Παράκτιος έλεγχος και προστασία της Λευκάδας κατά το διάστημα 1800 -1807
Μαρία Λαμπρινού
Αρχιτέκτων
Η κατάκτηση της Λευκάδας αποτέλεσε τον απώτερο στόχο της επεκτατικής πολιτικής του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, λόγω της σημαντικής θέσης που κατέχει το νησί ως «προκεχωρημένη θέση» της Ηπείρου στο Ιόνιο Πέλαγος. Η κατασκευή των δύο νέων φρουρίων Τεκέ και Αγίου Γεωργίου σε λόφους στην ακτή της Ακαρνανίας προς τη Λευκάδα και η παραμονή ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων σε αυτά από το 1800 μέχρι το 1807 αποδεικνύουν την επιμονή του αλλά και τη δυσκολία που αντιμετώπιζε ο πασάς για την κατάκτηση του νησιού.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε περίοδο αναταραχών και ανακατατάξεων, που ακολούθησαν τους μεγάλους σταθμούς της παγκόσμιας ιστορίας, όπως η Γαλλική επανάσταση, το τέλος του Ιερού πολέμου της Υψηλής Πύλης, η κατάρρευση του Ενετικού κράτους, που επέφεραν έντονες αλλαγές στον πολιτικό και οικονομικό χάρτη της Ευρώπης. Οι εθνικές επαναστάσεις συντάραξαν τις αυτοκρατορίες και ανέτρεψαν ισορροπίες αιώνων, προκαλώντας τη δημιουργία νέων κρατών με εθνική συνείδηση και ενότητα.
Την ίδια εποχή ο στρατηγός και αυτοκράτορας Ναπολέων Βοναπάρτης ηγείται των γαλλικών στρατευμάτων, και η Βρετανία, ανήσυχη για τη νικηφόρα πορεία του από τη Ρωσία ως την Αίγυπτο, συμμετέχει στο συνασπισμό της Ρωσίας και της Τουρκίας εναντίον του. Μεγάλος αριθμός νέων αμυντικών έργων κατασκευάζεται σε όλη την ήπειρο και η οχυρωματική μορφή τους προοιωνίζει τη νέα αντίληψη αμυντικής τεχνικής, που πρόκειται να χαρακτηρίζει αυτή του 19ου ως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Τα οχυρωματικά έργα βρίσκονταν κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα ή στα στρατηγικά σημεία, τα οποία υπερασπίζονταν. Ο υποψήφιος κατακτητής όφειλε να πολιορκήσει και να καταλάβει με τη σειρά όλες τις οχυρώσεις, τη μία μετά την άλλη, προκειμένου να κατακτήσει μια περιοχή. Η μεγάλη καινοτομία του Ναπολέοντα ήταν ότι τα στρατεύματα δεν ήταν πια να υποχρεωμένα να επιστρέφουν στη βάση τους πριν αρχίσει ο χειμώνας, αφού οι μάχες μπορεί να συνεχίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Σύμφωνα με τη νέα στρατηγική, τα εχθρικά στρατεύματα έπρεπε να εξουδετερωθούν στο πεδίο της μάχης και όχι έπειτα από πολιορκία των εχθρικών οχυρώσεων, κατά προτίμηση με αιφνιδιασμό, προτού ο εχθρός προλάβει να λάβει θέση μάχης. Στην ουσία η εφαρμογή της νέας τακτικής σήμαινε τη σταδιακή εξαφάνιση των μεμονωμένων φρουρίων ή την ένταξή τους σε μια εκτεταμένη γραμμή άμυνας, όπου αυτά θα χρησίμευαν ως στρατηγείο και στρατώνας περισσότερο παρά ως οχυρή θέση. Ο Lazare- Nicolas-Marguerite-Camot, υπουργός Στρατιωτικών της κυβέρνησης του Ναπολέοντα και συγγραφέας του εγχειριδίου La defense des places fortes, πρωτοστάτη σε στη μεταβολή της πολεμικής τεχνικής του 19ου αιώνα προτείνοντας μεταξύ άλλων την κατασκευή μεμονωμένων οχυρών περιμετρικά της κύριας οχύρωσης ως πρώτη γραμμή άμυνας.
