HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΑπό την οθωμανική κατάκτηση στην Επανάσταση του 1821: η περίπτωση της Λευκάδας

Από την οθωμανική κατάκτηση στην Επανάσταση του 1821: η περίπτωση της Λευκάδας

Άγγελος Γ.  Χόρτης*

 Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως η Επανάσταση του 1821, δεν εμφανίζονται αιφνίδια. Είναι αποτέλεσμα μακράς κυοφορίας, κατά την οποία πολλοί παράγοντες και ποικίλες συνιστώσες οδηγούν στην εκδήλωσή  τους. Σε ό,τι αφορά τον μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, ενοποιός δύναμη όλων αυτών των συνιστωσών αποτελούν η αγωνιστική παράδοση και η αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία, που χαρακτηρίζουν διαχρονικά τον Ελληνισμό. Στην ανακοίνωσή μου θα προσπαθήσω να διερευνήσω την πορεία της Λευκάδας από την οθωμανική κατάκτηση μέχρι την Επανάσταση και τους παράγοντες εκείνους οι οποίοι συνετέλεσαν στη συμμετοχή των προπατόρων μας σε αυτήν.

Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, οι κατακτήσεις και η ραγδαία επέκταση των Οθωμανών κατέπληξαν και ενέσπειραν τρόμο σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.  Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην προσέγγιση του «Δυτικού», δηλαδή του φραγκικού, με το ελληνικό στοιχείο για την αντιμετώπιση του κοινού κινδύνου. Μετά μάλιστα την κατάκτηση και της Πελοποννήσου (1458-1469), το βάρος της άμυνας του χριστιανικού κόσμου έπρεπε να σηκώσουν οι βενετικές και λοιπές φραγκικές κτήσεις και κυρίως τα Επτάνησα, που βρέθηκαν στη μεθόριο του χριστιανικού με τον Οθωμανικό κόσμο. 

Σε ό,τι αφορά τη Λευκάδα, πολύ γρήγορα, σε εξαίρεση με τα υπόλοιπα νησιά,  θα γνωρίσει, για μεγάλο διάστημα, την οθωμανική κατοχή, την ωμότητα και τις θηριωδίες των ασιανών κατακτητών. Το 1479, μετά τη λήξη του Τουρκοβενετικού πολέμου του 1463-1479, οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την αδιαφορία της Βενετίας, κατέλαβαν την υπό την κυριαρχία του Λεονάρδου Τόκκο, εχθρού της βενετικής δημοκρατίας, Λευκάδα, όπως και τη Βόνιτσα, την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο – τις δύο τελευταίες για σύντομο διάστημα -, ελεηλάτησαν, επυρπόλησαν, έσφαξαν εκατοντάδες κατοίκους, ενώ πολλούς αιχμαλώτισαν και πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Τόσο πολλοί μάλιστα ήταν οι αιχμάλωτοι, ώστε η τιμή πωλήσεως εκάστου ήταν μόλις 10 σολδία. (1). Μία πληροφορία  που οφείλουμε στον Κωνσταντίνο Σάθα είναι ενδεικτική της έκτασης των σφαγών και των αιχμαλωσιών. Σύμφωνα με αυτήν, ο Λευκαδίτης λόγιος Νικόλαος Ακτιακός έχασε, κατά την άλωση του νησιού, όλους τους συγγενείς του και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε αρχικά στη Φλωρεντία και ύστερα στη Φερράρα (2). Παράλληλα, οι Τούρκοι μετέφεραν στο νησί  οικογένειες ομοφύλων τους, στις οποίες παραχώρησαν τα περισσότερα καλλιεργούμενα κτήματα, κάποια από τα οποία επιστράφηκαν επί Σελήμ του Α’ (3). Ο Σάθας, βέβαια, αναφέρει ότι επιστράφηκαν όλα τα παραχωρηθέντα κτήματα. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι, με βάση τα ενετικά κτηματολόγια, όλα σχεδόν τα κτήματα στις πιο εύφορες περιοχές του νησιού ανήκαν σε Τούρκους, θεωρώ  συζητήσιμη την πληροφορία αυτή. Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος αποψίλωσης του νησιού μας από τους κατοίκους του, μπορούμε να λάβουμε ως βάση οθωμανικό κατάστιχο του 1641-42. Σύμφωνα με αυτό, το σύνολο των νοικοκυριών του καζά της Αγίας Μαύρας ανερχόταν σε 1593, από τα οποία, αφαιρουμένων των νοικοκυριών  των χωριών Πλαγιά Σολιανή στην ακαρνανική ακτή, Άλλη Μεριά και Μικρός Άγιος Ηλίας, στα ανατολικά του φρουρίου, φτάνουμε στα περίπου 1470 (4). Με τεκμαιρόμενο μέσο μέγεθος νοικοκυριού 4  άτομα,  ο συνολικός πληθυσμός του νησιού θα ήταν το 1642 περίπου 5.860, ή και μικρότερος, αν το μέσο μέγεθος κάθε νοικοκυριού ήταν κάτω του 4, πράγμα πιθανό (στα 1760, 3 αιώνες μετά την τουρκική κατάκτηση, το μέσο μέγεθος νοικοκυριού στη Λευκάδα ήταν 4,28 , ενώ τον 14ο αιώνα μεταξύ 3,2 και 4,5 (5).

 Η ισχνότητα του πληθυσμού, περίπου 160 χρόνια μετά την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς, φανερώνει τον βαθμό ερήμωσής του, λόγω των   σφαγών και των αιχμαλωσιών, αφού στα 160 αυτά χρόνια είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο πληθυσμός είχε αυξηθεί, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Πέραν τούτων, σε ολόκληρη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η οικονομική καταπίεση των κατοίκων ήταν αφόρητη, αφού, σύμφωνα με βενετικές πηγές, κατέβαλλαν επαχθέστατους φόρους, όπως τη δεκάτη, που ανερχόταν όμως σε 2 στα 15, δηλαδή περίπου σε 13,5%, καθώς και σειρά ανελαστικών φόρων, όπως το χαράτσι,  ανερχόμενο σε 1 τζεκίνι (6) ανά οικογένεια, τον κεφαλικό φόρο ανερχόμενο σε 1 ριάλι (7) για τους έγγαμους και 3/4 του ριαλιού  για τους άγαμους άνω των 12 ετών (σύμφωνα με τα οθωμανικά αρχεία, ο φόρος αυτός αυξανόταν προοδευτικά) (8), φόρο για το πυροβολικό, στρεμματιάτικο (έγγειος φόρος), χορταριάτικο (φόρος για τα ζώα) κ.ά., ενώ ήταν υποχρεωμένοι να καλλιεργούν τα κτήματα των Τούρκων μισακά, καταβάλλοντας όμως και τη δεκάτη στο τμήμα της παραγωγής που τους αναλογούσε. Εκτός αυτών, οι κατακτητές εκμεταλλεύονταν τις αλυκές και τα ιχθυοτροφεία του νησιού (9). Η καθυστέρηση καταβολής του κεφαλικού φόρου υποδηλώνει τη δεινή οικονομική κατάσταση των κατοίκων (10).

