HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΚούλουμα, από τη Σπασμένη Βρύση μέχρι τη Λυγιά…

Κούλουμα, από τη Σπασμένη Βρύση μέχρι τη Λυγιά…

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις τέλειωναν με τον γιορτασμό της καθαρής Δευτέρας. Όλοι ετοιμάζονταν  για την μαζική έξοδο στην φύση και η μέρα αυτή σηματοδοτούσε την έναρξη της Σαρακοστής και ταυτόχρονα το τέλος της Αποκριάς.

Το έθιμο είχε να γιορτάζουμε τα Κούλουμα  στα χωράφια των Καρυωτών  και στα μαγαζιά της Λυγιάς που βρισκόταν στην μεγάλη ευθεία του χωμάτινου δρόμου που ξεκινούσε από την στροφή που ήταν στην αρχή του χωριού των Καρυωτών.

Εκεί υπήρχε μια μεγάλη πέτρινη βρύση που έτρεχε ασταμάτητα  φρέσκο γάργαρο νερό που κατέβαινε από τα γύρω βουνά. Η βρύση ήταν και η αιτία που η περιοχή είχε πάρει το όνομα της, με την προσωνυμία Σπασμένη…ο δρόμος της περνούσε κάθετα όλο το χωριό και τελείωνε στο μικρό λιμανάκι της Λυγιάς.

Ξημέρωνε η Καθαρή Δευτέρα και η αυλαία των γιορτών του καρναβαλιού είχε πέσει αφήνοντας χώρο στην γιορτή της Σαρακοστής που  άνοιγε λίγο πριν την ανατολή του ηλίου. Ο ουρανός καταγάλανος και καθαρός  προμήνυε μια ανοιξιάτικη ηλιόλουστη μέρα.

Από τα ξημερώματα στους φούρνους, είχαν την τιμητική τους, εξάλλου μια φορά τον χρόνο φτιάχνονταν, οι λαγάνες. Μοσχομύριζαν οι φούρνοι μυρωδιές   ψημένου ψωμιού, τα ράφια γεμάτα με ζεστές τραγανές λαγάνες, χρυσοψημένες και πασπαλισμένες με σουσάμι. Οι φουρνάρηδες τύλιγαν στα λευκά χαρτιά περιτυλίγματος τις ξεροψημένες ζεστές λαγάνες και τις έδιναν στους πελάτες που έκαναν ουρά για να εξυπηρετηθούν και έφευγαν όλοι ευχαριστημένοι με μια λαγάνα ή και περισσότερες σε κάθε μασχάλη.

Από το πρωί οι μανάβηδες από την πλατεία μέχρι τον άγιο Μηνά ταχτοποιούσαν φρέσκα λαχανικά σε τελάρα έξω από τα μαγαζιά τους, φρέσκα κρεμμυδάκια,  τρυφερά μαρούλια και κόκκινα  ραπανάκια για την όρεξη  και κάπου κάπου τα δρόσιζαν  ρίχνοντας νερό με ένα ποτιστήρι.

 Στα μπακάλικα τα σαρακοστιανά εδέσματα ήταν απλωμένα έξω απ’ τα μαγαζιά,  πάνω σε πάγκους και τραπέζια στο πεζοδρόμιο.

Χαλβάς  Όλυμπος έγραφαν  οι  ετικέτες  στα μπαστούνια του χαλβά που ήταν  ποστιασμένα το ένα πάνω στο άλλο τυλιγμένα με γυαλιστερά χαρτιά. Σε ξύλινα δοχεία κατακόκκινος ταραμάς, σε πλαστικές χρωματιστές λεκάνες  τουρσί  πράσινες καυτερές πιπεριές και όλων των ειδών ξιδάτες  ελιές.

