Έφυγε

«στυγνόν θανάτου νέφος ημαύρωσε»

Τα τελευταία χρόνια έχεις πολλές φορές δυσκολίες να αντιληφθείς την πραγματική σημασία του ρήματος φεύγω, ἰδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται ο αόριστος “έφυγε”. Και ο συνομιλητής ρωτάει αφελώς: “Πού πήγε;”. Η διευκρίνιση στον απορούντα οδηγεί στη διαπίστωση, πως εκείνος, για τον οποίο γίνεται λόγος, δεν έφυγε για κάπου, αλλά πέθανε. Ευφημισμός;

Οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο, φοβούνται ακόμη και να τον αναφέρουν με το όνομά του. Γι᾽αυτό, οι άνθρωποι “δεν πεθαίνουν”, οι άνθρωποι “φεύγουν”. Στο βάθος κρύβεται ο φόβος. Ό,τι δεν ὀνομάζεις με το όνομά του, πιστεύεις, πως κρατώντας το μακριά, αγνοώντας το, το εξευμενίζεις, το εξορκίζεις. Και αφού συνέβη, το ωραιοποεῖς, το εξαγνίζεις, για να παρηγορηθείς και να πιστέψεις ο ίδιος, ότι δεν συνέβη.

Συχνά διακρίνεις βέβαια, ότι αυτός που κάνει αναφορά στον θάνατο, διακατέχεται από σεβασμό, ευλάβεια, δέος απέναντι στον θανόντα, ότι δεν θέλει να δώσει την εντύπωση της βεβήλωσης με την αναφορά της λέξης “πέθανε”, και γι᾽αυτό χρησιμοποιεί τη λέξη “έφυγε”. Τη λέξη “έφυγε” την έχει όμως οικειοποιηθεί το καθημερινό λεξιλόγιο τόσο, ώστε έχεις την εντύπωση, πως το “πέθανε” δεν υπάρχει πλέον, και το “έφυγε” χρησιμοποιείται τελικά με μια αδιαφορία, που πληγώνει τον λυπημένο. Είναι μια λέξη σαν τις άλλες, ξεφτισμένη.

Στο χωριό μου στην παιδική μου ηλικία συχνά, όταν γινόταν λόγος για κάποιον που είχε πεθάνει στο παρελθόν, άκουγα, ότι αυτός “χάθηκε”. Δεν ήταν σαν το σημερινό αδιάφορο “έφυγε” – ήταν κάτι συνειδητότερο, βαθύτερο. Και πρέπει να πω, ότι με κατελάμβανε δέος. Η λέξη “χάθηκε” με ακολουθούσε για πολύ.

Πέθανε! Συνειδητοποιείς την μη ύπαρξη του θανόντος επί γης. Έφυγε! Κάπου είναι και θαρθεί. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος, αγαπάει τις ψευδαισθήσεις! Αλλάζει τη σημασία των λέξεων, για να ζει στον φανταστικό του κόσμο.

Βέβαια η αναφορά του θανάτου μεταφορικά, ευφημιστικά καλλωπισμένου, δεν είναι κάτι νέο στην ελληνική μας γλώσσα των χιλιετηρίδων από τις πρώτες αρχές της μέχρι σήμερα. Τα λογοτεχνικά κείμενα όλων των εποχών βρίθουν παραδειγμάτων.

Με χαρμολύπη διαβάζει κανείς τα μεταφορικά λεκτικά στολίδια για τον θάνατο διάσπαρτα και μέσα στους 142 σωζόμενους βυζαντινούς επιταφίους, που έχει παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό ο άνδρας μου Αλέξανδρος Σιδεράς πριν περίπου τριάντα χρόνια.

Η πρόσφατη “αναχώρησή του από τους ανθρώπους” με οδήγησε στο να κάνω τις άνω εκτεθείσες σκέψεις σχετικά με τον τρόπο, που συχνά μιλάει κανείς για τον θάνατο. Ο θανών δεν πέθανε, “η γλώσσα συστάλθηκε και τηρεί βαθειά σιγή” (γλώσσα συνεστάλται και βαθείαν άγει σιγήν), “όταν έπρεπε να αναχωρήσει από τους ανθρώπους” (ότε δ᾽αναχωρείν εξ ανθρώπων έδει), αφού “έλειψε του ήλιου το φως” (λείψειν φάος ηελίοιο) και “σκοτάδι του Άδη και ανήμερη νύχτα απέκρυψε τέτοιο άστρο, αμαύρωσε τέτοιο κάλλος” (σκότος Άδου και ανήμερος νύξ, οίον άστρον απέκρυψεν, οίον κάλλος ημαύρωσε).

Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα

Η Παρασκευή Σιδερά – Λύτρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κανδήλα, φοίτησε στο Γυμνάσιο Λευκάδας. Σπούδασε στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία και μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαιδεύσεως. Σπούδασε κατόπιν στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Γοττίγγης Κλασσική Φιλολογία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία.
Δίδαξε σε σχολεία στην Ελλάδα και στη Γερμανία και τελευταία Νεοελληνική Γλώσσα ως εντεταλμένη στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης. Έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά άρθρα και βιβλιοκρισίες και έχει μεταφράσει θεωρητικά και λογοτεχνικά έργα από τα γερμανικά στα ελληνικά και αντιστρόφως.
Κάτοχος του κρατικού βραβείου μετάφρασης έργου ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα 2007.

Προηγουμενο αρθρο
«Romeo & Juliet» από την ομάδα χορού Serendipity στο Ανοιχτό Θέατρο
Επομενο αρθρο
Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ: Στον Σκορπιό θα γίνει το πρώτο πολυτελές συγκρότημα καταλυμάτων στην Ελλάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.