Επόμενο, συνεπώς, ήταν όλα αυτά να δεινά  να εγγραφούν στη συλλογική συνείδηση των κατοίκων, να καθορίσουν τη στάση τους έναντι των Οθωμανών και να δημιουργήσουν  το υπόβαθρο για ανάλογη αντίδραση, όταν οι συνθήκες θα ήταν πρόσφορες γι’ αυτό. Αλλά το ρεύμα του αντιοθωμανικού πνεύματος στα Επτάνησα γενικότερα και στη Λευκάδα ειδικότερα ετροφοδοτείτο από ποικίλες πηγές και για διάφορους λόγους, οι οποίοι συνέκλιναν και, όπως ήταν φυσικό, οδηγούσαν στην έντασή του. Μια πληροφορία πάλι του Κ. Σάθα είναι εξόχως χαρακτηριστική: Στα 1502, προφανώς, όταν για  διάστημα 1 έτους το νησί μας ανακατελήφθη από τους Βενετούς (11), οι τελευταίοι εγκατέστησαν σε αυτό, όπως και στην Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο Έλληνες μισθοφόρους, που είχαν πολεμήσει και ανδραγαθήσει  κάτω από τις σημαίες τους  εναντίον των Τούρκων στην Πελοπόννησο και την Ήπειρο, αλλά και στην Ιταλία, όταν οι Οθωμανοί είχαν εισβάλει στην περιοχή της Απουλίας  το 1480 (στον πόλεμο αυτόν οι Βενετοί είχαν τηρήσει ουδετερότητα, αλλά άνδρες, όπως ο Κορκόδει(υ)λος Κλαδάς, του οποίου οι απόγονοι εγκαταστάθηκαν στην βενετοκρατούμενη Κεφαλλονιά, είχε λάβει μέρος) (12), καθώς και εναντίον του Γάλλου βασιλιά Καρόλου του Η΄, όταν είχε εισβάλει στην Ιταλία  (1494) (13). Οι άνδρες αυτοί ήταν οι περίφημοι Stradioti  των Δυτικών πηγών, Πελοποννήσιοι, Στερεοελλαδίτες, Ηπειρώτες και Αλβανοί, οι οποίοι έτρεφαν αδιάλλακτο μίσος εναντίον των Οθωμανών. Περιώνυμοι μεταξύ αυτών υπήρξαν ο  προαναφερθείς Κορκόδει(υ)λος Κλαδάς, εξεγερθείς εναντίον των Οθωμανών στη Μάνη το 1479-1480(14), ο Μερκούριος Μπούας (15), ο Κ. Αριανίτης, συγγενής του Σκεντέρμπεη (16), ο Μιχαήλ Μάρουλ(λ)ος Ταρχανιώτης (17) κ. ά. Η αναφορά  του Σάθα είναι η ακόλουθη:  «Μετά τας εν Τάρω (σημ.: ποταμός της Ιταλίας) και Νοβάρα  μάχας (σημ.: το 1494)  οι Στρατιώται εξακολουθούσι τον κατά των Γάλλων πόλεμον εν Νεαπόλει και Καλαβρία… Διάφοροι των ημετέρων πολεμιστών διαπρέψαντες τότε έλαβον αδράς συντάξεις εν Ζακύνθω, Κερκύρα  και εν τη μετ’ ολίγον δια της συνδρομής των κατακτηθείση Κεφαλληνία, ως και εν Λευκάδι» (18). Δυστυχώς, ο Σάθας δεν μας δίνει βιβλιογραφική παραπομπή και ονόματα των εγκατασταθέντων στη Λευκάδα, σε αντίθεση με τους εγκατασταθέντες στην Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο. Αναφέρει, όμως, χωρίς τόπο εγκατάστασης, τους Αιτωλούς Μαλακάση, Σκιαδόπουλους, Νικολίτσα, Μέχρα κ.ά. Από τα επώνυμα αυτά, το επώνυμο Μαλακάσης συναντάται σε οθωμανικό κατάστιχο του 1641-42 στα χωριά Φρύνι, Χοντριάδα και Διαμιλιάνι του νησιού μας. Στο ίδιο κατάστιχο συναντάμε ακόμα και  το επώνυμο Μπούας, ομώνυμο του προαναφερθέντος περιωνύμου Μερκουρίου, όπως και του ετέρου  επιφανούς Στρατιώτου Θεοδώρου Μπούα, ο οποίος είχε πολεμήσει στην Πελοπόννησο εναντίον των Τούρκων, ενώ καταγράφεται και οικισμός Γκίνη Μπούα, η σημερινή Κατούνα (19). Τέλος, στη Βενετία εγκαθίσταται τον 17ο αιώνα, όπως αναφέρεται σε σχετικό κατάστιχο, μαζί με άλλους Λευκαδίτες, ο επίσης Λευκαδίτης Zorzi Schiadopulo (Γεώργιος Σκιαδόπουλος) da Santa Maura, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. (20). Τα στοιχεία αυτά μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε σχεδόν βέβαιη την εγκατάσταση Στρατιωτών στο νησί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το αντιοθωμανικό κλίμα μεταφερόταν στο νησί, λόγω  και της πυκνής επικοινωνίας του  με την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα. Είναι φυσικό,  άνδρες με τέτοιο φρόνημα και ήθος όπως οι εγκατασταθέντες  Stradiotι ή ακόμα και φυγάδες από τις βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου να μετέφεραν το αντιοθωμανικό κλίμα και στη Λευκάδα. 

Παράλληλα με τα γεγονότα στον ελληνικό χώρο και τις ιλλυρικές ακτές, και την εμπλοκή των Ελλήνων σ’ αυτά,  στη Δυτική Ευρώπη οι ζυμώσεις για Σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών ήταν συνεχείς και έντονες, αρχικά με πρωταγωνιστή τον Έλληνα καρδινάλιο Βησσαρίωνα, τους φίλους του πάπες Κάλλιστο Γ’ και Πίο Β’, (21) ,  καθώς και τους Έλληνες λογίους που είχαν καταφύγει στη Δύση, όπως  τον Μάρκο Μουσούρο και κυρίως τον Ιάνο Λάσκαρι  και τους πάπες   Λέοντα Ι’ Μέδικο και Κλήμεντα Ζ’, τους οποίους αυτοί παρώθησαν να ζητήσουν από τους ισχυρούς ηγεμόνες της Ευρώπης την οργάνωση εκστρατείας στην Ανατολή για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Και είναι γνωστή η συγκλονιστική ομιλία-έκκληση του Λασκάρεως, εκπροσώπου του Κλήμεντος, προς τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’, να βοηθήσει, εν ονόματι των μεγάλων ανδρών τους οποίους είχε αναδείξει η Ελλάς, στην απελευθέρωσή της (22). 

Και, επειδή οι κοινωνίες των Επτανήσων δεν ήταν κοινωνίες εσωστρεφείς και απομονωμένες, αλλά, αντίθετα, κοινωνίες εξωστρεφείς, λόγω των ναυτεμπορικών δραστηριοτήτων των κατοίκων τους, έρχονταν σε επαφή, τόσο με τη Δύση, ιδιαίτερα με την Ιταλία και τα λιμάνια της Δ. Βαλκανικής στις ιλλυρικές ακτές, όσο και με τον ελλαδικό χώρο και, συνεπώς, είναι βέβαιο ότι γίνονταν κοινωνοί των γεγονότων τα οποία έχουμε αναφέρει. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη Λευκάδα, η επικοινωνία των κατοίκων της  ήταν εξαιρετικά πυκνή με την Ιταλία κατά τη διάρκεια  της Τουρκοκρατίας και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα και, φυσικά, με τα υπόλοιπα νησιά των Επτανήσων, τον Μοριά, τα λιμάνια της Δ. Βαλκανικής κ.λπ., ενώ η επαφή με τη Βενετία υπήρξε συνεχής και αδιάλειπτη. Τούτο προκύπτει από πληθώρα στοιχείων. Πρώτα- πρώτα από τα προσαρτημένα στην έκθεση του Γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης Φρ. Γκριμάνι του 1760 έγγραφα, τα οποία ο γράφων ανακάλυψε στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας ( Archivio di Stato di Venezia), ύστερα από την πληροφορία του μεγάλου Γάλλου ιστορικού  Fernand Braudel ότι η Λευκάδα ήταν ένα από τα κέντρα, στα οποία το σιτάρι της Ανατολής φορτωνόταν για τη Δ. Ευρώπη και, τέλος, από την Έκθεση του Λευκαδίτη Στάθη Μαρίνου προς τον δούκα του Νεβέρ Κάρολο Γκοντζάγα (1623) ότι το νησί διέθετε 40 μεγάλα πλοία, που διεξήγαν διαμεσογειακό εμπόριο και 500 βάρκες, που ταξίδευαν για εμπόριο στα υπόλοιπα Επτάνησα (23). Τα νοταριακά έγγραφα της Βενετοκρατίας επιβεβαιώνουν μέχρι κεραίας τις πληροφορίες αυτές (24). Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι Λευκαδίτες επληροφορούντο τα συγκλονιστικά γεγονότα που ραγδαία διαδραματίζονταν στον Ελλαδικό, Δυτικό Βαλκανικό και Ευρωπαϊκό χώρο, τις βιαιότητες των Οθωμανών, την ηρωική δράση των ομοεθνών τους και την προσδοκώμενη επέμβαση των χριστιανικών κρατών της Δ. Ευρώπης, δεδομένου μάλιστα ότι αρκετοί κάτοικοι του νησιού είχαν εγκατασταθεί  στη Βενετία (25), κέντρο διπλωματικών ζυμώσεων και στρατιωτικών προετοιμασιών, και, πιθανώς, και σε άλλες ιταλικές πόλεις. Και κατά τη   σύγκρουση αυτή των Οθωμανών με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις και τους ανθιστάμενους χριστιανούς της Βαλκανικής, επιβίωνε και ενισχυόταν στο νησί μας, στα υπόλοιπα Επτάνησα και σε ολόκληρη την υπόδουλη πατρίδα, κληρονόμο της ελληνικής βυζαντινής παράδοσης και της Ορθοδοξίας,  η εθνική συνείδηση που θα ωθούσε σε ενεργητική συμμετοχή των κατοίκων στον απελευθερωτικό αγώνα. 

Το 1571 και ενώ οι Οθωμανοί είχαν εισβάλει στην Κύπρο, ο πάπας Πίος ο Ε’  κατορθώνει να εξομαλύνει τις διαφορές μεταξύ Ισπανίας κα Βενετίας και να τις πείσει να υπογράψουν  συμμαχία εναντίον των Οθωμανών, με συμμετοχή του ιδίου, της Σαβοϊας και των ιπποτών της Μάλτας, που οδήγησε στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (26).  Με τον βενετικό στόλο έδρασαν τότε και επτανήσιοι υπήκοοι της Βενετίας, Κερκυραίοι, Ζακύνθιοι,  Κεφαλλονίτες, Κυθήριοι κ.λπ., καθώς και Κρήτες (27). Μετά τη θριαμβευτική νίκη των χριστιανικών δυνάμεων, οι σύμμαχοι πραγματοποίησαν μικρής κλίμακας επιχειρήσεις στα παράλια της Ηπείρου, ενώ ο Βενετός ναύαρχος   Venier,  επιχείρησε απόβαση στη Λευκάδα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στην απόβαση αυτήν, συμμετείχαν, εκτός των άλλων Επτανησίων,  και πολλοί Λευκαδίτες, παρά τους κινδύνους, που αυτό συνεπαγόταν (28). Τούτο μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι, πιθανόν, οι Λευκαδίτες αυτοί, λάθρα διαφυγόντες, θα πρέπει να πολέμησαν και στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, θέτοντας υποθήκη για τους προσεχείς αγώνες για απελευθέρωση του νησιού μας. Αλλά,  και στα πλοία των Οθωμανών πρέπει να υποθέσουμε ότι συμμετείχαν  Λευκαδίτες,  αναγκαστικά στρατολογηθέντες ως κωπηλάτες, αφού στις τουρκοκρατούμενες περιοχές,  εστρατολογείτο 1 άνδρας ανά 23 νοικοκυριά για τον στόλο (29). Το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών αυτών κωπηλατών και ασφαλώς και οι Λευκαδίτες, που πιθανότατα είχαν στρατολογηθεί, τήρησαν παθητική στάση κατά τη ναυμαχία, συμβάλλοντας έτσι στη νίκη των χριστιανικών δυνάμεων (30). Ωστόσο, οι σύμμαχοι δεν εκμεταλλεύτηκαν τη νίκη τους. Παρόλο που εξεγέρσεις σημειώθηκαν στην Παρνασσίδα και τη Δωρίδα και κυρίως στην Πελοπόννησο, όπου ο αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισσηνός και ο αδελφός του Θεόδωρος, απόγονοι της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας, είχαν υποκινήσει επανάσταση, η διστακτικότητα, αν όχι δειλία, του νικητή της Ναυπάκτου Δον Ζουάν του Αυστριακού, οδήγησε σε κατάπνιξη των εξεγέρσεων και σε διάψευση των ελπίδων των επαναστατών, αλλά, προφανώς και των Λευκαδιτών για απελευθέρωσή τους (31).

Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο δούκας του Νεβέρ Κάρολος Γκοντζάγα, τελευταίος απόγονος των Παλαιολόγων εκ θηλυγονίας, καθώς ήταν εγγονός της Μαργαρίτας Παλαιολογίνας, άρχισε να σχεδιάζει Σταυροφορία στην Ανατολή, για την απελευθέρωση της Ελλάδας και την ανάκτηση των κληρονομικών του δικαιωμάτων στον θρόνο του Βυζαντίου.  Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι μητροπολίτες Λακεδαίμονος Διονύσιος,  Ζυγού Νικήτας, Ναυπάκτου και Άρτης Γαβριήλ  και οι προύχοντες της Μάνης, σε επιστολές τους, προσφωνούν  τον Κάρολο ως  Παλαιολόγο (32). Για να  επιτύχει η προσπάθειά του αυτή,  ο δούκας ήρθε σε επαφή, αποστέλλοντας εκπροσώπους του, κυρίως στη Μάνη, αλλά και στον ευρύτερο ελληνικό και βαλκανικό χώρο, ώστε να εξασφαλίσει τη συνδρομή των υπόδουλων χριστιανών (33). Στα σχέδια αυτά του Καρόλου εντάσσεται, όπως προκύπτει από σχετικό τεκμήριο, και η Λευκάδα. Το 1623 ο Λευκαδίτης Στάθης Μαρίνος, προφανώς σε συνεννόηση με συνεργάτες του Καρόλου, συντάσσει και υποβάλλει στον δούκα Έκθεση στην οποία καταγράφει τις ναυτικές δυνάμεις του νησιού, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Η Έκθεση αυτή, όπως είναι προφανές, υποδηλώνει τη διάθεση των κατοίκων να αγωνισθούν ομοθυμαδόν εναντίον του κατακτητή. Είναι περιττό να υπογραμμίσουμε ότι η στρατηγική θέση του νησιού μας ήταν κομβική για επιχειρήσεις στη Δ. Ελλάδα, την Πελοπόννησο και την Ήπειρο. 

Αν το σχέδιο του Καρόλου δεν ευοδώθηκε, λόγω της διστακτικότητας των βασιλιάδων της Ισπανίας και της Γαλλίας και του εκραγέντος εν τω μεταξύ 30ετούς πολέμου, η τουρκική απειλή που εκδηλώθηκε με την προέλαση των Οθωμανών μέχρι τη Βιέννη, την οποία και πολιόρκησαν ανεπιτυχώς, οδήγησε στη συγκρότηση συμμαχίας μεγάλης κλίμακας μεταξύ Αυστρίας, Πολωνίας, Ρωσίας, Βενετίας, πάπα και δούκα της Τοσκάνης. Στο πλαίσιο της εκστρατείας αυτής, η Βενετία, με αρχιστράτηγο τον Φρ. Μοροζίνι εξεστράτευσε στην Ανατολή. Το γεγονός προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στους Επτανησίους αλλά και σε όλους τους Έλληνες του ελλαδικού χώρου και της Διασποράς. Είναι εξόχως χαρακτηριστική η πλήρης πατριωτικού φρονήματος και χριστιανικής πίστεως  ομιλία-επίκληση προς την Θεοτόκο του Κεφαλλονίτη Ηλία Μηνιάτη, ιεροκήρυκα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία (34). Πολλοί στα βενετοκρατούμενα νησιά κατέβαλαν εισφορές για ενίσχυση του αγώνα και άλλοι στρατεύθηκαν και ενίσχυσαν τις δυνάμεις του Μοροζίνι (35). Οι Λευκαδίτες ανέμεναν, πλήρεις ελπίδων την απελευθέρωσή τους.. Όταν μάλιστα το ενετικό στράτευμα αποβιβάστηκε στην αμμώδη ακτή, μεταξύ των Μύλων και της Γύρας,  και οι Τούρκοι κλείστηκαν στο φρούριο, έφτασε η ώρα της δράσης. Πολλοί Λευκαδίτες προσέτρεξαν στο χριστιανικό στρατόπεδο και, μη υπολογίζοντας μελλοντικές συνέπειες, πολέμησαν, για να απαλλάξουν το νησί από τους Οθωμανούς (36). Η κατάληψη του φρουρίου και  η αποχώρηση των Τούρκων προκάλεσε  φρενίτιδα ενθουσιασμού στους κατοίκους. Δοξολογίες τελέστηκαν σε όλους τους οικισμούς, ενώ επιτροπή που στάλθηκε στον ενετό αρχιστράτηγο, διερμήνευσε τα αισθήματα ευγνωμοσύνης τους  στους ελευθερωτές (37). 