Ανακατατάξεις του στρατιωτικού και οικονομικού δυναμικού στη Μεσόγειο ακολουθούν την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας και την επέλαση των γαλλικών στρατευμάτων στην περιοχή της Αδριατικής και του Ιονίου Πελάγους. Με τη συνθήκη του Campo Formio, το 1797, η Γαλλία «κληρονομεί» τις ενετικές κτήσεις στο Ιόνιο Πέλαγος. Την ίδια εποχή στην περιοχή ασκεί τη δική του πολιτική ο φιλόδοξος Βεζίρης Ιωαννίνων Αλή Πασάς Τεπελενλής, εκμεταλλευόμενος προς ίδιον όφελος την πολιτική αστάθεια στην Ευρώπη και την παρακμή της κεντρικής διοίκησης της Τουρκικής Αυτοκρατορίας. Επιτίθεται καταρχάς στα μικρά πασαλίκια της περιοχής της Τζαμουριάς, για να εξασφαλίσει τα νώτα του. Με αφορμή την κήρυξη του πολέμου των ρωσοτουρκικών δυνάμεων εναντίον της Γαλλίας τον Σεπτέμβριο του 1798, εξαπολύει συστηματική επίθεση εναντίον των πρώην ενετικών κτήσεων: του Βουθρωτού, της Πάργας, της Πρέβεζας και της Λευκάδας. Στη συνέχεια, τα τουρκαλβανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν αμαχητί τη Βόνιτσα στις 24 Οκτωβρίου 1798 και αμέσως μετά ο στρατός του Αλή Πασά στρατοπεδεύει στην απέναντι από τη Λευκάδα ακτή της Ακαρνανίας, στην περιοχή μεταξύ των χωριών Περατιά και Πλαγιά. Η κατάληψη της Λευκάδας έχει προγραμματιστεί για τα τέλη Οκτωβρίου του 1798.
Η σημαντική γεωστρατηγική θέση της Λευκάδας, ως «προκεχωρημένη θέση» της Στερεός Ελλάδας στο Ιόνιο Πέλαγος, ενδιέφερε ιδιαίτερα τον φιλόδοξο Αλή Πασά, για να ελέγχει τις εμπορικές και στρατιωτικές νηοπομπές που διέρχονταν από εδώ. Οι Γ άλλοι, προκειμένου να υπερασπιστούν το τελευταίο οχυρό τους στην περιοχή, συγκέντρωσαν όλες τις δυνάμεις τους στο φρούριο της Αγίας Μαύρος. Οι Τουρκαλβανοί παρατάχθηκαν στις ακαρνανικές ακτές, ενώ παράλληλα μικρός στόλος περιπολούσε παράκτια, από το Άκτιο μέχρι τον Μύτικα, για να εμποδίζει πιθανές ενισχύσεις, που θα έφταναν από την Κέρκυρα. Ταυτόχρονα ο Αλή Πασάς επιδίωξε, χωρίς αποτέλεσμα, πιέζοντας εναλλάξ πότε τους Γάλλους και πότε τους Λευκαδίτες προύχοντες, την παράδοση του Φρουρίου σε αυτόν. Εντωμεταξύ όμως με τη συνθήκη ειρήνης στο Campo Formio τα Επτάνησα παραδίδονται, τον Οκτώβριο του 1798, στον ρωσοτουρκικό στρατό και ο Αλή Πασάς υποχρεώνεται να αναβάλει για αργότερα την κατάληψη της Λευκάδας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ρωσοτουρκικής προστασίας ο κίνδυνος από τον Αλή Πασά δεν εξέλιπε. Γι’ αυτό, τον Νοέμβριο του 1798, ο Ρώσος και ο Τούρκος αντιναύαρχος εγκρίνουν τη στρατολόγηση «θαρραλέων ανδρών», οι οποίοι θα διατελούσαν υπό τη γενική αρχηγία του Ρώσου φρουράρχου. Διατέθηκε επίσης ένα brigantino με πλήρωμα έμπειρων ναυτικών για τη φρούρηση των ακτών. Το 1799 το δημόσιο ταμείο κατέβαλε 28.333 γρόσια και 5 παράδες για την αμοιβή των στρατιωτών και των ναυτών, καθώς και για την αποζημίωση του brigantino. Την ίδια χρονιά δαπανήθηκαν 180 γρόσια για αμοιβή της φρουράς του οχυρώματος Fortino, το οποίο είχε επισκευασθεί από τον Γάλλο ταγματάρχη Morion τον Σεπτέμβριο του 1798. Τη φρούρησή του είχε αναλάβει προσωπικά ο Λευκαδίτης ευγενής Σπυρίδων Σέρβος.
