HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΜικρασιάτες πρόσφυγες στη Λευκάδα,1922 – 2022, 100 χρόνια αρχεία  μνήμης και απόηχοι

Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Λευκάδα,1922 – 2022, 100 χρόνια αρχεία  μνήμης και απόηχοι

Μαρία Ρούσσου

Το 2022 έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό: συμπληρώνονται 100 χρόνια από την κορύφωση της Μικρασιατικής καταστροφής.

Εισαγωγή

Οι Έλληνες που για χιλιετίες  βρίσκονταν στη  Μικρά Ασία, το 1922 αποχαιρετούσαν με βία την πατρογονική γη. Η πλειονότητά τους μεταφέρθηκε στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών, σύμφωνα με την Συνθήκη της Λωζάνης.

Το 1912, σε σύνολο  πληθυσμού της Μικράς Ασίας 10,2 εκατομμύρια, ο Ελληνισμός (2 εκατ.) αποτελούσε το 20%,τη μεγαλύτερη μειονότητα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. (Μουσουλμάνοι 7,2 εκατ.και όλοι οι υπόλοιποι, Αρμένιοι, Εβραίοι κ.α.970χιλ.). Σε διάστημα 100 χρόνων, από τα 2 εκατομμύρια Ελλήνων ζήτημα είναι αν  ζουν εκεί  5 χιλιάδες, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη.

Απ’ το μύθο στην ιστορία

Με τη μυθική της έκφραση και αφετηρία να  βυθίζεται  στην Αργοναυτική εκστρατεία και στο μύθο του Φροίξου και της Έλλης, άρχισε πριν 3.000 χρόνια η επαφή του Μητροπολιτικού Ελληνισμού με τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, προϊδεάζοντας την πολυετή ακμή της Σινώπης, της Τραπεζούντας, της Σμύρνης και της ευρύτερης περιοχής.

Η ίδρυση αποικιών, κυρίως στα παράλια, εξελίχθηκε σε ανάπτυξη  κέντρων εμπορίου, κοιτίδες Ελληνισμού,όπου οι ορθόδοξες κοινότητες, οργανωμένες,με  οικονομική ευρωστία, είχαν σημαντικήπορεία,μεταλαμπαδεύονταςτην  Ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό και αντίστροφα οι Έλληνες γνωρίζουν τους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής.

Περιοχές της Μικράς  Ασίας γίνονται τόποι επικών συγκρούσεων,  κυρίως όμωςτόποι ώσμωσης και  αλληλεπίδρασης, ώστε δημιουργείται μια νέα πολιτιστική σύνθεση.

Το 1914 τα ελληνικά Σχολεία της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης και της Κωνσταντινούπολης ανέρχονταν σε 2.500. Στη Σινώπη υπήρχε ελληνικό σχολείο από το 1675, ενώ υπήρχαν τυπογραφεία όπου εκδίδονταν ελληνικά βιβλία και εφημερίδες.

Οι μονές του Πόντου με θαυμάσιες τοιχογραφίες και χειρόγραφα έγιναν κέντρα πολιτιστικής ανάπτυξης και διέπρεψαν στις επιστήμες, ενώ σπουδαία κτίσματα, εκκλησίες, δημόσια κτίρια δείχνουν τη λαμπρότητα της εποχής.

Τρεις Ιεράρχες. Καραμανλίδικη εικόνα. Συλλογή Δβλ.

Η Ελληνική φυλή απέκτησε δεσπόζουσα παρουσία ανάμεσα στις άλλες φυλές.

Οι πρόσφυγες στη Λευκάδα

«Το 1923 έφθασαν στη Λευκάδα και διανεμήθηκαν στην πόλη και σε μερικά  χωριά 4.396 πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και τη Θράκη (Πόλις – Φρούριον 3.345, Απόλπαιναν 134, Κατούνα 227, Τζουκαλάδες 31, Νυδρί 303, Καρυάν 356). Τραγικές παρουσίες της μικρασιατικής συμφοράς.

Απ’ αυτούς οι περισσότεροι, τα γεωργικά στοιχεία, μεταφέρθηκαν αργότερα στη δυτική Θράκη και απόμειναν λίγοι έμποροι ή σαράφηδες στην πόλη της Λευκάδας. Η μικρασιατική καταστροφή ήταν ως ένα βαθμό η αιτία και το αποτέλεσμά της πολιτικής αστάθειας, των πολιτικών ζυμώσεων. Η δύσκολη, εκ των πολέμων, οικονομική κατάσταση της χώρας, μετά την καταστροφή επιδεινώθηκε και ο επιούσιος άρτος στο νησί με δυσκολία μπορούσε να εξοικονομηθεί.

Κοντά στους παλαιότερους εμπορευόμενους, ανέπτυξαν απ’ το μεσοπόλεμο και δώθε αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα λίγοι εμπορευόμενοι πρόσφυγες του 1923, που διέθεταν ως πρώτο κεφάλαιο πολύτιμα αντικείμενα ή και χρυσό, που ρευστοποίησαν θαρραλέοι και δραστήριοι, οι οποίοι στάθηκαν στην κατοχή και δυνάμωσαν κατόπιν.

Μαζί με μικροεμπόρους της πόλης, κτηματίες των χωριών, απετέλεσαν τους μεταπολεμικούς οικονομικούς παράγοντες που μαζί με τους επιστήμονες συνθέτουν τη νέα αστική τάξη της Λευκάδος» ( Π.Ροντογιάννη, Ιστορία της νήσου Λευκάδος).

Η Λευκάδα το 1920 είχε πληθυσμό 26.119 κατοίκους και η  απογραφή του 1928 (μετά  τις μετακινήσεις μεγάλου αριθμού προσφύγων κυρίως στη Μακεδονία), αναφέρει  28.331 κατοίκους.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1923, στην Επαρχία Λευκάδας απογράφονται στο νησί 5.690 πρόσφυγες, ήτοι: 1.840 άνδρες και 3.850 γυναίκες. Στην πόλη της Λευκάδας μέχρι τις αλυκές και το Φρύνι, απογράφονται 3.447:  1.111 άνδρες & 2.336 γυναίκες, ενώ στα χωριά και στο Μεγανήσι 2.243: 729 άνδρες και  1.514 γυναίκες. Η συντριπτική πλειοψηφία γυναικόπαιδα.

Αρχικά για τη στέγαση των προσφύγων χρησιμοποιήθηκαν τα οικήματα του Κάστρου της Αγίας Μαύρας, εκκλησίες, σχολεία και κάποιοι φιλοξενήθηκαν σε σπίτια.

Έναυσμα της έρευνας αυτής απετέλεσε η προσέγγιση και αποτύπωση μιας σημαντικής πτυχής της τοπικής ιστορίας,που  δεν είχε  φωτιστεί επαρκώς:η εγκατάσταση   προσφύγων το 1922 στη Λευκάδα  και ο απόηχός της.

Η διάσωση αρχειακού υλικού και η ανάδειξη της  σημασίας αλληλεπίδρασης  μεταξύ ντόπιων και προσφύγων  στην εξέλιξη του τόπου ελπίζουμε να αξιοποιηθεί για εκτενέστερη έρευνα.

Η πρώτη νύξη για το θέμα σε συμπολίτες με προσφυγικές ρίζες συνάντησε επιφύλαξη,  να διηγηθούν   τραυματικές  εμπειρίες και να  ξαναφέρουν στο προσκήνιο τη διαφορετική  τους καταγωγή.

Άλλωστε ο διάχυτος φόβος του αγνώστου και του ξένου,  οδήγησαν ώστε η υποδοχή στην πατρίδα να μην είναι αυτή που περίμεναν, ως ομοεθνείς και ομόθρησκοι («ήρθαν οι πρόσφιγγες να μας φάνε το ψωμί»).

Οι πρόσφυγες που ξέρανε κάποια τέχνη, ράφτες, χρυσοχόοι, τσαγκάρηδες, φωτογράφοι κλπ, μπόρεσαν να την εξασκήσουν  και να βιοποριστούν καλύτερα, κι επειδή ήταν το μόνο τους εφόδιο «έπρεπε να πετύχουν».

Χρησιμοποίησαν σαν κεφάλαιο  όσα τιμαλφή μπόρεσαν να φέρουν μαζί τους κι έστησαν τα «εμπορικά»  τους κυρίως στον άξονα από την αγορά μέχρι την Αγία Παρασκευή, η οποία απετέλεσε ενορία των περισσοτέρων.

