HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ πόλη της Λευκάδας / Β΄ μέρος: Βενετοκρατία

Η πόλη της Λευκάδας / Β΄ μέρος: Βενετοκρατία

Γράφει ο Βασίλης Φίλιππας

H κατάληψη του νησιού από τους Bενετούς τον Αύγουστο του 1684 μετά από την πολιορκία του κάστρου της από τον αρχιστράτηγο και μετέπειτα δόγη Φραντζίσκο Μοροζίνι, υπήρξε καθοριστική για την τοπική ιστορία.

Eπανέφερε το νησί σε μια τροχιά που είχε διακοπεί βίαια από την οθωμανική κατάκτηση και μετέβαλε δυναμικά τους πολιτικούς και πολιτιστικούς όρους.

Η κατάκτηση της Λευκάδας υπήρξε μεγάλη στρατιωτική επιτυχία των Βενετών, οι οποίοι πήραν όλα τα αναγκαία μέτρα τόσο για να αποτρέψουν την ανακατάληψή της από τους Τούρκους όσο και για να τη χρησιμοποιήσουν ως βάση για τη συνέχιση των πολεμικών τους επιχειρήσεων στην Ανατολή, που κράτησαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.

Ο Μοροζίνι, για να προστατέψει όσο καλύτερα μπορούσε το Κάστρο, διέταξε την ισοπέδωση των δύο εξωκαστρινών συνοικιών του Μπόργκου και της Άλλης Μεριάς και τη μεταφορά των κατοίκων τους στην Αμαξική.

Δεν θεωρώ, όπως έχει γραφεί, ότι η μεταφορά αυτή ήταν επιβεβλημένη εξαιτίας του ότι οι συνοικίες αυτές είχαν πάθει μεγάλες ζημιές κατά την πολιορκία, ούτε και επειδή οι κάτοικοί τους τις είχαν εγκαταλείψει προσωρινά για να μη βρεθούν μεταξύ των διασταυρούμενων πυρών, κι ακόμη περισσότερο ούτε γιατί υπήρξε τάχα κάποιο σατανικό σχέδιο εκ μέρους των Βενετών για να αποκόψουν τους Λευκαδίτες από τη θάλασσα και έτσι να περάσει όλο το εμπόριο στα χέρια τους. Ο κανόνας παντού ήταν οι κάτοικοι να επιστρέφουν μετά το τέλος των εχθροπραξιών και να επιδιορθώνουν τις ζημιές που είχαν υποστεί οι οικίες τους, ώστε να συνεχίσουν τη ζωή τους όπως μπορούσαν. Ούτε, φυσικά, οι Βενετοί θα φέρονταν ανταγωνιστικά προς τους μεγάλους εφοπλιστές και τους μικρότερους πλοιοκτήτες, που τους βοήθησαν μάλιστα να καταλάβουν το νησί, στους οποίους έδωσαν και προνόμια με τον ερχομό τους. Ούτε και θα ήθελαν να στρέψουν τους κατοίκους προς τους Οθωμανούς με μια τέτοια κίνηση, ούτε και τα πολύ μεγάλα έσοδα από τους δασμούς και τους φόρους του λευκαδίτικου εμπορίου θα ήθελαν να χάσουν.

Η διαταγή απομάκρυνσης, καθώς πιστεύω, είχε να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αμυντικούς λόγους. Στα θέματα της άμυνας, οι Βενετοί δεν δίσταζαν να προχωρήσουν σε ριζικές λύσεις. Έτσι, π.χ., για την προστασία του κάστρου της Κέρκυρας, μεταξύ του 1628 και του 1630 γκρέμισαν περίπου 2.500 πέτρινες και πολυόροφες οικίες, στη θέση των οποίων σήμερα βρίσκεται η τεράστια πλατεία Σπιανάδα. Από την άλλη, για να αναπτύξουν στο έπακρο τις εμπορικές δυνατότητες και να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, δεν δίστασαν να μεταφέρουν στα 1757 την πρωτεύουσα της Κεφαλονιάς από το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στο Αργοστόλι, δίνοντας έτσι επιπλέον ώθηση στην κεφαλονίτικη ναυτιλία. Ας τονίσουμε εδώ ότι η Λευκάδα παρέμεινε υπολογίσιμη ναυτική δύναμη για τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά τη μεταφορά της στη νέα θέση και ότι στις ναυτικές-εμπορικές δραστηριότητες ενεπλάκησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όχι μόνο οι παλιοί, αλλά και πολλοί από τους νέους άρχοντες που εγκατέστησαν οι Βενετοί στο νησί δίνοντάς τους προνόμια, όπως, π.χ. οι Βαλωριταίοι, οι Τσαρλαμπαίοι, οι Δετζόρτζι και άλλοι.

H νέα πόλη που δημιουργήθηκε με τη μεταφορά των κατοίκων της τρικωμίας του Kάστρου, υπήρξε λύση ανάγκης και μόνο, επιφέροντας όλα τα απότοκα της εσπευσμένης μεταφοράς, αλλά και της κοσμογονικής αλλαγής στο τοπικό επίπεδο, της αλλαγής κυριάρχου. Η μεταφορά διεξήχθη με βιάση στον νέο χώρο και στα είκοσι πρώτα χρόνια σημειώθηκε, προφανώς, οικοδομικός οργασμός, με τα σπίτια να αναγείρονται συνεχώς το ένα δίπλα στο άλλο με την τοπική αντισεισμική αρχιτεκτονική. Ο Λευκαδίτης ιστορικός Σπ. Βλαντής, χωρίς να μας παραπέμπει σε κάποια πηγή, αναφέρει ότι ο Μοροζίνι «συνεβούλευσεν αμέσως τους τας μείζονας ζημίας υποστάντας να συνοικισθώσιν επί της παραλίας της Αμαξικής» και ότι για τον σχηματισμό της εκεί πόλης «η Κυβέρνησις παρεχώρησεν οικόπεδα και άλλα βοηθήματα».