Στις 21 Μαρτίου 1800 υπογράφηκε η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία όριζε ότι τα Επτάνησα θα αποτελούσαν ενιαίο και ανεξάρτητο κράτος, κάτω από την επικυριαρχία και την προστασία της Τουρκίας.
Ο Αλή Πασάς, ελπίζοντας να εκμεταλλευθεί τη στρατιωτική αδυναμία του νεοσύστατου μικρού κράτους, της Επτανήσου Πολιτείας, επανέρχεται τώρα πιο απειλητικός. Με διάφορες προφάσεις και απαιτήσεις εγκαθιστά στρατό κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ακαρνανίας. Συστηματικά και παρά τους διπλωματικούς χειρισμούς του επτανησιακού κράτους, οργανώνει ένα επιθετικό μέτωπο κατά μήκος των ακαρνανικών ακτών, με σκοπό τον αποκλεισμό της επικοινωνίας της Λευκάδας με την Ακαρνανία. Για το λόγο αυτό κατασκευάζει στα γύρω υψώματα οχυρωμένα καταλύματα για τους στρατιώτες του. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνει την επίθεση παραπέμπει σε ανάλογη στρατηγική οργάνωση του Ναπολέοντα, από την οποία ενδεχομένως έχει επηρεασθεί.
Για να ελέγχει τις κινήσεις μέσα στο φρούριο της Αγίας Μαύρος, κατασκευάζει δύο νέα οχυρώματα σε κορυφές λόφων, το ένα στη θέση των ερειπίων του εγκαταλελειμμένου από το 1684 μουσουλμανικού μοναστηριού δερβίσηδων και το άλλο στην κορυφή του λόφου όπου βρίσκονταν τα ερείπια του αρχαίου οικισμού της Νηρίκου.Από τις θέσεις αυτές άλλωστε έχει καθ’ ολοκληρία τον έλεγχο των δύο σημαντικότερων λιμανιών της Λευκάδας: του Αγίου Νικολάου στη βόρεια και του Δράπανου στη νότια έξοδο του πορθμού. Ο Αλή Πασάς πραγματοποιεί συνεχείς τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον της Λευκάδας, πότε παρεμποδίζοντας τον απόπλου πλοίων από τα δύο λιμάνια, πότε αιχμαλωτίζοντας ξυλοκόπους και ποιμένες και ζητά να του καταβληθούν λύτρα. Οι Λευκαδίτες προεστοί προσπαθούν με διπλωματικό τρόπο να διαμαρτυρηθούν και διεκδικούν να αφεθούν ελεύθεροι οι συμπατριώτες τους.
Η επιθετική γραμμή του Αλή Πασά εκτείνεται στο τόξο των δυτικών ακτών της Ακαρνανίας από το Ακτιο μέχρι την Πάλαιρο, το κεντρικό τμήμα του οποίου βρίσκεται απέναντι από τη Λευκάδα. Αυτή η τόσο εκτεταμένη γραμμή επίθεσης, υποχρέωσε τους Προέδρους της Λευκάδας να αντιτάξουν το δικό τους αμυντικό σύστημα κατά μήκος της βορειοανατολικής παραλίας από τα υψώματα στην περιοχή του Αϊ-Γιάννη Ατζούση στην αμμώδη παραλία της Γύρας μέχρι το Φρούριο και από κει στις Παλιές και τις Νέες Αλυκές, μέχρι το λιμάνι Δράπανο.