Παραχώρηση οικοπέδου σε προσφυγική οικογένεια

-«Προπολεμικά η τωρινή οδός Λοχ. Ροντογιάννη (παλιότερα οδό Ερμού) ονομαζόταν «Εμπορικά», καθότι ήταν μόνο εμπορικά καταστήματα, τα οποία πωλούσαν μόνο ανδρικά υφάσματα σε τόπια και όχι έτοιμα. Ελάχιστα δε είχαν και γυναικεία υφάσματα. Άρχιζαν από το κατάστημα Μασμανίδη και τελείωναν στο στενό του Απόλλωνα. Στο δρόμο αυτό ήταν και πολλά συναφή με τα υφάσματα, ήτοι πολλά  ραφεία.

Στο στενό των Εμπορικών πρώτο ήταν το κατάστημα Παράσχου Καμπουργιαννίδη και μέσα στο ίδιο οίκημα ο Ανέστης Παπακων/νου είχε χρυσαφικά (μάλιστα για διαφήμιση είχε μια κούκλα ντυμένη Λευκαδίτισσα, στολισμένη με πολλά κοσμήματα).

Στο ίδιο κατάστημα ο Μιχάλης Μασμανίδης πωλούσε είδη ψαρικής.

Στο στενό αυτό που είχαν εμπορικό κι άλλοι Μικρασιάτες, όπως οι αδελφοί  Μιχάλης, Πρόδρομος και Νίκος  Χατζηβασιλείου.

Ραφεία είχαν ο Σταύρος Τρυφωνίδης, με βοηθό τον Ιωάννη Κλημεντίδη.

Εμπορικό είχαν και οι αδελφοί Ιωάννης και Κων/νος Καλογιάννης.

Πιο παρακάτω είχε ραφείο ο Πρόδρομος Αϊβατζόγλου και ο Γεώργιος Μασμανίδης, αδελφός του Πέτρου. Ο Πέτρος είχε ραφείο στην αγορά.

Κοντά στο τέλος του δρόμου είχε χρυσοχοείο ο Χρύσανθος Χατζηγεωργίου, πατέρας του ραδιοτεχνίτη Βαλέριου.

Οι περισσότεροι Μικρασιάτες κατοικούσαν στα λεγόμενα «Προσφυγικά», νυν οδός Πεφανερωμένης ή Κουζούντελη.

Στην αριστερή πλευρά του δρόμου το κράτος τους είχε παραχωρήσει οικόπεδα με μικρά ισόγεια σπίτια, στεγασμένα με κόκκινα κεραμίδια, πρόσοψη στην κεντρική οδό, το ένα δίπλα στο άλλο, ως και στην πίσω πλευρά με πρόσοψη στο περιβόλι του συμβολαιογράφου Γεωργίου Σταματέλου. Αργότερα μετά το σεισμό του 1948, διαμορφώθηκε η συνοικία Νεάπολη.

Οι Μικρασιάτες έδωσαν πνοή στην πόλη της Λευκάδας και ανεπτύχθησαν πολλά επαγγέλματα που δεν υπήρχαν. Θυμάμαι όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, πολλοί στρατιώτες δήλωναν τόπο γέννησης Λευκάδα και τόπο κατοικίας Δράμα, Θεσ/νίκη κλπ, τόπους που  εγκαταστάθηκαν μετά τη Λευκάδα».  (π.χ.Το 1928 μεταφέρθηκαν  στην Καβάλα 700 άνθρωποι)

Αφήγηση κ. Παντελή Βερροιώτη

«..Εις το τέλος της συνοικίας «Καινούργια  χώρα» υπήρχε τοποθεσία κοινώς καλουμένη «Χαντάκι»… πέραν της τοποθεσίας αυτής ήτο ο μέγας αμπελών, ιδιοκτησία των Βαλαωριτών, εκτεινομένη μεσημβρινώς εις καφενείον Πάλα…»

Το 1923 ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, με βασική αποστολή να εξασφαλίσει στους πρόσφυγες παραγωγική απασχόληση και στέγαση.

Για τη στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων της Λευκάδας, παραχωρήθηκαν σταδιακά σπίτια με εμβαδόν οικοπέδου ανάλογο του μεγέθους της οικογένειας(δεν δικαιούνταν πρόσφυγες  κάτω των δύο μελών), που απετέλεσαν τον «Αστικό Προσφυγικό Συνοικισμό Αγίου Παντελεήμονος» Νεάπολης.

Περιουσιακή κατάσταση οικογένειας προσφύγων

Τα «Προσφυγικά» ήταν  λιτά, αλλά καθαρά και ασβεστωμένα, με τις φροντισμένες γλάστρες και τους κατάφυτους κήπους με κάθε λογής φρουτόδεντρα και λελούδια, που ήδη έχουν μετατραπεί σε σύγχρονες πολυκατοικίες με αστική ρυμοτομία.

Οι πρόσφυγες που έμειναν, κι οι απόγονοι έχουν ενσωματωθεί και  δεν διστάζουν  πια  να   αφηγηθούν εμπειρίες ή να μοιραστούν αρχειακό υλικό, με διάχυτη πικρία ίσως,  αλλά υπερήφανοι για  την πολυπολιτισμική τους καταγωγή.

Όσα άφησαν πίσω στις μακρινές πατρίδες τους, οι συνθήκες στη Λευκάδα, η συμβίωση  προσφύγων και  ντόπιων, καθρεφτίζονται σαν μικρές Οδύσσειες, στο αντιπροσωπευτικό δείγμα μαρτυριών  που ακολουθεί.

Οικογένεια Στυλιανού & Κατίνας Καμπουργιαννίδη στη Σινώπη. Αριστερά ο πατέρας μου Παράσχος

Ο παππούς Στυλιανός Καμπουργιαννίδης, κάτοικος Σινώπης Μικράς Ασίας με τη σύζυγό του  Αικατερίνη (Κατίνα) Καλπαξίδου απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ασχολείτο με  γενικό εμπόριο και επρόκειτο για ευκατάστατη οικογένεια, που διακρινόταν για τις αρχές και την χαμηλών τόνων καθημερινή ζωή της.

Θυμάμαι χαρακτηριστική περιγραφή της γιαγιάς Κατίνας : «Κόρη μου, περνούσαμε πολύ όμορφα με τους γείτονες Τούρκους και Τουρκάλες». «Στο δίπατο σπίτι μας, όταν έρχονταν μουσαφιραίοι, έβγαζαν τις “γαλόσες” τους και έμεναν με τα  τερλίκια (μάλλινες υφασμάτινες παντόφλες) για να πατούν στα χαλιά». «Μιλώντας πάντα ελληνικά στο σπίτι, όταν επρόκειτο για κάτι που δεν έπρεπε να ακούσουν τα παιδιά, χρησιμοποιούσαν τη χαρακτηριστική τουρκική έκφραση “τσουτσούκπουράκ”, που σήμαινε μικρό παιδί, χωρίς όμως να συνεχίζουν τη συζήτηση στα τουρκικά».

Ο Στυλιανός, 32 ετών χάθηκε για πάντα στα βάθη της Μικράς Ασίας όπου τον οδήγησαν οι Τούρκοι μαζί με άλλους Έλληνες. Η γιαγιά έμεινε μόνη στη Σινώπη με τα τέσσερα παιδιά της και διωκόμενοι οι Έλληνες από τους Τούρκους, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους επιβιβαζόμενοι όπως – όπως σε πλοίο με προορισμό την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, το αβάπτιστο αγόρι  δυστυχώς πέθανε.

Στο πλοίο υπήρχαν και Τούρκοι, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την άθλια κατάσταση των Ελλήνων,   προσπαθούσαν να αρπάξουν οποιοδήποτε αντικείμενο αξίας είχαν κατορθώσει να πάρουν μαζί τους. Η γιαγιά πρόφτασε να  ράψει στα στριφώματα των φορεμάτων των κοριτσιών λίρες και φλουριά. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της γιαγιάς για το «χρατςςς» που ακούστηκε κάποια στιγμή, όταν ο Τούρκος έσκισε το στρίφωμα της Δέσποινας, 12 ετών,και ξεχύθηκαν τα τιμαλφή τα οποία, προφανώς, κατασχέθηκαν.

Κινητή περιουσία οικογένειας προσφύγων.