Oι μεγάλες κτηματικές περιουσίες των τεσσάρων Τούρκων γαιοκτημόνων που αναφέραμε, μαζί με τις μικρές συστάδες σπιτιών που βρισκόταν διάσπαρτες μέσα σ’ αυτές, πέρασαν στη δικαιοδοσία του βενετικού δημόσιου, το οποίο τις παραχώρησε εν καιρώ σε ιδιώτες ως αναγνώριση των υπηρεσιών τους ή με οικονομικά ανταλλάγματα και σε «συναδελφούς» που ζητούσαν τόπο για την ανέγερση εκκλησιών. Το βενετικό κράτος, με λίγα λόγια, κατείχε όλη τη γη στην οποία επεκτάθηκε η πόλη: Από τη σημερινή πλατεία μέχρι και τον Άγιο Μηνά. Ο ρυθμός και η έκταση των κατά καιρούς παραχωρήσεων του βενετικού κράτους και εν συνεχεία της κατάτμησης των μεγάλων οικοπέδων από τους κατόχους τους σε τρίτους είτε μέσω της πώλησης μεριδίων είτε μέσω της παραχώρησής τους με «λιβέλο περπέτουο» καθόρισε και την επέκταση της πόλης.

Όπως, δυστυχώς, δεν έχουμε τοπογραφική αποτύπωση της τρικωμίας του Κάστρου πριν οι Βενετοί προχωρήσουν στην κατεδάφισή της, το ίδιο συμβαίνει και με την νέα πόλη στα σαράντα πρώτα καθοριστικά της χρόνια ύπαρξης: Οι πληροφορίες γι’ αυτή είναι ελάχιστες. Οι δύο πρώτες κτηματολογήσεις που έκαναν οι Βενετοί το 1686 και το 1701 δεν σώζονται ή λανθάνουν, ενώ το αρχειοφυλακείο, που τότε βρισκόταν εντός του Κάστρου, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1715 στερώντας μας τις πολύτιμες πηγές των επίσημων εγγράφων, των δικαστικών αποφάσεων, των ληξιαρχικών πράξεων κ.ο.κ. Ενδεικτικό είναι το ότι, από τις συμβολαιογραφικές πράξεις, ένα και μόνο βιβλίο πράξεων, του Τζόρτζη Τζερμπάνη, έφτασε ως τις μέρες μας κι αφορά κάποιους μήνες του 1692, το οποίο, μετεγγραμμένο και σχολιασμένο, σύντομα θα εκδώσω. Τα επόμενα σωζόμενα συμβολαιογραφικά βιβλία χρονολογούνται από το 1707.

Η πρώτη σωζόμενη τοπογραφική-κτηματολογική αποτύπωση της πόλης είναι αυτή του μηχανικού Σεμιτέκολο του 1726, κι έτσι τα πολλά σκοτεινά σημεία μέχρι αυτήν τη χρονιά μπορούν να καλύψουν μόνο οι υποθέσεις.

H νέα πρωτεύουσα, γεμάτη στενά και, συχνά, ανήλιαγα χωμάτινα καντούνια, επεκτάθηκε προς τον νότο σε σχέση με τον παλιό οικισμό, «συμπιεζόμενη» εν ολίγοις αρχικά σε μια έκταση που το νοτιότερό της όριο στα 1726 υπήρξε ο άξονας των εκκλησιών της Παναγίας των Ξένων — Αγίου Νικολάου — Αγίου Δημητρίου.

Ήδη το 1685 οικοδομήθηκε ο πρώτος ναός, ο Άγιος Σπυρίδωνας, και άρχισε να σχηματίζεται σιγά-σιγά η κεντρική πλατεία που ονομάστηκε πλατεία του Αγίου Μάρκου. Στη μέση της τελευταίας αργότερα στήθηκε κίονας φερμένος από την Νικόπολη και πάνω του τοποθετήθηκε το άγαλμα του λέοντα της Βενετίας, ενώ το 1722, στην απέναντι από τον Άγιο Σπυρίδωνα πλευρά, οικοδομήθηκε ο ναός της Άσπιλης Σύλληψης για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των Καθολικών χριστιανών.

Ο κεντρικός δρόμος την ίδια εποχή —η σημερινή αγορά— είχε ελάχιστες οικοδομές από το μέσο του έως και την κατάληξή του στον Άγιο Μηνά, ενώ ακόμη και τα θαλάσσια όρια της πόλης ήταν συγκεχυμένα λόγω των βάλτων και των αλιτενών της λιμνοθάλασσας.

Τα όρια του χωμάτινου αυτού δρόμου που διέσχιζε τις μεγάλες οθωμανικές ιδιοκτησίες την εποχή της τουρκοκρατίας καθόρισαν οι πέντε μεγάλες κρήνες που βρίσκονταν κατά μήκος του. Οι βρύσες κατασκευάστηκαν μετά το 1564 και υδρεύονταν από τις σωληνώσεις του οθωμανικού υδραγωγείου. Η πρώτη, η Επάνω Βρύση, βρισκόταν λίγο παρακάτω και απέναντι από το σημερινό καμπαναριό του Αγίου Μηνά, ενώ η τελευταία, η Κάτω Βρύση, είναι και η μοναδική που σώζεται μέχρι τις ημέρες μας.

Στα χρόνια της Βενετών ο χωμάτινος δρόμος μετατράπηκε στην κεντρική αγορά της Λευκάδας, το Παζάρι, που με το πέρασμα του χρόνου και την επέκταση της πόλης γέμισε σε όλο το μήκος του με μαγαζιά, αποθήκες και εργαστήρια, ενώ αργότερα, προς τα τέλη της Βενετοκρατίας, πλακοστρώθηκε. Και αν μας φαίνεται ότι καθυστέρησε πολύ η πλακόστρωσή του, να σημειώσουμε ότι η κεντρική πλατεία της ευημερούσας Ζακύνθου πλακοστρώθηκε μόλις το 1712… Να σημειώσουμε, επίσης, ότι και οι πόλεις του Αργοστολίου και της Ζακύνθου χωρίζονται στα δύο από ανάλογους δρόμους, το «Λιθόστρωτο» και την «Πλατεία Ρούγα» αντίστοιχα, ενώ και η χαρακτηριστική πλακόστρωση των δρόμων της πόλεως δεν συναντάται μόνο στη Λευκάδα, όπως πιστεύεται γενικά.