Στο μέτωπο αυτό το φρούριο της Αγίας Μαύρας λειτούργησε ως κεντρικός πυρήνας της αμυντικής οργάνωσης, με τη συμμετοχή περιφερειακών και επικουρικών οχυρωμάτων, όπως ήταν τα παλαιό οχυρά στα στενά σημεία του πορθμού: το Fortino στη θέση Πέραμα μέσα στο τέναγος, η Τούρη στο άκρο της χερσονήσου των Αλυκών στου Καρυώτη,το νέο οχυρό στο μέσο της ίδιας χερσονήσου, η Κούλια, στη μέση περίπου της απόστασης φρουρίου Αγίας Μαύρας και φρουρίου Τεκέ, όπως ακόμα τέσσερις οχυρωμένες κανονιοστοιχίες στην ακτή της Γύρας, και αλλά έργα όπως η διάνοιξη τάφρου γύρω από το νότιο άκρο της πόλης Λευκάδας και, τέλος, η δημιουργία πλωτής τάφρου με εκβάθυνση του πυθμένα του πορθμού, σε βάθος και πλάτος ικανό, για να διευκολύνεται ο διάπλους των πολεμικών πλοίων.
Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονταν μέτρα αύξησης και βελτίωσης της περιφρούρησης του νησιού, όπως: αύξηση του αριθμού πολιτοφυλάκων, ορισμό θέσεων φυλακίων και εγκατάσταση ακτοφυλάκων σε επιλεγμένες θέσεις σε όλο το νησί, μίσθωση εξοπλισμένου brigantino και πληρώματος για τον καλύτερο έλεγχο των ακτών. Σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές, φρεγάτα του ρωσικού στόλου λάμβανε θέση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.
Η άμυνα της Λευκάδας εναντίον της αναμενόμενης επίθεσης του Αλή Πασά στηρίχθηκε κυρίως στις δευτερεύουσες οχυρώσεις, εφαρμόζοντας τη ναπολεόντειο τακτική, της μάχης δηλαδή εκτός των τειχών. Το φρούριο της Αγίας Μαύρας χρησίμευε ουσιαστικά ως καταφύγιο της φρουράς έπειτα από κάθε εφόρμηση εναντίον του φρουρίου στη θέση Τεκέ.
Αναλυτικά τα οχυρωματικά έργα της Λευκάδας εκτός του φρουρίου, ήταν:
Το Fortino ή οχυρό Κωνσταντίνου
Είναι το μικρότερο σε έκταση οχυρό της περιοχής του πορθμού και καταλαμβάνει όλη την επιφάνεια της νησίδας, στην οποία είναι κτισμένο. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας της ομάδας επιστημόνων που συνεργάστηκαν στη γερμανική αρχαιολογική αποστολή, στις αρχές του 20ού αιώνα, υπό τον Γερμανό αρχαιολόγο Dorpfeld , το οχυρό κτίστηκε στη θέση των θεμελίων της ρωμαϊκής γέφυρας που συνέδεε τη Λευκάδα με την Ακαρνανία, στη σημερινή θέση «Ρούγα» ή Πέραμα. Η αρχική κατασκευή του, ως πύργου ελέγχου της εισόδου του πορθμού, ανάγεται σύμφωνα με ανέκδοτες χειρόγραφες πηγές στον 14ο αιώνα.
Το οχυρό επισκεύασε ο Γάλλος στρατιωτικός μηχανικός Morion τον Σεπτέμβριο του 1798. Ο Κ. Μαχαιράς περιγράφει το οχυρό ως εξής: «του εν τενάγει και εν τω στενοτερω μεταξύ Ακαρνανίας και Λευκάδος σημείω κειμένου μικρού τετραγώνου οχυρού, καλουμένου Τούρη, εξ ου θα ήτο δυνατόν να αποκρουσθεί ενδεχόμενη εξ Ακαρνανίας Τουρκική εισβολή.
