HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣ«Ιδού ο νυμφίος έρχεται…»

«Ιδού ο νυμφίος έρχεται…»

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

«Ιδου ο Νυμφίος έρχεται εν τω μεσω της νυκτός» έψελνε με την πεντακάθαρη και δυνατή φωνή του ο Βασίλης ο Σίδερης –Κουμπούρας το βράδυ των Βαΐων.

Ο παπά Ταξιάρχης, ο αγαπημένος παππάς του χωριού που μαζί του ήμουν κι εγω… παπαδάκι και αργότερα ο παπα Σπύρος, είχαν τα πάντα μέσα στην εκκλησία της Παναγίας σε απόλυτη τάξη και πεντακάθαρα.

Είχε οργανώσει την καθαριότητα και την περιποίηση των μπρούτζινων (μανάλια, πολυελαίους, κηροπήγια) απ’ την προηγούμενη, την βουβή εβδομάδα κι όλα ήταν έτοιμα για τις ακολουθίες  της μεγάλης εβδομάδας με την κορύφωση του επιτάφιου και της Αναστάσης.

Το ίδιο βέβαια έκαναν και οι νοικοκυρές που με ασβέστη κυρίως άσπριζαν τα πάντα, από ρίθρα, αυλάκια, αυλές, μεχρι και τις λιθιές. Ετοίμαζαν τα σπίτια κι έβαφαν τα κόκκινα αυγά την Μ.Πέμπτη και τα Πασκάτικα κουλουράκια.

Κόσμος ερχόταν από τα ξένα κι από την Αθήνα, οικογένειες έσμιγαν, ναυτικοί,ξενητεμένοι, όλοι στο χωριό για το Πάσχα.΄Αλλοι έστελναν κάρτες με τα γνωστά για την εποχή θέματα και το στερεότυπο… «το ίδιο επιθυμούμε και δι υμάς»…

Όλα άρχιζαν με τα βάγια που έφτιαχναν οι γυναίκες αλλά κι εμείς τα μικρά που όλο και κάτι κάναμε όπως π.χ. βάζαμε σε κάθε κόφα από κάθε είδος που ήταν για την κατασκευή τους, δηλαδή δεντρολίβανο, εληά,φασκόμηλο, φοινίκι ,δάφνη και μια ρουκέλα  σπάγγο για να τα δέσουμε.  

Την Κυριακή των Βαίων τα μοίραζε ο παπάς στον καθένα με ευχές για καλό Πασχα και το βράδυ όπως είπαμε ήταν η ακολουθία του νυμφίου.

Την Μ.Τρίτη το τροπάριο της Κασσιανής «Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή»  και την Μ.Πέμπτη το «Σήμερον κρεμάται επι ξύλου ο εν ύδασι την γήν κρεμάσας». Ο παπα Ταξιάρχης, το θυμάμαι έντονα γιατί ήμουν κι εγω ντυμένος με τα παιδικά άμφια μπροστά του με το θυμιατό, ήταν πολύ συγκινημένος με τον σταυρό στον ώμο του να ψέλνει και να τον περιφέρει στην εκκλησία μέχρι να τον τοποθετήσει σε μια μαύρη βάση, στο κέντρο τα εκκλησίας και να βάλει το ακάνθινο στεφάνι στο σταυρό.Νομίζω ότι μερικές φορές τον είδα και δακρυσμένο κι είχα ρωτήσει τον πατέρα μου γιατί κλαίει ο παπάς. Μου απάντησε ότι κλαίει επειδή νιώθει για όλους μας, τον θρήνο της Παναγίας για τον γιό της… Έμπαινα βλέπετε σαν παπαδάκι μέσα στο ιερό και βοηθούσα. Υπήρχε κατάνυξη στις ακολουθίες της Μεγάλης εβδομάδας,τότε. Ένιωθε διαφορετικά ο κόσμος.

Την μεγάλη Πέμπτη οι γυναίκες έβαφαν το πρωί τα αυγά κόκκινα και μάλιστα πρόσεχαν ποιός έχει καλή βαφή να μην κοκκινίζει και το ασπράδι. Έστελναν παραγγελία στον μπάρμπα Λάμπρο τον Παπαδόπουλο στη χώρα που ήταν σπεσιαλίστας στις μπογές και αγόραζαν κάθε χρόνο από νωρίς για να ναι έτοιμες. Μερικές έβαναν και κάνα φύλλο από αρμπαρόριζα δεμένο με κάλτσα ψιλή για να’χουνε στάμπες απο φύλλα τα αυγά. Είχαν μάλιστα ξεχωρίσει και την κότα που έκανε τα πιό σκληρά αυγά για να ξέρπυνε σε ποιόν θα το δώσουν ,να σπάσει των άλλων στο τσούγκρισμα των αυγών το Πάσχα. Το βράδυ είχαμε τα δώδεκα ευαγγέλια που εξιστορούσαν όλα τα πάθη της Μ.Εβδομάδας. Είναι γραμμένα από όλους τους Ευαγγελιστές, Μάρκο,Ιωάννη, Λουκά και Ματθαίο αλλά εμάς τα μικρά μας έπιανε ο ύπνος γιατί ήταν πολλά και τα μετράγαμε με αγωνία πότε να τελειώσουν…