Τα όρια μεταξύ πόλης και υπαίθρου τα καθόρισε εν τέλει η ανέγερση του ναού του Αγίου Μηνά, που αποτέλεσε και το ακρότατο όριο της. Γύρω του φτιάχτηκαν τα χάνια, τα σιδηρουργεία (χάβρικα) και τα πεταλωτήρια που εξυπηρετούσαν τους χωρικούς μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η ανέγερση, τέλος, του ναού συνδέθηκε τόσο με το όραμα του Ανώτερου Προνοητή Λευκάδας Πέτρου Μπραγκαντίν κατά τον σεισμό του Νοέμβριου του 1704, όσο και με την ανεύρεση εικονίσματος στον σημείο εκείνο μετά τον σεισμό.

Για τους κατοίκους, τώρα, η επιλογή του χώρου της Αμαξικής για την πρωτεύουσα υπήρξε κάκιστη και δημιούργησε δυσεπίλυτα προβλήματα, τα οποία η πόλη τα έφερε ως στίγματα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα ή ακόμη-ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του 1980, για τρεις ολόκληρους αιώνες δηλαδή.

Η πόλη αναπτύχθηκε στην ουσία χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, εκτός ίσως της πλατείας, της κεντρικής αγοράς και κάποιων δρομίσκων της και βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα στα έλη και τα αλιτενή της μεγάλης λιμνοθάλασσας, βορά στις ασθένειες και την ελονοσία που θέριζαν τον πληθυσμό της. Καθ’ όλη την περίοδο της βενετοκρατίας, οι αρχές δεν έκαναν ούτε ένα ουσιαστικό έργο για να βελτιώσουν την εικόνα της πόλης και τη ζωή των κατοίκων της. Δεν προχώρησαν σε αποστραγγιστικά έργα, ούτε καν κατασκεύασαν έναν πέτρινο βραχίονα περιμετρικά, που θα εμπόδιζε τη θάλασσα κατά την παλίρροια να πλημμυρίζει τα δρομάκια και τα σπίτια της. Για αποχέτευση και υγιεινή υπ’ αυτούς τους όρους δεν μπορούμε, φυσικά, να κάνουμε λόγο. Την άσχημη εικόνα επιβάρυναν τα ελαιουργεία με τα λύματά τους, τα νεκροταφεία των ενοριών, τα σφαγεία και τα περιφερόμενα ανεπιτήρητα ζώα. Όσο για την προστασία της από τουρκική εισβολή, μπορεί τα ρηχά νερά που την περιέβαλλαν να δυσκόλευαν μια άμεση επίθεση, αλλά παρέμενε ανυπεράσπιστη απέναντι σε επίθεση από την περιοχή των Μύλων-Άι-Γιάννη.

Πάνω στο βαλτώδες υπέδαφός της πόλης, τη «μούτελη», δεν μπορούσαν να ανεγερθούν οι μεγάλες πέτρινες οικοδομές των άλλων νησιών του Ιονίου, που ο οποιοσδήποτε από τους συχνούς σεισμούς οι οποίοι πλήττουν την περιοχή θα μπορούσε να τις μετατρέψει όχι μόνο σε ερείπια αλλά και σε χώρους θανάτου των ενοίκων τους. Οι οικίες έτσι, πλην των αρχοντικών, σπάνια υψώνονταν διώροφες και το ξύλο αναγκαστικά υπήρξε το βασικό υλικό κατασκευή τους πάνω από το ισόγειο. Την αστική αρχιτεκτονική του τόπου πιστεύω ότι την καθόρισε αυτή και μόνο η παράμετρος. Παρ’ ότι δεν σώζονται οικίες της πρώιμης βενετοκρατίας, ούτε σχέδιά τους, ούτε απεικονίσεις τους, πιστεύω ότι αν οι άρχοντες του τόπου μπορούσαν να ακολουθήσουν τους αρχιτεκτονικούς τύπους που έφερε η Βενετία στο Ιόνιο, θα το έκαναν χωρίς δεύτερη σκέψη: Δεν είχαν μόνο την οικονομική δυνατότητα γι’ αυτό, αλλά και τη θέληση, εφόσον οι οικίες τους θα εικονοποιούσαν και την ταύτισή τους με το νέο πολιτιστικό πλαίσιο, όπως έγινε με τις εκκλησίες. Εξάλλου, η τοπική αρχιτεκτονική ήταν οικεία μόνο στους ντόπιους: Οι Βενετοί, οι Κρητικοί, οι Χιώτες και οι άλλοι Επτανήσιοι άρχοντες, έμποροι και υψηλόβαθμοι υπάλληλοι που εγκαταστάθηκαν σε αυτήν μέχρι το 1710, δεν είχαν κανένα λόγο να ακολουθήσουν την τοπική αρχιτεκτονική. Τα αρχοντόσπιτα δεν θα έμειναν, πιστεύω, ανεπηρέαστα από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική των άλλων Ιονίων νήσων αλλά θα ενσωμάτωσαν μπαρόκ και αναγεννησιακά στοιχεία στα σημεία που δεν απειλούσαν την ασφάλεια των κτιρίων και των ενοίκων τους (δηλαδή στις θύρες, τα παράθυρα του ισογείου, στους μνημειακούς περιβόλους κ.λπ.) — κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τα αρχοντόσπιτα της αγγλοκρατίας (π.χ. των Βλαντή, Δεσύλα, Μαχαιρά, Όριο, Σταύρου κ.α.) που δεν έφτασαν κι αυτά, λόγω των σεισμών, μέχρι τις ημέρες μας. Στη Βενετοκρατία θεωρώ ότι πρέπει να έχει τις ρίζες της και η χαρακτηριστική πολυχρωμία των εξωτερικών τοίχων των ορόφων των οικιών της πόλης της οποίας οι παλαιότερες μαρτυρίες ανάγονται στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ας σημειωθεί ότι από τα αρχοντικά της πόλης αυτής της περιόδου σώζεται μόνο των Ζαμπελίων, κτίσμα πιθανότατα της ύστερης βενετοκρατίας.