Οι ψαράδες στα πεζοδρόμια, είχαν απλωμένα ταψιά γεμάτα  με καθαρισμένες πίνες, κόφες με  ψιλές γαρίδες  που χοροπηδούσαν κάθε φορά που ο ψαράς έβαζε το χέρι του μέσα στην κόφα. Τσουβάλια γεμάτα με χάβαρα και πολύχρωμους καποσάντους και δίπλα τους κομμένα λεμόνια  που έστυβαν στους καποσάντους  πριν τους δοκιμάσουν ρουφώντας τους ζωντανούς. Ξύλινα τελάρα γεμάτα με σουπιές, χταπόδια, καλαμάρια, πετροπάγουρες και αχινούς.  

 Το πατσατζίδικο  του μπάρμπα Θανάση του  Κουφάκια   από την καθαρή Δευτέρα μέχρι το Πάσχα δεν έφτιαχνε πλέον πατσά, έφτιαχνε όμως καταπληκτική λευκαδίτικη φάβα με κουκιά. Νόστιμα ζεστά κουκιά με ρίγανη και χοντρό αλάτι. Αποβραδίς, σε ένα μεγάλο καζάνι έβαζε στο μούσκιο ξερά κουκιά να φουσκώσουν, το πρωί τα έβραζε και αφού τα ξεφλούδιζε τα έβαζε σε ένα μεγάλο ταψί,  τα ανακάτευε με λάδι, αλάτι, πιπέρι, και τα έστελνε στον φούρνο της γειτονιάς  για ψήσιμο. Με ένα μεγάλο κεψέ έκοβε κομμάτια και τα έβαζε σε πιάτα που έφερναν από το σπίτι τους οι πελάτες. Παραδίπλα σε άλλη κατσαρόλα έβραζαν άλλα  κουκιά με το κέλυφος και κάθε τόσο ο μπάρμπα Θανάσης τα έβγαζε ζεστά, τα άδειαζε σε ένα μεγάλο ταψί, έτριβε φρέσκια ρίγανη, τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι τα ανακάτευε όλα μαζί  έφτιαχνε ένα μεγάλο χωνί με χασαπόχαρτο που το γέμιζε με αχνιστά κουκιά.

Κουκιά ριγανάτα λοιπόν, κίτρινη φάβα, χάβαρα και καποσάντους,  λεμόνια,  φρέσκα κρεμμυδάκια  ήταν απλωμένα στα τραπέζια των καφενέδων της αγοράς  ανάμεσα  σε ποτήρια με ουζάκι και μπύρα…σε είδα να κλαδεύεις στο πιο  ψηλό σκαλί …και από τότε κοπελιά μου τικ τικ τακ τακ κάνει η καρδιά μου έπαιζε ο δίσκος στο τζουκ μποξ στην  ταβέρνα  Χελιδόνια του Θωμά του  Σβορώνου.

Στα κρεοπωλεία οι χασάπηδες  είχαν βγάλει τις άσπρες ποδιές τους  και τις  είχαν κρεμάσει στα τσιγκέλια. Πάνω στους τάκους απλωμένα μαχαίρια και χατζάρια έξω από τα χασάπικα και  σε ένα πρόχειρα στρωμένο με χασαπόχαρτο  τσίγκινο τραπεζάκι  απολάμβαναν μαζί με φίλους και γείτονες   ένα  ουζάκι  ρουφώντας κάθε τόσο καποσάντους  με λεμόνι και  μιας και  δεν είχαν  δουλειά οι χασάπηδες, άφηναν τους ψαράδες που ήταν και φίλοι να απλώνουν τα σαρακοστιανά τους στο πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζιά τους, βοηθώντας κι αυτοί, δίνοντας τους χασαπόχαρτο για να φτιάχνουν χάρτινα χωνιά.  

Μετά  το μεσημέρι η πόλη έμοιαζε έρημη κι όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά όπως και όλα τα σπίτια στις γειτονιές ερήμωναν. Οι  Λευκαδίτες έφταναν στους Καρυώτες και στην Λυγιά με κάθε μέσον.

