HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΑντίστροφα της Λήθης

Αντίστροφα της Λήθης

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

To 2014 με τη Βιολέττα Σάντα συνεργαστήκαμε για να εκδώσουμε σε βιβλίο μια σειρά κειμένων που είχε δημοσιεύσει ο Νίκος Βαγενάς στον ιστότοπο «ΑΡΩΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ». Είχα την τιμή και τη ευθύνη να σχεδιάσω και να επιμεληθώ την έκδοση. Το βιβλίο, με τον συνειδητά χαμηλόφωνο –«σεμνό» καλύτερα- τίτλο Πάτρια ίχνη, Ψηφίδες από τη Λευκάδα του χθες, εκδόθηκε από τις εκδόσεις fagotto books του Νίκου Θερμού το 2014 σε μια πολύ προσεγμένη έκδοση.

Θεωρώ χρέος μου να θυμίσω στους συντοπίτες αυτό το πολύ σημαντικό βιβλίο, πραγματικό εγχειρίδιο τοπικής πατριδογνωσίας, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και ευσυνειδησίας ενός αθόρυβου εργάτη της τοπικής ιστορίας, ακραίου οπαδού του «λάθε βιώσας». Να το θυμίσω για να μη το καταπιεί η Λήθη. Να το θυμίσω σε μια εποχή όπου το μεν Ασήμαντο έχει βρει τόσα μέσα για να θορυβεί εκκωφαντικά διαλαλώντας τη φτηνή του πραμάτεια οι δε καιροί, δυστυχώς, είναι δεκτικοί σε τέτοιες «προσφορές», γιατί δεν έχουν τις κεραίες εντοπισμού και διάκρισης του ευτελούς και του σημαντικού.

Έγραφα τότε, μεταξύ των άλλων, στα Επιλεγόμενα του βιβλίου τα όσα παρατίθενται παρακάτω:

1. ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

…..Περί τοπικής ιστορίας και άλλων συναφών

…Κάπως έτσι πήρε τη μορφή του το βιβλίο αυτό. Τα υπόλοιπα θα τα «πει» ο αναγνώστης. Θα συμπληρώσω μόνο ότι τα κείμενα αυτού του βιβλίου πρέπει να τα διαβάσουμε ως μια σειρά, ιστορικών κατά βάση, κειμένων που μας επιτρέπουν να εισχωρήσουμε στην περιοχή ενός κόσμου που έχει φύγει πια -παρεμπιπτόντως αυτή η δυνατότητα που περικλείουν τα προικοδοτεί με μια ισχυρή δόση γοητείας, καθώς καρπώνονται τρόπον τινά μέρος από τη γοητεία του κόσμου, στην ανακάλυψη του οποίου συντελούν. Από την άποψη αυτή το βιβλίο του Βαγενά, και γιατί ανασαίνει στον αέρα του παρελθόντος και εξ αιτίας της μεθόδου του και της θεματολογίας του, απευθύνεται όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και  στους ειδικούς ή κατ’ επάγγελμα ιστορικούς που θέλουν να διερευνήσουν το ιστορούμενο στο βιβλίο παρελθόν αυτής της πόλης ή να θέσουν υπό έλεγχο ομόλογες δικές τους προσεγγίσεις ή να θέσουν νέα ερωτήματα ή όλα μαζί.

Είναι, λοιπόν,  ένα βιβλίο τοπικής ιστορίας, γενικής τοπικής ιστορίας, και δεν του αναιρεί αυτή του την ιδιότητα το γεγονός ότι προήλθε από συμπίλημα επί μέρους ημιαυτόνομων κειμένων και δεν προήλθε από τη μήτρα ενός εξ αρχής συνολικού σχεδιασμού. Ο τόπος αποτελεί  τη βασική παράμετρο της τοπικής ιστορίας: Ό,τι συνέβη σε έναν τόπο, ανήκει δυνάμει στην ιστορία του τόπου αυτού -ποιες κατηγορίες γεγονότων, βέβαια θα αντιληφθεί ως γεγονότα άξια να ιστορηθούν ο τοπικός ιστορικός το καθορίζουν οι γενικές περί ιστορίας αντιλήψεις που επικρατούν κατά τον χρόνο της συγγραφής του και οι δικές του επιλογές και δυνατότητες. Και δίδυμη παράμετρο της προηγούμενης αποτελεί ο χρόνος,  το μεγάλο ποτάμι, μέσα στο οποίο κολυμπάει η σύμπασα ιστορία, ο παράφορος γλύπτης των ανθρώπων, ο οποίος, στις ευτυχισμένες της στιγμές της τοπικής ιστορίας βέβαια, φορτωμένος από την βιωματικότητα του οικείου, εμποτίζει τον ιστορούμενο τόπο.