Στην πόλη στοίχισε πολύ η απομάκρυνσή της από το ανοιχτό πέλαγος. Η κοπιαστική, χρονοβόρα και κοστοβόρα μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων από το Κάστρο μέχρι αυτήν και αντίστροφα, γινόταν είτε πεζή μέσω του δρόμου της Γύρας, είτε μέσω της λιμνοθάλασσας με τα τοπικά χωρίς καρίνα πλοιάρια (τα μονόξυλα, τα προιάρια και τις γόντολες) ενώ για μεταφορές από τον δρόμο του υδραγωγείου δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο: Η μεγάλη στενότητά του ήταν απαγορευτική και η κατάσταση αυτή έμεινε αμετάλλακτη μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οπότε ανοίχθηκε από τους Bρετανούς το βαθύ κανάλι. Η μια και μόνη προσπάθεια των Βενετών να αντιμετωπίσουν ριζικά την κατάσταση, ήταν με την κατασκευή μιας προκυμαίας που θα ένωνε πόλη και Κάστρο, αλλά το έργο έμεινε μόνο στην αρχή του. Η Βενετία της εποχής εκείνης δεν είχε ούτε τη διάθεση αλλά κυρίως ούτε και τους ανάλογους πόρους να διαθέσει στη Λευκάδα για τόσο μεγάλα έργα…

Στον αντίποδα, η πόλη λειτούργησε για καιρό ως χωνευτήρι για νέους και παλιούς κατοίκους, διαμορφώνοντας τη δική της πολιτική, οικονομική, ταξική και πολιτιστική ταυτότητα κάτω από την επίδραση-επιβολή της Γαληνότατης. Το άστυ, ανάμεσα σε άλλα, απέκτησε φαρμακεία, ενεχυροδανειστήριο (μόντε ντι πιετά), σιταποθήκη (φοντάγο κ.λπ.), αρχειοφυλακείο, δικαστήρια, νοσοκομείο, υγειονομείο, τελωνείο, συμβολαιογράφους, οργανωμένες συντεχνίες εργαζομένων, τις σκουόλες, που υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους και με τα λάβαρά τους παρήλαυναν στις πολιτικές και θρησκευτικές πομπές.

Οι νέες συνθήκες επέβαλλαν και την εγκατάσταση μετά από αιώνες του επικεφαλής της τοπικής Εκκλησίας στην πόλη και τη λειτουργία σε αυτή μητροπολιτικού ναού. Στην παραχώρηση οικοπέδων για ανέγερση ορθόδοξων ναών, η ανταπόκριση υπήρξε πάντα άμεση από την πλευρά του βενετικού δημοσίου.

Στα οικόπεδα που αυτό παραχώρησε, ανεγέρθηκαν ο Άγιος Σπυρίδωνας το 1685, ο Άγιος Nικόλαος το 1687 ο Άγιος Δημήτριος το 1688, η Ευαγγελίστρια το 1689, ο Παντοκράτορας το 1699 και από το 1704 έως το 1750 όλοι οι υπόλοιποι ναοί (Άγιοι Μηνάς, Άγιος Αντώνης, Άγιοι Ανάργυροι κ.ο.κ). Να σημειώσουμε ότι ορθόδοξοι ναοί (Μητρόπολη, Άγιος Μηνάς κ.ά.) φιλοξένησαν αλτάρια των Καθολικών ώστε να τους εξυπηρετούν στις λατρευτικές τους ανάγκες, μέχρι να ανεγερθεί ο ναός της Άσπιλης Σύλληψης στην πλατεία το 1722, όπως είπαμε και παραπάνω.

Στο πεδίο της πόλης θα ανταγωνιστούν και θα συνεργαστούν οι παλιοί οικονομικοί άρχοντες —γαιοκτήμονες και εφοπλιστές—, που είχαν ταχθεί με το μέρος των νέων κυριάρχων και στους οποίους είχαν δοθεί τίτλοι και προνόμια, καθώς και όλοι οι νεήλυδες (από την ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη, τα υπόλοιπα Επτάνησα και τη Χίο), που τους είχαν παραχωρηθεί τίτλοι και κτήματα.

Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, οι κάτοικοι συνέχισαν να ασχολούνται επιτυχώς και κερδοφόρα με τη ναυτιλία και το εμπόριο, βασισμένοι εν μέρει στα παλαιότερα δίκτυα τους και προσαρμοζόμενοι στη νέα πολιτική κατάσταση, με τους πολλούς περιορισμούς αλλά και τις νέες ευκαιρίες που αυτή πρόσφερε, συνεχίζοντας να οργώνουν τη Μεσόγειο από την Κωνσταντινούπολη έως την Ιταλία, τη Μάλτα και την Ισπανία. Η ανέγερση μεγάλων οικιών με την ανάλογή τους επίπλωση και οι πολυτελείς φορεσιές τους ήταν απόδειξη και διαλάληση της ευμάρειάς τους, κοινός τόπος σε όλες τις περιοχές που πλούτιζαν από το εμπόριο. Τα παραπάνω, δηλαδή, ήταν έκφραση του πλούτου και όχι υπερβολική σπατάλη που συνέβαλε στην καταστροφή και φτωχοποίηση των εμπορευόμενων, όπως έχει γραφεί.