5. Φωτογραφία Κατίνας Καμπουργιαννίδου)

Το πλοίο αποβίβαζε τμηματικά τους Έλληνες  σε λιμάνια της Ελλάδας και τους τελευταίους, μεταξύ των οποίων και η γιαγιά με τα τρία παιδιά της, αποβίβασε στη Λευκάδα, όπου και αρχίζει νέα ταλαιπωρία.

Η μη αποδοχή από τους ντόπιους, άρχισε να δημιουργεί στους πρόσφυγες νέα προβλήματα, που δεν τα περίμεναν. Αυτή η δυσκολία αντιμετωπίζεται από την οικογένεια με υπομονή και δυναμισμό. Η Κατίνα, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, δεν διστάζει να συνοδεύει  τα παιδιά της στους δρόμους της Λευκάδας με κρεμασμένο από το λαιμό τους ένα  ξύλινο τελάρο όπου πουλούσαν διάφορα ψιλικά, παραμένοντας η ίδια από πάνω τους φύλακας- κέρβερος. Μετά από λίγο η δραστηριότητα  στεγάσθηκε  σε ένα μαγαζάκι, στο κέντρο της πόλης, στην οδό Φιλαρμονικής.

Η Κατίνα, με τη βοήθεια των παιδιών κρατούσε το μαγαζί και είναι χαρακτηριστική η αφήγησή της ότι ο μικρός Παράσχος, στα διαλείμματα του σχολαρχείου έτρεχε στο μαγαζί ρωτώντας «μάνα είχαμε δουλειά;». Στο σχολαρχείο συνδέθηκε με τον συμμαθητή του Νίκο Σβορώνο με στενή φιλία,  η οποία κράτησε μέχρι τέλους, παρά τους διαφορετικούς επαγγελματικούς δρόμους που ακολούθησαν.Οι κοινωνικές επαφές  δεν περιορίζονται μόνο μεταξύ των υπολοίπων προσφύγων, αλλά διευρύνονται με δυνατές φιλικές σχέσεις με αυτόχθονες Λευκαδίτες.

Ο περίγυρος έχει ήδη καταλάβει ότι έχει να κάνει με ανθρώπους νοικοκυρεμένους, ευγενείς και εργατικούς,  που έχουν ενταχθεί πλήρως στην τοπική κοινωνία. Το πρώτο μαγαζάκι με τετράδια, μολύβια, κλωστές και μικροπαιγνίδια, διαδέχεται ένα μεγαλύτερο, με είδη γενικού εμπορίου,  επί της κεντρικής αγοράς στο ύψος του Αγίου Νικολάου, στο οποίο υπήρχε η επιγραφή «Παράσχος». Ο Παράσχος έχει καθιερωθεί,κοινωνικός και αγαπητός και διατηρεί με Λευκαδίτες  εμπόρους, σχέσεις τόσο  φιλικές, ώστε να βαφτίζουν και να στεφανώνουν τα παιδιά τους. Πρωταρχική μέριμνα στην πορεία ζωής ήταν η συμπαράσταση σε όσους είχαν  ανάγκη.

Για την ανάπτυξη του καταστήματος συνεργάζεται με βιομηχανίες της Πάτρας, Θεσσαλονίκης και Βόλου, που τότε ανθούσαν, ενώ το 1952 προχωρά στην κατασκευή και λειτουργία εργοστασίου υφαντουργίας, με έδρα τη Νέα Ιωνία και ταυτόχρονα  κατάστημα χονδρικής πώλησης υφασμάτων στο κέντρο της Αθήνας. Η οικογένεια εγκαθίσταται στη Νέα Φιλαδέλφεια. Χαρακτηριστικό της αγάπης του  για τη Λευκάδα, στο υφαντουργείο παράγει υφάσματα για κατασκευή της τοπικής φορεσιάς, τα οποία διατίθενται στο κατάστημα της Λευκάδας.

Η μητέρα μου Γεωργία ήρθε  6 μηνών από τη Σινώπη στη Λευκάδα μόνο με τη μητέρα της Παρασκευή Καλογιάννη και  τα αδέρφια της, χωρίς τον πατέρα της Μιχαήλ Μασμανίδη. Η πρώτη διανυκτέρευση ήταν στο κάστρο της Αγίας  Μαύρας, σε σκηνές για τους πρόσφυγες, ενώ με  τη μεσολάβηση των θείων της αδελφών Καλογιάννη, που ήταν πιο ευκατάστατοι, μπόρεσαν να βρουν κάποιο σπίτι με ενοίκιο.

Μεταγενέστερα έφθασε μέσω Κων/πολης ο παππούς Μιχάλης, ο οποίος δεν κατάφερε να βρει απασχόληση στη Λευκάδα κι  η οικογένεια αναγκάσθηκε να μετακομίσει στην Πρέβεζα. Εκεί η Γεωργία στο σχολείο διακρίθηκε κυρίως στα καλλιτεχνικά, παρακολούθησε μαθήματα  μαντολίνου κι όταν τραγούδησε solo σε σχολική εκδήλωση, όλοι απόρησαν πως «η προσφυγοπούλα έχει τέτοια φωνή!» Στην Πρέβεζα οι πρόσφυγες ήταν περισσότεροι και γενικά πιο αποδεκτοί.

Αργότερα η οικογένεια μετακόμισε  πάλι στη  Λευκάδα, όπου εγκαταστάθηκε σε ωραίο διώροφο σπίτι, το οποίο δυστυχώς βομβαρδίστηκε στον πόλεμο και η οικογένεια βρέθηκε  πάλι με κατεστραμμένο το βιός της. Χαρακτηριστικά διηγείται η μαμά ότι σε όλες τις  μετακινήσεις ο «γιούκος» (μπόγος με ρούχα) βοηθούσε στη συγκέντρωση και μεταφορά των υπαρχόντων τους και μεταγενέστερα παρέμεινε σαν συνήθεια ακόμα και σε καλές εποχές. Οι δεσμοί με το νησί παραμένουν άρρηκτοι,  καθώς η Λευκάδα  θεωρείται πια η  πατρίδα όλων.

Αφήγηση και αρχείο κ. Χρυσούλας  Παράσχου Καμπουργιαννίδου

(Οικογ. Παράσχου Στυλιανού Καμπουργιαννίδη και Γεωργίας, το γένος  Μιχαήλ  Μασμανίδη)-Οι άνθρωποι ζούσαν πολύ καλά στη Σινώπη. Ο παππούς  εμπορευόταν ξυλεία απ’ τις Ποντιακές Άλπεις στα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας, ως τη Ρωσία και την Αίγυπτο. Κιουτσούκ (μικρό) Παρίσι αποκαλούσαν τη Σινώπη κι είχε καθημερινή επικοινωνία με  καράβι απ’ τη Γαλλία.

Χαρακτηριστική ήταν η καθαριότητα και η περιποίηση, εφόσον υπήρχαν χαμάμ και λουτρά. Μάθαιναν μαντολίνο, οργάνωναν σουαρέ, χοροεσπερίδες και διασκεδάσεις. Ζούσαν «κοντά» στις εκκλησίες, που λειτουργούσαν σαν κέντρα συσπείρωσης του Ελληνισμού. Τα ήθη ήταν αυστηρά, λόγω της συνύπαρξης με άλλους λαούς, δεν υπήρχε ελευθερία και τα κορίτσια έκαναν ό,τι μπορούσαν   ώστε να μην προκαλούν. Οι σχέσεις με τους Τούρκους ήταν φιλικές με επιφύλαξη όμως, ιδιαίτερα σε εποχές εντάσεων.

Η οικογένεια  Τσινόγλου,  που κοινωνικά ανήκε στη μεσαία τάξη, σε μια από τις εξορίες στα βάθη της Τουρκίας, αναγκάστηκε να πληρώσει  με κόσμημα λίγο μαλλί, που  είχαν ανάγκη  (γιατί ερχόταν χειμώνας κι έπρεπε να πλέξουν φανέλες στα παιδιά).

Πολλά σπίτια στη Σινώπη (όπως στη Λευκάδα) ήταν ξύλινα. Γυρνώντας από κάποια εξορία τα βρήκαν καμένα κι άρχισαν απ’ την αρχή. Αναγκάστηκαν να φιλοξενηθούν στο σπίτι του παππού, που σώθηκε απ’ τη φωτιά, ίσως γιατί βρισκόταν κοντά στον τούρκικο μαχαλά. Η Μαρία Τσινόγλου7. φωτογραφία  πέθανε στην εξορία  κι έμεινε ο πατέρας με τα 6 παιδιά, που τα έβγαλαν  πέρα μαθαίνοντας  ο καθένας από μία τέχνη.Η Παρασκευή, ως μεγαλύτερη, ανέλαβε την οικογένεια. Αυτό σήμαινε ότι παρότι  1η μαθήτρια, και για λόγους οικογενειακών αρχών, θα ξεχνούσε την προοπτική ανώτερων σπουδών στην Πόλη. (Οι απολυτήριες εξετάσεις στο σχολαρχείο γινόταν ανοιχτές με παρουσία κοινού).