Και, για να αποφύγουμε μια απλουστευτική διαπίστωση, που υποτιμά κατ’ ουσίαν την τοπική ιστορία, πρέπει στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε ότι ούτε ο συγγραφέας ούτε όσοι συνεργαστήκαμε σ’ αυτό το εγχείρημα συμμεριζόμαστε την κοινώς επικρατούσα αντίληψη που με αφελή θαυμασμό φορτώνει στην τοπική ιστορία τα εύσημα  της ιδιαιτερότητος, της μοναδικότητος, της εξαίρεσης και άλλους παρόμοιους «πατριωτικούς» αφοριστικούς χαρακτηρισμούς. H ιδιαιτερότητα του τοπικού ιστορικού γεγονότος δεν είναι παρά η σε διαφορετικό χρόνο -σε σύγκριση με άλλους τόπους- εμφάνιση ενός  ομόλογου γενικού ιστορικού φαινομένου, εθνικού ή περιφερειακού. Με διαφορετικά λόγια, όπως έχει επισημάνει και ο Σύρος Ασδραχάς, το συγκεκριμένο πεδίο παρατήρησης, το τοπικό, ενέχει στοιχεία καθολικής ιστορίας, μηχανισμούς, οι οποίοι ισχύουν και σε άλλα πεδία παρατήρησης και οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν σε μια τυπολογία ιστορικών φαινομένων και σε παραδειγματικές κατασκευές με τις οποίες η τοπική ιστορία αποκτά ένα άλλο εύρος περιεχομένου και ενός άλλου είδους επίπτωση στην καθόλου ιστοριογραφία.

Και για να κλείσουμε αυτά τα «θεωρητικά» ζητήματα, ας καταλήξουμε, βάσει των ανωτέρω, σε τούτο:  μπορεί η τοπική ιστορία να μην είναι απλώς μια τοπική υπόθεση, εφόσον και το τοπικό δεν είναι παρά η εμφάνιση μιας διαφορετικής μορφής του γενικού σε διαφορετικό χρόνο, αλλά αυτή η παραδοχή δεν οδηγεί υποχρεωτικά στην αναίρεση των εγγενών της 

2. ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

χαρακτηριστικών που της χαρίζουν τη γοητεία της βιωματικότητας και της νοσταλγίας, δηλαδή της ανάγκης της επιστροφής στον προνομιακό χρόνο της παιδικής ελευθερίας, η οποία, βέβαια, βιώνεται μόνο σ’ έναν τόπο –και αυτός είναι ο γενέθλιος τόπος. Αυτό αποτελεί τη σημαντική ειδοποιό διαφορά της από την γενική ιστορία και ειδικό κίνητρο ενασχόλησης μ’ αυτήν -έστω κι αν στο τελευταίο, όπως πολλάκις έχει διαπιστωθεί,  ελλοχεύει ο κίνδυνος της εφόδου, μαζί με τον  προικισμένο τοπικό ιστορικό, των πολλών ατάλαντων που οι διανοητικές τους αποσκευές είναι κατάφορτες από τα ράκη ενός κουραστικού τοπικισμού.