Σταδιακά, η λευκαδίτικη ναυτιλία άρχισε να παρακμάζει και σε αυτή την παρακμή συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Θα αναφερθώ εν συντομία σε αυτούς που θεωρώ σημαντικότερους: Πρώτον η αλλαγή κυρίαρχου σήμαινε το τέλος της διακίνησης του σιταριού που παρήγαγαν οι τουρκοκρατούμενες Ακαρνανία και Ήπειρος αλλά και της ακαρνανικής ξυλείας που χρησιμοποιούσαν για τη ναυπήγηση νέων πλοίων, δεύτερον η ασταμάτητη στρατιωτική αναστάτωση στην περιοχή με αποκορύφωση την κατάληψη της Λευκάδας για έναν χρόνο το 1716 από τους Οθωμανούς η οποία μεταφραζόταν επίσης σε οικονομικές κρίσεις και, τρίτον, η έλλειψη λιμανιού στην νέα πόλη που, όπως αναφέραμε, πολλαπλασίασε τα κόστη μεταφοράς των προϊόντων.

Η οικονομία απεχθάνεται το κενό, και το κενό που άφησε η Λευκάδα το εκμεταλλεύτηκαν οι νέες ανερχόμενες ναυτικές δυνάμεις της περιοχής: Το Μεσολόγγι στο τουρκικό Ιόνιο και η Κεφαλονιά στο βενετικό, καθώς και η Πρέβεζα, η οποία εξελίχθηκε στο σημαντικό εισαγωγικό-εξαγωγικό λιμάνι της περιοχής.

Όλα τα παραπάνω συντέλεσαν στον μαρασμό και την εξαφάνιση της λευκαδίτικης εμπορικής και ναυτικής τάξης, πράγμα που είχε τραγικές συνέπειες για το σύνολο του πληθυσμού της πόλης. Οι περισσότεροι από τους παλιούς ναυτικούς, όπως συνήθως γίνεται με το εμπόριο, δεν είχαν επενδύσει σε γη και ακίνητα, και με την νέα κατάσταση βρέθηκαν χωρίς περιουσία, εγκλωβισμένοι στα ρηχά νερά της λιμνοθάλασσας: Πολλοί έγιναν φτωχοψαράδες, άλλοι εργάτες στα ιχθυοτροφεία που ανήκαν στο βενετικό δημόσιο, κάποιοι μεταβλήθηκαν σε μικροέμπορους της αγοράς και σε τεχνίτες στα τοπικά εργαστήρια, με αποτέλεσμα όλοι τους να βρεθούν άμεσα εξαρτώμενοι για την επιβίωσή τους από το τοπικό αρχοντολόι, καθώς και από την πολιτική της Βενετίας και τη συμπεριφορά των κατά καιρούς εκπροσώπων της στο νησί. Η ταξική διάρθρωση, οι συνθήκες υγιεινής και οι συνεχείς ισοπεδωτικοί σεισμοί δεν τους άφηναν να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, να σχεδιάσουν κάτι ώστε να βγουν από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας και της ασθένειας. Οι ίδιοι, όμως, αποτέλεσαν με τον καιρό το πόπολο της πόλης, με όλα εκείνα τα γνωστά κοινά όσο και διακριτά χαρακτηριστικά των άλλων επτανησιακών πόλεων, καθώς και τις επιμέρους ιδιαιτερότητές τους, βέβαια.

Η πόλη της Λευκάδας σωριάστηκε σε ερείπια 5 φορές μέσα σε 80 χρόνια από το 1704 έως και το 1783.

Στην κορυφή του καταλόγου των καταστροφών βρίσκεται η πανώλη, που ανελέητα έπληξε την πόλη τον Ιούνιο του 1743 σκορπίζοντας το θανατικό για έναν ολόκληρο χρόνο κι ανέκοψε κάθε ελπίδα για οικονομική πρόοδο και κοινωνική εξέλιξη, οδηγώντας σε μεγαλύτερη κρίση και οπισθοδρόμηση, αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι δεν είχε προλάβει καν να συνέλθει από τον καταστρεπτικό σεισμό του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, ο οποίος την ισοπέδωσε:

«…εγίνη ένας σεισμός τρομερός τόσο που έπεσαν οι εκκλησίες εις την Αμαξικήν όλες, τα σπίτια όλα ανετράπησαν», λέει ένα χρονικό.

Οι επιπτώσεις σε δημογραφικό, οικονομικό, κοινωνικό και ψυχολογικό επίπεδο υπήρξαν φοβερές… Αρκεί και μόνο να αναλογιστούμε ότι έμεινε αποκομμένη από τον έξω κόσμο, σε «καραντίνα» δηλαδή, μέχρι και τον Ιούνιο του 1744.

Η πανώλη δεν έκανε διακρίσεις σε κοινωνικές τάξεις, φύλα, ηλικίες, καταγωγές και επαγγέλματα. Θύματά της υπήρξαν Ορθόδοξοι και Καθολικοί, ο Βενετός προνοητής, στρατιώτες, ευγενείς, γιατροί, ιερείς, έμποροι, ψαράδες, άνεργοι, ναυτικοί κ.ο.κ.

Μέσα σε μισό χρόνο, σύμφωνα με την επίσημη βενετική καταγραφή, πέθανε το 30% του πληθυσμού της, ενώ σύμφωνα με τον ευγενή Σπ. Πετριτσόπουλο το 43%, βάσει και πάλι καταγραφών. Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε κι όσους εγκατέλειψαν οριστικά το νησί. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν, ατομικές και συλλογικές μνήμες διαγράφηκαν με μιας, ενώ υλικά πολιτισμικά και αρχειακά στοιχεία που ίσως να έφταναν κι ως τις μέρες μας, παραδόθηκαν στις φλόγες για να μη μεταδοθεί η μόλυνση.

Στις διαθήκες της εποχής είναι κυρίαρχος ο φόβος του θανάτου, ενώ οι καταγραφές των προς απολύμανση αντικειμένων, που συνέτασσε το βενετικό κράτος, αποτελούν καθρέφτη ανάμεσα σε άλλα και των τεράστιων οικονομικών διαφορών των ιδιοκτητών τους, απόρροια του ταξικού συστήματος: Από την πολυτέλεια στην απόλυτη ένδεια.

Ο φόβος αυτός οδήγησε και στην αναζήτηση της θεϊκής προστασίας, με αποτέλεσμα την ανέγερση των ναών του Αγίου Χαραλάμπους, του πολέμιου της πανούκλας, και του Αγίου Βησσαρίωνα, στην κάρα του οποίου αποδόθηκε η αντιμετώπισή της. Να πω εδώ ότι στον λαϊκό λόγο έμεινε μέχρι και τις μέρες μου η φράση «πανούκλα του άι-Χαραλάμπη», στερημένη, όμως, από την αρχική της σημασία, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται για να περιγράψει πειρακτικά ένα υπερβολικά άσχημο άνθρωπο.

Αλλά ας φύγουμε από τα θλιβερά. Στη βενετοκρατία έχει ρίζες η έντονη διάκριση των κατοίκων της πόλης σε σχέση με αυτή της υπαίθρου και της απέναντι ακτής, με όλες τις εκδηλώσεις της, το καυστικό χιούμορ, το μπουρανέλικο ιδίωμα με τις χιλιάδες βενετοϊταλικές του λέξεις, το λευκαδίτικο καρναβάλι, η αστική μουσική, το ιδιαίτερο θρησκευτικό τελετουργικό, η δυτικότροπη ζωγραφική και η πολυφωνική μουσική, η τοπική κοσμηματοποιία (μπόκολες, σπίλες κ.λπ.), η τοπική κουζίνα (σαβόρο, σοφρίτο, πολπέτες, πολέντα, σαλάμια, μαντολάτα κ.λπ.), τα παιχνίδια, τυχερά ή μη, όπως το τζογολί, το αμπαλί και τόσα άλλα.

Το πόπολο αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης, τη μεγάλη βάση της κοινωνικής πυραμίδας στην κορυφή της οποίας υπήρξαν οι τσιταδίνοι, οι λίγοι πλούσιοι δηλαδή αστοί και φυσικά πάνω από αυτούς οι ευγενείς με τα προνόμιά τους, τις μεγάλες περιουσίες τους και τις θέσεις εξουσίας στον κρατικό μηχανισμό.

Οι τελευταίοι, οι νόμπιλοι, σχημάτισαν μέσα στις πρώτες δεκαετίες της βενετοκρατίας την αναγνωρισμένη από τους Βενετούς Κοινότητα, με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του Μοροζίνι του 1685. Δεν διέφεραν από τους υπόλοιπους ευγενείς των Επτανήσων παρά μόνο στην παλαιότητα και τον πλούτο. Η διαφορά αυτή φυσικά δεν σήμαινε απολύτως τίποτε για τους ασθενέστερους οικονομικά, ενώ η Βενετία, όπως και τους υπόλοιπους Επτανήσιους ευγενείς, δεν τους αναγνώρισε ποτέ επίσημα ως τέτοιους, παρά μόνο ως τσιταδίνους-αστούς. Έβλεπαν τόσο τον εαυτό τους όσο και την τάξη τους μέσα από τον ταξικό βενετικό καθρέφτη, που τους διαχώριζε από το πόπολο, την πλέμπα κανάγια της πόλης και των χωριών, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ως κλειστή κάστα όπου επικρατούσε η ενδογαμία. Ξεχώριζαν και με τη χρήση της Ιταλικής, τις σπουδές τους στα ιταλικά πανεπιστήμια, τους συναδελφικούς τους ναούς στην πόλη και τα ιδιόκτητα ναΐδριά τους στον κάμπο, τα οικόσημά τους και τα μεγάλα τους αρχοντικά, που η φτώχεια και το μικρό μέγεθος των υπόλοιπων σπιτιών τα έκανε να φαντάζουν ακόμη μεγαλύτερα.

Η αναφορά στις τρεις τάξεις, μας δίνει ευκαιρία να αναφερθούμε και στη φορεσιά της περιόδου. Οι ευγενείς, βέβαια, και οι μεγαλοαστοί είχαν καθιερώσει ως τέτοια την ανάλογη των Βενετών και των άλλων αρχόντων του Ιονίου. Εν συντομία θα αναφερθώ στα κύρια μέρη της ανδρικής φορεσιάς, όπως έχω βρει να ονοματίζονται σε συμβολαιογραφικές πράξεις της εποχής: Η «βελάδα», δηλαδή, το πολυτελές πανωφόρι, τα «τσεντουρίνια», το στενό παντελόνι, οι «σκάρπες με τις φούμπιες», τα πολυτελή υποδήματα με τις αγκράφες. Στο κεφάλι φορούσαν περούκα και ανά χείρας κρατούσαν την «μπαγολίνα», το χαρακτηριστικό λεπτό μπαστουνάκι τους.

Όσο για τους ποπολάρους, οι άντρες φορούσαν τη χαρακτηριστική τοπική βράκα με το ζωνάρι και το γιλέκο της, ενώ οι γυναίκες μακριά φουστάνια, όχι τα «ρωμαΐκα». Τα ρούχα αυτά διέφεραν στην ποιότητα και την πολυτέλεια: Οι πιο πλούσιοι και πλούσιες φορούσαν τα ίδια, αλλά με καλύτερα υφάσματα και κεντημένα με χρυσοκλωστή, ασημοκλωστή και μάλαμα.

Το ιδίωμα της πόλης έχει τον πιο επτανησιακό επιτονισμό σε σχέση με το υπόλοιπο νησί και περιλαμβάνει χιλιάδες ιταλικές ή ιταλογενείς λέξεις όσο και τις άλλες χαρακτηριστικές λέξεις του Ιονίου νησιωτικού μικρόκοσμου.

Τη σύντομη εκ των πραγμάτων αναφορά μας στη βενετική περίοδο θα κλείσουμε με τα ονοματολογικά της πόλης, τα τοπωνύμια και τις συνοικίες, τα οποία έχω συγκεντρώσει κατά τα χρόνια που ερευνώ την τοπική Ιστορία.

Η πόλη της βενετοκρατίας συναντάται στις συμβολαιογραφικές πράξεις αρχικά ως Αμαξική, που απ’ ότι φαίνεται και από τον Χάρτη του Κορονέλι αποτελούσε ονομασία όλης της πεδιάδας της πόλης, ονομασία που ίσως οι ρίζες της φτάνουν στους βυζαντινούς χρόνους και, φυσικά, παραπέμπει στην ύπαρξη αμαξιτού δρόμου. Ο ίδιος ο οικισμός σ’ αυτό τον χάρτη ονομάζεται Μπόργκο ντι Αμαξική.

Πρώτη φορά την Αμαξική τη συναντούμε σε γραπτές πηγές σε οθωμανικό φορολογικό κατάλογο του 1613 και στα Ελληνικά ως υπολογίσιμο οικισμό σε ενθύμηση σεισμού το 1625. Να σημειώσουμε ότι στα 1670 ο Εβλιγιά Τσελεμπί την ονομάζει «Βαρόσι της Λευκάδας», ενώ σε σχεδιαστική απεικόνιση της περιοχής, πιθανόν του 1604, αναφέρεται ως villa de azulli, πιθανότατα λανθασμένη γραφή της Αμαξικής.

Η ονομασία Αμαξική θα παραμείνει κυρίαρχη στα έγγραφα περίπου έως το 1750, οπότε και σταδιακά αντικαταστάθηκε από αυτήν της Αγίας Μαύρας. Στις πηγές, όμως, δεν συνάντησα ποτέ τους κατοίκους της να αναφέρονται ως «Αμαξικιώτες», μα πάντα και παντού ως Λευκαδίτες ή Αγιομαυρίτες.

Όσον αφορά τα τοπωνύμια που συνάντησα σε συμβολαιογραφικές πράξεις, χάρτες και άλλα έγγραφα της βενετοκρατίας θα αναφερθώ εν συντομία σε αυτά:

Το 1687 συναντούμε την περιοχή «Στου Μαχαιρά», εκεί που βρίσκεται σήμερα ο ναός του Αγίου Νικολάου.

Δυο τοπωνύμια του 1692 συνάντησα στις συμβολαιογραφικές πράξεις του Τζερμπάνη: Τον Μπάλο, που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα στην ανατολική πλευρά της πόλης, άγνωστο ακριβώς πού, και τη Βρύση, που ταυτίζεται με τη σημερινή Κάτω Βρύση. Στον ίδιο συναντούμε και την ονομασία Πόντες, ο οποίος δεν είναι ο σημερινός, φυσικά, αλλά θα επρόκειτο είτε για μικροτοπωνύμιο κοντά στην περιοχή της Κάτω Βρύσης, είτε για κάποιο ξύλινο γεφύρι που θα υπήρχε εκεί και θα εξυπηρετούσε τους κατοίκους λόγω της βαλτώδους περιοχής.

Το 1709 και 1710 συναντούμε στον συμβολαιογράφο Μπαρμπαρίγο τη συνοικία Νιοχώρι. Έτσι είδαμε ότι ονομαζόταν ο συνοικισμός στα τέλη του 16ου αιώνα, δεν έχω διαπιστώσει όμως αν ταυτίζονται. Τη συνοικία κατέγραψε και ο μηχανικός Σάντο Σεμιτέκολο το 1726. Ο ίδιος κατέγραψε και τις άλλες 4 συνοικίες, που αποτελούσαν τη Λευκάδα της εποχής: το Παζάρι, την Κορακονησία, τη συνοικία της Παναγίας των Ξένων δηλαδή, καθώς και τις Ζάκκα και Μπότσικα.

Στα 1711 συνάντησα σε έγγραφο την περιοχή «Στου Μαρινέωνε» στα δυτικά της πόλης, όπου πιθανότατα θα διέμεναν μέλη της ισχυρής αρχοντικής οικογένειας Μαρίνου ή θα υπήρχαν ιδιοκτησίες τους.

Το 1737 συναντούμε σε έγγραφο την «κοντράδα της Κοινής Στράτας», της Αγοράς δηλαδή.

Στα 1740 σε σχέδιο του Spiridion Marazzo συναντούμε την περιοχή «Στου Φραγκιού» στην ανατολική παραλία της πόλης. Ήδη είχε καθιερωθεί και το όνομα της περιοχής Ντουγάνα, κοντά στο μεγάλο σημερινό κτίριο του ΤΑΟΛ, λόγω του τελωνείου που υπήρχε εκεί.

Στην εποχή εκείνη θα πήρε την ονομασία και η περιοχή Βαρδάνια. Στο σημείο αυτό θα υπήρχε φυλάκιο, πιθανότατα κτιστό, από όπου οι φύλακές του, οι βαρδιάνοι, θα επόπτευαν την περιοχή. Θα μπορούσε, όμως, να έχει πάρει την ονομασία κι από τον ποταμό Βάρδα, εάν φυσικά, αυτός εξέβαλε τότε, στη Λιμνοθάλασσα.

Ίσως και στην ίδια περίοδο να ανάγεται το τοπωνύμιο Παδρέικα που μας διέσωσε ο πατέρας Ιωαννίκιος στην περιοχή της δυτικής παραλίας.

