HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΜια ηρωική ιστορία πίσω από έναν… «αλογοσύρτη»

Μια ηρωική ιστορία πίσω από έναν… «αλογοσύρτη»

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Σήμερα, θα προσπαθήσω να διευρύνω μια ιστορία για ένα απλό άνθρωπο απ το Μαραντοχώρι που ίσα και τον θυμάμαι  απ την παιδική μου ηλικία . Τον θυμάμαι κάτου στο Σπαρτιά, στον κάμπο της Κοντάραινας να έχει 4-5 γαϊδουράκια δεμένα το ένα πίσω απ το άλλο και να συζητάει με τους Σκλαβενιταίους και τον Γιώργο το Γιαννακό αλλά και με τον παππούλη μου το Γιώργο  αν θα θελε ν αλλάξει το γαϊδουράκι που είχε με ένα άλλο.

Ήταν ξεχωριστό πρόσωπο ένεκα της παράξενης για εμάς δουλειάς του. Τον θυμάμαι ως έγγιστα που τον κάναμε χάζι σαν παιδιά στο πανηγύρι τ άη Γιάννη στο Ροδάκι που με το χορό του –αντρίκιος, στρωτός- μας ενθουσίαζε. Λέγανε όλοι «χορεύει ο Βρυώνης, ο αλογοσύρτης».

 Θα σας διηγηθώ ιστορίες του Νίκου Βρυώνη, όχι του ξακουστού κλαριτζή απ τον Άγιο Πέτρο αλλά του Νίκου του Βρυώνη απ το Μαραντοχώρι που ήταν «αλογοσύρτης» ή αλλιώς έμπορος μεγάλων ζώων, κυρίως άλογα, μουλάρια, γαιδούρια. Τον έλεγαν και Τσαμπάση.

Ο Νίκος Βρυώνης, ήταν μια ζωή αγρότης αλλά με τα χρόνια, είχε και ένα άλλο ιδιαίτερο επάγγελμα , αυτό του τσαμπάση, του «αλογοσύρτη» όπως συνήθως τον έλεγαν. Και μόνο η ονομασία του επαγγέλματος, παρέπεμπε  σε εξαπατήσεις, παζάρια, καμώματα κλπ.

 Όμως o Νίκος Βρυώνης είχε γράψει την δική του θαρραλέα ιστορία στο στρατό το 1941 , όπως διάβασα στα «Λαογραφικά» του δικηγόρου και συγγενή μας Ιωάννη Φλογαίτη που εξέδωσε το 2004 ο γιός του, επίσης εξέχων νομικός  Σπύρος Φλογαίτης.

Οι ιστορίες είναι κυρίως  από τα  πίσω χωριά, όπως τις έζησε ο ίδιος σαν Μαραντοχωρίτης αλλά και σαν δικηγόρος που χειρίστηκε ένα σωρό υποθέσεις στο ειρηνοδικείο της Βασιλικής .

Γράφει λοιπόν ο Ιωάννης Φλογαίτης ότι ο Νίκος Βρυώνης γεννήθηκε το 1907 και ήταν μαζί με άλλους Λευκαδίτες στην επιστράτευση του 1941 και παρουσιάστηκαν στο Μεσολόγγι . Από έρευνα που έκανα ρωτώντας χωριανούς του, ζούσε στο χωριό, στη γειτονιά «Βαγγελάτα» με τα δυό του αδέρφια Σπύρο και Αναστασία και την γυναίκα του την θειά Γιάννα αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Κλασσικός αγρότης σαν τους άλλους χωριανούς αλλά όλο και το κάτι διαφορετικό έκανε ο Νίκος. Νοίκιαζε- ας πούμε-  χωράφια κι έσπερνε τριφύλλια για σανό, αγριοκόκια και βρώμη. Είχε εργάτες και μάλιστα έφερε το πρώτο τρακτέρ, κόκκινο INTERNATIONAL, στο χωριό για να κάνει πιο εντατικές καλλιέργειες για τα σανά και τα τριφύλλια. Το τρακτέρ δεν το οδηγούσε ο ίδιος γιατί δεν είχε δίπλωμα και γι αυτό είχε οδηγό(!!) έναν απ την Πλαγιά, το Γιάννη αλλά και τον Ντίνο τον Αρματά.  