Με  πριάρια έφευγαν οι ψαράδες  από τον μόλο της αγίας Κάρας φορτωμένα με τις οικογένειες τους για να πάνε στις απάνω Αλυκές στους Καρυώτες. Οι  πατεράδες ψάρευαν  πίνες  και αχινούς, οι μανάδες έστρωναν  πάνω στις άσπρες μαργαρίτες και τα χαμομήλια,  τραπεζομάντηλα και κουβέρτες  ετοιμάζοντας  έτσι το μεσημεριανό τραπέζι και  δίπλα σε μια πέτρα πάνω,  ένα ραδιοφωνάκι να παίζει γιορτινή μουσική. Τα παιδιά παίζανε κάνοντας βόλτες με το μικρό βαγονάκι που το έσπρωχναν  πάνω στις ράγες περνώντας ανάμεσα   από  τα σκεπασμένα με κίτρινα κεραμίδια  βουνά του αλατιού, κι έτρεχαν χαρούμενα προσπαθώντας να πετάξουν  τους αυτοσχέδιους χαρταετούς  κι άλλοτε πάλι ξάπλωναν να ξεκουραστούν  πάνω στις  άσπρες μαργαρίτες  τρώγοντας  με τα χέρια χαλβά, ταραμά, λαγάνες  ελιές και χουσμερή, έτσι λέγανε στην γειτονιά μου τον σπιτικό νηστίσιμο  χαλβά.

 Τον έφτιαχναν  καβουρδίζοντας με λάδι το σιμιγδάλι, το έσβηναν με ζεστό  σιρόπι αρωματισμένο με κανέλλα και  γαρύφαλλα, και  πρόσθεταν  ξασπρισμένα αμύγδαλα. Με ένα μεγάλο κουτάλι  έδιναν σχήμα στον χαλβά και τον πασπάλιζαν με κανέλα και ζάχαρη… ήταν μια αξέχαστη γεύση.

 Ο δρόμος από την πόλη που οδηγούσε στους Καρυώτες  θύμιζε καραβάνι που έφευγε. Όλοι πρόσεχαν να μην πέσουν σε καμιά σούδα κάθε  φορά που περνούσαν οι νεαροί οδηγώντας τα μηχανάκια τους και οι οποίοι πατούσαν δυνατά την κόρνα και φρενάριζαν απότομα πλάι στα κορίτσια που μέριαζαν δήθεν τρομαγμένα.  Κάθε φορά που πατούσαν το γκάζι ο ουρανός γέμιζε με άσπρα σύννεφα από τον καπνό που έβγαζαν οι εξατμίσεις.  

Ρομαντικά ζευγάρια έκαναν την βόλτα τους με το μηχανάκι τους μπροστά ο οδηγός και πίσω του η συνοδηγός  με χρωματιστό  μαντήλι στο κεφάλι,   κάθονταν  στην σέλα  με την μία πάντα, σταυροπόδι με το ένα χέρι να αγκαλιάζει τον οδηγό και με το άλλο να χαιρετάει τους γνωστούς, η αλήθεια είναι ότι αυτό απαιτούσε μεγάλη επιδεξιότητα να το κάνεις και μέχρι και σήμερα απορώ με αυτή την  ακροβατική ισορροπία που διέθεταν οι γυναίκες που επέλεγαν να κάθονται μ’ αυτόν τον τρόπο στα μηχανάκια της εποχής…

Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια  σε μικρές παρέες οδηγούσαν ποδήλατα που είχαν νοικιάσει και  χτυπούσαν  δυνατά τις καμπανέλες κάνοντας  φιγούρες και κόντρες μεταξύ τους.