Στη δεύτερη προσπάθεια του Αλή Πασά το 1807 το Fortino εντάχθηκε πάλι στην αμυντική γραμμή των ανατολικών ακτών του νησιού. Ο προσωρινός διοικητής της Λευκάδας. Ιωάννης Καποδίστριας, έδωσε εντολή στον Γάλλο μηχανικό Μισσώ να ελέγξει την αμυντική κατάσταση του νησιού. Αυτός, μετά τη σχετική αυτοψία, συμβούλευσε να εγκαταλειφθούν ολοκληρωτικά τα οχυρά του πορθμού, διότι ήταν εκτεθειμένα στα πυρά.Πιθανόν αυτή την εποχή το οχύρωμα να έλαβε τη σημερινή μορφή του. Σήμερα σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση, η δε πρόσβαση σε αυτό είναι δυνατή μόνο διά θαλάσσης.
Το νέο οχυρό
Το νέο οχυρό ανεγέρθηκε στο μέσο περίπου του νότιου βραχίονα των Νέων Αλυκών. «Πλην των μέτρων εκείνων, ο ρώσος στρατηγός Στάττερ είχε αποφασίσει να ανεγείρη και νέον μικρό οχυρόν εις τας Άνω Αλυκάς. Οι εργασίες άρχισαν αμέσως, υπό την επίβλεψιν του επί τούτου αφιχθέντος ρώσου μηχανικού Gajus» αναφέρει πάλι ο Μαχαιράς. Το οχυρό αυτό κατασκευάστηκε στη θέση παλαιότερου ημιτελούς οχυρώματος,1το οποίο απεικονίζεται σε σχέδια του 1740 και διατηρείται μέχρι σήμερα ανάμεσα στα παλαιά κτήρια των αλυκών.
Το οχυρό Τούρη ή Αλέξανδρος ή Torretta
Ο ρόλος που διατέλεσε το οχυρό αυτό κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού του πορθμού από τον Αλή Πασά ήταν σημαντικότατος, όπως άλλωστε ήταν στο παρελθόν και επί Ενετοκρατίας. Η συμμετοχή του οχυρού στην αμυντική προστασία του πορθμού στις αρχές του 19ου αιώνα δεν τεκμηριώνεται από βιβλιογραφικές πληροφορίες. Ύστερα από επιτόπια παρατήρηση διαπιστώσαμε ότι ο κυκλικός τριώροφος πύργος, ο οποίος αποτελούσε την κύρια οχυρωματική κατασκευή του ενετικού συγκροτήματος, μεταβλήθηκε, προφανώς την περίοδο αυτή, σε χαμηλού ύψους προτείχισμα. Η ανάγκη προσαρμογής του στις νέες απαιτήσεις της πολεμικής τέχνης οδήγησε στην κατεδάφιση του υψηλού πύργου μέχρι το ύψος των 2,50 μόλις μέτρων, στο οποίο διασώζεται σήμερα.
Η Κούλια
Πότε και πώς ακριβώς ήταν κατασκευασμένο το κτίριο Κούλια δεν είναι σαφές. Προφανώς επρόκειτο για ένα προωθημένο οχυρό, το οποίο λειτουργούσε ως φυλάκιο, κοντά στα σύνορα. Τι αποτελεσματικότητα θα μπορούσε να έχει ένα ευτελούς κατασκευής κτίριο σ’ αυτή την τόσο ευπρόσβλητη θέση; Για να το αντιληφθούμε θα πρέπει να προσπαθήσουμε να φανταστούμε την περιοχή γεμάτη έλη, που έκρυβαν παγίδες τοποθετημένες επίτηδες στα λασπόνερα αφήνοντας ένα μόνο πέρασμα ελεύθερο, το σημείο στο οποίο κατέληγε η ανατολικότερη από τις τρεις ξύλινες γέφυρες που συνέδεαν τις μικρές ξέρες, ανάμεσα και πάνω από τις οποίες πέρναγε ο βασικός αμαξιτός δρόμος Λευκάδας-Βόνιτσας. Την άμυνα της Κούλια ενίσχυσε η τοποθέτηση κανονιοστοιχίας τριών μεγάλων κανονιών, κατόπιν εντολής του ρώσου συνταγματάρχη Statter.