Παιδιά του στην κυριολεξία ήταν τα εκατοντάδες άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια που ¨έσερνε¨ από τις διάφορες ζωοπανηγύρεις που γινόταν τα περασμένα χρόνια σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και τα πουλούσε στη Λευκάδα ή το αντίθετο. Έπαιρνε δηλαδή ζώα δουλεμένα, τα πουλούσε στα παζάρια κι έφερνε καινούργια..Σπάνια έκανε και συμπεθεριές με το… αζημίωτο ο Βρυώνης, φέρνοντας σ επαφή τους γονείς της νύφης και του γαμπρού που του ανέθεταν το προξενιό από διάφορα χωριά .

Πανηγύρια ζώων ίσα που πρόφτασε η δική μου ηλικία εδώ κοντά όπως στη Φιλιππιάδα ,  στην Παραμυθιά αλλά και στα Γιάννενα. Τρανές ζωοπανηγύρεις γινόταν επίσης σ όλο το Ξηρόμερο με κορυφαία αυτή της Κατούνας.

Ονομαστές ήταν και οι ζωοπανηγύρεις στην Πελοπόννησο, στην περιοχή Αμαλιάδας , της Γαστούνης αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Ήταν κοσμικό και οικονομικό γεγονός για κάθε τόπο όπου γινόταν αυτές οι αγορές ζώων. Εκτός από την αγοραπωλησία ζώων μεταφοράς όλα πωλούνταν εκεί. Από αγελάδες και άλογα, γαϊδούρια μέχρι ολόκληρα κοτέτσια με κόττες, κοπάδια πρόβατα, κατσίκια, ακόμα και γουρούνια. Παράλληλα γινότανε τρανά πανηγύρια με ζυγιές και κρασοκατάνυξη, τζόγοι, στοιχήματα, ζάρια κλπ.. Πολλές από αυτές τις διοργάνωναν οι κοινότητες και οι δήμοι με κάθε επισημότητα, με ανακοινώσεις  όπως αυτή της Κατούνας Ξηρομέρου του 1933!

Οι αγοραπωλησίες εδώ στη Λευκάδα γινόταν από αλογοσύρτες ντόπιους όπως ο Πάνος Κτενάς Αργελάκιας απ το Φρυά(όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πανταζής Κοντομίχης στα Λαογραφικά-Σύμμεικτα), θείος του Βαγγέλη με το Studio lefkatas, απο τον ξακουστό Κανούτο απ την Καρυά, απ τον Στραβοπάνο απ τα Λαζαρατα κι αργότερα απ τον Νίκο Βρυώνη που μάλλον θα ήταν ο τελευταίος. Ολοι οι πάνω από 60 θυμούνται τον Βρυώνη στα χωριά τους. Ο Μούστας ο Δευτεραίος απ το Σύβρο μάλιστα μου είπε ότι «άμα ειχε σοδειά κι υπήρχαν ανάγκες για τη μεταφορά των ελιών, ο Βρυώνης ηταν εδώ ,να κανει τις τράμπες του».  Αγοραπωλησίες ζώων γινόταν όμως κι από τους περιφερόμενους τσιγγάνους. Θα θυμούνται αρκετοί τον  Σωτήρη τον Καραφάνταλο που έστηνε το κονάκι του πέρα προς τις Αλυκές. Δυό τρείς σκηνές με κοντάρι στη μέση και μια τρύπα στην κορυφή να βγαίνει ο καπνός απ τη φωτιά που ηταν αναμένη στη μέση της σκηνής που ήταν γιομάτη σαγιάσματα κατάχαμα στη γή. Γύρω κι απ έξω πιροστιές, ντενεκέδες, καλάθια,κόφες και πνιάτες, όλα σκόρπια  αλλά κι ένα σωρό κουτσούβελα ξυπόλυτα με τις μύτες να στάζουνε μονίμως… Πιο περα κατι σαφρακιασμένα γαιδούρια, νηστικά, με σκοινιά στα πόδια να μην φύγουν και οι τσιγγάνες όλη μέρα να «διακονεύουνε» στα σπίτια για ψωμί και λάδι ,αρκεί να μπούνε στο σπίτι και μετά «τρεχάτε ποδαράκια μου».  Ελεγαν και σε αρκετούς αφελείς τη… μοίρα τους με πιάτσα κυρίως την εμπορική περιοχή τ Αη Μηνά αλλά και μέσα στα στενά, στις αυλές των σπιτιών. Τα ζώα τα έσερνε ο Καραφάνταλος στα χωριά και στα χωράφια που είχε πληροφορίες ότι κάποιος θα ήθελε ένα γαιδουράκι ή τα πήγαινε το ένα πίσω απ τα άλλο κονβόι μέχρι τα κεντρικά και ορεινά χωριά για επίδειξη και νταραβέρι, δηλαδή για να κάμει τράμπες και να τα πουλήσει. Ηταν ξεχωριστό γεγονός για κάθε χωριό όποτε ο κάθε Τσαμπάσης ή ο Καραφάνταλος έσερνε τα ζώα στα χωριά για πούλημα. Είχε και μια μεγάλη ρόδα ποδηλάτου που γύριζε με το πόδι σαν τροχός και λιμάριζε μαχαίρια, πριόνια, δρεπάνια, κλαδευτήρια  κλπ. Ηταν εντυπωσιακό γιατί του έβανε στουρνάρι κι έβγανε σπίθες!

