Η υποδοχή του Βαλαωρίτη στη Λευκάδα μετά την απαγγελία του διθύραμβου για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε ΄
Την 1η Φεβρουαρίου του 1872, η Πρυτανεία του Εθνικού Πανεπιστημίου με επιστολή που έστειλε στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ζητούσε από τον ποιητή να γράψει ποίημα για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, το οποίο θα εκφωνούσε ο ίδιος την 25η Μαρτίου, στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα που είχε στηθεί προς τιμήν του, μπροστά από το Πανεπιστήμιο, κατασκευή Γ. Φυτάλη, με την συνδρομή του εθνικού ευεργέτη Γ. Αβέρωφ.
Συγκεκριμένα η επιστολή, με υπογραφή του Πρύτανη Ε. Καστόρχη, ανέφερε μεταξύ άλλων : «…… κρίνομεν αναγκαίον να παρακαλέσωμεν υμάς, κύριε Βαλαωρίτη, όπως δια της ηδυεπούς και εθνικωτάτης υμών γλώσσης προσαγορεύσητε τον ανδριάντα του αθανάτου τούτου τέκνου της νεωτέρας Ελλάδος…»
H Εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου 1872 στην Αθήνα συνδυάστηκε με τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γρηγορίου τοy Ε’, μπροστά στο Πανεπιστήμιο, όπου o Βαλαωρίτης απάγγειλε τον περίφημο διθύραμβό του, που προκάλεσε δάκρυα συγκινήσεως και εκρήξεις ενθουσιασμού στο συγκεντρωμένο πλήθος. Όλες οι αθηναϊκές εφημερίδες, κι άλλες των επαρχιών και του εξωτερικού, περιγράψανε με λεπτομέρειες την τελετή και δημοσίευσαν ενθουσιώδη σχόλια για το ποίημα του Βαλαωρίτη και την απαγγελία του….
Και η συνέχεια στη Λευκάδα
«Διαβάζοντας σήμερα την περιγραφή του ενθουσιασμού, και των πανηγυρικών εκδηλώσεων λαϊκής λατρείας των Λευκαδιτών προς τον πνευματικό πρωταθλητή τους, διαπιστώνομε πόσο βαθειές είναι [ήταν σ.σ.] οι ρίζες του ψυχικού και πνευματικού μας πλούτου για τον όποιο υπερηφανευόμαστε.»
(το κείμενο γράφτηκε το 1975)
Αυτήν την περιγραφή μάς την δίνει ο ίδιος ο ποιητής σε γράμμα του της 7ης Απριλίου 1872 προς τη γυναίκα του Ελοϊσία Βαλαωρίτου. Διαβάστε την:
Αψίδες και δαφνόκλαρα, ζητωκραυγές και πυροβολισμοί.
«Διατελώ εισέτι υπό το κράτος των βαθύτατων και αλλεπαλλήλων συγκινήσεων, αίτινες υπήρξαν το αποτέλεσμα του απεριγράπτου και όλως απροσδοκήτου ποιητικού μου θριάμβου και δεν δύναμαι να σοι εκθέσω εν εκτάσει ούτε τας τελετάς ούτε τον φανατισμόν, μεθ’ ου με υπεδέχθη επανακάμπτοντα εξ Αθηνών ο καλός αγαθός ούτος λαός της Λευκάδος. Δεν ηδυνάμην ποτέ να φαντασθώ, ότι εν τη καρδία της κοινωνίας ταύτης ενεφώλευε τοσούτον αίσθημα και τοσαύτη φιλοτιμία. Επί του ατμοκινήτου ήλθε και με παρέλαβε διά λέμβου στολισμένης κομψότατα με δάφνας και σημαίας επιτροπή, συγκειμένη εκ του Σπυρίδωνος Σταύρου, Αγγέλου Καλκάνη και Δημητρίου Δίπλα. Εν μέσω δε των αδιάκοπων πυροβολισμών και των ζητωκραυγών πλήθους λαού, όστις επί άλλων ακατίων με συνόδευαν, απεβιβάσθην επί της προκυμαίας, ένθα είχε παρασκευασθή επί τούτω αποβάθρα ταπητοσκέπαστος. Μόλις αποβιβασθέντα με συνέθλιψε τόσον βιαίως το πλήθος, όπως με ασπασθή, ώστε σχεδόν ελιποθύμουν. Τότε επί βήματος δαφνοστολίστου αναβάς ο Ανδρέας Βλαντής, ως ο πρεσβύτερος του δικηγορικού συλλόγου, με προσηγόρευσεν αναγνώσας ευφραδέστατον λογύδριον. Εις τούτο απήντησα αυτοσχεδίως, καίπερ συγκεκινημένος μέχρι δακρύων. Μετά το τέλος της πρώτης ταύτης σκηνής προπορευομένης της μουσικής και επευφημούντος μανιωδώς του λαού, εφθάσαμεν εις την πλατείαν, ένθα εύρον ανεγηγερμένην κομψοτάτην αψίδα, εφ’ ης εκυμάτιζον αι εθνικαί σημαίαι και αι εικόνες των διασημότερων αγωνιστών. Έπιγραφαί δε κολακευτικότατοι ανεγινώσκοντο εφ’ όλων των πλευρών της αψίδος. Επί του ικριώματος εκείνου ανέβην και απήγγειλα το ποίημά μου, διακοπτόμενος ανά πάσαν στιγμήν υπό ζητωκραυγών. Καταβάντα της αψίδος και προπορευομένης πάντοτε της μουσικής με περιέφερον καθ’ άπασαν την πόλιν υπό ραγδαίαν χάλαζαν ζαχαρωτών και ανθέων.