Με το διωγμό η οικογένεια έφτασε με πλοίο στον Πειραιά,με άλλους πρόσφυγες κι αφού τους κούρεψαν, τους έβαλαν καραντίνα αρκετές μέρες. Μετά τους έδωσαν αντίσκηνα  στους Αμπελόκηπους, όπου τα διατηρούσαν πολύ τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα. Πήραν όμως φωτιά κάποια στιγμή οι σκηνές και έμειναν πάλι πρόσφυγες…Μετά από χρόνια, όταν βρέθηκαν στον κήπο του  νοσοκομείου Ευαγγελισμός, αναζήτησαν και εντόπισαν συγκινημένοι το πηγάδι, απ’ όπου τότε έπαιρναν νερό.

Η Παρασκευή Τσινόγλου παντρεύτηκε το Σταύρο Τρυφωνίδη, έμπορο στη Σινώπη.Καλός ράπτης και οικογενειάρχης, εγκαταστημένος πια στη Λευκάδα, σεβόταν και φρόντιζε την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Αργότερα πολλοί από την οικογένεια Τρυφωνίδη βρέθηκαν στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου απέκτησαν μεγάλη περιουσία  και ευημερούσαν.

Στην καθημερινότητα χρησιμοποιούσαν λίγες τούρκικες εκφράσεις, όπως γιαβρί (μικρό), τζιέρι (σπλάχνο), τζάνουμ (ψυχή).

Ο  Μιχαήλ Μασμανίδης, ως νέος  στη Σινώπη προοριζόταν να σπουδάσει  στη Σχολή της Χάλκης για να γίνει ιερωμένος, με την παρότρυνση του συγγενούς, γνωστού Σινωπέως και μετέπειτα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μαξίμου Ε΄. Αυτό τελικά δεν πραγματοποιήθηκε και έτσι  ασχολήθηκε με  εμπόριο  και εξαγωγές ξυλείας, ειδών βαρελοποιίας  και  παστών.

Ήταν πολύγλωσσος,καλλιεργημένος και ακριβοδίκαιος άνθρωπος. Αρκετά αδέρφια πέθαναν στις εξορίες. Ο Μιχαήλ ως μικρότερος δεν πήγε στα τάγματα  εργασίας (αμελέταμπουρού). Οι Τούρκοι  τον είχαν επιτάξει στον  πόλεμο της Καλλίπολης  κι όταν νίκησαν του  απένειμαν εύφημη μνεία. Με την επίδειξη αυτού  του χαρτιού, στο οποίο απέδιδαν ιδιαίτερη αξία, γλύτωσε τη ζωή της η οικογένεια, όταν στην εξορία συνάντησαν τις ομάδες του Κεμάλ. (Αν αυτή η εκστρατεία δεν κατέληγε στη νίκη των Οθωμανών, ίσως απέτρεπε τη γενοκτονία των Ποντίων..)

Όταν η οικογένειά του έφυγε στην Ελλάδα, χάθηκαν μεταξύ τους κι εκείνος έμεινε  στη Σινώπη. Τελικά μπήκε σε άλλο καράβι και βρήκε τους δικούς του μετά από καιρό, μέσω Ερυθρού Σταυρού, στην Πρέβεζα. Εκεί βιοπορίστηκε από εμπόριο ψαριών  και πρωταγωνίστησε στην ίδρυση Συλλόγου αλιέων. Σε επίσκεψη του Ελευθερίου  Βενιζέλου μίλησε εκ μέρους των ψαράδων τόσο όμορφα, που εκείνος ενθουσιάστηκε απ’ την παιδεία του και του χάρισε μια χρυσή καρφίτσα.

Μιχαήλ Μασμανίδης Επίτακτος στον τουρκικό στρατό.

Ο Πέτρος Μασμανίδης ήταν καλός ράφτης, αργότερα υφασματέμπορος και μέχρι πρόσφατα η οικογένεια διατηρούσε το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων «Νεωτερισμοί Μασμανίδη». Η κ. Ευφροσύνη εργάσθηκε ως  χρυσοχόος – ωρολογοποιός, στον ίδιο χώρο του καταστήματος. Ήταν απ’ τις πρώτες – και λίγες – εργαζόμενες γυναίκες και  επιχειρηματίες στη Λευκάδα. Οι οικονομίες των προσφύγων σε λίρες και χρυσό τους βοήθησαν να επιβιώσουν στα δύσκολα χρόνια, στις εξορίες. Όσα μπόρεσαν απ’ αυτά φέρανε μαζί με τις εικόνες τους και τους σώσανε όταν ξεριζώθηκαν απ’ τη γη τους κι άφησαν εκεί το βιος τους. Σε επίσκεψη συγγενούς στο πατρικό στον Πόντο, οι Τούρκοι κέρασαν με τα ρακοπότηρα  της γιαγιάς του.

«Ήταν συμμαζεμένος κόσμος, νοικοκυραίοι με τα «σέστα» τους, με τους καλούς τους τρόπους «τερπιέ» (συνεσταλμένοι), ζούσαν με ευγένεια, σεμνότητα, οικονομία. Κεντούσαν ωραία εργόχειρα και χαλιά, μαγείρευαν νόστιμα φαγητά, έφτιαχναν μοναδικά γλυκά και σεβόταν την ιεροτελεστία του φαγητού. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος  πρόσφερε στον  Πέτρο Μασμανίδη λίγο  χώμα απ’ τα μέρη τους, όταν τον επισκέφθηκαν στην Κων/πολη (συμβολικά όπως στην Αιολική γη του Ηλία Βενέζη).

Χειρόγραφο Μιχαήλ Μασμανίδη.

Αφήγηση κ. Ευφροσύνης Σταύρου Τρυφωνίδη, σύζ. Πέτρου  Μασμανίδη

Παπα-Πρόσφυγας Δημήτριος Θωματζίδης.

– Ο παπα Δημήτριος Θωματζίδης, γνωστός μετέπειτα ως παπα πρόσφυγας ήρθε απ’ την Αμισό (Σαμψούντα) με τη χήρα νύφη του Δόμνα και την κόρη του Ανθή. Ο γιος του Συμεών σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία (και η μικρή  τους κόρη).Αν ζούσε,κατά το έθιμο, ως πρωτότοκος, θα γινόταν κληρικός.Η Δόμνα αρχόντισσα & αυστηρή, φόραγε ως το τέλος κατάμαυρα. Στην Αμισό ηπολυμελής οικογένεια ζούσε στο 1ο πάτωμα ευρύχωρου διώροφου σπιτιού, στο ισόγειο του οποίου ήταν υποστατικά και αποθήκες καπνού, που αποτελούσε και την ασχολία της οικογένειας. Είχαν μεγάλες εκτάσεις με καλλιέργειες καπνού. Όταν έφυγαν κρέμασαν χρυσαφικά και χρήματα με τενεκέ στο πηγάδι..

Ο παπάς απ’ την πατρίδα του πήρε μαζί του μόνο τα ρώσικα ράσα του και ένα μικρό οστάριο της Αγ. Παρασκευής που βρίσκεται στον ομώνυμο  ναό της Λευκάδας. Τον παπά κυνηγούσαν  οι τσέτες και τον έκρυβαν οι αντάρτες σε τάφους. Οι ίδιοι έσωσαν και την Ανθή όταν κινδύνεψε.Οι πόντιοι αντάρτες ήταν πολύ δυνατοί. Ιδιαίτερα έξω απ’ την Σαμψούντα μεταξύ Βεζίρ Κιοπρού (Κλαυδιούπολης).