Μαζευόταν ο κόσμος σαν σε τσίρκο κι εβλεπαν, παρατηρούσαν, σχολίαζαν αλλά  κόλλαγαν και καμιά αλογόμυγα που άμα έμπαινε στ αυτί σου σε τρέλαινε άσε που την κουβάλαγες και στο σπίτι για μέρες.

Πολλά ζώα, κυρίως άλογα, υπήρχαν σε «λακινιές» και στην περιοχή της Πούντας στο Ακτιο από τους Σαρακατσάνους που διαχείμαζαν εκει. Εκει τα άλογα ζούσαν κυρίως ελεύθερα και βρισκόταν σε ελεύθερη αναπαραγωγή. Στην Πούντα είχαν  κτήματα και Λευκαδίτες μετά την αναδιανομή της γής το  1928 επί υπουργίας γεωργίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου και βουλευτή Πρέβεζας-Λευκάδας τον Μάρκο Τσαρλαμπά. Ετσι οι Λευκαδίτες που πήγαιναν στα κτήματά τους εκεί, είχαν οπτική τουλάχιστον γνώση για τα ζώα μεταφοράς που πιθανον να ήθελαν, μιας κι ήταν σχεδόν ελεύθερα σ όλη την περιοχή.

 Οι ενδιαφερόμενοι ν αγοράσουν ένα ζώο από κάποιο παζάρι έκαναν διάφορους ελέγχους, αυτοί βέβαια που ήξεραν.  Πλησίαζαν τα ζώα, τα τσίμπαγαν στα μάγουλα ναναι σγουρά , κοίταζαν τα δόντια οπου έβλεπαν ποσο χρονων είναι, το μαλλί τους αν είναι γυαλιστερό κι αν δεν έχουν «φαγώματα»από τις «ίγκλες»και τα σαμάρια. Επίσης αν είναι καλιγομένα κι αν οι οπλές τους είναι γερές. Αν έχουν χοντρά πόδια άρα έκαναν μονο για τα ίσια χώματα (καμπούσα) κι όχι για τα πετρώδη μονοπάτια που εκει προτιμούσαν τα άλογα με πιο λεπτές οπλές (τσοπόρια). Ακόμη πρόσεχαν αν έχουν φαρδύ στήθος για να  τραβάνε γερά στο όργωμα κι αν εχουν καπούλια στενά ή φαρδιά για ν αντέχουν το φόρτωμα όπως αναφέρει κι ο Θοδωρής Γεωργάκης στο βιβλίο του «Σεργιάνι στη Λευκάδα».