«Κεκμηκώς και ασθμαίνων»
Παρά την είσοδον της οδού, ήτις άγει εις το οίκημά μας, είχεν ανυψωθεί και δευτέρα αψίς πλήρης επιγραφών, λίαν καλώς συντεταγμένων. Μετά δύο ωρών αγώνα κεκμηκώς και ασθμαίνων κατόρθωσα να εξαπλωθώ επί της κλίνης μου εις τοιαύτην νευρικήν κατάστασιν, ώστε δεν ηνειχόμην ουδέ τον λεπτότερον κτύπον χωρίς σπουδαίων ταραγμών των νεύρων μου και σπασμών των μυών.
Και την άλλη μέρα, αποθέωση
»Την επιούσαν μετά την λειτουργίαν ήλθεν επιτροπή και με παρέλαβε, παιανιζούσης δε της μουσικής και εν μέσω των πυροβολισμών και του αχαλινώτου ενθουσιασμού με έφερον εις την πλατείαν. Εκεί εύρον παρατεταγμένον όλον τον κλήρον, όλας τας στρατιωτικάς, δημοτικάς, διοικητικάς και δικαστικάς αρχάς, όλους τους δημάρχους και τα δημοτικά συμβούλια της νήσου και πλήθος εκ των κατοίκων της εξοχής και της πλησιοχώρου Ακαρνανίας. Επί της αψίδος ανέβην εγώ, η επιτροπή, ο αρχιερεύς μετά των αξιωματικών του, οι δικασταί, ο έπαρχος, οι δήμαρχοι και οι προξενικοί πράκτορες. Ό Μητροπολίτης ενδυθείς την αρχιερατικήν στολήν έψαλλε δοξολογίαν τω Θεώ μετά δε τούτο ο κύριος Βλαντής με προσηγόρευε πάλιν διά καταλληλοτάτου λόγου. Τότε ο άρχιερεύς λαβών με τρέμουσαν χείρα και με τα δάκρυα εις τούς οφθαλμούς το παρακείμενον χρυσούν αριστείον, το ανήρτησεν εις τον τράχηλόν μου εν ονόματι του Δευκαδίου λαού.
Περατωθείσης της πράξεως ταύτης, ο Άγγελος Καλκάνης με προσηγόρευσεν εις έμμετρον λόγον και τελειώνων μοι προσέφερεν εν ονόματι του Δευκαδίου λαού τον δάφνινον της ποιήσεως στέφανον.
Είναι αδύνατον να σοι περιγράψω εις ποίον βαθμόν μανίας έφθασαν τα πλήθη, διαρκούσης της τελετής ταύτης. Καίπερ συγκεκινημένος απήντησα μετά καρδίας συντετριμμένης εις τας προσλαλιάς του Βλαντή και του Καλκάνη και, ευχαρίστησα τον Λευκάδιον λαόν επί τη πρωτοφανεί τιμή, ην μου απένειμεν.
Άνθη ζαχαρωτά και ασπασμοί.
