HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΗ βασανισμένη αρκούδα, η χορεύτρια του πόνου

Η βασανισμένη αρκούδα, η χορεύτρια του πόνου

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

«Πώς κοιμάται ο γέροντας με τη γρηά, πώς η Αλίκη με τον Παπαμιχαήλ, πώς φιλάει η Καρέζη τον Μπάρκουλη ; Πώς μπλοκάρει τη μπάλα ο.. Τσανακτζής».

Αυτά και άλλα ρωτούσε ο τσιγγάνος την αρκούδα και ήταν αυτά τα ίδια τα λόγια του διαταγή για το τι έπρεπε να κάμει, όπως της τα είχε μάθει με τον άκρατο βασανισμό της, αρκεί  ν αρέσει στον κόσμο που μαζευόταν τριγύρω και να γεμίσει το περιφερόμενο ντέφι με κέρματα.

Με το πρώτο χτύπημα στο ντέφι, με τη πρώτη λέξη «σήκω» η αρκούδα σηκωνότανε στα πισινά της πόδια και άρχιζε ρυθμικά και εναλλάξ να ανασηκώνει τα πόδια μεταφέροντας το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο, λικνίζοντας έτσι εξ ανάγκης το σώμα της, δίνοντας την εντύπωση του χορού ενώ παράλληλα η μικρή μαϊμού έτρεχε πέρα δώθε όσο της επέτρεπε η αλυσίδα εκτελώντας τούμπες στο αέρα.

Οι σκηνές αυτές ήταν καθημερινές σ όλες τις πόλης της Ελλάδας, ακόμα και στην Αθήνα. Υπάρχει φωτογραφία με αρκούδα να τριγυρνάει αλυσοδεμένη στα Εξάρχεια το 1980 που δημοσιεύτηκε στη  ¨Μηχανή του χρόνου¨. Πιο συχνά βέβαια  και στη Θεσσαλονίκη, στην αγορά Καπάνι αλλά και στα Λαδάδικα και στο Βαρδάρη..

 Τουλάχιστον μέχρι το 1976-78 κυκλοφορούσαν και στη Λευκάδα, απ όσο κι εγώ ο ίδιος τις θυμάμαι. Μετά άρχισαν οι οργανώσεις να ευαισθητοποιούν τον κόσμο, απαγορεύτηκε η αιχμαλωσία κι ο βασανισμός των ζώων, δημιουργήθηκε ο Αρκτούρος και σιγά σιγά εξαφανίστηκε από εδώ τουλάχιστον αυτό το θέαμα. Το συνάντησα όμως-δυστυχώς- στην ιστορική κεντρική πλατεία της επανάστασης στην Αγία Πετρούπολη το 2003 και δεν πίστευα στα μάτια μου!!! Στην πλατεία της επανάστασης του 1917, κυκλοφορούν αιχμάλωτες αρκούδες .

Πέρα από το όποιο θέαμα και τον βασανισμό της αρκούδας, η ¨βόλτα¨του αρκουδιάρη με τον πίθηκο αλλά κυρίως με την αρκούδα γινόταν στην κεντρική αγορά της Λευκάδας, στο κτελ, στις γειτονιές ή όπου υπήρχε κόσμος, κίνηση αλλά και στα μεγάλα χωριά.  Όπως περνάει τώρα η λατέρνα.

 Το πέρασμα όμως αυτό της αρκούδας εθεωρείτο τότε ένα σημάδι ότι ούτε οι σοδιές του λαδιού και του σταφυλιού μα ούτε και το εμπόριο θα πήγαιναν καλά. ¨Αρκούδα ήρθε, φτώχια φέρνει, έλεγαν¨ . Μάλιστα θυμάμαι παλιότερους εμπόρους , τον Αποστόλη Κατωπόδη-Ρόλια, τον Σπύρο Βλάχο-Λιάπη, τον Γιώργο τον Πέτρουλα, τον Μιχάλη το Σάντα με τα ρετάλια, τον Μήτσο τον Κατηφόρη με τις κασσέτες, τον Αχιλλέα Γεωργάκη με τα γυαλικά, τον Ζώη το Βλάχο με το παντοπωλείο,  τον Λάμπρο Παπαδόπουλο με τις βαφές, τον Γιώργο Δρακάτο με τα παπούτσια, το Σπυραντώνη το Βλάχο- Μπαρμπούτα, τον Σταύρο το Λουπέτη με το καφενείο, τον Πάνο το Σγουρόπουλο με το κουρείο και τόσους άλλους που τότε, αν δεν είχαν πελάτη καθότανε έξω απ τα μαγαζιά όπως κι εγώ σαν νεότερος, να λένε μεταξύ τους ¨η αρκούδα πέρασε, μαύρες μέρες έρχονται¨.!!!