Η Τάφρος νότια της πόλης της Λευκάδας και η Λευκαδία Πύλη
Τον Μάρτιο του 1807, κατόπιν εντολής του ρώσου στρατηγού Statter, άρχισε να εκσκάπτεται «ένυδρος χάνδακας από το ιχθυοτροφείο μέχρι τις κάτω Αλυκές» αναφέρει ο Κ. Μαχαιράς. Τα σπίτια της Λευκάδας την εποχή αυτή έφταναν μέχρι την εκκλησία του Αγ, Μηνά. Εκεί κατέληγε και ο κεντρικός δρόμος της πόλης, το παζάρι, για να διχαστεί στη συνέχεια προχωρώντας προς τα χωριά. Στο σημείο αυτό κατασκευάστηκε μία πύλη, η Λευκαδία Πύλη, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να περιλάμβανε ένα κινητό τμήμα γέφυρας, για να ελέγχεται η επικοινωνία πάνω από την τάφρο. Σήμερα δεν σώζεται κανένα ίχνος αυτής της κατασκευής.
Τα τέσσερα οχυρά στη Γύρα
Πρόκειται για τέσσερις χαμηλούς προμαχώνες τετράγωνης κάτοψης, οι οποίοι είχαν κατασκευαστεί στα μέσα του 18ου αιώνα ο τακτές αποστάσεις κατά μήκος της βόρειας ακτής, προς το Ιόνιο Πέλαγος. Οι προμαχώνες αυτοί είχαν επικουρικό αμυντικό χαρακτήρα. Τα οχυρά δεν χρησιμοποιήθηκαν, διότι αναμενόμενη απόβαση στρατευμάτων του Αλή Πασά από την Πρέβεζα δεν πραγματοποιήθηκε. Τα ίχνη των οχυρωμάτων αυτών δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί.
Η Διώρυγα
Η εκβάθυνση του πορθμού αποτελούσε αίτημα των κατοίκων και των τοπικών αρχόντων, από τις αρχές του 16ου αιώνα. Κατά τ διάρκεια της Ενετοκρατίας κατ’ επανάληψη επισημαίνεται η ανάγκα διάνοιξης διώρυγας. Στα μέσα του 18ου αιώνα το ενετικό κράτος αναθέτει μελέτη αποτύπωσης του λιμνοθαλάσσιου πυθμένα και οικονομοτεχνική μελέτη για τη διάνοιξη διώρυγας. Η εργασία δε πραγματοποιήθηκε τότε για οικονομικούς λόγους, αλλά ούτε τώρα πρόκειται να κατασκευασθεί. Αυτή τη φορά γιατί λόγοι πολιτικών και στρατιωτικών ανωμαλιών δεν επέτρεψαν τη μεταφορά των ειδικών εκσκαφέων στη Λευκάδα. Έτσι η πρόσβαση από την Ακαρνανία στη Λευκάδα εξακολουθεί μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα να γίνεται, αρκετά εύκολα, με μικρά πλοιάρια, τα ονομαζόμενα μονόξυλα
Τα επικουρικά μέτρα ασφάλειας
Δύο εξοπλισμένα πλοία τοποθετήθηκαν επικουρικά στο βόρειο και νότιο άκρο του πορθμού προκειμένου να παρεμποδίσουν πιθανόν αιφνιδιαστική διέλευση ιππέων και πεζών στρατιωτών από την υποτελή στους Τούρκους Ακαρνανία στη Λευκάδα.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ ΤΕΥΧΟΣ 108/ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια