HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΈνας… Μπρούκλης από τη Βασιλική

Ένας… Μπρούκλης από τη Βασιλική

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Όταν ο Στέφανος Γερούλης έφευγε από τον Παλιόφουρνο, την μικρή σχεδόν εγκαταλειμμένη σήμερα συνοικία της Κοντάραινας για την Αμερική μαζί με τόσους άλλους Έλληνες για μια καλύτερη τύχη και περνούσε από τον εξευτελιστικό έλεγχο εκείνου του περιβόητου Ellis island, κανένας δεν πίστευε ότι θα γύριζε κάποτε «φορτωμένος» όχι μόνο με χρήματα αλλά κυρίως με τόσες εμπειρίες και γνώσεις. Γνώσεις που τις μετέτρεψε σύντομα σε μια πρωτοπόρα επαγγελματική ενασχόληση στη Βασιλική. Γιατί η Βασιλική σαν λιμάνι είχε την αμεσότητα της επικοινωνίας με Κεφαλλονιά και Ιθάκη αλλά και με όλα τα  πισωχώρια επειδή στην αγορά της τις δεκαετίες 50-70, γινόταν όλα τα εμπορικά αλισβερίσια της νότιας Λευκάδας από τα Χορτάτα μέχρι το Φτερνό και πίσω.

 Κρασιά, λάδια, δαφνόφυλλο, κηπευτικά , οικοδομικά υλικά που ξεφορτωνόταν στο λιμάνι, μελισσοκομικά κλπ είδη πρώτης ανάγκης ,όλα τα χωριά τα έβρισκαν στην αγορά της. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρχαν τότε πάνω από 5 μεγαλομάγαζα όπως του Σπ.Ζώγκου, του Φιλ.Κατωπόδη-Καπέου, του Γερ.Κατωπόδη-Κατσίκα, του Γιάννη Δρακάτου, του ΣτέλιουΑνυφαντή και άλλων, τρία κουρεία, 4 ιδιώτες γιατροί και 5-6 ταβέρνες που δούλευαν χειμώνα καλοκαίρι. Μέχρι και εξειδικευμένος παιδίατρος υπήρχε και φυσικά αγρονομείο, αστυνομία, τελωνείο, ταχυδρομείο και ειρηνοδικείο!! Μπορεί και άλλες υπηρεσίες που δεν θυμάμαι.

Στην Αμερική λοιπόν-δεν μου διευκρίνισε κανένας αν έζησε στην Ν.Υόρκη ή σε άλλη πόλη, ο Στέφανος Γερούλης με το παρατσούκλι Κοσκινάς δούλεψε όπως όλοι οι Έλληνες σκληρά και συγκεκριμένα σε ζαχαροπλαστείο.

Ο Στέφανος Γερούλης φωτογραφημένος σε studio στην Αμερική ή στην Καμπέρα της Αυστραλίας.

Φαίνεται ότι από την κλασσική δουλειά της λάντζας απ όπου ξεκίνησαν όλοι σχεδόν οι μετανάστες, πήρε σιγά σιγα… προαγωγή και δούλεψε στην ζαχαροσπλαστική. Εκεί έμαθε κάποια μυστικά και όταν ήρθε η ώρα και γύρισε, άνοιξε ένα μαγαζί στο ισόγειο του σπιτιού που αγόρασε στην αρχή του χωριού όπου είχε όλα τα καλά. Ηταν σαν μια μεγαλη αποθήκη με τα δικά του υπάρχοντα αλλά ηταν και μαγαζί . Από μπακαλική και μαναβική μέχρι delicatessen για την εποχή που ήταν τα σαλάμια αέρος και οι κονσέρβες ψαρικών από καλαμαράκια Πορτογαλίας που τα ονόμαζαν καλιφόρνιαhttps://karvouna.files.wordpress.com/2012/09/imagemagic-php.jpg?w=900μέχρι σκουμπρί και τέτοια. Είχε και κονσέρβες  κρέατος, εκείνες με το ενσωματωμένο κλειδί για άνοιγμα που είχε –αν δεν κάνω λάθος- ένα κεφάλι από βουβάλι αμερικάνικο, τα corned beef.Ερχόταν απ την Αμερική τότε όλα αυτά τα παράξενα τενεκεδένια κουτιά.. Τώρα ποιοί τα έτρωγαν στη Βασιλική όλα αυτά ούτε που κατάλαβα ποτέ. Ίσως ο… ίδιος που τα ήξερε κιόλας!