Κατά την διάρκεια του πολέμου αυτού με τους Βενετούς, συνέπραξαν οι αρματολοί Αγγέλης ή Αγγελής Σουμίλας, Πάνος Μεϊντάνης, Μικρό Χορμόπουλο, Χρήστος Βαλαωρίτης, Λιβίνης, προκαλώντας εξεγέρσεις στην Ακαρνανία, την Ήπειρο, την Ευρυτανία και την Κ. Στερεά, ενώ στην Πελοπόννησο οι εξεγερθέντες Μανιάτες και άλλοι Πελοποννήσιοι βοήθησαν τον Μοροζίνι στην κατάληψή της. Αλλά  η επαναστατική πυρκαϊά επεκτάθηκε και στην Αν. Ελλάδα, με επικεφαλής τους επισκόπους Φιλόθεο Σαλώνων, εμβληματική μορφή του Αγώνα, Ιερόθεο Θηβών, Μακάριο Λαρίσης, Αμβρόσιο Ευβοίας και τους αρματολούς  Κούρμα και Σπανό, ώστε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα μικρό 1821 πριν από το 1821 (38). Κατά τον νέο όμως τουρκοβενετικό πόλεμο  του 1714-1718, οι Οθωμανοί κατέλαβαν εκ νέου τη Λευκάδα το 1715, καθώς η ενετική φρουρά και οι Λευκαδίτες πολιτοφύλακες και άλλοι μάχιμοι είχαν μεταφερθεί για την υπεράσπιση της  απειλούμενης Κέρκυρας. Ακολούθησαν δηώσεις, σφαγή περίπου 500 κατοίκων και αιχμαλωσία πολλών. Η  νέα τουρκική κατοχή διήρκεσε μόλις 1 έτος. Το 1716 βενετικές δυνάμεις επικουρούμενες από Λευκαδίτες και Ακαρνάνες ανακαταλαμβάνουν το νησί, ενώ το 1717  στράτευμα Λευκαδιτών και Ακαρνάνων καταλαμβάνει την Πρέβεζα (39) για λογαριασμό των Βενετών. Στον πόλεμο αυτόν, διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο Γεώργιος Βαλαωρίτης, ο Αν. Μαρίνος, ο Παν. Ψιλιανός, ο Μάρκος Νέγρης, ο  Διαμαντής Μακρής, ο Ζαφ. Κουσουρής,  ο Γιώργος Ασπρογέρακας, ο Μανόλης Ασπρογέρακας,  ο Γιώργος Πατρίκιος, ο Απ. Ανυφαντής, ενώ υπηρεσίες προσέφερε και ο Αποστόλης Ψωμάς (40). Οι περισσότεροι από αυτούς καταγράφονται σε έγγραφα που βρίσκονται στο  Κρατικό Αρχείο της Βενετίας (Archivio di Stato di Venezia} και στο Ιστορικό Αρχείο Λευκάδος. ως δωρεολήπτες κτημάτων έναντι των προσφερθεισών υπηρεσιών. Στους φακέλους αυτούς καταγράφονται  ονόματα και άλλων Λευκαδιτών, όπως οι Μανόλης Μεταξάς, Νικολός Ασπρογέρακας, Ηλίας Ρομποτής, Χριστόδ. Ασπρογέρακας, Τζώρτζης Αρματάς,, Γιάννης Σκιαδαρέσης, Γιάννης Μαλεύρης, κληρονόμοι Τζοάνε Μεταξά,  απόγονοι του Θοδωρή Γάλλου,  του Στάμου Λάσκαρη κ.ά. (41). Οι Βενετοί μετέφεραν επίσης στο νησί οικογένειες από τη Στερεά και την Πρέβεζα, καθώς και από τη Χίο, παραχωρώντας τους κτήματα και ενισχύοντάς το δημογραφικά, καθώς και μεμονωμένους από άλλες περιοχές (Κρήτη, Πελοπόννησο). Πολλά κτήματα  επίσης παραχώρησαν και σε πολλούς άλλους, οι οποίοι τους βοήθησαν ποικιλοτρόπως  στις συγκρούσεις με τους Τούρκους (42). Μεταξύ αυτών οι προαναφερθέντες ονομαστοί αρματολοί Αγγελής Σουμίλας και Μόσχος Βαλαωρίτης, καθώς και ο μεγάλος ζωγράφος Παν. Δοξαράς από τη Μάνη, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό των Βενετών, στην Πελοπόννησο και το Αιγαίο. Έτσι, οι κάτοικοι του νησιού βρέθηκαν να συνοικούν και να περπατούν στους ίδιους δρόμους με ανθρώπους-θρύλους του αγώνα εναντίον των Οθωμανών, γεγονός εξαιρετικά σημαντικό. Γιατί οι Κλεφταρματολοί,  κληρονόμοι και φορείς ενός αγωνιστικού ιδεώδους που έχει τις ρίζες του στην ομηρική εποχή και είχε εκφραστεί από τους ομηρικούς ήρωες, τους μαχητές των Περσικών πολέμων, τους ακρίτες του Βυζαντίου και τους  Stradioti της πρώιμης  Τουρκοκρατίας, παρείχαν πρότυπα προς μίμηση στα πιο δυναμικά, φιλελεύθερα και ανυπότακτα στοιχεία ανάμεσα στους κατοίκους του. Και, καθώς για την πραγμάτωση του ιδεώδους που αναφέραμε, η ζωή θυσιάζεται, ανεξάρτητα από τις αντικειμενικές συνθήκες, για υπέρτερες αξίες, δηλαδή την αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία και την προσωπική τιμή και αναγνώριση, ο θαυμασμός του λαού, αποτυπωμένος στη δημοτική ποίηση, ήταν απεριόριστος για τους λεοντόκαρδους αυτούς άνδρες, ενσαρκωτές του πνεύματος του 21, πολύ περισσότερο από αλλού στη Λευκάδα, η οποία υπήρξε το εγγύτερο καταφύγιό τους στις κατά καιρούς διώξεις τους. 

Από τα τέλη του 17ου και, κυρίως τον 18ο αιώνα, μετά τη βενετική κατάκτηση του νησιού μας, νέος πυλώνας επικοινωνίας του με την Ιταλία και γενικότερα με τη Δ. Ευρώπη δημιουργείται. Πρόκειται για τους Λευκαδίτες σπουδαστές, που φοιτούσαν στα πανεπιστήμια της γειτονικής χώρας και, κυρίως, στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, η οποία αποτελούσε κτήση της Βενετίας στην ιταλική ενδοχώρα (Terra Ferma). Καταγράφω τους Αναστάσιο Βερύκιο, γιατρό,  Φραγκίσκο Ψωμά, γιατρό, ο οποίος στα 1731 είχε δημοσιεύσει ως σπουδαστής ποιήματα σε σαπφικά μέτρα,  Σπύρο Μοντεσάντο, νομικό,  Δ. Πετριτσόπουλο, γιατρό, Νεκτάριο Ζαμπέλη, ιερομόναχο, Σπ. Κονάκη, γιατρό, Άγγελο Ψωμά, γιατρό, Δημ. Κράλη, Πέτρο Πετριτσόπουλο,  Άγγελο Χαλικιόπουλο, Αλ. Χαλικιόπουλο, Μάρκο Χαλικιόπουλο, νομικούς,  Ανδρέα Ψωμά και Ιωάννη Ψωμά, νομικούς, Λάζαρη Μακάριο, ιερέα κ. ά. (43). Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι Λευκαδίτες σπουδαστές, μετέχοντας στις πνευματικές ζυμώσεις στη χώρα που τους φιλοξενούσε, πρέπει να μετέφεραν τις  νεωτερικές  ιδέες, οι οποίες αποτελούσαν το αντικείμενο των ζυμώσεων αυτών, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Εκτός, βέβαια, των σπουδαστών, θα πρέπει, βάσιμα, να υποθέσουμε ότι και οι εγκαταβιούντες στις ιταλικές πόλεις Λευκαδίτες και Επτανήσιοι γενικότερα,  διέδιδαν τις ιδέες αυτές. Εκτός από τους Λευκαδίτες της Βενετίας του 16ου και του 17ου αιώνα, στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί,  μαρτυρείται η εγκατάσταση στην Τεργέστη το έτος 1748 του  εκ Λευκάδος Θεοδώρου Πετράτου, ο οποίος, σημειωτέον, είχε μετοικήσει εκεί από τη Νεάπολη της Ιταλίας. Ακόμα, ως ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης (1782) καταγράφεται ο Βασίλειος Φλογαϊτης, χωρίς να αναφέρεται η καταγωγή του (44), το όνομα του οποίου, όμως, παραπέμπει στη διακεκριμένη λευκαδίτικη οικογένεια Φλογαίτη  από το Μαραντοχώρι. Μέλη της οικογένειας αυτής είναι γνωστά για την εθνική τους δράση και προσφορά, όπως ο Θεόδωρος, πρώτος δήμαρχος της Οδησσού (τέλη 18ου αι.), ο Σπύρος, εκ των πρωτεργατών της εξέγερσης των χωρικών εναντίον των Άγγλων(1819) και αγωνιστής της Επανάστασης και ο Νικόλαος, γιος του Θεοδώρου, φιλικός και αγωνιστής της Επανάστασης. Ο τελευταίος, αποτελεί τυπική περίπτωση της προσφοράς των Ελλήνων της Διασποράς στον Αγώνα και στη συγκρότηση του Νεοελληνικού Κράτους. Ο Νικόλαος, μετά την έκρηξη της Επανάστασης, προσέτρεξε, για να καταταγεί στο στράτευμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Βλαχία. Η ανάγκη όμως να μεταφέρει κάποιες σημαντικές και, προφανώς, απόρρητες διαταγές στον Δημήτριο Υψηλάντη, τον ανάγκασε να κατέλθει στην Πελοπόννησο, όπου εντάχθηκε στις επαναστατικές του δυνάμεις ως αξιωματικός και πολέμησε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής,  χρησιμοποιήθηκε σε πολλές δημόσιες θέσεις. Ως αρμοστής στο Ναύπλιο, έλαβε αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανούκλας στην πόλη το 1823 και χαρακτηρίστηκε, για τον λόγο αυτόν, από τον Θ.  Κολοκοτρώνη, σωτήρας της. Το 1824 συμμετείχε στη δημιουργία της Φιλανθρωπικής Εταιρείας Ναυπλίου για την περίθαλψη των προσφύγων από διάφορες επαναστατημένες περιοχές, όπως η Κρήτη κ.ά. Το 1826 συνέβαλε στην οργάνωση του Επτανησιακού στρατιωτικού σώματος, υπό τον Ιθακήσιο Διονύσιο Ευμορφόπουλο, ενώ μετά την απελευθέρωση, υπηρέτησε ως ανώτερος και ανώτατος  δικαστικός σε διάφορες θέσεις (45). Τέλος, το έτος 1801 μαρτυρείται η εγκατάσταση στο Λιβόρνο του Λευκαδίτη  αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Βαλαμόντε, ως ιερέως της εκεί ελληνικής κοινότητας. Το γεγονός, αν συνεκτιμηθεί με τα ταξίδια Λευκαδιτών εμποροκαπετάνιων στην πόλη αυτή, όπως και στην πλησιόχωρη Γένοβα, για εμπόριο σιταριού τον προηγούμενο αιώνα, μπορεί να μας οδηγήσει στο εύλογο συμπέρασμα ότι, πιθανότατα, και άλλοι Λευκαδίτες θα είχαν εγκατασταθεί εκεί (46).