»Καταβάντα της αψίδος με περιέφερεν όλος ο κόσμος καθ’ άπασαν την πόλιν μεταμορφωθείσαν εις δάσος εκ δάφνης και μυρσίνης…. Το εσπέρας εφωταγωγήθη η πόλις λαμπρά και εκάησαν πάμπολλα πυροτεχνήματα εγκαίρως κατασκευασθέντα εις Κέρκυρα. Ούτως έληξαν αι τελεταί της φτωχής πατρίδος μου. Και αν μου ήτο γεγραμμένον να ζήσω επ’ αιώνας, ουδέποτε θα λησμονήσω την εν Αθήναις τελεσθείσαν πανήγυριν και την εν Λευκάδι υποδοχήν μου….
»Τι κρίμα να λείπης σύ και τα τέκνα μου! Ποτέ δεν θα επανέλθουν τοιαύται ημέραι!»
Λαϊκή βράβευση
Και για ανάμνηση του μεγάλου γεγονότος, η Λευκάδα, «μετ’ ανεκφράστου αγαλλιάσεως» και «επευφημούντος του πλήθους», προσέφερε δάφνινο στεφάνι στον ποιητή και χρυσό αριστείο, που κατασκευάστηκε με γενικό έρανο των Λευκαδίων ύστερα από δοξολογία στη Μητρόπολη στην όποια ιερούργησε ο πανιερώτατος μητροπολίτης Γρηγόριος Άραβανής.
Το δε συνοδευτικό δίπλωμα, που του προσφέρθηκε μαζί με το αριστείο, γραμμένο σε περγαμηνή, κατέληγε:
«…Το άριστείον τούτο ημείς οι υποφαινόμενοι Δήμαρχοι, ερμηνεύοντες την γενικήν του λαού επιθυμίαν, παρακαλούμεν να φέρης μετά λευκής ταινίας επί του στήθους εν δημοσίαις τελεταίς και παρατάξεσιν εις ανάμνησιν γεγονότος λαμπρύναντος το σον όνομα και την κοινήν πατρίδα.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΛΙΩΤΗΣ, δήμαρχος
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΚΑΝΗΣ, δήμαρχος Λευκαδίων.
ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΝΙΑΚΗΣ, δήμαρχος Σφακιωτών
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΑΤΟΥΡΟΣ, δήμαρχος Ευγηραίων.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΛΑΜΑΣ, δήμαρχος Ταφίων.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΒΛΑΧΟΣ, δήμαρχος Έξανθείας
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΟΥΜΗΛΑΣ, δήμαρχος Απολλωνίων
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, δήμαρχος Ελλομένου
Πανελλήνια απήχηση.
Και δεν περιορίστηκε μόνο στην Αθήνα και στη Λευκάδα ο ενθουσιασμός. Για πολύν καιρό η απήχηση της 25ης Μαρτίου 1872 και οι στίχοι του ποιητή, ξυπνούσαν σε κάθε ελληνική ψυχή αισθήματα πατριωτισμού. «Είναι ακαταμέτρητοι αι επιστολαί, ας λαμβάνω πανταχόθεν της τε δούλης και ελευθέρας Ελλάδος», γράφει ο ίδιος. Εκτός από επιστολές ελάβαινε ψηφίσματα συλλόγων, ποιήματα, εγκώμια θαυμαστών…
Το μνημείο του Βαλαωρίτη στο Μποσκέτο ή Πάρκο των ποιητών, πριν από μερικά χρόνια. Η εικόνα με τον κισσό αφορά την δεκαετία του 1970. Το μνημείο τοποθετήθηκε το 1925 για την συμπλήρωση το 1924, 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή. Το νέο έτος, το 2024, είναι δεύτερη εκατονταετία από τη γέννηση του, για τη Λευκάδα πρέπει να είναι έτος Βαλαωρίτη.
1 Σχόλιο
Δύο παρατηρήσεις. Ο Βαλαωρίτης εδοξάσθη εις την πλατείαν, την κεντρικη.Τώρα εκει δοξάζεται το ΤΑΤΟΟ με κοκκινα γραμματα. Ο ελάχιστος σεβασμός σε τιμημένους αγωνιστές ή προσωπικότητες παντού στον κόσμο, βρίσκονται σε θέση ξεχωριστή και κάπως φυλασσόμενη.Τουλάχιστον έχει χώρο σεβασμού γύρωθεν.Ο Βαλαωρίτης θα δοξαστεί του χρόνου σε απόσταση 5 μέτρων απο την εξάτμιση των παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Το όλο δε σύμπλεγμα του γλύπτη που έκανε το μνημείο κι οχι απλά μια προτομή, δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή κατάντια που ο δήμος επεφύλαξε στον εθνικό μας ποιητή. τα μαρμάρινα καντηλάκια εκατέρωθεν ειναι τουλάχιστον για γέλια