Ας εστιάσουμε λίγο περισσότερο στον μη ειδικό, αυτόν που συμβατικά ονομάζουμε «μέσο αναγνώστη» και ειδικά τον συντοπίτη αναγνώστη. Όπως και άλλοτε έχω σημειώσει, αυτός ο αναγνώστης το μόνο που ζητάει είναι το κείμενο-όχημα που θα τον ταξιδέψει, με τα πανιά της νοσταλγίας, στον προνομιακό χρόνο της παιδικής του ελευθερία ή της πρώτης του νιότης. Αυτόν τον αναγνώστη το βιβλίο είναι έτοιμο να τον υποδεχθεί και να τον ταξιδέψει, με ανοιχτά τα λευκά πανιά του, στους τόπους και στα χρόνια που νοσταλγεί: Στο σχολείο του Μαρκά με τους συμμαθητές του να τραγουδάνε, σατιρίζοντας αθώα τον δάσκαλό τους τον «Μολιό» (κατά κόσμον Τιμολέοντα Μεσσήνη), παραφρασμένη την «Αγνώριστη» του Σολωμού∙ ή στο «Πάνθεον» μια βραδιά αποκριάτικη και να λάμπουν στο βάθος εξωτικά τα σκηνικά του Αθηνιώτη και του Μαλακάση∙ ή στο παζάρι της πόλης ν’ ακούνε τον παγωτατζή να διαλαλεί «Κρέμα, σοκολάτα, κύπελλο!…και κακάο μ’ ένα φράγκο!» και να μαραίνονται αν δεν είχαν το πολυπόθητο φράγκο· ή  μπροστά το τουριστικό περίπτερο με την παρέα του να υπερπηδάνε τα μπηγμένα κανόνια και να βουτάνε ομαδικά στη θάλασσα κάνοντας φιγούρα στα κοριτσόπουλα που αναγκαστικά έπρεπε να περάσουν από αυτό το σημείο για να πάνε ή να γυρίσουν από την Αμμόγλωσσα…

…οι λογαριασμοί ξανανοίγουν

Ούτως ή άλλως και αυτό το βιβλίο του Βαγενά, όπως και Το Κάστρο της Αγίας Μαύρας, μας βάζει να ξανακάνουμε τους λογαριασμούς μας με το χρόνο και την ιστορία, τη γνώση του παρελθόντος και τη σχέση του με το παρόν. Ένας λογαριασμός βίωσης, που καλλιεργεί δεξιότητες και ευαισθησίες, οξύνοντας τα νοητικά εργαλεία για την προσέγγιση της ζώσας πραγματικότητας. Η γνωριμία με τον τόπο μας, η πατριδογνωσία, μας καλεί να βρούμε εξηγήσεις όχι μόνο για τα μεγάλα και ένδοξα αλλά για τα λιγότερα μελετημένα ίχνη των προηγούμενων ανθρώπων πάνω στο χώρο

Με άλλα λόγια, το βιβλίο αυτό μας προσκαλεί να ιχνηλατήσουμε πάλι το τοπίο της πόλης και του περίγυρού της, όχι το επίπεδο τοπίο του παρόντος αλλά το διαχρονικό παλίμψηστο που ή έχει χαθεί οριστικά ή έχει αφήσει λίγα και δυσδιάκριτα ίχνη, ορατά μόνο στο υποψιασμένο μάτι. Και μας καλεί κομίζοντάς μας καινούργιες, άγνωστες ως τώρα, πληροφορίες, που θα διαφοροποιήσουν, λίγο ή πολύ, την εικόνα που είχαμε ως τώρα γι’ αυτό:  για τους δύο μόλους της πόλης, για το λιμάνι της, για τον εξωτερικό λιμένα της, για όλη την περιοχή της Πλάκας, τον Ανθώνα, την Καινούργια Χώρα και την Πλατεία Δικαστηρίων.

Μας καλεί να ξανασκεφθούμε και να ανασυνθέσουμε νοητικά, πατώντας πάνω στη γνώση που κομίζει, τον ιστό της παλιάς πόλης, καταγράφοντας, εντοπίζοντας  και τοποθετώντας μέσα σ’ αυτόν ορισμένα βασικά κύτταρά του (π.χ. τους αναρίθμητους φούρνους, τους χώρους του θεάματος και της ψυχαγωγίας, τα σχολεία, τις βρύσες) και τις επαγγελματικές μικροδραστηριότητες,  που αναπτύχτηκαν μέσα σ’ αυτόν, μας καλεί δηλαδή να δούμε, παράλληλα, και την κοινωνική διαστρωμάτωση του τότε πληθυσμού της πόλης∙ και κοντά σ’ αυτά και τις συλλογικές νοοτροπίες, όπως είχαν διαμορφωθεί στον συγκεκριμένο χώρο και, κυρίως αυτές που ο συγγραφέας θεωρεί ότι αποκλίνουν από τις αντίστοιχες του υπόλοιπου ελληνικού χώρου και του προσδίδουν τη δική του ιδιαιτερότητα.