 Η διακίνηση, βέβαια, των νέων ιδεών, στις οποίες έχουμε αναφερθεί,  γινόταν και μέσω της πυκνής επικοινωνίας του νησιού μας με τα άλλα Ιόνια νησιά, κυρίως την Κεφαλλονιά, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο, (47) από τα οποία  καταγράφονται πολλαπλάσιοι σπουδαστές στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η στενή σχέση και επικοινωνία των νησιών μεταξύ τους αλλά και με τη Δύση οδήγησε στη διαμόρφωση ενιαίου επτανησιακού πολιτισμού και ταυτόσημων ιδεολογικών ρευμάτων σε αυτά.

Από τα μέσα του 18ου αι. οι ιδέες του Διαφωτισμού για τα φυσικά δίκαια του ανθρώπου, διαδεδομένες στον Ευρωπαϊκό χώρο, που γκρέμιζαν καθεστηκυίες αντιλήψεις, διαμόρφωναν τις συνειδήσεις και οδήγησαν τελικά στη Γαλλική Επανάσταση, άρχισαν να διαδίδονται και στην Ελλάδα και φυσικά, κατά μείζονα λόγο, στα Ιόνια νησιά. Οι ιδέες αυτές και ειδικότερα η ιδέα για την ελευθερία και τον αυτοκαθορισμό του ατόμου, συνδεδεμένες με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής, ήταν ιδέες επαναστατικές και ανατρεπτικές σε ό,τι αφορά τα τυραννικά και αυταρχικά καθεστώτα και, όπως ήταν φυσικό, συγκινούσαν  τους Έλληνες που υπέφεραν από την τουρκική τυραννία. Φορείς των επαναστατικών αυτών ιδεών ήταν και οι στοές των ελευθεροτεκτόνων, με τα μυστικά σύμβολά τους. Στη στοά, μάλιστα, των ελευθεροτεκτόνων  της Λευκάδας είχε γίνει μέλος, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, και ο εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας Ξάνθος το 1813, όταν είχε μεταβεί στην Πρέβεζα και στο νησί μας, για να  αγοράσει και να εμπορευθεί λάδι (48). Τούτο αποτελεί ισχυρό τεκμήριο της διάχυσης των επαναστατικών ιδεών στο νησί μας. 

Όταν το 1768 κηρύχτηκε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, η Βενετία, που ασκούσε διαχρονικά καιροσκοπική πολιτική, είχε τηρήσει ουδετερότητα, στο πλαίσιο της οποίας απείλησε, με την επιβολή της θανατικής ποινής και της  δήμευσης της περιουσίας τους,  τους υπηκόους της των Ιονίων νήσων που θα  πολεμούσαν εναντίον των Οθωμανών. Η απαγόρευση όμως δεν είχε αποτέλεσμα. Όταν ο ρωσικός στόλος έπλευσε το 1770 στην Πελοπόννησο,  επαναστατικός πυρετός σαν ηλεκτρικός σπινθήρας  διεπέρασε το σώμα του υπόδουλου Γένους. Πρόκριτοι, αρχιερείς και αρματολοί συστρατεύτηκαν στον Αγώνα. Εκτός από την Πελοπόννησο, κύρια εστία της, η επανάσταση επεκτάθηκε στη Στερεά και τη Θεσσαλία. Πολλοί Λευκαδίτες, αγνοώντας τις απειλές της Βενετικής Διοίκησης, πέρασαν στην Ακαρνανία. Εκεί, ο Γεροδήμος Σταθάς  στον Βάλτο και ο Χρήστος Γρίβας στη Βόνιτσα και το Ξηρόμερο είχαν υψώσει τη σημαία της επανάστασης (49). Προφανώς, στις δυνάμεις των  αρματολών αυτών, φημισμένων για τη δράση τους, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι εντάχθηκαν οι Λευκαδίτες μαχητές. Κατόπιν τούτου, ο έκτακτος (ανώτερος) Προβλεπτής του νησιού Αλοϊσιος Μαρίν επικήρυξε δεκάδες κατοίκους του. Από τον κατάλογο των επικηρυχθέντων, προκύπτει ότι ο επαναστατικός άνεμος είχε πνεύσει τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο του νησιού (50). 

Τον πόθο, όμως, των Λευκαδιτών όσο και των υπολοίπων Επτανησίων για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση εξήψαν τα καταιγιστικά γεγονότα των τελευταίων ετών του 18ου και της πρώτης 20ετίας του 19ου αιώνα. Η κατάκτηση των νησιών από τους Γάλλους του Ναπολέοντα (1797) και οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης, αποτυπωμένες στις διακηρύξεις των νέων επικυρίαρχων, παρόξυναν τον ζήλο των κατοίκων, κυρίως των λαϊκών στρωμάτων, να αγωνισθούν, ώστε να γίνει πραγματικότητα, ό,τι οι προπάτορές τους επί αιώνες είχαν ονειρευθεί και, στο πλαίσιο των εκάστοτε συνθηκών, είχαν προσπαθήσει να πραγματοποιήσουν. Ενδεικτικά αναφέρω την προκήρυξη του Γάλλου διοικητή του νησιού Royer: «οι δημοκρατικοί Γάλλοι σας διδάσκουν στοχασμούς ανθρωπίνους, γενναίους και μεγαλοψύχους, οπού χαρακτηρίζουν ανθρώπους ελευθέρους, οπού να ήθελαν να ημπορούν να συντρίψουν τα σίδερα ολωνών των λαών…» (51). Τα  γεγονότα που ακολούθησαν δημιούργησαν τόσο στα άλλα νησιά όσο και στη Λευκάδα ένα κλίμα αναταραχής, έντασης και αναμονής μεγάλων εξελίξεων. Σημειώνω την απόπειρα του Αλή πασά το 1807 να καταλάβει το νησί και την ομόθυμη κινητοποίηση όλων των  κατοίκων του, λαού, κλήρου, ευγενών και προυχόντων να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα και να αποκρούσουν την εισβολή, με τη συνδρομή  κλεφταρματολών της Στερεάς, Σουλιωτών, άλλων Επτανησίων (Κερκυραίων, Ζακυνθίων, Κεφαλλήνων, Ιθακησίων) και Ρώσων, με συντονιστή της αμυντικής προπαρασκευής  τον Ι. Καποδίστρια, αποσταλέντα από την Γερουσία της Επτανήσου Πολιτείας. Επρόκειτο για μικρής κλίμακος προανάκρουσμα του 1821. Διαρκούντων των γεγονότων αυτών, σημειώθηκε η συνάντηση του Καποδίστρια με τους κλεφταρματολούς στη θέση Μαγεμένου, όπου οι τελευταίοι ορκίστηκαν να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της πατρίδας. Ο Μαυρογιάννης αναφέρει μεταξύ όσων έσπευσαν για την υπεράσπιση του νησιού, τον Κατσαντώνη, τον Βαρνακιώτη, τον Καραϊσκο, τον Σκυλοδήμο, τον Κίτσο Μπότσαρη, ενώ στη Λευκάδα βρίσκονταν και οι Φ. Τζαβέλλας, Νότης Μπότσαρης, Γιάννης Μπουκουβάλας,, Μήτσος Κοντογιάννης Χρ. Περραιβός κ.ά. ως αξιωματικοί του Επτανησιακού στρατού (52).  Η συμμετοχή των αξιόμαχων ανδρών του νησιού μας στις  στρατιωτικές δυνάμεις υπεράσπισής του αποδεικνύει ότι διέθεταν τον απαιτούμενο ατομικό οπλισμό για  εμπλοκή τους σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η επανάσταση, τέλος, των χωρικών της Λευκάδας το 1819 εναντίον των Άγγλων και της τυραννικής τους πολιτικής υπήρξε ένα άλλο κομβικό γεγονός, που αφύπνισε συνειδήσεις και τροφοδότησε με άνδρες υψηλού πατριωτικού φρονήματος τις ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις.

