HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΟι Μικρές Λευκαδίτικες Ιστορίες, του Παναγιώτη Σκληρού

Οι Μικρές Λευκαδίτικες Ιστορίες, του Παναγιώτη Σκληρού

Γράφει ο Βασίλης Φίλιππας

Στις 18 Ιανουαρίου παρουσιάστηκε στην κατάμεστη αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών το βιβλίο του Παναγιώτη Σκληρού, Μικρές Λευκαδίτικες Ιστορίες, των εκδόσεων Fagotto.

Στην παρουσίαση συγκεράστηκε όμορφα ο επιστημονικός και ο συναισθηματικός λόγος, με ωραίες αναγνώσεις αποσπασμάτων του βιβλίου και κατάλληλη μουσική υπόκρουση με αποτέλεσμα τη θετικότατη ανταπόκριση του κοινού.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αυτό της ομιλίας μου στην παρουσίαση.

Καλησπέρα.

Σας ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου που παραβρίσκεστε σήμερα στην αθηναϊκή παρουσίαση των Μικρών Λευκαδίτικων Ιστοριών, του Πάνου Σκληρού, όπως ευχαριστώ και τον ίδιο για την πρόσκλησή του. Στον χρόνο που μου αναλογεί θα προσπαθήσω να δώσω μία γενική εικόνα των περιεχομένων του βιβλίου, να αναφερθώ στα σημαντικότερα σημεία του και να το κατατάξω θεματολογικά στη λευκαδίτικη βιβλιογραφία που συγκροτεί την εικόνα της λευκαδίτικης ταυτότητας.

Ας μιλήσουμε για τον συγγραφέα μας:

Ο Πάνος Σκληρός γεννιέται την τελευταία χρονιά του Εμφυλίου, σε μια δύσκολη πολιτικοοικονομικά εποχή, κατά την οποία λειτουργούν εν μέρει ως αντίβαρο κοινωνικές συσσωματώσεις, όπως η στενή και ευρύτερη οικογένεια, η γειτονιά,  οι γεωργικές και εμπορικές συμπράξεις.

Γεννιέται και μεγαλώνει στη Βασιλική, το κέντρο εμπορίου της νότιας Λευκάδας, τόπο εξωστρεφή και ανοιχτό σε επιρροές. Με τον ερχομό του στην πόλη, το 1974, ένωσε νοητά τα δύο άκρα του νησιού.

Υπήρξε κατά γενική ομολογία πετυχημένος είτε ως δήμαρχος, ή αντιδήμαρχος, είτε ως πρόεδρος του «Ορφέα» ή επαγγελματίας στο κατάστημα του οποίου συνέρρεε όλη η Λευκάδα.

Ο Πάνος, εν ολίγοις, ήταν και συνεχίζει να είναι άνθρωπος των δικτύων. Η κεντρική θέση που κατείχε σε αυτά του έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσει πάρα πολλά άτομα διαφορετικού κοινωνικοοικονομικού και επαγγελματικού επιπέδου. Ως δίκτυο μπορεί να θεωρηθεί και το Ραδιόφωνο του «Ορφέα» το οποίο επαναλειτούργησε επί προεδρίας του το 1988 και έδωσε τη δυνατότητα σε νέους ανθρώπους τότε, όπως στην Αγγελική Γαζή κι εμένα, να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας και να πλατύνουμε τις θάλασσές μας. Συνέπεια και αυτού η παρουσία μας σήμερα εδώ.

Επανερχόμενοι στο βιβλίο δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει στιγμή ότι «η μνήμη είναι θνητή», φράση κλειδί στη σημερινή παρουσίαση. Όλοι εδώ όσοι μετράμε  πάνω από μισό αιώνα ζωή είμαστε φορείς μνήμης, μάρτυρες ιστοριών, συμπεριφορών, εθίμων, γεύσεων, ιδιωματισμών μιας εποχής που έχει πια σβήσει οριστικά είτε πολύ λίγες αναλαμπές της μπορούμε να δούμε ακόμα να τρεμοσβήνουν γύρω μας.

Οριστικά και αμετάκλητα συν τω χρόνω περνά και φεύγει ο παλιός τρόπος ζωής και αυτό που αφήνει πίσω της είναι μόνο ότι έχει καταγραφεί: απομνημονεύματα, λαογραφικές έρευνες και άρθρα εφημερίδων που αιχμαλωτίζουν τον στιγμιαίο χρόνο.

Εδώ εντάσσεται και το βιβλίο του Πάνου, στον χώρο της απαλλαγμένης από άσκοπες αναπολήσεις απομνημόνευσης, της καταγραφής και της ανασύνθεσης του παρελθόντος, καθιστώντας το βιβλίο σημαντικό.

Οι παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις του συγγραφέα χρησιμοποιούνται συχνά ως το πρώτο στρώμα δημιουργίας μιας μικρής ιστορίας, η οποία  εμπλουτίζεται με ιστορίες που του μετέφερε το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Οι προφορικές πηγές που έρχονται στη συνέχεια να συντρέξουν την ιστορία του, ορίζουν τη μεγάλη διαφορά σε σχέση με άλλες τοπικές λαογραφικές και λαογραφίζουσες εργασίες.