Σ αυτά τα πανηγύρια αγοραπωλησίας ζώων, πήγαινε κι ο Νίκος ο Βρυώνης κι ανάλογα τις παραγγελίες ή τις ανάγκες, έφερνε τα ζώα μεταφοράς για τους ενδιαφερόμενους πελάτες του. Έφερνε όμως-κατόπιν παραγγελίας ή για κάποιο δικό του άνθρωπο-  τα ραβανιάρικα άλογα με τον περήφανο καλπασμό που είχαν εκπαιδευτεί και που πολλές φορές τα βλέπαμε με κάτι πάνινες ταινίες περασμένες ψηλά στα πόδια ώστε να συνηθίζουν να καλπάζουν, γινόταν ειδική παραγγελία. Τις περισσότερες όμως φορές πήγαιναν στα παζάρια οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι. Τέτοια ραβανιάρικα άλογα επίδειξης δεν είχαν πολλοί στη Λευκάδα αλλά θυμάμαι τον Μήτσο τον Πολίτη-Πατσά στη Βασιλική να ιππεύει ένα τέτοιο περήφανο άλογο και να το εκπαιδεύει με τις ταινίες στα πόδια του. Ήταν συνήθως μαύρα ,ψηλά και αεράτα άλογα , ατίθασα με ωραίο στιλπνό τρίχωμα και η ουρά κοτσίδα κοντή. Πελάτες τέτοιους για ζώα μεταφοράς ή άλογα για τρέξιμο ή για επίδειξη είχε αρκετούς ο Βρυώνης.  Ένας πελάτης για αγορά μιας «μερσεντές» της εποχή που ήταν  ένα ραβανιάρικο άλογο απ την Γαστούνη ή την Ανδραβίδα, ήταν κι ο Θεοφύλακτος Κορφιάτης, ο πατέρας το πεθερού μου από την Απόλπαινα.

 Ονομαστός για τα καλά άλογα που καβάλαγε.. Ήθελε πάντα εξαιρετικό «Γιωργαλίδικο» άλογο και το πλήρωνε πολλά λεφτά, πηγαίνοντας ο ίδιος στη Γαστούνη. Σπάνια το παράγγελνε στον Νίκο το Βρυώνη που του είχε εμπιστοσύνη αν και απ αυτόν έπερνε μόνο το γαϊδουράκι για να κουβαλάει το νερό από την βρύση της πλατείας αλλά και για τα φορτώματα (ελιές,σταφύλια,ξύλα). Είχε αδυναμία στα καλά άλογα κι έδινε μεγάλη σημασία στο ύψος και το χρώμα του εκτός από τα κλασσικά προτερήματα που είπαμε.  Το άλογο εκτός από την μοναδική περιποίηση που του έκανε, την άψογη δερμάτινη σέλα που του φορούσε πάνω από το χειροποίητο σαμαροσκούτι, το στόλιζε και του έβαζε αβασκαντήρες και χαϊμαλιά με μπλε πέτρες να μην το πιάνει το μάτι.  Ένα τέτοιο χαϊμαλί με μπλε πέτρες άφησε ο Θεοφύλακτος στην εγγονή του, την Ολγα.

Οι αγορές των ζώων, οι εμποροπανηγύρεις της εποχής, ήταν μεγάλο όπως είπαμε γεγονός από κάθε άποψη για ολόκληρη την περιοχή. Οι τσαμπάσηδες ή αλογοσύρτες είχαν κάνει παντού κουμπαριές κι έτσι είχαν πάντα μια πόρτα ανοιχτή. Οι κουμπαριές είχαν και όφελος ότι έδιναν πληροφορίες για το ποιος θέλει ζώο ή ποιος πουλάει. Για τους βοηθούς τους έστηναν μιά σκηνή και τους βόλευαν εκεί. Αυτοί  περιποιόταν τα ζώα με σανό και νερό, τα χτένιζαν , τα πετάλωναν και τα έξυναν να ναι ήρεμα. Αυτός συνήθως καθότανε κι έκοβε κίνηση τόσο για επίδοξους πελάτες όσο και για να παρακολουθεί τους ανταγωνιστές του. Φορούσε συνήθως λευκό πουκάμισο και γελεκάκι με ρολογιά στο τσεπάκι.