Καταφέρανε οι τρεις  τους να μπουν σ’ ένα καράβι και μέσω Κων/πολης έφτασαν στη Λευκάδα. Όταν ο καπετάνιος  είπε στον παπά Δημήτρη να κατεβεί  στην Καβάλα του απάντησε «γλύτωσα απ’ τους Τσέτες τώρα θα με φάνε οι Κοτσαμπάσηδες»; (Έλληνες προεστοί, συχνά πιο σκληροί απ’ τους Τούρκους). Έτσι ήρθαν στη Λευκάδα, νοίκιασαν ένα δωμάτιο και έμειναν οι τρεις τους. Η κόρη του Ανθή που παντρεύτηκε με το Σπύρο Αραβανή κι απόκτησαν το Θοδωρή (μετέπειτα γνωστό οδοντοτεχνίτη), χήρεψε νεότατη και μεγάλωσε το παιδάκι  υφαίνοντας στον αργαλειό και το βράδυ γνέθοντας.

Ο παπα Δημήτρης έγινε εφημέριος  στην Αγ. Παρασκευή με πρόταση του Δημάρχου Θεοδώρου Μαυρομάτη, όπου βαφτίστηκαν και παντρεύτηκαν όλα τα μέλη της οικογένειας και εντέλει καθιερώθηκε ως ενορία των Μικρασιατών.

(Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο νομοθετικό διάταγμα εκδίδεται στις 23/9/1922, μια μέρα μετά την παραίτηση από τον θρόνο του Κωνσταντίνου, υπογράφεται και τυπώνεται αυθημερόν (ΦΕΚ Α 175/23-9-1922) «Περί προσωρινής τοποθετήσεως προσφύγων ιερέων εκ Μικράς Ασίας»).

9/3/1924 βαπτίζεται Ελένη,η κόρη του Αντωνίου Βαφειάδη, (πρόσφυξ εκ Ταταύλα) και της Ρεβέκκας Χατζηελευθεριάδου, απ’ τα πρώτα  μυστήρια  προσφύγων στη Λευκάδα.

21/4/1924 καταχωρεί τη βάπτιση της Δημητρούλας, κόρης του Ιορδάνη Βαγιάκη, εκ Κων/πόλεως.

8/2/1925 βαπτίζεται Βαρβάρα, η κόρη του Δήμου Καραβασίλη, εκ Νικομηδείας και της Χρυσάνθης Τζολάκογλου.

Γονείς κι ανάδοχοι συνήθως είναι πρόσφυγες: Αντώνιος Ψωμόγλου πρόσφυξ & Ευγενία Χαραλάμπους, πρόσφυξ, ανάδοχος  Γεώργιος Σγουρίδης, πρόσφυξ.

Γεώργιος  Χαριτίδης&   Φωτεινή Χαραλαμπίδου, ανάδοχος Γεώργιος Αγουρίδηςκ.ο.κ.

Ο παπά Δημήτρης  την 1η πράξη 5/1/1923  υπογράφει   ως Τοματζόγλου, από 10/4/1925 υπογράφει Θωματζόγλου και εντέλει από Κυριακή 25/10/1925 ως το τέλος Θωματζίδης (όπως κι άλλοι πρόσφυγες  στην προσπάθεια εξομοίωσης των ονομάτων). Ο παπάς, ώσπου πέθανε 2/10/1955,αναζητούσε  την πρεσβυτέρα Ελένη, την αδερφή του Γεσθημανή και την υπόλοιπη οικογένεια, αλλά δεν βρήκε κανέναν. Τους μνημονεύουν  μέχρι σήμερα.

Σε ένδειξη αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, ο παπά Δημήτρης πρόσφερε τρόφιμα κ.α. χρειώδη στους Εβραίους εκτοπισμένους, όταν πέρασαν απ’ τη Λευκάδα. Οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και «τον έκαναν μαύρο στο ξύλο». Γι’ αυτό το λόγο το 2001 η Ισραηλιτική κοινότητα Κέρκυρας τον τίμησε με τιμητική πλακέτα.

Στην περιοχή της Αγ. Παρασκευής έμενε κι άλλος πρόσφυγας, ο Ηρακλής Μαυρίδης, οδοντίατρος, ο οποίος  έμαθε την τέχνη της οδοντοτεχνίας  στο Θοδωράκη από 15 χρονών. Η γυναίκα του, υποδειγματικά καλοντυμένη, γλυκομίλητη ήταν αρχόντισσα απ’ την Κων/πολη.

Στην Ακολουθία της «Αγάπης»  ο παπάς έλεγε το Ευαγγέλιο στα Τούρκικα. Στην καθημερινότητά του χρησιμοποιούσε λέξεις ποντιακές με αρχαιοελληνικές ρίζες. Τούρκικα καταλάβαιναν  αλλά απέφευγαν να  μιλούν. Η γιαγιά Ανθή ως τα γεράματά  της παρακολουθούσε  την Α.Ε.Κ. των προσφύγων. Οι τάφοι των προσφύγων βρίσκονται κοντά στη 2η πόρτα του κοιμητηρίου.

Αφήγηση κ. Νανάς Αραβανή Κουκούλογλου

Τις ενορίτισσες της  αγίας Παρασκευής περιγράφει  μοναδικά ο Βούλης (Θρασύβουλος Βρεττός, σατυρικός ποιητής):

«..Σε ξεχωριστό κόσμο ζούσανε οι Πρόσφυγες, πού χανε έρτει απ’ τη Μικρά Ασία το 1922. Ήρθανε πολλές οικογένειες και στη Λευκάδα. Αυτός ο κόσμος όλος εσυμπτύχθηκε κι έγινε μια ενορία, η Αγία Παρασκευή. Εκεί είχανε εφημέριο τον παπα- πρόσφυγα. Ήταν ο παπα Δημήτρης Θωματζίδης, παππούλης του οδοντοτεχνίτη Θοδωρή της Ανθής, ο οποίος ήρθε απ’ τη Μ. Ασία …

Εκεί λοιπόν οι πρόσφυγες είχανε δικές τους παρέες και πηγαίνανε  στους χαιρετισμούς, στα Κούλουμα και σε άλλες εκδηλώσεις. Αυτές ήτανε οι Ιασωνίδαινες, του Μενέλαου του φωτογράφου, οι Μόσχαινες του Διαμαντή του φωτογράφου, οι Αρβανιτίδαινες, η Όλγα η Ζωγράφαινα, η Λεμονιά η Κοροβέσαινα, η Σουλτάνα η Μαυρίδαινα, η Αποστολιά η Τζαφοπουλίνα, η Εμπλαστρίνα  του Γιάννη  Κίτσου, η θεια Στάσα η καφετζού, που έφκιαχνε εξαιρετικά χαλιά,  η Λίαινα, του Λία του πρόσφυγα του κουρέα, οι Ιωακειμίδαινες, οι Χαριτίδαινες, οι Τρυφωνίδαινες, οι Παράσχαινες, οι Καμπουργιαννίδαινες, οι Μασμανίδαινες, η κ. Ελένη η Αγουδήμαινα απ’ τη Σαμψούντα, η κ. Βασιλική του Χρύσανθου Χατζηγεωργίου, η Ανέσταινα  (Παπακων/νου), η Μακρίδαινα, οι Τουρκομανιώσες, οι Αγγελίδαινες..

Άλλοι εκκλησιάζονταν στον Άγ. Νικόλαο, στη Μητρόπολη ή σε άλλους ναούς.

Ο κατάλογος των προσφύγων, είναι μακρύς, μεταξύ αυτών  οι οικογένειες Γεωργιάδη, Κυρόγλου, Ιωαννίδη, Παυλίδου, Γαλιάδου, Ταλέα, Κοντογιώργη, Γεωργιάδη, Παπαδοπούλου, Καρανάση, Βαγιάκη, Χατζηβασιλείου, Κεσίσογλου,  Φώτογλου, Κωτσοχάμπου, Τσαλουχίδου, Σεραφείμ Θεοφύλακτος, Κων/νος Μανούδηςκ.α.

Λευκαδίτικα Νέα

Η μάνα  Παυλίδου Δέσποινα γεννήθηκε το 1905 κι ήρθε 16- 17 χρονών από τη Σαμψούντα το 1922. Η μητέρα της  λεγόταν Ανατολή και η γιαγιά της  Χατούνα. Ήρθαν  στον Πειραιά με το διωγμό, «τους κυνήγησαν οι Τούρκοι»  και μετά τους φορτώσανε σε καράβια και τους μεταφέρανε από δω κι από κει. Αυτή κατέληξε στη Λευκάδα μόνη της. Η μάνα της, ο αδελφός της κι η αδελφή της  χαθήκανε στο ταξίδι. Τον πατέρα της τον είχαν σκοτώσει στην Τουρκία.

