολογίας, της κριτικής, της ιστορίας, της ελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας, της ιστορίας της δικής του εντέλει μέσα στην Ιστορία. Τίμησε τα γράμματα και τη σκέψη, και του ανταποδόθηκαν τιμές: διδακτορικοί τίτλοι επί τιμή (Πανεπιστήμια Παρισίων, Θεσσαλονίκης, Κύπρου), τιμητικές εκδηλώσεις, τιμητικές εκδόσεις, και μια ισόβια προεδρεία: της Ιταλικής Ένωσης των Νέων Ελληνικών Σπουδών (Associazione Nazionale di Studi Neogreci)

Ο Mario Vitti δεν θα φύγει από την Ελλάδα, από τη φιλολογία. Η σκέψη του είναι εγκατεστημένη για πάντα στη φιλολογία, στην κριτική, στα λογοτεχνικά πράγματα του τόπου μας. Αν μπορούσε να μιλήσουμε για «εθνική φιλολογία», θα τον κατατάσσαμε στους κορυφαίους λειτουργούς της. Ίσως όμως η πιο τιμητική χειρονομία γι’αυτόν τον ακαταπόνητο της έρευνας και της διδασκαλίας λειτουργό, θα είναι εκείνη η απλή αλλά θαρραλέα κίνηση του χεριού μας να κατεβάζει από το ράφι της βιβλιοθήκης τα βιβλία του και να τα κάνει μετόχι των νέων γενεών που έρχονται και πάνε και που θα χρειάζονται πειστικά τεκμήρια για την αξία και την αξιοπρέπειά τους.

Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΛΕΥΚΑΔΑΣ,  τιμώντας τον κορυφαίο νεοελληνιστή Mario Vitti θα πραγματοποιήσει προσεχώς ειδικό αφιέρωμα, αλλά και διάφορες δράσεις σε συνεργασία με τους φιλολόγους των σχολείων μας. Ένα άξιο μάθημα φιλολογίας και ψυχικής επίρρωσης στους μαθητές μας, εκτός προγράμματος… 

              Εκ μέρους του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΛΕΥΚΑΔΑΣ

                                               Η Πρόεδρος

                                Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

 . 

Προηγουμενο αρθρο
Αποκριάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής
Επομενο αρθρο
Μουσικό Σχολείο Λευκάδας: Παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο: Θεμελιωτές