Μ.Παρασκευή πρωί, στις «ώρες» η αποκαθήλωση με πολύ συγκίνηση όταν με το λευκό σεντόνι κατέβαζε ο παπάς απ’ τον σταυρό το σώμα του Ιησού και το τοποθετούσε στον στολισμένο επιτάφειο που είχαν οι γυναίκες του χωριού ετοιμάσει. Έφερναν πολλά λουλούδια από τα σπίτια τους, κρίνους μεγάλους σαν χωνιά άλλους κρίνους λευκούς αλλά κυρίως μώβ, βιολέττες διάφορα χρωματα, πασχαλιές και αγριοκουτσουπιές (όλα τα μωβ χρώματα), τριαντάφυλλα,ακόμα και παπαρούνες αν το Πάσχα έπεφτε λίγο αργά κι οι παπαρούνες είχαν ανθίσει. Έδεναν τα λουλούδια με κλωστές, έφτιαχναν και ολόκληρες γιρλάντες με λουλούδια.Ηταν απλά και κατανυκτικά. Οι γυναίκες έψελναν χαμηλόφωνα κι απέριττα το «η ζωή εν τάφω» κλπ, όπως κι οι μαθήτριες του σχολείου.Ο επιτάφιος του χωριού δεν φώναζε, δεν ήταν υπερπαραγωγή αλλα εξέπεμπε σεβασμό!

Το βράδυ γέμιζε η εκκλησία κι όλοι ήταν με σκυμμένα κεφάλια. Συνόδευαν στην τελευταία κατοικία του τον Ιησού! Κατανυκτική η ατμόσφαιρα, χαμηλότονοι οι ψαλμοί, τάξη παντού άμφια όχι φανταχτερά αλλά  φορούσαμε όλοι. Έρχεται η ώρα των εγκωμίων και όλοι ψέλνουν αντικριστά με τον αριστερό (συνήθως ο μπάρμπα Θόδωρος ο Κουτσοπανέλης) και δεξιό ψάλτη πάντα το Βασίλη Σίδερη να αρχίζει «αι γεννεαί πάσαι», κλπ. Κι ο παπά Ταξιάρχης να ραίνει τους πιστούς με το μυροδοχείο, ψέλνοντας «έραναν τον τάφο».

Από την ακολουθία της Μ. Παρασκευής θα μου μείνει αξέχαστη η περιφορά του επιταφίου που πέρναγε απ όλο το χωριό, μέχρι τα Κολυβάτα στον Αϊ Γεράσιμο. Χρόνια αργότερα ο παπά Σπύρος τον πήγαινε και στο νεκροταφείο. Όλος ο κόσμος, παπάς και ψάλτες ακολουθούσαν τον επιτάφιο αλλά μέσα στην εκκλησία παρέμενε εκτός απ του ανήμπορους κι ένας που είχε κι αυτός ρόλο. Όταν στην επιστροφή, ο επιτάφιος έφτανε έξω από την κεντρική είσοδο που ήταν κλειστή ο παπά Ταξιάρχης έψελνε τον ψαλμό του Δαυίδ  «ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Ρωτούσε ο άνθρωπος που ήταν μέσα στην εκκλησία, «τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης»; Απαντούσε ο παππάς «Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ.  ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Ξανά από μεσα «τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης»; «Κύριος τῶν δυνάμεων αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Και με ένα χαρακτηριστικό λάκτισμα (κλωτσιά στην πόρτα),άνοιγε και έμπαινε ο επιτάφιος κι οι πιστοί στην εκκλησία! Θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η σκηνή. Ήταν ολόκληρη σκηνική δημιουργία με κορυφαίο τον παπά να καθορίζει την εξέλιξη και να παραβιάζει την είσοδο του ναού για να εισέλθει ο Βασιλεύς της δόξης!

Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ψάλεται ο Εσπερινός της Ανάστασης, λεγόμενη και «Πρώτη Ανάσταση» και το τροπάριο «Ἀνάστα ὁ Θεός». Με το άκουσμα της καμπάνας, οι νοικοκυράδες έριχναν το «κομμάτι», ένα πιάτο ραγισμένο, ένα μπότη, ένα τσουκάλι, κατι που να κάνει κρότο και να γίνει χίλια κομμάτια να φύγει το κακό. Άλλαζε η διάθεση του κόσμου με την πρώτη ανάσταση. Ετοιμαζόταν οι αυλές, έσφαζαν τα αρνιά, κόκκινοι σταυροί στις αυλόθυρες, οι σωροί τα ξύλα για το αυριανό ψήσιμο αν και μερικές οικογένειες ακολουθούσαν το παλιό έθιμο. Έψηναν δηλαδή την δευτέρα του Πάσχα. Σ αυτές τις περιπτώσεις την Κυριακή το τραπέζι ήταν πιο ελαφρύ για να συνέλθει το στομάχι κι ο οργανισμός από την νηστεία της Μ. Εβδομάδας γιατί-δεν το ανέφερα- «κρατούσαν» όλοι σαρακοστή και κυρίως την μεγάλη εβδομάδα. Δεν τρώγανε ούτε λάδι την Μ. Τέταρτη και την Μ. Παρασκευή δεν στρώνανε ούτε κάν τραπέζι!