Ζούσαν σε διώροφο σπίτι στη Σαμψούντα, μεσαίας οικονομικής κατάστασης. Η οικογένεια της Δέσποινας Παυλίδου, πριν φύγουν απ’ την πατρίδα τους,  έκρυψαν τις οικονομίες τους στην κουφάλα ενός δέντρου στην αυλή τους. Η ίδια έζησε με τον καημό να πάει να δει το σπίτι της και να αναζητήσει τα χρήματα, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Πήγε η γειτόνισσά της  αλλά δεν βρήκε τίποτα. Όταν πρωτοήρθαν και τους εγκατέστησαν στο Κάστρο, βοηθούσανε τη Δέσποινα  οι άλλοι πρόσφυγες, οι συντοπίτες της, μετά τους μετέφεραν  & περιπλανιόταν από δω κι από κει, μέχρι να βρουν στέγη,  κατά διαστήματα  έμεναν (με την Πιπίνα κοριτσάκι)στην ξαδέρφη της Χατούνα στην Πρέβεζα, πότε στον άγ. Νικόλαο όπου δούλευε σε διάφορες αγροτικές δουλειές καπνά, ελιές κλπ.  Στη Λευκάδα εγκαταστάθηκαν αρχικά στην παραλία και μετά τους έδωσαν το σπιτάκι στη Νεάπολη.

Νεάπολη πλημυρισμένη, 1970

Στον Άγ. Νικόλαο είχαν φιλική αντιμετώπιση και τους προσφέρανε από τα προϊόντα (μέλια, στάρια, καρύδια κλπ) που καλλιεργούσαν. Μιλούσαν Τούρκικα μερικές φορές μεταξύ τους. Με 3 νεαρούς  Τούρκους γιατρούς που γνώρισαν στο Φεστιβάλ (Φολκλόρ), συνεννοούνταν στα  τούρκικα κι ένιωσαν οικειότητα, σαν συντοπίτες τους, τους  έκαναν δώρα, είχαν αλληλογραφία μέχρι τα γεγονότα του 1973-74.. Στη Λευκάδα κάποιοι ήταν φιλικοί αλλά οι περισσότεροι επιφυλακτικοί, καμιά φορά και εχθρικοί.  Απ’ τους αποκατεστημένους πρόσφυγες μερικοί βοηθούσαν τους υπόλοιπους,τους χρησιμοποιούσαν στις δουλειές τους. Πιο καλή σχέση και κοντινή επαφή  η Δέσποινα και η Πιπίνα είχαν με την οικογένεια  Χαριτίδη.

Αφήγηση κ. Πιπίνας  Παυλίδου

Η μητέρα Φωτεινή Χαραλαμπίδου, ήρθε 12 ετών το 1922 με τη μητέρα της  Μαρία, από την  Σαμψούντα. Τ’ αδέρφια της πέθαναν στο δρόμο από τύφο. Ο πατέρας  Γεώργιος Χαριτίδης βγήκε με καράβι στη Βασιλική. Αναζητούσε τη μητέρα του, που βρέθηκε μετά από χρόνια,με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, στη Ρωσία και μιλούσε Ρωσικά και τουρκικά ..Παιδιά  του Γιώργου Χαριτίδη και της Φωτεινής ήταν ο Χαράλαμπος, η Αναστασία, η Άννα. Ο Μπάμπης Χαριτίδης, ράπτης στο Παρίσι («έφτασε η χάρη του μέχρι την Αραβία»), όταν επέστρεψε είχε μεγάλο κύκλο γνωριμιών, τον επισκέπτονταν κόσμος και ήταν καλός, βοηθούσε όχι μόνο οικογένειες αλλά και εκκλησίες πχ. τον Άγ. Χαράλαμπο.

Γεώργιος Χαριτίδης

Αφήγηση – αρχείο κ. Αναστασίας Χαριτίδου

Στην ίδια γειτονιά είναι το σπίτι της Κυριακής Σκαμνίδου. Η Κυριακή Σκαμνίδου, το 1o από 9 παιδιά του Βασιλείου και της Ευδοκίας, γεννήθηκε το1899 στην  Ινέπολη Μ. Ασίας, όπου διατηρούσαν βιοτεχνία κατασκευής υποδημάτων. Ήρθαν 3 αδέρφια στη Λευκάδα, η ίδια 22 ετών σπούδασε δασκάλα, η αδερφή της Καλλιόπη 16 & ο αδερφός Χρήστος 8 ετών, που  πέθανε μικρός. Οι υπόλοιποι χάθηκαν με το ξεριζωμό, εκτός από κάποιο που έμεινε στην Πόλη. Η Κυριακή (Κίτσα) μιλούσε Γαλλικά ως τα γεράματά της. Παντρεύτηκε  το Γιάννη Γαντζία, μηχανικό και απέκτησε την Ελπίδα. «Το ακίνητό της  απαρτίζεται  εξ ενός δωματίου και κουζίνας», αναφέρει το παραχωρητήριο.

Κυριακή Σκαμνίδου & Ελπίδα Γαντζία στα Προσφυγικά

Αφήγηση  – αρχείο κ. Κυριακής Φακίτσα

– Γεννήθηκα στη Λευκάδα (στο Κάστρο).

Η  μητέρα μου Αικατερίνη Καψελόγλου, γεννημένη 1906, καταγόταν από το Τσανάκαλε της Μ. Ασίας,προερχόμενη από ευκατάστατη αγροτική οικογένεια. Είχαν κοπάδια, τα οποία φύλαγαν 2 Τούρκοι τσοπάνηδες κι έφτιαχναν γαλακτοκομικά προϊόντα.

Με τους Τούρκους ζούσαν αρμονικά, αλλά μετά οι πολιτικοί και τα συμφέροντα  καλλιέργησαν τη διχόνοια μεταξύ τους. Το 1922 οι Έλληνες πέφτανε στη θάλασσα για να σωθούν  και οι Τούρκοι έριχναν πετρέλαιο και άναβαν φωτιά για να καούν. Πήγαινε ο στρατός να γλυτώσει στα Αγγλογαλλικά πλοία (τάχα Συμμαχικά) και τους διώχνανε οι τσανταρμάδες (χωροφύλακες).

Προώθησαν τους περισσότερους πρόσφυγες στη Μακεδονία για να αυξηθεί ο Χριστιανικός πληθυσμός, επειδή είχε πλειοψηφία το Μουσουλμανικό στοιχείο.

Η Αικατερίνη ήταν ευγενής. Απέφευγε συστηματικά τις αφηγήσεις, γεμάτη  πίκρα: «ήταν προδομένο το μέρος,  αλλού λέγανε  στους στρατιωτικούς να πάνε και  πηγαίνανε στην αντίθετη κατεύθυνση, λες και το ‘καναν  επίτηδες..» Υπήρχε τόσο χάος. Οι Έλληνες αξιωματικοί μεταμφιεζόταν σε στρατιώτες και κατέφευγαν  σε άλλο τάγμα, για να γλυτώσουν, φοβούμενοι πως θα τους  σκοτώσουν οι φαντάροι ως υπεύθυνους  για τα δεινά και τις ταλαιπωρίες  που τραβούσαν. Οι Τούρκοι σκότωσαν τους  γονείς επειδή,από δέκα παιδιά, τα έξι αγόρια είχαν πολεμήσει και χάθηκαν στην εξέγερση εναντίον τους.

Δύο κορίτσια, η Αναστασία και η Αικατερίνη ήρθαν 15 – 16 χρονών, κοπέλες μόνες τους το 1922 με μια εικόνα η καθεμιά (η Αικατερίνη την αγία Αικατερίνη) και μια – δυο λίρες μαζί τους.  (Τις έραβαν στο στρίφωμα, κάποιοι τις κατάπιναν…)

Εγκαταστάθηκαν στο Κάστρο της Αγ. Μαύρας (μαζί με όλους τους άλλους) όπου γνώρισε το φωτογράφο Διαμαντή Μόσχο,  και παντρεύτηκαν. Ο πατέρας υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό κανονιοφόρος και πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το ελληνικό κράτος παραχώρησε οικόπεδα,  σε έκταση που απαλλοτριώθηκε το 1929, φτιάχτηκαν σπίτια και έγινε ο Συνοικισμός προσφύγων. Όλα τα σπίτια κατασκευάσθηκαν αριστερά της σημερινής οδού Πεφανερωμένης, που τότε ονομαζόταν οδός Κουζούμπεη, (υπήρχε και σχετικό πηγάδι). Εκεί έμειναν περίπου 40 οικογένειες προσφύγων, σε 2 σειρές (σε έγγραφο της Πρόνοιας αναφέρονται 29 «αποκατασταθέντες»).