Οι πληροφορητές δίνουν στις ιστορίες πανλευκάδια διάσταση, εγκυρότητα, προσθέτουν και δημιουργούν νέα δεδομένα.

Από την ατομική-οικογενειακή εμπειρία, λοιπόν, στη σύνθεση της μεγάλη εικόνας.

Ακούγεται εύκολο αλλά, πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου_ θέλει υπομονή και συνδυαστική ικανότητα. Ο Πάνος διαθέτει και τα δύο και είχε έτοιμο ήδη από καιρό το δίκτυο των κατάλληλων ανθρώπων από τις επαγγελματικές, πολιτιστικές και πολιτικές δραστηριότητές του στο οποίο θα απευθυνόταν για να συλλέξει πληροφορίες.

Συγκρότησε έτσι ένα σώμα κειμένων όπου περιλαμβάνονται πολλά νέα στοιχεία για θέματα που έχουν ήδη απασχολήσει λαογράφους, καταγραφείς και τοπικούς μελετητές, και σε κάποιες περιπτώσεις άγνωστα βιβλιογραφικά… Στοιχεία που είμαι βέβαιος ότι θα χρησιμοποιηθούν αργότερα από ερευνητές για την ανασύνθεση της εικόνας του παρελθόντος η επιμέρους στοιχείων της (επαγγελμάτων, τον ρόλος των φύλων και της οικογένειας, των εθίμων κ.ο.κ.).

Ο Πάνος δεν παπαγαλίζει, δεν κάνει κόπι-πέιστ, χρησιμοποιεί περιορισμένα τη βιβλιογραφία, δεν αυτοαναγορεύται λαογράφος, δεν ισχυρίζεται ότι ιστοριογραφεί, δεν αυτοθαυμάζεται και, γνωρίζοντας τα όρια των δυνατοτήτων του, μπορεί απελευθερωμένος να κινείται όμορφα εντός τους, να γράφει αυθόρμητα, «όπως μιλάω και ακούω τον εαυτό μου να τα λέει», και να μας γεμίζει συναισθήματα και πληροφορίες.

Είναι καλός ακροατής, ιδανικός δηλαδή δέκτης πληροφοριών για τη συγγραφή ενός τέτοιου έργου, μα πάνω από όλα είναι καλός αφηγητής,  χάρισμα εγγενές και δουλεμένο πολύ με την κάθε λογής κοινωνική του τριβή. Το τάλαντό του είναι γνωστό σε εμένα από το 1989 – σαν τώρα τον θυμάμαι να μιλά στο μικρόφωνο του ραδιοφωνικού σταθμού στην εκπομπή του «Ένα βάζο γεμάτο μέλι».

Το πόσο ακουμπά στον συναισθηματικό τόπο όλων μας, σε αυτόν των παιδικών χρόνων, της φευγαλέας νεότητας και των οικείων εικόνων κατοπτρίζεται στις θετικές αντιδράσεις και στα σχόλια όσων διάβαζαν τις ιστορίες του στο διαδίκτυο. Ο ίδιος το χρησιμοποίησε ως εργαλείο γνωστοποίησης του έργου του και στον τελευταίο καλόπιστο αναγνώστη. Μα και αυτό του έδωσε τροφή, αφού πέραν των θετικών σχολιασμών δεν έλειψαν και οι συμπληρώσεις με νέα στοιχεία και οι μικροδιορθώσεις.

Ο Πάνος καταγράφει τις ιστορίες του στο μεταίχμιο δύο εποχών, με τη μία να αποχωρεί οριστικά από το προσκήνιο. Τα κείμενά του γίνονται εργαλεία κατανόησης του παρελθόντος και καλύπτουν απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί, σχηματίζοντας έναν καμβά οπού απεικονίζονται ο μόχθος του εργάτη της γης και της θάλασσας, ο λαϊκός βίος και πολιτισμός.

Οι μικρές λευκαδίτικες ιστορίες εκτείνονται σε 278 σελίδες, περιλαμβάνουν 31 κεφάλαια, πρόλογο του κ. Νίκου Κατηφόρη, εισαγωγή του συγγραφέα και μικρό ιδιωματικό γλωσσάρι.

Θα σταθώ σε κάποια από τα κεφάλαιά του, τα οποία θεωρώ αντιπροσωπευτικά μιας και αναδεικνύουν ιδιαίτερες εκφάνσεις του λευκαδίτικου παρελθόντος.

Μεγάλο μέρος τους εντάσσεται σε θεματικούς κύκλους.

Ο «κύκλος των επαγγελμάτων» περιλαμβάνει εννέα κεφάλαια.