Ο μπάρμπα Στέφανος που ήταν θείος του πατέρα μου είχε ένα πολύ τακτοποιημένο μαγαζί, όχι ιδιαίτερα ενημερωμένο και με πολύ δουλειά, ήταν σοβαρός, πελώριος κι είχε μια μεγάλη κοιλιά .Έτσι τον θυμάμαι.  Έζωνε τα παντελόνια του ψηλά σχεδόν στο στομάχι ή με λαστιχένιες ριγωτές τιράντες κι όλοι νομίζαμε ότι κάθε μέρα τρώει απ όλ αυτά τα παράξενα που ήταν στα ράφια του ή κρεμασμένα σε κάτι μικρά καρφάκια από τα μαδέρια του ταβανιού που βέβαια δεν ήταν ταβάνι αλλά η ξυλοδεσιά του σπιτιού του. Ήταν κάτι τεράστια τετραγωνισμένα και καπνισμένα -έτσι τα θυμάμαι-κυπαρισσένια ξύλα που κρατούσαν όλο το επάνω σπίτι. Αυτό που λέμε σήμερα ,εμφανή δοκάρια… Εκεί ήταν κρεμασμένα κάτι μπαστουνάκια κόκκινα που πολλές φορές ήταν γεμάτα μύγες που δεν καθότανε στις διπλανές λωρίδες-παγίδες για τις μύγες που είχαν κόλλα για να κολλάνε αλλά κόλλαγαν πάνω.

Ήταν σαλάμια  αέρος και λουκάνικα. Δεν θυμάται κανένας αν τα έφτιαχναν εκεί στα πίσω χωριά ή τα έφερνε από τη Λευκάδα. Μάλλον το δεύτερο. Με τον Γλάρο πάντως έφερνε από την Πάτρα τις κονσέρβες και τα ξωτικά αλίπαστα κι απ την Κεφαλονιά τα υπέροχα κεφαλοτύρια που σούδινε ένα δράμι να δοκιμάσεις κι ήταν η αλμυρή πικάντικη γεύση του όλη μέρα στον ουρανίσκο σου που έπαιρνε φωτιά.

Εντύπωση έκανε στον καθένα ότι ο μπάρμπα Στέφανος, κάπνιζε κάτι μεγάλα τσιγάρα σκούρα και χοντρά. Εμείς δεν ξέραμε τι είναι γιατί τα παιδιά αλλά κι οι μεγάλοι στρίβανε αν έβρισκαν καπνό και κάπνιζαν ή αμπελόφυλλα ή πλατανόφυλλα και τέτοια. Αργότερα  μάθαμε ότι τα λένε πούρα και τον φωνάζαμε «Μπρούκλη» ότι δηλαδή ήταν από το Μπρούκλιν της Αμερικής!! Όντως αυτά τα πούρα απ ότι έμαθα πρόσφατα του τα έστελναν οι φίλοι του από την Αμερική κάθε Χριστούγεννα κι αυτός τους έστελνε… βασιλικό πολτό απ τα μελίσσια του!! Έτσι του βγήκε και το όνομα Μπρούκλης..

Ο Μπάρμπα Στέφανος είχε επίσης μέσα σε μεγάλες γυάλες κάτι σοκολατένια φοντάν με στάμπα μαργαρίτας που τα έφτιαχνε ο ίδιος αφού είχε μάθει τη ζαχαροπλαστική στην Αμερική.