Ο μακρύς  χωμάτινος  δρόμος από την Σπασμένη Βρύση μέχρι το λιμάνι του χωριού  ήταν ασφυκτικά γεμάτος και δεν χωρούσε να ρίξεις βελόνι αφού όλη η πόλη ήταν εκεί. Μεγάλες παρέες, οικογένειες με παιδιά,  τους  άρεσε να απολαμβάνουν τον ήλιο, να κάνουν βόλτα με τα πόδια  πάνω κάτω ασταμάτητα αυτή την διαδρομή… ευχές χαιρετούρες  πειράγματα και γέλια ανακατεύονταν με τους θορύβους  των τρικύκλων  μηχανών. Εκτελούνται μεταφορές, έγραφαν στην καρότσα  οι οδηγοί και με δυσκολία κρατούσαν το τιμόνι  της μηχανής σταθερό, αφού  τα παιδιά της γειτονιάς  που ήταν μαζί με τις μανάδες τους στην καρότσα χοροπηδούσαν πάνω κάτω  και χαιρετούσαν τον κόσμο  κάνοντας την  μηχανή να χοροπηδάει κι αυτή.

Τα ταξί από τις πιάτσες της πλατείας και του αγίου Μηνά  παίρνανε κούρσες τον κόσμο μπρος και πίσω. 

Εικονίζονται: στα δεξιά ο Χρύσανθος και η Βασιλική Χατζηγεωργίου με τα μικρά παιδιά τους: Φωφώ Χατζηγεωργίου-Βλάχου και Βαλέριος Χατζηγεωργίου, στο κέντρο η Φρόσω Ιασωνίδη και αριστερά το ζευγάρι Σταύρος και Παρασκευή Τριφωνίδη (γονείς της Φροσούλας Μασμανίδη).

Στα  δεξιά και αριστερά του δρόμου μέσα στα χωράφια κάτω από τα ανθισμένα δένδρα  στο καταπράσινο χαλί της φύσης  οι παρέες γιόρταζαν τα Κούλουμα, την μεγάλη γιορτή της Άνοιξης, τρώγοντας και  πίνοντας ξαπλωμένοι στη γη, τσιμπώντας σαρακοστιανούς μεζέδες που ήταν απλωμένοι πάνω σε ένα λευκό τραπεζομάντηλο. Γέμιζαν με κρασί τα ποτήρια τους και τα τσούγκριζαν με αυτούς που χόρευαν  ακούγοντας από το ραδιόφωνο  παραδοσιακούς σκοπούς  νησιωτικά και στεριανά τραγούδια   από τα μεσαία κύματα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Ο αέρας γέμιζε με τους ήχους της γκάιντας, της λύρας, του βιολιού, του κλαρίνου, της κιθάρας και του μπουζουκιού .

Στην Λυγιά, δύο ήταν τα κοσμικά κέντρα  της εποχής, τα Αστέρια  του Παπαδάτου και ο Μάριος ο  Κολόκας.

Στο κέντρο του μαγαζιού  η πίστα και γύρω της τα τραπέζια, στην είσοδο πλάι στην πόρτα ένα τζουκ μποξ έπαιζε συνεχόμενα, κι ο κόσμος  χόρευε  βαλς, τανγκό, σέικ ,γιάνκα, συρτά, καλαματιανά, τσάμικα και τσιφτετέλια κι ανέβαιναν ακόμα και πάνω στα τραπέζια  για να χορέψουν,  ανάμεσα στα τηγανιτά καλαμαράκια  την ταραμοσαλάτα  το κρασί και τις μπύρες .Η γιορτή τελείωνε το σούρουπο μετά την δύση του ήλιου. Το επόμενο ραντεβού δινόταν για μετά το Πάσχα, την άλλη μεγάλη γιορτή, την γιορτή της Πρωτομαγιάς.

Προηγουμενο αρθρο
Σωματείο Ο.Τ.Α Λευκάδας: ανακοίνωση για τις απόψεις της δημοτικής Αρχής περί μη λειτουργίας του Δήμου
Επομενο αρθρο
Το «Καρναβάλι των Γυναικών»

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.