Αν ήταν νέος, πατούμενο μαύρο, μυτερό με ελαφρό τακουνάκι,  συνήθως ντρίλινο παντελόνι με μπροσθότσεπες να φαίνονται φουσκωμένες ότι τα λεφτά είναι πάντα εδώ ότι δηλαδή πληρώνει τοις μετρητοίς , τραγιάσκα το χειμώνα και τρίτσα το καλοκαίρι, μουστάκι τριζάτο και μαλλί κολλαριστό με μπριγιαντίνη. Η κεχριμπαρένια κομπολογιά πάντοτε πρώτη και κυρίαρχη και το στριφτό το άναβε πάντα με τσακμάκι από «πριόβολο» με πολύ μακρύ φυτίλι.

 Ήταν τσίφτης σε όλα του. Λένε ότι οι τσαμπάσηδες ήταν αδέσμευτοι, ανεξάρτητοι από κάθε κοινωνική, πολιτική οριοθέτηση και προτροπή. Ήταν κάτι σαν «ρεμπετοντερβίσηδες». Ελεύθεροι σαν τα πουλιά. Γλετζέδες, γυναικάδες, κουβαρδάδες και χορευταράδες. Έκαναν εντύπωση κι ήταν ονομαστοί. Έλεγαν λίγες κουβέντες και φυσικά την τελική τιμή γιατί τα ενδιάμεσα παζάρια και πανωβαλσίματα -αβανταρίσματα έκαναν άλλοι που τους είχε βάλει αυτός ο ίδιος.

Ο κόσμος, θεωρούσε  τους «αλογοσύρτες» ανθρώπους που ήξεραν να κοροιδεύουν και να πουλάνε «φούμαρα για μεταξωτές κορδέλλες». Δεν είχαν άδικο , αφού γνώριζαν διάφορα κόλπα και τερτίπια για να ξεγελάνε τους αγοραστές για την ηλικία ή τις δυνατότητες του ζώου. Εκτός κι αυτό προοριζόταν για συγκεκριμένο πελάτη τους που θα τον ξανάβλεπαν κι έτσι δεν το τολμούσαν κιόλας. Είναι γνωστό όπως είπαμε ότι την ηλικία του ζώου την κοίταζαν απ τα δόντια που όμως οι επιτήδειοι έτριβαν με βούρτσες τα χείλη του ζώου για να ναι φουσκωμένα και να μην φαίνονται οι ρίζες των δοντιών κι έτσι  να ξεγελάνε στα χρόνια. Επίσης για να φαίνεται ένα ζώο ήρεμο κι άρα βολικό για φόρτωμα, ζώο που δεν θα κλωτσάει, το πότιζαν αλυσίβα ή βρασμένη παπαρούνα ή του έβαζαν κρασί στο ντρουβά με τη βρώμη για να ναι μισοναρκωμένο οπότε ήταν…σίγουρα, ένα ήσυχο άλογο!!. Μετά την απομάκρυνση απ το πανηγύρι, άντε να βρεις τον τσαμπάση.!!

Ας επανέλθουμε όμως στα δικά μας. Γράφει λοιπόν ο Ιωάννης Φλογαίτης ότι ήταν μαζί με τον Νίκο Βρυώνη κι άλλους πισωχωρίτες του τέως δήμου Ευγήρου, όπως τον Θωμά Σκληρό-Βαγγελάτο και τον Πάνο  Σκληρό-Κουβέλη, κληρωτοί στην επιστράτευση του 1941 και παρουσιάστηκαν στο Μεσολλόγγι. Είχαν διοικητή τον θρυλικό στρατηγό Νικόλαο Τσίπουρα από τα Γκράβαρα (Πλάτανο) της ορεινής Ναυπακτίας που είχε μεγάλη πολεμική δράση απ τους Μακεδονικούς αγώνες, τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α παγκόσμιο και Ελληνοιταλικό πόλεμο μέχρι το 1943.