Όλη η κοινότητα της Βασιλικής  μέχρι το 1955 οπότε η ΔΕΗ ανάλαβε να δώσει ρεύμα σε μαγαζιά και σπίτια , φωτιζότανε τουλάχιστον σε ορισμένες μεριές από το ρεύμα που παρήγαγε η ιδιωτική εταιρεία Σολδάτου-Χαλκιόπουλου και αργότερα Φατούρου. Η ΔΕΗ  εξαγόρασε τα δικαιώματα από τις ιδιωτικές εταιρείες και ανάλαβε σιγά σιγά την ηλεκτροδότηση κοινόχρηστων χώρων και αργότερα των σπιτιών. Παλιότερα η κοινότητα φωτιζόταν με φανάρια ασετιλίνης και υπήρχε ειδικός υπάλληλος που τα άναβε κάθε βράδυ να μη σκοντάφτει ο κόσμος στους κάθετους με την αγορά δρόμους γιατί η αγορά από τα πολλά σούρτα φέρτα ,ήταν καλοστρωμένη πάντοτε. Μεγάλη λάμπα ασετιλίνης υπήρχε και στην κορυφή από την πέτρινη εντυπωσιακή βρύση κάτω στο λιμάνι που είχε και επιγραφή σκαλιστή ότι η βρύση έγινε το 1904 επι δημαρχίας Δ.Κολυβά.

Όμως έφτιαχνε και άλλα γλυκά  που δεν χρειαζόταν συντήρηση γιατί ψυγείο δεν υπήρχε, όπως καραμέλλες, αμυγδαλωτά, τετράγωνα και στρογγυλά μπισκότα  και άλλα που ίσα που τα «έπιανε» το μάτι μου και τα φύλαγε μέσα σε κάτι τσίγκινα τετράγωνα κουτιά για να μην παίρνουν υγρασία . Υπήρχαν ακόμα κρεμασμένες και δυό λάμπες με αμίαντο που κάθε τόσο τις κατέβαζε και τις γέμιζε με την τρόμπα αέρα,  όπως και μια δυο λάμπες από την πετρελαιοκίνητη γεννήτρια του Φατούρου (που ήταν σχετικά κοντά) κι έτσι έφεγγε όλο το μαγαζί.

Δεν έχω καλή μνήμη για το μαγαζί του μπάρμπα Στέφανου. Μπορεί να ήταν κάτι απλό, σαν αποθήκη με βαρέλια, δεπόζιτα και τενεκέδες αλλά εμένα μου φάνταζε το κάτι διαφορετικό γιατί δεν ήταν σαν τα κλασσικά μαγαζιά. Έτσι στο Γερούλη πήγαιναν για ψώνια όσοι ήθελαν κάτι το ξεχωριστό ας πούμε. Έβρισκαν εκεί όπως είπαμε αλλαντικά και κονσέρβες, φοντάν αλλά και σπίρτα, πιάτα , κεφαλοτύρια και κάτι βούτυρα που τα έδινε με ξύλινη σπάτουλα σε λαδόχαρτο. Επίσης είχε μελισσοκέρι και κεριά για την εκκλησιά και λίγα χρόνια αργότερα, όταν γύρισε απ την Αμερική που πήγε τρείς φορές(!!) λένε πως είχε κάμει και φανταστικά συροπιαστά όπως ακριβώς του μπάρμπα Αντρέα εδώ στην οδό Βερροιώτη. Δεν το θυμάμαι καθόλου αυτό.

Ήταν άρχοντας και νοικοκύρης ο Στέφανος ο Γερούλης. Έφτιαξε μια φάρμα με δέντρα και πουλερικά κι είχε πρότυπο σύστημα άρδευσης με μαγκανοπήγαδο που το γέμιζε με κύλινδρο και άλογο που το γύριζε. Πότιζε αυτό το καταπληκτικό και νοικοκυρεμένο περιβόλι που δεν έλειπε κανένα φρούτο κανένα κηπευτικό και τα είχε καλυμμένα με ψαθιά απ το παρακείμενο ποτάμι σαν θερμοκήπιο για να κρατάνε ακόμα και το χειμώνα. Είχε κι ένα σπίτι –αποθήκη εκεί στο περιβόλι με τούβλα κόκκινα που ήταν αμίστριστο αλλά και πολλά μελίσσια. Συσκεύαζε το μέλι (όπως σήμερα ο άγγονάς του ο Στέφανος) και πολλές φορές συνεργαζόταν με τον Φλίππο τον Μιχελή που σαν Δραγανίτης είχε κι αυτός μελίσσια και ήξερε τα μυστικά τους. Οι ποικιλίες των φραγγιάτων του συζητιόταν στο χωριό γιατί είχε απ όλα. Από αετονύχη και μοσχάτα μέχρι κέρινα και τσιμπίμπο. Και μόνιμους εργάτες για νάναι όλα τέλεια. Τα κάλυπτε μάλιστα με κάτι τουλοπάνια για να μη τα τρώνε οι σερσέλοι και έτσι διατηρούσε σταφύλια μέχρι το Δεκέμβρη. Να μη ξεχάσω να αναφέρω τα καταπληκτικά τριαντάφυλλα που σε κάθε ταξίδι του όλο και έφερνε νέες ποικιλίες που ήταν ζητούμενο από κάθε γυναίκα ένα ξεμοσκαλίδι για να αποκτήσει κι αυτή μια διαφορετική τριανταφυλλιά. Τα κηπευτικά και τα φρούτα τα πουλούσε στο μαγαζί του αλλά και στα καΐκια που πήγαιναν στο Θιάκι και την Κεφαλονιά.

Ο Στέφανος Γερούλης ήταν παντρεμένος με  τη θειά Λαμπρινή κι είχε τρείς κόρες, την Κατερίνα (τη φώναζαν Νενέτη), την Ουρανία και την  Ελευθερία κι ένα γιό δίμετρο(!), τον Σπύρο και  εγγόνια πολλά όπως το Στέφανο  που έχει τώρα το σπίτι του παππού του στη Βασιλική και το Σπύρο τον Τούμπα τον ηλεκτρολόγο και τα αδέρφια του αλλά και την Ζωή , την Λαμπρινή, την Μαρία και πολλά άλλα.  Ο γιός του ο Σπύρος συνέχισε τις ασχολίες του πατέρα του στο περιβόλι και  ιδίως στα μέλια . Σαν στρατιώτης, συμμετείχε στην φρουρά που παρέλαβε από τους Ιταλούς τα Δωδεκάνησα και απ την συμμετοχή του στο στρατό του είχε μείνει κι ένα κουσούρι, του μπάρμπα Σπύρου Γερούλη που κοίταζε πάντα λοξά, όπως ακριβώς είχε συνηθίσει να σκοπεύει..

Εδώ μια σπάνια φωτογραφία που μου έδωσε η εγγονή του η Ζωή Κατηφόρη, κόρη της κόρης του της Ελευθερίας. Από αριστερά ο γιός του ο Σπύρος, ο πατέρας του ο μπάρμπα Βασίλης, ένας φίλος του που ήρθε απ την Αμερική κι ο Στέφανος ο Γερούλης δεξιά.

Η Ελευθερία κληρονόμησε το χούι του πατέρα της κι έχει, εκεί δίπλα απ τις αποθήκες του ΤΑΟΛ, ένα στρέμμα κήπο με λουλούδια και πολλές γλάστρες, στα μπαλκόνια, στις σκάλες, παντού. Θυμάμαι τον γάμο της κόρης του Μπρούκλη, της Νενέτης όπως την φώναζαν, από το Κατερίνα. Παντρεύτηκε τον Γιώργο τον Τούμπα που είχε μαγαζί στο στενό της Φιλαρμονικής απέναντι απ την ταβέρνα του Σωτήρη του Βεντούρα. Πούλαγε κηπευτικά αλλά επιδιόρθωνε και ομπρέλες γιατί μια ομπρέλα ήταν τότε ακριβή γι αυτό και το καλύτερο δώρο-αν θυμάστε- ήταν μια ομπρέλα απ τη Ρόδο ή απ την Ιταλία (για όσους ήταν καμαρότοι στα καράβια «Απολλωνία, Άππια, Εγνατία» που πήγαιναν στο Πρίντεζι).