Στα 1788 η πόλη αποτελούνταν από δέκα συνοικίες (κοντράδες) που είχαν πάρει το όνομά τους από τις εκκλησίες που είχαν ως κέντρο τους.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στις δύο συνοικίες που λανθασμένα μέχρι τώρα  αναφέρονται ως οι πρώτες ή από τις παλιότερες της πόλης: Αυτές του Πουλιού και της Αγίας Κάρας. Η πρώτη, που πήρε το όνομά της από τον Γεώργιο Πούλιο στον οποίο δόθηκε η περιοχή από τον Φραγκίσκο Μοροζίνι στα 1687, ήταν για σχεδόν έναν αιώνα αδύνατο να κατοικηθεί, αφού σε μεγάλο μέρος αποτελούνταν από βάλτους και αλιτενή της λιμνοθάλασσας, ενώ ο χαρακτηριστικός ναΐσκος, εκείνος του Αγίου Βασιλείου, ανεγέρθηκε μόλις το 1736 κι αρχικά ήταν ιδιωτικός. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1823 μάλιστα η συνοικία του ονομάζεται σε καταγραφή ως Νιοχώρι Πουλιού (Villa Nuova Puliu). Όσον αφορά τη συνοικία της Αγίας Κάρας, η περιοχή της ήταν αρχικά αραιοκατοικημένη και ο ναός από τον οποίο πήρε το όνομά της ανεγέρθηκε μόλις στα 1744.

Διαβάστε το Α΄ μέρος : Η πόλη της Λευκάδας / Βυζάντιο – Φραγκοκρατία – Τουρκοκρατία

Προηγουμενο αρθρο
Έλεγχοι για την πρόληψη της παραβατικότητας στα Ιόνια Νησιά
Επομενο αρθρο
Θάνατος 49χρονου στην Πάτρα: Παραιτήθηκε ο διοικητής του νοσοκομείου «Άγιος Ανδρέας»

1 Σχόλιο

  1. Χ.Μ
    25 Ιουνίου 2023 at 21:06 — Απάντηση

    Απόλαυσα , το ιστορικό αφιέρωμα- σύνοψη για το ΑΣΤΥ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ,που το διακρίνει η μεθοδικότητα της έρευνας και ο ρέων οικείος λόγος, με αποτέλεσμα να είναι προσεγγίσιμο σε κάθε αναγνώστη… όλα θαρρώ απόρροια του μόχθου, της αγάπης του ερευνητή –συγγραφέα για τούτο το ευλογημένο γενέθλιο νησί και της συγγραφικής του δεινότητας.
    Ο κ. Φίλιππας ισορροπεί με λεπτότητα και ευαισθησία στα βαριά ιστορικά μεγέθη, ερευνά την Τοπική Ιστορία του αγαπημένου γενέθλιου τόπου του, με συνέπεια, συστηματικότητα και σεβασμό απέναντι στη μελέτη του παρελθόντος, πάντα σε γόνιμη σύνδεση με το παρόν.
    Με τη συνθετική ικανότητα του, με την απόκτηση πλούσιου υλικού ,με την αξιοποίηση μιας πλούσιας βιβλιογραφίας από τις πηγές ως τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα ,με στέρεη δομή και γλαφυρότητα ύφους, μας οδηγεί, με σιγουριά και συναρπαστικό τρόπο, «επι των τύπων των ύλων», στο πανέμορφο περιβόλι της λευκαδίτικης ιστορικής διαχρονίας . Με μια εκπληκτική συγγραφική δεινότητα, κατατάσσει, αναλύει, ερμηνεύει και το παρουσιάζει διεξοδικά , προσεγγίζοντάς – τεκμηριώνοντάς το βιβλιογραφικά με επιστημονική μεθοδολογία και αισθητοποιώντας το με πλήθος από εκλεκτές εικόνες. Στην κατακλείδα φέρνει τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα κοντά μας στο μέγεθος της τοπικής κοινωνίας και στα όρια του τόπου, όπου ζούμε.
    Όσον αφορά στο προλογικό σημείωμα στο Α μέρος: Δοθείσης της ευκαιρίας , μπαίνω στον πειρασμό να εξάρω το ιδιωματικό Λεξικό της Λευκάδας, με τις 26.984 λέξεις και τα 26.084 λήμματα .Είναι μια πανελλαδική πρωτιά ένα σύγγραμμα σταθμό στα γλωσσολογικά πράγματα της χώρας εν είδη εμβληματικού μανιφέστου της μελέτης και διάσωσης λαλιάς του τόπου μας.
    Έρχεται σε μια εποχή που :
    • Η τσακώνικη διάλεκτος… με τον γλωσσολόγο και καθηγητή του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αγίας Πετρούπολης, Maxim Kisilier τα τελευταία χρόνια αποτελεί μάθημα διαδικτυακό αλλά και δια ζώσης στο θερινό σχολείο που λειτουργεί τον Σεπτέμβριο στο Λεωνίδιο.
    • Η κρητική διάλεκτος διδάσκεται ως μάθημα στο πανεπιστήμιο Κρήτης.
    • Διάφορες διάλεκτοι/ιδιώματα της επικράτειας γίνονται παιχνίδια επιτραπέζια
    • Γίνονται προσπάθειες διάσωσης της συνθηματικής κουδαρίτικης γλώσσας ( κώδικας) -των 500 περίπου λέξεων των Κουδαραίων ( πετράδων Πηλίου) η οποία δημιουργήθηκε από την ανάγκη να μιλούν αυστηρά μεταξύ τους οι Κουδαραίοι, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους άλλους (εργοδότες, ιδιοκτήτες, ανθρώπους της εξουσίας κ.λπ.).
    • Διάλεκτοι χρησιμοποιούνται ακόμα και στα κόμικς ( πχ ο φιλόλογος Μιχάλης Πατεράκης μεταγλώττισε στην Κρητική Διάλεκτο το το γνωστό -κόμικ των Goscinny-Uderzo Αστερίξ. Ενώ ο καθηγητής Γ. Σαββαντίδης το μετέφερε στην ποντιακή διάλεκτο ).
    Δε θα επεκταθώ άλλο, παρόλο που τα θέματα αναφοράς επιδέχονται συζήτησης. Δανείζομαι για να βάλω τέλος στο σχόλιο…από έναν αγαπημένο πολυγραφότατο συγγραφέα …Μικρή κι ατέλειωτη η γη μου /…που πυρπολείς το φως με τα κρινάκια της άμμου/με περιέχεις/ …(Ν. Ψιλάκης, Οίνωψ πόντος). ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΙ.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.