 Ερχόταν  πάντα καβάλα στο μαύρο του  άλογο και μάλιστα λάμβανε αναφορά του συντάγματος έφιππος.. Ο πόλεμος με την Ιταλία είχε κορυφωθεί με τις αιματηρές επιχειρήσεις στην Κλεισούρα κι οι απώλειες ήταν μεγάλες. Κάθε μέρα έστελνε το σύνταγμα ολόκληρα τάγματα στην πρώτη γραμμή για αντικαταστήσει άλλο τάγμα που «έφαγε τη φωτιά». Μια μέρα λοιπόν μου λέει ο Βρυώνης (συνεχίζει ο Φλογαίτης), εσύ που είσαι γραμματιζούμενος θα πας στο λόχο των γραμματικών αλλά εγώ με τα άλλα δυό παιδιά, τους Σκληραίους, θα ζητήσουμε να πάρουμε τα μουλάρια μας και να πάμε στην πρώτη γραμμή πριν έρθει η σειρά μας. «Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει». Έτσι θαρραλέα και σταράτα. Τότε κάθε στρατιώτης έπαιρνε μαζί του και δυό μουλάρια ή άλογα. Ένα καβάλα κι ένα να σέρνει. Πράγματι την επομένη φτάνει ο στρατηγός, λαμβάνει αναφορά έφιππος ενώπιον 3000 στρατιωτών και ξαφνικά οι τρείς Μαραντοχωρίτες, Νίκος Βρυώνης, Θωμάς Σκληρός και Πάνος Σκληρός, κάνουν έξη βήματα μπροστά βάζουν όπλα επ ώμου και ζητάνε να μιλήσουν στο στρατηγό. Αυτός δέχεται κι ο Βρυώνης με δυνατή φωνή που άκουσε όλο το έμπεδο ( ήταν και πολύ καλός τραγουδιστής), αναφέρει: «Στρατιώτης Νικόλαος Βρυώνης του Ευσταθίου και της Ακριβής, κλάσεως 1927 κι οι Θωμάς και Πάνος Σκληρός από το Μαραντοχώρι Λευκάδας θέλουμε να πάμε στην πρώτη γραμμή πρίν φτάσει η σειρά μας για να πολεμήσουμε για την πατρίδα, να διώξουμε αυτό τον καταραμένο εχθρό».  Ακούει ο στρατηγός και κατεβαίνει αμέσως από το άλογο, πηγαίνει στον Βρυώνη, τον αγκαλιάζει και του λέει «Εσάς τους Λευκαδίτες σας ξέρω τι παλληκάρια είστε. Πολεμήσαμε μαζί στη Μακεδονία και στη Μ.Άσία κι είστε πραγματικοί λεβέντες».

Την επομένη οι τρείς Λευκαδίτες πήραν τα μουλάρια τους και πήγαν στην πρώτη γραμμή. Πολέμησαν 2-3 μήνες μέχρι την κατάρευση του μετώπου. Εκεί ο Βρυώνης τραυματίστηκε από όλμους και στα δύο πόδια αλλά έγινε καλά. Ο Πάνος Σκληρός (βαφτισιμιός του Σπ.Φλογαίτη, πατέρα του Ιωάννη) τραυματίστηκε βαριά από όλμο στο κεφάλι, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο του Αγρινίου κι αργότερα στην Αθήνα. Εκεί τον περιέθαλψε μετά από σχετικό σημείωμα του Ι. Φλογαίτη ο Λευκαδίτης γιατρός Μιχάλης Μελάς. Έγινε καλά, γύρισε στο χωριό αλλά έχασε την ακοή του από το ένα αυτί, ενώ ο Θωμάς Σκληρός γύρισε με την κατάρρευση χωρίς τραυματισμούς.