Κάθε φορά, λοιπόν, που βλέπει το φως της δημοσιότητας ένα βιβλίο σαν αυτό, πρέπει να ξανανοίγουμε τους λογαριασμούς με το παρελθόν μας. Και δεν δικαιούμαστε να λέμε ότι δεν ξέρουμε -αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς στις δοσοληψίες μας με την πατριδογνωσία, που τόσο πολύ όλοι μας, και κυρίως οι κρατούντες, την αγαπάμε λεκτικά.  Και πρέπει να τους ξανανοίγουμε όχι μόνο για να ενισχυθεί τελικά η αυτογνωσία μας –αυτό από μόνο του φαίνεται ότι δεν πείθει όσο θα θέλαμε. Αλλά γιατί η γνώση, που θα φέρει αυτό το άνοιγμα, είναι πολύτιμο εργαλείο και για τον απλό πολίτη: μπορεί να του λειάνει κάποιες ανεπιθύμητες, προ-πολιτισμικές θα μπορούσα να πω, νοοτροπίες και να εκλεπτύνει την, εξ αυτών πηγάζουσα, πρακτική συμπεριφορά του σε ποικίλα  θέματα του καθημερινού βίου. Αλλά είναι, κυρίως, εργαλείο για τους φορείς εξουσίας που έχουν θεσμικό δικαίωμα να σχεδιάζουν και να υλοποιούν έργα, τα οποία επηρεάζουν την όψη του τοπίου, αστικού και  αγροτικού, και δραστηριότητες, οι οποίες επιδρούν καταλυτικά στη διαμόρφωση των συλλογικών νοοτροπιών. Όταν οικοδομεί κάποιος, μελετά προηγουμένως τη σύσταση του εδάφους του οικοπέδου του ούτως ώστε να θεμελιώσει ασφαλέστερα. Δεν γίνεται να ισχύει κάτι διαφορετικό, όταν ασκεί πολιτική, και μάλιστα πολιτική σε μεγάλη κλίμακα. Το αντίθετο: πρέπει να μελετήσει επιμελώς τη σύσταση του πολιτισμικού υπεδάφους επί του οποίου θα «πατήσει» αυτή η πολιτική -σε τελική ανάλυση έτσι εξασφαλίζουν οι πολιτισμένες κοινωνίες την επιθυμητή συνέχεια του παρελθόντος μέσα στην αναπόφευκτη αλλά και απαραίτητη ανανέωση του γίγνεσθαι. Η ως τώρα ελληνική εμπειρία επί του θέματος έχει πρόσημο αρνητικό: οι φορείς εξουσίας δεν επωφελούνται από τη γνώση αυτή είτε γιατί δεν επιτελούν αυτό το άνοιγμα είτε γιατί το επιτελούν στρεβλά.

…οφειλές και ευχαριστίες

Στην κατακλείδα αυτής της μικρής εισαγωγής, ας αποδώσουμε στον Βαγενά ακριβοδίκαια αυτά που του οφείλουμε ως αντίδωρο για όσα πρόσφερε στον τόπο του και στους συντοπίτες του από καρδιάς και από το υστέρημά του. Ως επιμελητής αυτού του βιβλίου, και ως διαμεσολαβητής κατά τι ανάμεσα στον πομπό και το δέκτη της προσφοράς, αυτών των δύο την επικοινωνία προσπάθησα να διευκολύνω. Τώρα είναι ώρα να σιωπήσουμε και να αφήσουμε τη φωνή του βιβλίου του να συγχρονισθεί με τη φωνή της πάτριας γης, που είναι η επιθυμία του -και ας μην αφεθούμε στην εύκολη ρητορεία των μεγάλων λόγων περί εθνικής ταυτότητας, περί παράδοσης και τα συναφή. Εξάλλου, το ξέρουμε πλέον καλά: η αυτογνωσία των ατόμων και των κοινωνιών έρχεται όχι από τις πολύβοες λεωφόρους των κενών μεγαλοστομιών αλλά, κυρίως, από παράδρομους κρυφούς και σιωπηλούς. Και τη μυστική φωνή της την ακούν όσοι σιωπούν ταπεινά  και ακουρμένονται προσεκτικά. Ας σιωπήσουμε, για να την ακούσουμε κι εμείς να αναδύεται μέσα από τα γραπτά του Βαγενά.

Λευκάδα, Μάης 2014

Προηγουμενο αρθρο
Τι «παίζει» με την υπόθεση της Υποθαλάσσιας Ζεύξης Λευκάδας;
Επομενο αρθρο
Οι “Θαλασσόλυκοι” του ΣΚΑΪ στη Λευκάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.