Τοπογραφικό διάγραμμα προσφυγικών οικοπέδων Νεάπολης Λευκάδας

Η κατασκευή των σπιτιών έγινε με ξύλινο σκελετό, γαλλικά κεραμίδια και αντί  για σοβάδες ήταν πλίθινα. Στο σεισμό του ’48, οι πλίθες φύγανε και έμεινε ο σκελετός. Οι  οικογένειες μείνανε σε αντίσκηνα μέσα στο οικόπεδό τους. Αργότερα τα επισκεύασαν,  με πέτσωμα σανίδες, τσίγκο εξωτερικά, σοβάδες μέσα και το ταβάνι σοβά με πήχες. Μετά το σεισμό σιγά – σιγά φτιάχτηκε η Νεάπολη. Παλιότερα ήταν χωράφια, δεν υπήρχαν άλλα σπίτια.

Υπήρχε  πλατειά τάφρος – σούδα, όπου ξεχώριζεο συνοικισμός  απ’ τα χωράφια της διπλανής ιδιοκτησίας.

Όταν έφτασαν στην Ελλάδα  ξεχώρισαν  ποιοι ήταν φτωχοί και ποιοι πλούσιοι. Σε όσους είχαν αφήσει περιουσίες πίσω, έδωσαν μια υποτυπώδη αποζημίωση. Στη μητέρα έδωσαν μια ομολογία, που την εξαργύρωσε στη μισή αξία. Ο πατέρας ήταν φωτογράφος, ήξερε  την τέχνη όταν ήρθε.Πολλοί Μικρασιάτες ήταν  φωτογράφοι. Και στην Πρέβεζα.

Και οι δύο φωτογράφοι της Λευκάδας, πρόσφυγες, με άδεια πλανόδιου φωτογράφου, είχαν πόστο στην πλατεία, στη μια γωνία ο ένας, στην άλλη ο άλλος: Ο Διαμαντής στο κάτω περίπτερο φωτογράφιζε κυρίως ανθρώπους απ’τα χωριά, ενώ ο Μενέλαος απ’ την πόλη,διαγώνια στην παλιά ΑΤΕ.

Διαμαντής Μόσχος

Ο Μάρκος έμαθε την τέχνη από παιδί και βοηθούσε τον πατέρα. «Την Κατοχή τη βγάλαμε με τις φωτογραφίες που βγάζανε όλοι για ταυτότητα (τη ζητούσαν οι Ιταλοί) στα χωριά και παντού», αλλά τους απαγόρεψαν να στέκουν στην πλατεία, πως κάνουν κατασκοπεία.

Ο Διαμαντής εγκαταστάθηκε στον κήπο πίσω απ’ τον Αγ. Σπυρίδωνα. Ο Μενέλαος (Ιασωνίδης) πήγε στον κήπο της Αγ. Παρασκευής, εκεί ήταν ο παπα – πρόσφυγας. Ο Μάρκος ήταν με τον τρίποδα από παιδί (όλη τους  η περιουσία  ήταν  το τρίποδο).

Φτιάχνανε τα φάρμακα μόνοι τους με ζυγαριά ακριβείας, για τη στερέωση, την εμφάνιση. Έσωσαν την ιστορία.. Όταν έβρεχε ο Διαμαντής έμπαινε κάτω απ’ το καμπαναριό, ενώ ο Μενέλαος είχε φτιάξει στέγαστρο από τσίγκο.Δημιουργήθηκαν απ’ την αρχή μόνοι τους. Ο Διαμαντής «υπηρέτησε» εκεί 30+ χρόνια, μέχρι το τέλος του φωτογράφιζε«κι έφαγαν ψωμί  στον Άγ. Σπυρίδωνα».Πρόσεχαν παράλληλα και  περιποιούνταν  την εκκλησία.

Ήταν φιλόξενος κι εργατικός λαός οι πρόσφυγες, καθαροί, νοικοκυρεμένοι, έξυπνοι, δίκαιοι, πιο Έλληνες απ’ τους εδώ. Κι ο Ωνάσης πρόσφυγας ήταν, κι αυτόν που τού‘δωσε νερό, τον χρύσωσε.. Έφεραν απ’ τις πατρίδες τους καλλιέργειες («μόνο στάρι σπέρνανε εδώ κι αυτό πεταχτά») πολιτισμό. Απ’ τους τόπους τους έφυγαν  με την ψυχή στο στόμα, «ποιος θα γλυτώσει», χωρίς τίποτα. Τ’ άφησαν όλα πίσω… Κι εδώ που ήρθαν αμηχανία, πίκρα, αγανάκτηση… (τουρκόσποροι, αούτηδες και  στον Αγ. Νικόλαο Λαζούδες). Υπήρξε σκέψη να γίνει σύλλογος προσφύγων, αλλά ίσως φοβόταν.

Αφήγηση κ. Μάρκος Μόσχος Το 1954 ο νιόπαντρος  ξάδελφός μου φέρνει στη Λευκάδα απ’ την Κοκκινιά τη νύφη με  τη μάνα της  Μαρίκα, που είχε έρθει από τη Μικρά Ασία το 1922.

Μας έλεγε ότι όταν έφυγαν απ’ τους τόπους τους, τους έφεραν στη Λευκάδα και  τους πήγαν μέσα στο Κάστρο. Έμειναν εκεί περίπου ένα χρόνο και μετά τους μοίρασαν σε όλη την Ελλάδα.Μερικοί έμειναν στη Λευκάδα.Μαζί  είχαν τη μάνα τους. Ο πατέρας τους σκοτώθηκε στην αναχώρηση.Ήταν 3 αδερφές.Το επίθετό τους ήταν Παπακωνσταντίνου και τις πήγαν στη Νίκαια. Μας είπε ότι είχε κάποιον εξάδελφο Χρύσανθο Χατζηγεωργίου, με τον οποίο είχαν χαθεί.Αναρωτηθήκαμε αν πρόκειται για το γνωστό μας Μικρασιάτη που βρίσκεται στη Λευκάδα.

Ο Χρύσανθος είχε χρυσοχοείο ακριβώς απέναντι από την Εθνική Τράπεζα. Την παίρνω και πάμε. Χαιρετήσαμε (εγώ τον γνώριζα, εργαζόμουνα κοντά και του πήγαινα τακτικά χρυσές λίρες να μου ξεχωρίσει τις Ιταλικές από τις Αγγλικές). Είμαι η Μαρίκα Παπακωνσταντίνου, του λέει αδελφή της Ελένης και της μικρής Γεωργίας. Το τι έγινε δεν περιγράφεται, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και έκλαιγαν.. Ήταν άγιες γυναίκες και οι τρεις τους και γενικά οι  πρόσφυγες  τίμιοι άνθρωποι.

Αφήγηση  κ. Γιώργος Κρητικός

Στο αρχοντικό  του Ευάγγελου Τσαρλαμπά  (τελευταίου επάρχου επί Αγγλοκρατίας), όπου είναι σήμερα το κηποθέατρο  «Άγγελος Σικελιανός» (στον 1ο όροφο έμενε ο παπαΚότσιφας), στο 2ο όροφο έμενε η οικογένεια Κατηφόρη. Στο ισόγειο είχε γραφείο ο πατέρας του κ. Νίκου, Κώστας Κατηφόρης. Το σπίτι ήταν  τεράστιο (κατεδαφίσθηκε με το σεισμό του 1948). Για 2-3 χρόνια  φιλοξένησαν (σε 2 «καμαράκια») οικογένεια προσφύγων απ’ τη Μ. Ασία. Από την κυρία,  η μητέρα του κ. Νίκου αγόρασε εξαιρετικά εργόχειρα.

Οι γονείς είχαν να  λένε πόσο αξιόλογοι, ευγενικοί και «καλοαναθρεμένοι» ήταν οι άνθρωποι αυτοί! Δεν ήταν πρωτοτυπία. Αρκετές οικογένειες φιλοξενούσαν πρόσφυγες για διάστημα, μέχρι να σταθούν στα πόδια τους.

Στην Ηχώ της Λευκάδας αρ.20/1984 γράφει ο κ. Κατηφόρης «Εσείς παιδιά Λευκαδιτόπουλα όταν περνάει στο πλάι σας ο Σεραφείμ  Θεοφύλακτος (πρόσφυγας)… να παραμερίζετε με σεβασμό…Οργάνωσε δυο μυθιστορηματικές αποδράσεις απ’ τις ιταλικές φυλακές Λευκάδας…
(σημ. κατασκεύαζε με  δεξιοτεχνία αντικλείδια).