  Η διαδικασία όμως από την αιχμαλωσία με παγίδα σε κάποιο δάσος μέχρι την ώρα που έφερνε χρήματα στον αρκουδιάρη ήταν τόσο βασανιστική για το ζώο που το καταντούσε απόλυτο υποχείριό του. Πάντα όμως η καθοδήγηση γινόταν από την αλυσίδα που ήταν πιασμένη στο πιο ευαίσθητό της σημείο. Δύο ήταν οι αλυσίδες που την είχαν δεμένη. Μια από τη λαιμαργιά στο λαιμό και μια από τα ρουθούνια!! Στα ρουθούνια, ναι.!! Από εκεί , από το πιο ευαίσθητο σημείο της, την καθοδηγούσε και την έλεγχε.

Μετά τον χορό ακολουθούσαν οι μιμήσεις όπως είπαμε με πρωταγωνίστρια την αρκούδα που συνήθως ήταν στολισμένη με αβασκαντήρες και χαϊμαλιά για να γίνεται ελκυστική. Στην ερώτηση του αρκουδιάρη που της έκανε και το σχετικό σινιάλο με το ρόπαλο, πώς ξυπνάει π.χ. η Βουγιουκλάκη, η αρκούδα ξάπλωνε και τέντωνε τα πόδια της! Πώς πλένεται η Βουγιουκλάκη; (συνέχιζε εκείνος) και η αρκούδα ανασηκωνόταν και με τα μπροστινά της πόδια έτριβε το πρόσωπό της! Έτσι η κάθε ¨παράσταση¨ απέδιδε μεν τον επιούσιο στον αρκουδιάρη, το θέαμα όμως αυτό απαιτούσε οι αρκουδιάρηδες να είναι και εκπαιδευτές, δηλαδή βασανιστές!

Η εκπαίδευση όπως διάβασα, γινόταν ως εξής: Άνοιγαν ένα λάκκο μέσα στον οποίο έριχναν αναμμένα κάρβουνα και τον σκέπαζαν με μια χοντρή λαμαρίνα. Όταν αυτή ζεσταινόταν έφερναν την αρκούδα δεμένη και μόλις την ανέβαζαν στη λαμαρίνα παίζανε το ντέφι. Βέβαια η αρκούδα καιγότανε με αποτέλεσμα μη μπορώντας να φύγει να ανασηκώνει εναλλάξ τα πόδια, για να μη καίγεται.

Από τη συνεχή επανάληψη, όποτε η αρκούδα άκουγε το ντέφι , λειτουργούσαν τα ίδια αντανακλαστικά και επαναλάμβανε τις κινήσεις που έκανε πάνω στη ζεστή λαμαρίνα! Το ίδιο και η μαϊμού. Στη συνέχεια η αρκούδα στο άκουσμα «πως πλένεται» προσπαθούσε να βγάλει από το πρόσωπό της το πανί που κάποιος κάθε φορά από πίσω με ένα καλάμι το έφερνε στο πρόσωπό της!

Όπως είπαμε, την εποχή που συνηθίζονταν τέτοια θεάματα, το κίνημα των δικαιωμάτων των ζώων βρισκόταν μόλις στα πρώτα του βήματα, τουλάχιστον στην Ελλάδα γι αυτό και  σήμερα αυτό το θέαμα έχει  εξαφανιστεί. Ωστόσο, σε άλλες χώρες των Βαλκανίων η “αρκούδα χορεύτρια” εξακολουθεί να αποτελεί διαδεδομένο φαινόμενο.


Αρκούδα και αρκουδιάρης στο Bansko.

Ντρέπομαι σήμερα πού σαν παιδάκι έτρεχα να δώ τον “Μάνθο” που χόρευε όταν ό γύφτος του χτυπούσε το ντέφι..Χρόνια μετά διάβασα τόν φρικτό τρόπο πού “μάθαιναν” νά “χορεύουν”  λέει ένας πιτσιρικάς τότε, μεσήλικας σήμερα. 