1 Σχόλιο

  1. Αναγνώστης
    21 Φεβρουαρίου 2023 at 16:21 — Απάντηση

    ΠΛΗΡΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ κορυφαίο νεοελληνιστή και συγγραφέα Μάριο Βίττι.
    Λίγα λόγια για την Ευγένα
    Ο Θεόδωρος Μοντσελέζε, ζακυνθινός, άγνωστων λοιπών στοιχείων, στα 1646 έγραψε και έκδωσε την τραγωδία «Ευγένα». Το μόνο επιπρόσθετο στοιχείο για τον δραματουργό, προϊόν έρευνας, είναι ότι πιθανόν υπήρξε στρατιωτικός από αστική οικογένεια. Η «Ευγένα» αποτελεί την πρώτη ζακυνθινή τραγωδία σε ντόπια διάλεκτο στην οποία επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν και τοπωνύμια του νησιού.
    Ο Μοντσελέζε φαίνεται να είναι βαθιά επηρεασμένος από την «Ερωφίλη» του Γεωργίου Χορτάτση, η οποία ωστόσο παρουσιάστηκε στη Ζάκυνθο στα 1728, ως παράσταση σε αρχοντικό «προ του γεύματος». Σημαντικό όμως είναι ότι η πρώτη έκδοση της «Ερωφίλης», στη Βενετία στα 1637, έγινε από τον επίσης Ζακύνθιο Φίλιππo Καρρέρη, γεγονός που μας οδηγεί στη διαπίστωση μιας πιθανής οδού μέσω της οποίας το έργο αυτό μπορεί να περιήλθε στα χέρια του Μοντσλέζε.
    Η «Ευγένα», αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα δραματουργήματα του 17ου αιώνα παρέμεινε άγνωστη μέχρι τη στιγμή (1962) που ο «περίεργος» Μάριο Βίτι ψάχνοντας στο Ινστιτούτο Καθολικών στη Ρώμη, που έχει κληροδοτήσει ο Λέων Αλάτιος, βρήκε το μοναδικό αντίτυπό της. Άλλωστε όλη η «περιέργεια» του εκπληκτικού αυτού νεοελληνιστή προκλήθηκε από μια αναφορά του Αλάτιου στο βιβλίο του με τίτλο «Σύγχρονη λογοτεχνία σε δημοτική γλώσσα» (17ος αι.) όπου μνημονεύει τον κυρ Θεόδωρο Μοντσελέζε και την «Ευγένα» του. Έτσι το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου (1964), ακολούθως στη Νάπολη και πιο πρόσφατα στην χώρα μας (εκδ. Οδυσσέας, 1995) με επιμέλεια του Μάριο Βίτι και του Τζουζέπε Σπαντάρο.
    Η τραγωδία έχει παρουσιαστεί από τότε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις, με προσαρμογή ή όχι, με πρώτη εκείνη του Σπύρου Ευαγγελάτου ως λαϊκό παραμύθι (1997). Τελικά, η «Ευγένα» ακολουθεί τα πρότυπα του μεσαιωνικού παραμυθιού σε αντίθεση με την «Ερωφίλη» αλλά και το ιταλικό αντίστοιχο ιταλικό δράμα «Στέλλα».
    «Άρχοντες, καλώς ήρθετε, πτωχοί, μικροί, μεγάλοι,
    αρχόντισσες κ’ εσείς πτωχές, κοράσια λέγω πάλι,
    οπού εκαταδεκτήκετε κ’ ήρθετε επά σιμά μου,
    και θέλει αγροικήσετε τι έχει να πει η καρδιά μου…»

    «Αφησ’, να ζεις, τα πάθη σου, και θες μου τα ξηγήσεις
    με άλλην σου ανάπαυσιν τα ‘παθες θες μιλήσεις.
    Μόνον ας έρθει ο άνδρας σου ο ακριβός, κυρά μου,
    γιατί έναι αυτός τα μάτια μου, ψυχή μου και χαρά μου.
    Μα πρώτα θε να διηγηθώ ετούτη την χαρά μου,
    κι απόκεις στο παλάτι μου πάγω με τα παιδιά μου˙
    διατί μου άρχισαν οι χαρές και όλα τα παιχνίδια
    οπού ‘δα την Ευγένα μου στα γερατειά μου αφνίδια.
    Οι κάμποι λουλουδίζουσι, τα χορταράκια ανθούσι
    και τα πουλάκια απ’ τες φωλιές για μένανε μιλούσι.
    Τα δένδρη ετρυφεράνασι, οι κάμποι και τα δάση,
    οκ της καρδιάς μου την χαράν, οπού την είχα χάσει.
    Τώρα ο κόσμος χαίρεται και βούκινα λαλούσι,
    μικροί μεγάλοι τραγουδούν, διά την χαράν μιλούσι.
    Το κάστρον θέλω να χαρεί, λουμπάρδες να κτυπήσουν
    κι όλ’ οι πτωχοί της χώρας μου χαρά πολλή να ποίσουν
    κ’ η Ρήγισσά μου μοναχή να χάσει την ζωήν της
    με τ’ ολίγον το έχει της, μαζί με την τιμήν της,
    διά να πάρουν μάθημα, να ξέρουν να λογιάσουν
    τα άδικα φονεύματα να μην μπορούν να σάσουν.
    Ελάτε, τα παιδάκια μου, να πηαίνωμεν ομάδι,
    γιατί ‘μαι στην απόφασιν να πάγει εις τον Αδη».

    Απόσπασμα από την έκδοση «Τραγωδία ονομαζόμενη Ευγένα του Κυρ Θεόδωρου Μοντσελέζε, 1646», παρουσ.: Mario Vitti, φιλ. επιμ.: Giuseppe Spadaro, εκδόσεις Οδυσσέας, 1995.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.