Αφήγηση κ. Νίκος Κατηφόρης

Μέρες όπως την παραμονή της Πρωτομαγιάς το βράδυ, όταν πηγαίναμε βόλτα στην Κουζούντελη «να πιάσομε το Μάη» βλέπαμε κατά μήκος του δρόμου τους πρόσφυγες να κάθονται έξω από τα πηλόχτιστα σπίτια τους στις κατάφυτες αυλές τους. Σε μικρά σκαμνάκια κυρίως οι μεγάλες γυναίκες κουβέντιαζαν και χαιρετούσαν τον κόσμο. Η Κουζούντελη τότε ήταν γεμάτη  πυγολαμπίδες σαν  φωτάκια που πετούσαν, και τα γνωστά δέντρα, οι Μάηδες.

Εκεί καθόταν και ο Αχιλλέας, ένας λαϊκός άνθρωπος, πρόσφυγας στην καταγωγή, που αγαπούσε τα αστεία και το κρασί.Ήταν συχνά ντυμένος με ένα κόκκινο πουκάμισο. Ο πατέρας μου Γιώργος Σκιαδαρέσης, έμαθε ραπτική  στο πολύ καλό ραφείο Μασμανίδη. Και η γυναίκα του Τάσου Κοψιδά (Τούλα) με το φούρνο, πρόσφυγας κι αυτή από μητέρα, ήταν μια χαρούμενη γυναίκα, που το γέλιο της ηχούσε σε όλη τη γειτονιά.

Αφήγηση κ. Γεωργία Σκιαδαρέση

Οι πρόσφυγες της Πρέβεζας και του Αγίου Νικολάου Βόνιτσας  ήταν  συγκοινωνούντα δοχεία με της Λευκάδας.

Στοιχεία κ. Αρχοντίας Μιχαήλογλου

Το 1922 κατά την ανταλλαγή πληθυσμών ήρθαν από τον μαρτυρικό Πόντο, Μικρά Ασία και Ρωσία, περίπου 50 οικογένειες στον Άγιο Νικόλαο Βόνιτσας.

Η διαδρομή επαναπατρισμού των Ελλήνων της Ανατολής ήταν για χιλιάδες τραγικό ταξίδι. Συνάντησαν τη  «γη της επαγγελίας τους»σ’ έναν τόπο  αφιλόξενο(βάλτος, λάσπη, βούρλα, βάτα. Έστησαν καλύβες με χώμα και καλάμια για να στεγαστούν πρόχειρα, που κράτησε 2 – 3 χρόνια!

Με την ενίσχυση του ελληνικού κράτους, κατασκεύασαν τα πρώτα «προσφυγικά» σπίτια, δίπατα με πέτρα και κεραμοσκεπή. Μοιράστηκαν 50 ή 60 στρέμματα σε κάθε οικογένεια και αυτοί τα ξελάκωσαν και τα κατέστησαν καλλιεργήσιμα. Ήσαν αγρότες και κτηνοτρόφοι, άνθρωποι εργατικοί, τίμιοι και ηθικοί. Μερικοί εξ αυτών είναι οι οικογένειες :   Φουντούκογλου (Φούντογλου), Παράσογλου, Τρανουλίδη, Κυριακίδη,Μαυρίδου,Αναστασιάδη, Κουρτσόγλου, Παυλίδου, Καραγιώργου, Ιωακειμίδου,Χαιτίδου, Ζυγά, Φυτοπούλου, Οικονομίδη, Μάρη – Τσολακίδη, Τερμετζόγλου–Μυλωνίδη κ.α.

«Εάν κάποιος τύχει και περάσει απόγεμα από κει, μέσα στις γειτονιές βλέπει μεγάλες γυναίκες με  μαύρα ρούχα να κάθονται σταυροπόδι στις αυλές και να λένε τα δικά τους, όπως στις χαμένες πατρίδες. Το καλοκαίρι κυρίως  γίνονται Ποντιακές εκδηλώσεις, με χορούς κι έθιμα απ’ τα μέρη τους».

Επίλογος

Οι πρόσφυγες πιεσμένοι απ’ τη βίαιη αλλαγή της ζωής τους, (απώλειες, διάσπαση  οικογενειών, υποβάθμιση βιοτικού επιπέδου, οικονομική καταστροφή), στέριωσαν στη νέα πατρίδα,μακριά απ’ την πατρογονική γη, ενσωματώθηκαν νικώντας την επιφυλακτικότητα «γηγενών», «έχτισαν» ξανά τις ζωές τους, δίνοντας μια νέα «ταυτότητα» στη χώρα. 

Οι Μικρασιάτες  της Λευκάδας, μέσα από  κοινωνικές συναλλαγές και ανθρώπινες σχέσεις,  αλληλεπίδραση ιδεών, γνώσεων και ηθών με εποικοδομητικό  στίγμα,συμβάλλουν στην πρόοδο,  στη διαμόρφωση και ανάπτυξη πολλών πτυχών της ζωής του νησιού, επαγγελματικών δραστηριοτήτων, τεχνικών  καλλιέργειας,του αθλητισμού, της καθημερινότητας.

Τα τελευταία χρόνια  οι προσφυγικές μετακινήσεις  που φαινόταν πως αποτελούσαν  παρελθόν, αναζωπυρώνονται στον πολιτισμένο κόσμο μας, μετραγικά αποτελέσματα.

Δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Ευχαριστούμε θερμά όλους τους συμπολίτες, που μοιράστηκαντις αφηγήσεις και  τα αρχεία τους, μέρος των οποίων περιλαμβάνονται εδώ. Περισσότερες μαρτυρίες και στοιχεία θα περιληφθούν στην εκτενέστερη έκδοση που είναι σε εξέλιξη.

(αφιέρωμα περιλαμβάνεται και στο ημερολόγιο της Μητρόπολης, επιμ. π. ΙωαννίκιουΖαμπέλη).

Επιπλέον ευχαριστίες οφείλουμε στις  κ. Λίνα και Βίκυ Μασμανίδη και στον κ.  Γιώργο Κρητικό για την πολύπλευρη συνδρομή τους.

Σπύρος Κατσίμης/ Οι πρόσφυγες

Κι αυτοί που έρχονται με τα μαύρα κύματα
ταράζοντας την ησυχία των κατοίκων
ήθελαν μόνο να φτάσουν στη στεριά
για να διαβούν το πέρασμα, καθώς
για να διαβούν το πέρασμα, καθώς
-έχοντας μέσα τους πόλεμο
και τα νεκρά παιδιά στην αμμουδιά-
τους βλέπουμε να στροβιλίζονται
στην αναγέννησή τους

………………………………………………………………………………………………………………..

1922- 2022, 100 χρόνια μνήμης

Μαρία Ρούσσου

Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας

Τηλ. 2645022502

(Η Βιβλιοθήκη ετοιμάζει το βιβλίο για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922  στη Λευκάδα και παρακαλεί όσους έχουν σχετικό αρχειακό υλικό, προφορικές μαρτυρίες, έντυπα, φωτογραφίες κλπ να επικοινωνήσουν στο τηλ 2645022502 (κ. Μαρία Ρούσσου), ώστε να καταγραφεί και να αξιοποιηθεί στην ψηφιακή και έντυπη έκδοση.)

Προηγουμενο αρθρο
 Πανηγύρι  αγίων νεομαρτύρων Μικρασιάτικης Καταστροφής και  των Αγίων Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδος & Αγάπης στην Αγία Μαύρα στο Κάστρο
Επομενο αρθρο
Τροχαίο δυστύχημα με θανάσιμο τραυματισμό στη Λευκάδα

1 Σχόλιο

  1. Παναγιωτης Σκληρος
    15 Σεπτεμβρίου 2023 at 08:41 — Απάντηση

    Συγχαρητήρια στην κ. Μ.Ρούσσου για την τόσο λεπτομερή και εμπεριστατωμένη έρευνα. Πληρέστατη παράθεση μιας πλευράς της τοπικής ιστορίας που πολλοί δεν γνωρίζουμε. Ευχαριστούμε το ¨Αρωμα Λευκάδας¨ για την δημοσίευση αυτή. Μένει στην δημοσιογραφική ιστορία του τόπου μας

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.