Η διατροφή των αρκούδων ήταν επίσης άθλια και το γνωστό μας «νηστικό αρκούδι δε χορεύει» αποτελεί ένα μύθο. Η όποια επιβράβευση για την παράσταση της «χορεύτριας αρκούδας» απλά ξεγελά την πείνα της αφού τα γεύματα της ήταν αποφάγια και σκουπίδια καθώς οι συνθήκες διαβίωσης της ήταν άθλιες. Η επιβολή ποινικών κυρώσεων και οι κατασχέσεις ζώων φαίνεται ότι  έχουν οδηγήσει στην οριστική εξάλειψη του φαινομένου. Χρειάζεται όμως η ευαισθησία, η άμεση κινητοποίηση και ενεργοποίηση όλων.  

Αφορμή για την παρουσίαση αυτού του θέματος υπήρξε μια αναπάντεχη συνάντησή μου με την ταμία ενός καταστήματος στην Αθήνα πριν καιρό, όταν με ρώτησε από πού είμαι και στο άκουσμα Λευκάδα, μου είπε. ¨Α, γνωρίζω την Λευκάδα, δεν έχω έρθει αλλά  γιατί από εκεί καταγόταν ο Άγγελος Σικελιανός που η καθηγήτριά μας, μας ανέλυσε το φοβερό του ποίημα ¨Ιερά οδός¨!!! Κι άρχισε να μου απαγγέλει τον στίχο   ¨ Μα να, στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι. Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες…¨.

Ο Σικελιανός σ αυτό το μεγαλούργημά του δίνει την ίδια του την ψυχή, τον εσωτερικό, απόκρυφο κόσμο του, την λατρεία του για τα μυστήρια της Ελευσίνας και τη σχέση μας με τη Μάνα Γή, σύμβολο της Μητρότητας και της Αγάπης. Αφορμή στην έμπενευσή του ήταν αυτό το αποτρόπαιο θέαμα που έτυχε να δεί το 1935 στην Ιερά Οδό, το δρόμο που οδηγούσε απ την Αθήνα στην Ελευσίνα.

Αυτό τον πόνο λοιπόν ,αυτό το βάσανο της αλυσίδας που τόσο παραστατικά και σπαρακτικά μας δίνει με το ποίημά του ο μεγάλος συμπατριώτης μας, προσπάθησα να μεταφέρω προσγειωμένος στην πραγματικότητα, στην διήγηση και τις μαρτυρίες όσων ερώτησα για το θέαμα της βασανισμένης αρκούδας στη Λευκάδα μαζί με τις δικές μου θύμησες.

 Παναγιώτης Σκληρός

Επειδή τον ανέφερα αλλά δεν είναι γνωστός σε πολλούς, ο Στάθης Τσανακτζής, υπήρξε τερματοφύλακας της εθνικής Ελλάδος και άλλων ομάδων του κέντρου.

Γεννήθηκε στα Γιάννενα  το 1934 και ήταν ο πρώτος Ηπειρώτης ποδοσφαιριστής στην εθνική..

Προηγουμενο αρθρο
Δύτης εντόπισε υποβρύχια νάρκη 100 μέτρα από την ακτή ανοιχτά του Μύτικα
Επομενο αρθρο
Παρουσίαση φωτογραφικού-ιστορικού λευκώματος από τον Σύλλογο Λευκαδίων Ηλιούπολης

1 Σχόλιο

  1. Αναγνώστης
    28 Φεβρουαρίου 2023 at 22:19 — Απάντηση

    Το κείμενο με προκάλεσε. Θυμήθηκα πως το… θέαμα της εποχής δεν άφησε αδιάφορο τον Γιάννη Ρίτσο, …..στη Σονάτα του Σεληνόφωτος αναφέρει:
    ……Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
    πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
    με την γριά βαριά του αρκούδα
    με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
    σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
    ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
    και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
    και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω
    μ’ όλο πού πίσω απ’ τούς τοίχους
    μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
    κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
    μην ξέροντας για που και γιατί –
    έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
    δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
    να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
    και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
    αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
    την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
    στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
    την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
    με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κ’ ενός αργού θανάτου-
    την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
    που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
    Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
    Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
    υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
    χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
    που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
    (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
    και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
    το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου….

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.