Μετά λοιπόν την πρώτη ανάσταση ήταν πιο εκδηλωτικοί οι άνθρωποι, πιο χαρούμενες οι χαιρετούρες. Είχε ήδη φύγει η θλίψη κι αναμενόταν το βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα η Ανάσταση με το «Δεῦτε λάβετε φῶς» και το «Χριστός Ανέστη». Όλοι ήταν καλοντυμένοι, έλαμπαν από καθαριότητα, πήγαιναν στην εκκλησία να πάρουν το φως με μελισοκέρια που είχαν τα μαγαζιά. Λαμπρός και χαρούμενος κι ο παπάς με τα λαμπερά του καλοσιδερωμένα άμφια .Οι μεγαλύτεροι άντρες έμεναν συνήθως έξω από την εκκλησία κι έριχναν στρακατρούκες. Υπήρχε χαρούμενη ατμόσφαιρα κι έριχναν  τις αυτοσχέδιες κροτίδες και καμιά φορά παραγιομισμένες με χαλίκια που έτριζαν τα τζάμια και τις πέταγαν πιο μακριά. Σταμάταγε ο παπάς τη λειτουργία, αγριοκοίταζε κι αυτό ήταν σύνθημα να μη «ξωκύλουμε» περισσότερο με τα μπαμ -μπουμ…Το σύνηθες ήταν ότι με το «Χριστός Ανέστη» παίρναμε το φως και πίσω στο σπίτι, κάναμε το σταυρό στην πόρτα με το κερί και καθόμαστε για την μαγειρίτσα ή για καμιά τηγανισμένη σκοταριά απ’ τα αρνί και παρά τις εκκλήσεις του παπά, φεύγαμε κι έμενε ο παπάς με τους ψάλτες και κανένα ακόμα που ντρεπόταν να φύγει γιατί εκτός από την τελετή της Ανάστασης, ακoλουθούσε και η λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα. Μεγάλη η διάρκεια!

Το πρωί την Κυριακή του Πάσχα, άναβαν οι φωτιές κι άρχιζε το σούβλισμα κι εμείς τα μικρά παίρναμε τη σειρά μας να γυρίζουμε τη σούβλα που ήταν πάντα ξύλινη ενώ μας πύρωνε η θράκα απ’ τα ξύλα. Είχε και μεζεδάκια το μενού φυσικά, απ’ τα γλυκάδια και τα φρυγαδέλια που φτιάχναμε απ’ τη συκωταριά τ’ αρνιού. Τα αρνιά ή τα κατσίκια ήταν συνήθως απ αυτά που ο καθένας είχε σαν οικόσιτα στο σπίτι του. Στηνόταν ψησταριές ανα 2-3 οικογένειες, αντάλλασαν επισκέψεις κι οι ευχές ακουγόταν σε όλο το χωριό. Μερικοί στην αρχή της ημέρας ήταν μόνοι μέχρι ν αρθούν οι συγγενείς απ’ το χωριό -όπως εμείς -γιατί την επομένη δεύτερη μέρα του Πάσχα, πηγαίναμε εμείς στους συγγενείς, στο πανηγύρι της Κοντάραινας.

Θα κλείσουμε αυτή την αφήγηση που λίγο -πολύ ήταν ιδία σ όλα τα χωριά μας, με την λειτουργία της Αγάπης το απόγευμα της Κυριακής. Εκεί πήγαιναν κυρίως όσοι δεν πήγαν στην ανάσταση τα μεσάνυχτα, με τα παιδάκια τους κυρίως (που δύσκολα ξύπναγαν τα μεσάνυχτα) και κάνα υπέργηρο άτομο. Ήταν πολύ χαρούμενη η ατμόσφαιρα και οι καλές καιρικές συνθήκες έδιναν χαρούμενη, αναστάσιμη νότα.

Και του χρόνου, φίλες και φίλοι, με υγεία και αγάπη και καλή διάθεση.

Παναγιωτης Σκληρος

ΥΓ.Στη φωτογραφία είναι ο γείτονας μας ο Γιώργος ο Αργυρός με την οικογένειά του και τη θεια Καλή Σολδάτου και στην τελευταία η οικογένειά μας γυρω στα 1960-61.Οι φωτογραφίες πρέπει ναναι απ’ τον αξέχαστο Χριστόδουλο Φατούρο.

Προηγουμενο αρθρο
Εγκαίνια για τα «Σημεία ονείρων» του Μπάμπη Πυλαρινού
Επομενο αρθρο
Σε δημόσια διαβούλευση η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων της παράκαμψης Καλαμιτσίου

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.