Ο Νίκος Βρυώνης αγάπησε τα άλογα στο στρατό, τα είχε παιδιά κι αδέρφια του κι από τότε ασχολήθηκε με αυτά, λές κι η θητεία του κι η συμμετοχή του στον πόλεμο του άλλαξε τη ζωή. Γύρισε στο Μαραντοχώρι κι έκανε τον ¨αλογοσύρτη¨ για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Έβανε τα άλογα και τα γαϊδούρια σ ένα ξέφραγο κτήμα στον «ποταμό» στο Μαραντοχώρι,δίπλα από του Δήμου του Ρίζου το φούρνο ή σε κάνα δανεικό σταύλο άμα έπιανε χειμώνας.

 Έσερνε τα άλογα το ένα πίσω απ το άλλο, όπως έκανε στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου… Όπως λέμε ειδικότης αποκτηθείσα εν τω στρατεύματι..

Παναγιώτης Σκληρός

Προηγουμενο αρθρο
Το κορίτσι της ναπάλμ 50 χρόνια μετά
Επομενο αρθρο
Πανσέληνος πάνω απ'τα Πριγκιπονήσια Λευκάδας

4 Σχόλια

  1. Σταυρος Δάγλας
    19 Ιουνίου 2022 at 08:55 — Απάντηση

    Από την ανάγκη του ανθρώπου ν’ αποκτήσει για τις γεωργικές εργασίες του, τις μεταφορές και τις μετακινήσεις του κάποιο υποζύγιο, άλογο, μουλάρι γάιδαρο ή και βόδι ακόμη, ξεπήδησε το επάγγελμα του ζωεμπορου που έδινε το παρόν σε κάθε πανηγύρι – ζωοπανηγυρη.
    Αυτόν τον ζωεμπορο, αλογοσυρτη ή τσαμπαση όπως τον αποκαλούσαν στην περιοχή της Λευκάδας και τα περιγυρα, μας τον περιγράφει (και τον διασώζει) με πολυ ωραίο τρόπο, ύστερα από πολλές έρευνες, ο Παναγιώτης ο Σκληρός. Υπέροχες και σπάνιες οι φωτογραφίες που παραθέτει. Αποκτά μάλιστα ιδιαίτερη αξία η εργασία του από το γεγονός ότι μετά το 1950, το επάγγελμα αυτό ξεθώριασε ή σχεδόν χάθηκε λόγω της επικράτησης του αυτοκινήτου και της εξέλιξης γενικότερα. Πλήθος των στοιχείων που διασώζει.
    Ξεχωρίζει ανάμεσα στους πολλούς που άσκησαν αυτό το επάγγελμα στην περιοχή της Λευκάδας, τον Νίκο τον Βρυώνη, που γεννήθηκε το 1907 στο Μαραντοχώρι της Λευκάδας, παληκάρια του Β.Π.Πολεμου, προοδευτικό μυαλό, αξιόλογο σαν επαγγελματία και άξιο θαυμασμού όταν εχορευε.
    Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στον χαρακτήρα αυτών των τσαμπασηδων. Ήταν λέγει άνθρωποι ελεύθεροι σαν τα πουλιά, ρεμπετοντερβισηδες, χορευτές, κουβανταδες, άνθρωποι ονομαστοί, αλλά…και γυναικάδες.
    Επιπλέον και άνθρωποι που μπορούσαν να σού πουλήσουν φουμαρα για μεταξωτές κορδέλες.
    Είναι υπέροχη η εργασία σου Παναγιώτη, άξια επαίνων. Συγχαρητήρια.

  2. ΣΠΥΡΟΣ ΜΠΟΓΔΑΝΟΣ
    18 Ιουνίου 2022 at 09:32 — Απάντηση

    Μπράβο Πάνο, σπουδαία αφήγηση και ενδιαφέρουσα. Τιμά τους πρωταγωνιστές, ενημερώνει τους νεότερους, κρατά ζωντανή την παράδοση!!! Αξιολογότατο φωτογραφικό υλικό!!! Συνέχισε!!!