Το 1814 ιδρύεται  στην Οδησσό της Ρωσίας η Φιλική Εταιρεία, με σκοπό την προετοιμασία του επαναστατικού αγώνα και πρώτη δραστηριότητά της τον προσηλυτισμό μελών. Στο νησί μας οι πρώτοι που προσηλυτίστηκαν ήταν  ο δόκτωρ Ιωάννης Ζαμπέλιος, που είχε σπουδάσει στην Πάδοβα, Πίζα, Παβία και Μπολώνια (53) και ο επίσης δυτικοθρεμμένος δόκτωρ Άγγελος Σούνδιας.  Από αυτούς μυήθηκαν και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων οι Σπ.- Αντ.  Χαλικιόπουλος,  Άγγελος Χαλικιόπουλος, Πέτρος Σικελιανός, Θεοφύλακτος Ψιλιανός, Σπ. Μεταξάς,  Νικόλαος Ζαμπέλιος, Γεώργιος Βαφέας, Σπ. Μεταξάς, Ανδρέας Φέτσης, Ι. Λαυράνος, Γεώργιος Βερύκιος, Αυγουστίνος Χαμοσφακίδης, Αθ. Πολίτης, Μάρκος Γκίλλης, Χρ. Κουρής. Η ιδεολογική αυτή προετοιμασία των κατοίκων θα αποδώσει σύντομα  καρπούς. Από αυτούς πολέμησαν στον Αγώνα, σε ηγετικές θέσεις, ο Ψιλιανός, ο Μεταξάς, ο Π. Σικελιανός, ο Βερύκιος,  ο Γκίλλης, ο Σπυραντώνιος Χαλικιόπουλος, ενώ ο Άγγελος Χαλικιόπουλος προσέφερε χρήματα και οι λοιποί άλλες υπηρεσίες (54). Στα τέλη του 1820, ο Σουλιώτης Φιλικός Χρ. Περραιβός ειδοποιεί τον Ζαμπέλιο ότι, επικειμένης της εκρήξεως της Επαναστάσεως, οι μυημένοι οπλαρχηγοί της Ρούμελης θα περνούσαν στη Λευκάδα. Πράγματι, τον Ιανουάριο του 1821, οι επιφανείς αρματολοί της Στερεάς ο Ανδρούτσος, ο Τσόγκας, ο Βαρνακιώτης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρής, ο Στουρνάρας, ο Πανουργιάς, όπως και ο Μανιάτης Ηλίας Μαυρομιχάλης  έφτασαν στο νησί. Εκεί, στο εξωκκλήσι της Παναγίας των Βλαχερνών στα ΝΔ της πόλεως μαζί με τους Φιλικούς Ζαμπέλιο και Σούνδια ορκίστηκαν επί του ιερού Ευαγγελίου να απελευθερώσουν την δουλεύουσαν πατρίδα. Από αυτούς ο Ανδρούτσος και ο Πανουργιάς θα  δρούσαν στην Αν. Στερεά (55).  Όταν η επαναστατική δράση επεκτάθηκε στη Δ. Ελλάδα, εκατοντάδες Λευκαδίτες, μέσα σε ένα κλίμα πατριωτικής έξαρσης,  πέρασαν στην Ακαρνανία,  εγκαταλείποντας τις οικογένειές τους, για να ενταχθούν στις επαναστατικές δυνάμεις, ενώ πλοιάρια στον Αμβρακικό εφοδίαζαν τους επαναστάτες (56). Η σχετική αφήγηση του αυτόπτη Φιλικού Ιωάννη Ζαμπελίου είναι συγκλονιστική: «Ω πόσους αι γυναίκες με το βρέφος εις την δεξιάν και ένα σταυρόν εις την άλλην συνόδευον μέχρι την παραλίαν και εκεί φιλούμενοι  αμοιβαίως εξεφώνουν: πήγαινε άνδρα μου, εις το καλό, ο Θεός μαζί σου». 

Οι Λευκαδίτες μαχητές, θεωρώντας την ελευθερία αδιαίρετη, όπου και αν αγωνίζονταν και ελπίζοντας ότι μέσα από τον αγώνα τους θα πετύχαιναν και τη δική τους εθνική αποκατάσταση,  έλαβαν μέρος σε επιχειρήσεις  σε όλα τα μέτωπα της Επανάστασης, από την Πελοπόννησο και τη Στερεά, μέχρι τη Μολδοβλαχία και τον Λίβανο. Φορείς μιας αγωνιστικής παράδοσης αιώνων, θρεμμένοι με τις κλεφταρματολικές παραδόσεις, γαλουχημένοι με το όραμα μιας ελεύθερης πατρίδας, ανταποκρίθηκαν στο προσκλητήριο των Καιρών και της Ιστορίας και πολλοί έπεσαν για τον Μεγάλο Σκοπό. Πολέμησαν σε έναν άνισο αγώνα, αδήλου εκβάσεως, εμπιστευόμενοι μόνον την προσωπική τους παλληκαριά. Για τους γενναίους αυτούς, από τον Απόστολο Σταύρακα, που έπεσε στο Σκουλένι της Μολδαβίας αγωνιζόμενος ως ομηρικός ήρωας, μέχρι τον Πέτρο Σικελιανό και τον Θεοφύλακτο Ψιλιανό,  που έπεσαν στο Μεσολόγγι, και τους άλλους ήρωες θα ταίριαζαν οι λόγοι του Θουκυδίδη στον Επιτάφιο: «Από τους άνδρες αυτούς κανένας δεν επέδειξε δειλία, για να σωθεί και να απολαμβάνει τον πλούτο του ούτε, αν ήταν φτωχός, προσπάθησε να αποφύγει τον θάνατο, ελπίζοντας ότι, αν σωζόταν, θα πλούτιζε και θα απολάμβανε μια καλύτερη ζωή… (57)  Αυτό ας είναι το αιώνιο μνημόσυνό τους.


*Ο Άγγελος Γ. Χόρτης είναι διδάκτωρ Ιστορίας  της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πτυχιούχος των τμημάτων Ιστορικού- Αρχαιολογικού  και Βυζαντινού-Νεοελληνικού  της ίδιας Σχολής, πτυχιούχος του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως και Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων.

1.Σπυρίδωνος Α. Βλαντή, Η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς, εν Λευκάδι, τυπογραφείο Τσιρίμπαση, 1902, σ. 79-80 και Κ. Σάθα, Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει, Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νοτη Καραβία, Αθήνα 2010, σ. 260

2. Κωνσταντίνου Σάθα, Νεοελληνική φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων (1453-1821), εν Αθήναις, Τυπογραφία τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, 1868, σ. 105-108

3. Βλαντής, όπ. π., σ.  79-80, 85

4.Οθωμανικές πηγές για τη  νεώτερη Ιστορία της Λευκάδας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο,2013, σ.185-235.