 Θυμάμαι το λοιπόν, το γάμο της πανέμορφης και ψηλής Νενέτης στο αρχοντόσπιτο του μπάρμπα Στέφανου με πολύ κόσμο, με βιολιά και αμέτρητα σφαχτά. Θυμάμαι 2-3 μεγαλόσωμους άντρες ν ανακατεύουν με μεγάλα καδρόνια(!)αντί για κουτάλες για να μη σπάνε απ τη ζέστη, κάτι τεράστια καζάνια κι οι σκίζες να πέφτουν αβέρτα στη φωτιά για να βράσει το τραί, να το βγάλουν και να ρίξουν σούπα που ήταν το κλασσικό φαί του γάμου σύν βέβαια τα ταψιά στο φούρνο. Πάντα η σούπα τρωγόταν καυτή να κάμει και καλό από κάνα κρύωμα αλλά και να μη πήξει το λίπος απ τον τράγο !! Κι ήταν σαν διαγωνισμός πόσα πιάτα θα ρουφήξει ο καθένας που έτσι καυτή που την έτρωγε, σουροκάλιαζε κι ο ιδρώτας μες το πιάτο κι άστα να πάνε..Θυμάμαι πάντως ότι όλοι… φάγαμε καλά κι έγινε μεγάλο γλέντι όπου ο Μπρούκλης κάπνισε και τα πούρα του μαζί με 2-3 φίλους που ξέρανε από πούρα . Αυτοί ήταν μαζί στην Αμερική και είχαν έρθει για το γάμο!! Στο τέλος μετά από το γλέντι με τα κλαρίνα, τη νύφη την πήρανε με μια κούρσα πολυτελείας  που είχε –θυμάμαι-ξύλινες πόρτες και  παράθυρα, για το νέο σπιτικό της στη Λευκάδα.

Ο Μπρούκλης που είχε γεννηθεί στον Παλιόφουρνο της Κοντάραινας  απ το σόι το Γερουλέικο περί το 1890, άφησε εποχή στο χωριό όχι τόσο για το βιός του που ποτέ δεν επιδείκνυε αλλά για τις πρωτοπόρες καλλιέργειες, τις επινοήσεις του στη ζαχαροπλαστική, τις ποικιλίες των εμπορευμάτων και των δέντρων του και μ ένα μοναδικό -ίσως ξενόφερτο- χιούμορ που κανένας δεν είχε στο χωριό..

Παναγιώτης Σκληρός

Φοντάν= σοκολατάκια
Σουροκαλιάζει=τρέχει σαν νερό
Αβέρτα=συνέχεια
Σέρσελας=Εντομο σαν μεγάλη σφήγκα
Τσιμπίμπο= σουλτανίνα
Ξεμοσκαλίδι= μόσχευμα
Τουλοπάνι= πολύ λεπτό λευκό πανί
Δράμι= μέτρο μέτρησης πρίν τα γραμμάρια

Προηγουμενο αρθρο
Ηλιοβασίλεμα στον Άγιο Νικήτα Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Εκδήλωση στη Λευκάδα για την Διεθνή Ημέρα Μουσείων

1 Σχόλιο

  1. John Wick
    12 Μαΐου 2022 at 22:58 — Απάντηση

    Με το απαύγασμα , το σφρίγος των πολλών προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα και τη λαχτάρα του ν αποτυπωθούν όλα τα συμπαρομαρτούντα εκείνης της εποχής, σαν αναγνώστης, απόλαυσα τις εικόνες με τις «αγέραστες στιγμές». Άλλη μια οδοιπορία συνάντησης των ανθρώπων που μας λείπουν από τις γωνιές και γειτονιές … Μια οδοιπορία που καταδύεται με τόλμη, ανασταίνοντας μπροστά μας στιγμές, τοπία, μορφές και βλέμματα ανθρώπων, πράγματα, συνήθειες, ανησυχίες και χαρές κάτω από τα φυλλώματα των τριανταφυλλιών. Έξοχη νοσταλγική περιγραφή χαρακτηριστικών μιας άλλης εποχής.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.