  3. John Wick
    16 Ιουνίου 2022 at 00:49 — Απάντηση

    Μια ακόμα αριστοτεχνική διήγηση με πρωταγωνιστή έναν αγνό άνθρωπο –«ήρωα παλιάς κοπής» ενδεδυμένη με πλήθος επιθέτων, μεταφορών, παρομοιώσεων, ρημάτων σε όλους τους χρόνους, απαρεμφάτων, γλαφυρή -λυρική άλλοτε και ρεαλιστική συνάμα.
    Μένουμε με τη γλύκα της ανάγνωσης και με την απόλαυση του ταξιδιού σε παρελθόντες καιρούς, τότε που οι άνθρωποι μοιράζονταν χαρές, έγνοιες, λύπες, προβλήματα, τότε που ένας γάμος ήταν μέγα πολιτιστικό γεγονός και μια απώλεια, οδυνηρός καημός. Ιστορίες με αλήθειες, σημαντικά γεγονότα, ιδιαίτερα ανθρώπινα πορτρέτα.
    Όλα τρέχουν στα μάτια μας, «χωνεύουμε» τις γραμμές , ο χρόνος μεταλλάσσεται σε ενεστώτα και η ψυχή μας γίνεται κοινωνός πολιτιστικών –ιστορικών καταστάσεων, συναισθηματικών παλινδρομήσεων, χαρακτήρων . Το κέρδος, από ένα τέτοιο αληθιστόρημα.

    Είμαι βέβαιος, ότι ο συγγραφέας- πριν “ξεδιπλώσει” κι αποκαλύψει το μεγαλείο ψυχής των ανθρώπων μιας άλλης εποχής, με σεβασμό, σε διαστάσεις μυθιστορήματος- μελέτησε, άκουσε, βυθίστηκε σε αφηγήσεις ζωντανές. Χρειάστηκε χρόνο, υποθέτω, επειδή η καλή έκβαση του εγχειρήματος αποδίδεται, κυρίως, στη συστηματική του προετοιμασία. Θαρρώ, «απέκτησε» πρώτα σχέσεις οικειότητας με τους ήρωες, με τις αδυναμίες τους, τα πάθη τους και τα παθήματά τους και μετά ξεδίπλωσε το μόχθο, την ψυχή, την ανάγκη, το φιλότιμο, την αγωνία, την ελπίδα, τον αγώνα επιβίωσης. Όλα ένα πολύμορφο ψηφιδωτό με αρχή και τέλος.

  4. Σπύρος Ι. Φλογαΐτης
    15 Ιουνίου 2022 at 23:24 — Απάντηση

    Αγαπητέ Παναγιώτη, μου έλεγες ότι ετοιμάζεσαι να γράψεις για το Νίκο Βρυώνη και μπράβο σου, έγραψες ένα τόσο συναπαρτιστικό αφήγημα. Μια ιστορία που υπενθυμίζει ότι μπορεί ένας απλός άνθρωπος που δεν τον προσέχουμε να κρύβει ένα ανείπωτο μεγαλείο και να έχει γράψει ιστορία. Τον θυμάμαι τον μπάρμπα Νίκο Βρυώνη που προστάτεψε τον πατέρα μου στις δύσκολες στιγμές της επιστράτευσης του 1941 σφραγίζοντας μια φιλία που κράτησε σε όλη την ζωή τους. Ο πολύς κόσμος τον γνώρισε ως τσαμπάση, στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας ήρωας. Αδελφός του ήταν ο μπάρμπα Χρίστος Βρυώνης για τον οποίο έχω γράψει μια χαρακτηριστική ιστορία, που αποτέλεσε στα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας των παιδιών μου το καλλίτερο γι αυτούς αφήγημα της κάθε βραδιάς. Αφού γράφτηκαν και δημοσιεύθηκαν αυτές οι ιστορίες τους, η θύμησή τους θα είναι αιώνια.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.