5. Σεβαστή Λάζαρη, Δημογραφικές πληροφορίες για τη Λευκάδα, στο Δ’ Συνέδριο Επτανησιακού Πολιτισμού, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών (ΕΛΜ), σ. 224 και Ελένης  Αντωνιάδου- Μπιμπίκου, στο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας), Μέλισσα, Αθήνα, σ.212

6.Χρυσό ενετικό νόμισμα, κυμαινόμενης λογιστικής και αγοραίας αξίας, βλ. Π. Γ. Ροντογιάννης, Ιστορία της νήσου Λευκάδος, Εταιρεία Λευκαδικών  Μελετών, Αθήνα, 1980, τ. Α, σ. 640-642

7.Ασημένιο ενετικό νόμισμα σταθερής αξίας, βλ. Άγγελος. Γ. Χόρτης, Συμβολή στην οικονομική Ιστορία της Λευκάδας (διδακτορική διατριβή, έκδοση εκτός εμπορίου, Αθήνα 2012, σ. 90

8. Οθωμανικές πηγές για τη νεώτερη Ιστορία της Λευκάδας, όπ. π., σ. 71-73  

9. Άγγελος Γ. Χόρτης, όπ. π., σ.89-90, όπου οι αρχειακές πηγές

10. Οθωμανικές πηγές για τη νεώτερη Ιστορία της Λευκάδας, όπ. π., σ. 71

11. Π.Γ. Ροντογιάννης, όπ. π., τ.  Α’, σ. 383

12. Κωνσταντίνου Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, Αθήνησι, Τυπογραφία τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, 1869, σ.43

13. Κωνσταντίνου Σάθα, Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει, όπ. π., σ.159-174

14. Κωνσταντίνου Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π., σ. 36-45. Ο Κλαδάς πολέμησε στην Πελοπόννησο, στο πλευρό των Ενετών  εναντίον των Οθωμανών, κατά το 1463-64. Διορίστηκε από τους Ενετούς «beis in cernide, che in lingua nostra e ditto capo di Stradioti”,  δηλαδή μπέης της πολιτιφυλακής (ντόπιων ενόπλων), που στη γλώσσα μας σημαίνει επικεφαλής των Στρατιωτών. Μετά τη συνθήκη μεταξύ Ενετών και Τούρκων, διέφυγε με ναπολιτάνικη γαλέρα στη Νάπολη και πολέμησε εναντίον των Τούρκων, υπό την σημαία του βασιλέως της Νεαπόλεως, στην ανακατάληψη του Υδρούντος (Οτράντο) στην Απουλία. Ύστερα, με τον Ιωάννη Καστριώτη, γιο του Σκεντέρμπεη, με διαταγή του Βασιλιά της Νεαπόλεως Φερδινάνδου, αποβιβάστηκαν στην Ήπειρο και συντρίβοντας τους Τούρκους έφτασαν μέχρι την Αυλώνα και τη Χειμάρα.

15. Κ. Σάθα, Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει, όπ. π., σ. 174-233., πρβλ. και Κ. Σάθα Νεοελληνική Φιλολογία, όπ. π., σ. 155-158. Ο Ακαρνάν Μερκούριος Μπούας, ο οποίος ανήγε το γένος του στον αρχαίο Έλληνα βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο, επί δεκαετίες πολέμησε σε ολόκληρη την Ευρώπη, υπό τις σημαίες διαφόρων ηγεμόνων (δούκα του Μιλάνου Σφόρτσα, βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΒ’, αυτοκράτορα των Αψβούργων Μαξιμιλιανού Α’), καθώς και της Βενετίας. Ονομάστηκε από τον Λουδοβίκο αρχηγός του ελαφρού γαλλικού ιππικού και κόμης, από τον Μαξιμιλιανό  στρατηγός και κόμης και έλαβε τεράστιες διακρίσεις κτήματα και πολλά χρήματα. Ο Μερκούριος, αλλά και γενικότερα οι Στρατιώται, δεν πολεμούσε  τόσο για τα χρήματα όσο για την προσωπική του διάκριση και δόξα και για την πατρίδα. Θέλει να μοιάσει στους ομηρικούς ήρωες, όπως αναφέρει ο Τζάνε Κορωναίος, Στρατιώτης και ο ίδιος, στην έμμετρη περιγραφή των ανδραγαθημάτων του αρχηγού του: «Μ’ όλους τους Στρατιώτας του όρμησ’ ως Αχιλλέας, έχει την γνώσιν Νέστορος και ανδρείαν Αχιλλέως…» και αλλού, παροτρύνοντας τους Στρατιώτες του: «πεφιλημένοι μου αδελφοί, παιδιά μου αγαπημένα, που πάντα επολεμήσατε άξια κ επαινεμένα, γονείς σας ετιμήσατε, ομοίως και πατρίδα». Άλλος Στρατιώτης, ο Θωμάς ο Αργείος, πολεμώντας κάτω από τις σημαίες του Άγγλου Βασιλιά, προφανώς του Ερρίκου Η΄ Τυδώρ, στις αρχές του Ι6ου αιώνα, εναντίον των Γάλλων, παροτρύνει τους Στρατιώτες του ως εξής: «Ελλήνων εσμέν παίδες και βαρβάρων σμήνος ου πτοούμεθα». Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων είναι ζωντανή, παρούσα και σε εγρήγορση, στη χαραυγή του Νέου Ελληνισμού, με φορείς τους αγέρωχους αυτούς άνδρες του πολέμου.

16. Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π. σ. 56-58, Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει, όπ. π., σ. 164-165 και181-182 και Ιστορία του Νεοελληνικού Έθνους (Ι. Ε. Ε.), Εκδοτική Αθηνών,  τ. Ι., σ. 280-281. Ο Αριανίτης, γυναικάδελφος του Σκεντέρμπεη, εχθρός της Βενετικής δημοκρατίας, σε συνεννόηση με τον βασιλιά της Γαλλίας Καρολο Η’ είχε οργανώσει  από κοινού με τον καθολικό αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Μαρτίνο, μεγάλη εξέγερση εναντίον των Οθωμανών στην Ελλάδα (1494-1495), την οποία οι Έλληνες πλήρωσαν με ποταμούς αιμάτων. Πολέμησε στην Ιταλία στο πλευρό του  Λουδοβίκου ΙΒ’, επικεφαλής 400 Στρατιωτών.

17. Κ. Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία, όπ. π., σ.78-80 και Ι.Ε.Ε.),  τ. Ι, σ. 255. Ο Ταρχανιώτης, του οποίου η οικογένεια κατέφυγε μετά την Άλωση στη Βενετία, σπούδασε με χορηγία του Καρδιναλίου Βησσαρίωνος Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Πολέμησε υπό τον Σπαρτιάτη Νικόλαο Ράλλη σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, αλλά υπήρξε και σπουδαίος ποιητής, ένας πραγματικά αναγεννησιακός άνθρωπος. Η προς την πατρίδα αγάπη του φαίνεται στα επιγράμματά του, όπως π.χ. στο ακόλουθο, σε απόδοση του μεγάλου Βυζαντινολόγου Διονυσίου Ζακυθηνού: «Σωριάστηκε συθέμελα και σπίτι και πατρίδα. Και να και σε γλυκέ αδελφέ ο χάρος μου σε πήρε και άγουρο σε έστειλε στ’ ανήλιαγα παλάτια… Πρώτη η πατρίδα, ύστερα συ μου τάραξες τα στήθια…»

18. Κ. Σάθα, Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει, όπ. π., σ.223-224

19. Οθωμανικές πηγές για τη νεώτερη Ιστορία της Λευκάδας, όπ. π., σ.190,197,207,229 και Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π., σ.39,41

19. Κ. Σάθα, Έλληνες Στρατιώται εν τη Δύσει, όπ. π., σ.223-224

20.Νίκος Στ. Βλασσόπουλος, Ιόνιοι έμποροι και καραβοκύρηδες στη Μεσόγειο, 16ος-18ος αι., Finatec A.E.,  Αθήνα, 2001, σ. 100- 101

21.  Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π., σ.5-11 και Ι.Ε.Ε, τ. Ι, σ.253-255

22. Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π., σ.73-75 και 84-89 και Ι.Ε.Ε., οπ.π., σ. 256

23. Άγγελος Γ. Χόρτης, όπ. π. σ.146-148.

24. Άγγελος Γ. Χόρτης, όπ. π. σ.146-153

25. Νίκος Στ. Βλασσόπουλος, όπ. π. σ. 11,17,23-32, 101-102. Κατά τον 16ο αι. πολλοί Επτανήσιοι, μεταξύ των οποίων και Λευκαδίτες, εγκαταστάθηκαν στη Βενετία. Καταγράφονται τα ονόματα Petarchio, Stamati, Dimo, Lunardo, Zuanne, Antonio, Manoli, Michali, Zorzi, Velissario, Nicolo di Zorzi, Bella di Zorzi,, Lena di Zorzi, Stella. Κατά τον 17ο αι καταγράφονται ως εγκατασταθέντες οι  Stamati Cerni, Zorzi Schiadopulo, Nicolo Marenci, Zorzi Gallioti, Apostoli Psoma.

26.Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π.,  σ.166-168 και Ι.Ε.Ε. ,τ. Ι’, σ.315-317

27. Ι.Ε.Ε., όπ. π., τ. Ι, σ.317-320

28. Ι.Ε.Ε., όπ. π., τ .Ι, σ. 320

29. Οθωμανικές πηγές για τη νεώτερη Ιστορία της Λευκάδας, σ. 27

30. Ι. Ε. Ε., όπ. π., τ. Ι’, σ.319

31.  Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π. , σ.167-176

32. Κ. Σάθα Τουρκοκρατουμένη Ελλάς,  όπ. π. ,σ. 191, 205-207

33. Ι.Ε.Ε,  όπ. π., τ. Ι’, σ.328-333

34. Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π.,  σ.322-324. Η ομιλία του Μηνιάτη αρχίζει ως εξής: «πίπτοντας εις τους αχράντους σου πόδας άλλο δεν επιθυμώ από εσέ, παρά την άμαχόν σου προστασίαν προς βοήθειαν και συντήρησιν του φιλοχρίστου στρατού…. Έως πότε Πανακήρατε ( σημ.: πάναγνη, άσπιλη) Κόρη το άθλιον γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεινά μιας ανυποφέρτου δουλείας;….»

35. Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς όπ. π., σ.312-313

36. Σπ. Βλαντής, Η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς, σ.113

37. Σπ. Βλαντής, Η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς, ό.π., σ. 118-119

38. Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς,  όπ. π. ,σ.313,318,358

39. Σπ. Βλαντής, Η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς, όπ.π. ,σ. 137-141 και Κωνσταντίνου Μαχαιρά, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας,, Αθήναι, 1951, σ.72-83

40. Σπ. Βλαντή,  Η Λευκάς υπό τους Φράγκους τους Τούρκους και τους Ενετούς, όπ. π., σ. 137-138,  Κ. Μαχαιρά, όπ.π., σ.86-87

41. Άγγελος Γ. Χόρτης, όπ.π., σ.12-17

42. Άγγελος Γ. Χόρτης, όπ.π., σ.13-14

43.Αριστείδης Π. Στεργέλλης, Τα δημοσιεύματα των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας τον 17ο και τον 18ο αιώνα, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήνα 1970, σ. 130-131, Π.Γ. Ροντογιάννης, όπ.π. τ. Α’, σ.667-672 και Σπ. Βλαντής, η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς, όπ.π., σ.132-135

44. Διήγησις περί την εν Τεργέστη Ελληνικήν Κοινότητα, Τύποις του Αυστροουγγρικού Λόιδ, Τεργέστη, 1882, σ. 8,14

45. Για την οικογένεια Φλογαϊτη βλ. https://aromalefkadas, Σπύρος Φλογαϊτης, Μαραντοχώρι. Για τον Νικόλαο Φλογαϊτη βλ. https:// argolikivivliothiki, Nικόλαος Φλογαϊτης

46. Για τον ιερομόναχο Βαλαμόντε βλ. Κώστα Ν. Τριανταφύλλου, Οι κώδικες γάμων και βαπτίσεων της ελληνικής κοινότητα Λιβόρνου (1760 κ.ε.), Μονοτυπία Γ. Πετράκη, Πάτραι, 1986, σ. 9, 35-49 και 111-112, σημ. 8. Για τα ταξίδια Λευκαδιτών εμποροκαπετάνιων στο Λιβόρνο και τη  Γένοβα βλ. Αγγελος Γ. Χόρτης, όπ.π., σ. 149-153, όπου καταγράφονται ταξίδια των Λ. Τριβιζά, Τζιοβάνι Πιρόκαλου, Κυριάκου Αναστασάκη, Γιώργου Ψωμά. Βασίλη Μηλιώτη, Φράγκου Γριβελάκη, Γιωργουλά Γεννηματά, στις αρχές του 18ου αιώνα.

47. Άγγελος Γ. Χόρτης, όπ. π. σ. 176, όπου για ένα έτος (1721-1722) καταγράφονται 121 ταξίδια Λευκαδιτών καραβοκύρηδων στην Κέρκυρα, 61 στην Κεφαλλονιά και 42 στη Ζάκυνθο και για το 1769-1770  74, 27 και 61, αντιστοίχως.

48. Εμμανουήλ Ξάνθου, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας,, σ. 13-14 και Κ. Πορφύρη, Ο Ανδρέας Κάλβος καρμπονάρος, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1975, όπου πληροφορίες για τη δράση των Ελευθεροτεκτόνων στην Ιταλία.

49. Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς,  όπ.π.,σ.485-488

50. Κ. Μαχαιρά, Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας, σ. 86-91 και Π.Γ.Ροντογιάννης, όπ.π., τ. Α’, σ.525-526

51. Κ. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, όπ. π., σ.565

52. Γεράσιμου Μαυρογιάννη, Ιστορία των Ιονίων νήσων, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, Αθήναι, 1889, τ. 2ος, σ.160-167 και Π. Γ. Ροντογιάννης, όπ.π., τ. Β’, σ.169 183

53. Σπ. Βλαντή, Εθνική δράσις του Ιωάννου Ζαμπελίου, όπ.π., σ.6

54. Π.Γ. Ροντογιάννης, όπ.π., τ. Β’, σ.319-322

55. Σπ. Βλαντή, Εθνική δράσις του Ιωάννου Ζαμπελίου, σ.10-11

56. Π.Γ. Ροντογιάννης, όπ.π. τ. Β’, σ.313-348 και Σπ. Βλαντή, Εθνική δράσις του Ιωάννου Ζαμπελίου, σ. 17

57. Θουκυδίδου Ιστορίαι, Β, 42

Προηγουμενο αρθρο
Βραδιά ποίησης στο Λαογραφικό Μουσείο Καβάλου
Επομενο αρθρο
Τιμητική έκθεση ζωγραφικής της Τέττας Κούρτη - Πελεκούδα

2 Σχόλια

  1. Γιάννης
    14 Αυγούστου 2022 at 23:08 — Απάντηση

    Δεν είμαι ειδικός στην επιστήμη της Ιστορίας. Η παρουσίαση και η τεκμηρίωση της ανακοίνωσης είναι εντυπωσιακή. Η συλλογή η τακτοποίηση και η διασταύρωση όλων αυτών των στοιχείων από τις πηγές δείχνουν το “μεράκι” και την ικανότητα του αγαπημένου καθηγητή.
    Ευχαριστώ το κ. Χόρτη για το εξαιρετικό άρθρο και και του εύχομαι υγεία και δύναμη για την συνέχεια της προσπάθειας του.
    Ένας μαθητής του

  2. Σπύρος Ι. Φλογαΐτης
    5 Αυγούστου 2022 at 19:04 — Απάντηση

    Συγχαρητήρια, Άγγελε, για το εξαίρετο άρθρο σου, που διάβασα με μεγάλη προσοχή, γιατί σε σχετικά μικρό κείμενο αναπλάθεις την κοινωνία μιας εκτεταμένης περιόδου, και μάλιστα με τεκμηρίωση. Με εντυπωσιάζει η αναφορά σου στον Βασίλειο Φλογαΐτη της Τεργέστης που είναι ελάχιστα γνωστός, άν και προεστώς της παροικίας. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, κυριαρχεί στα οικογενειακά μας ο παπά Ζαφείρης Φλογαΐτης που είχε δυο γιούς, τον Θεόδωρο που έγινε ο πρώτος Δήμαρχος της Οδησσού και τον Δημήτριο, Συμβολαιογράφο στο Μαραντοχώρι (1966-1777). Θα μπορούσε να ήταν γυιός του αδελφού του, ιεροδιακόνου Ευσταθίου, καθόσον μάλιστα ο Θεόδωρος της Οδησσού ονόμασε ένα από τα τέκνα του Βασίλειο, τον αδελφό του Νικολάου που αναφέρεις, ο οποίος διέπρεψε και αυτός στην επαναστατική και μετεπαναστατική Ελλάδα, και συνεπώς το όνομα συνέχισε στα οικογενειακά πράγματα. Χρειάζεται όμως περαιτέρω έρευνα. Και πάλι συγχαρητήρια.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.