Στο «Λευκαδίτες σκαφτιάδες κι εργάτες σ’ άλλη γη», αναφέρεται στην εποχική μετακίνηση των Λευκαδιτών αγροτών που από τη Βενετοκρατία μέχρι και το 1970, οργανωμένοι σε κομπανίες, περνούσαν στις απέναντι ακτές  για να εργαστούν στα εκεί μεγάλα και εύφορα κτήματα μιας και ο δικός τους μικρός κλήρος δεν τους εξασφάλιζε τη «φαγούρα της χρονιάς». Η απαράμιλλη εργατικότητά τους, με την οποία διαμόρφωσαν μοναδικά το λευκαδίτικο τοπίο, εκτιμιόταν πολύ από τους εκεί μεγαλοκτηματίες. Η μετακίνησή τους, οι εργασίες, οι συνθήκες διαβίωσης και οι συμφωνίες πληρωμής κατά την εικοσαετία 1950-1970 περιγράφονται γλαφυρά στις σελίδες του βιβλίου. 

Με το «ο Γύρος της ζωής και η πατόζα Ασπασία» μας μεταφέρει στον θερισμό, όπου το δρεπάνι γίνεται «προέκταση του χεριού» και στη συνέχεια στον αλωνισμό της σοδειάς αρχικά με ζώα και στη συνέχεια, από το 1960 έως και το 1989, που σταμάτησε η καλλιέργεια σιτηρών στο νησί, με την πατόζα, ένα μηχάνημα που έπαιρνε ζωή από τον ιμάντα τρακτέρ και το οποίο χειρίζονταν εξειδικευμένοι εργάτες. Αποτυπώνεται έτσι η εποχή της μετάβασης, όπου η τεχνολογία μπήκε στη ζωή των αγροτών για να τους ευκολύνει. Το κεφάλαιο βρίθει πληροφοριών για μια εποχή που φαντάζει πια μουσειακή αφού η Λευκάδα όχι μόνο δεν παράγει σιτηρά, αλλά και η αγροτική της παραγωγή γοργοσβήνει…

Στο «Ο μεγάλος κάμπος στον Νότο και τα καΐκια για το Θιάκι»ο συγγραφέας μας πληροφορεί για το εμπορικό τρίγωνο της βόρειας Κεφαλονιάς, Ιθάκης και νότιας Λευκάδας. Αλλά κυρίως περιγράφει τον ρόλο των καϊκιών στο διαμετακομιστικό εμπόριο, ονοματίζει τα σκάφη, τους ιδιοκτήτες τους, τις συνήθειες, τα προϊόντα. Επίσης περιγράφει τον κάμπο της Βασιλικής και τις καλλιέργειές του, ζωντανεύοντας την εποχή πριν από τον υπερτουρισμό και την εξαφάνιση των καϊκιών και της αγροτικής παραγωγής.

Στο «Γυρολόγοι πραματευτάδες»περιγράφει ένα ακόμη επάγγελμα που χάθηκε: αυτό των γυρολόγων, που με το μικροεμπόριό τους ένωναν τρόπω τινά τον λευκαδίτικο χώρο_ αναφέρεται στα είδη πώλησης, στην προσέλκυση αγοραστών, στις πελάτισσες, στην ανταλλακτική και την εγχρήματη οικονομία, στα μεταφορικά μέσα που συν τω χρόνω χρησιμοποιούσαν: από τα γαϊδουράκια και τα μουλάρια, στα δίκυκλα και τα τρίκυκλα και, τέλος, στα Ντάτσουν και τα Τογιότα…

Στα «Καρβουνοκάμινα και ασβεστοκάμινα» περιγράφει τη δύσκολη δουλειά της εκκαμίνευσης του κάρβουνου και του ασβέστη, δύο διαφορετικών κοπιαστικών εργασιών που ήθελαν τέχνη μεγάλη, τη βήμα-βήμα κατασκευή των καμινιών, τις εργασίες των καμινολόγων, τις πρώτες ύλες, το τελικό προϊόν.

Στο «Τράτες και τρατολόοι» συγκεντρώνονται πολλές μαρτυρίες για το είδος αυτό του ψαρέματος, τις κωπήλατες αρχικά και στη συνέχεια μηχανοκίνητες βάρκες, τους ιδιοκτήτες τους, τα πληρώματα, τα χωριά τα οποία πρωτοστατούσαν (Λυγιά, Βασιλική, Μεγανήσι).

Στο «Μια ηρωική ιστορία πίσω από έναν αλογοσύρτη» πληροφορούμαστε για τις αγοροπωλησίες των αλόγων, των μουλαριών και των γαϊδουριών, απαραίτητων για τις μεταφορές ανθρώπων και προϊόντων, καθώς και των «ραβανιάρικων» αλόγων με τον  υπέροχο τριποδισμό, τα σημεία πώλησης (πανηγύρια στην Ήπειρο, την Ακαρνανία κ.α.), τους πωλητές και τα τεχνάσματά τους… για μια εποχή που έκλεισε οριστικά με την επικράτηση των μηχανοκίνητων τροχοφόρων οχημάτων.

Στο «Πανσέδες και η ιστορία πίσω από τα λουλούδια», αναφέρεται στην ομάδα των Ελβετών που το 1960 ήρθαν στο νησί για να βοηθήσουν υλικοτεχνικά κατοίκους των Χορτάτων, του Αγίου Πέτρου και των Ηνωμένων Πολιτειών να ξεφύγουν από τον κύκλο οπισθοδρόμησης και οικονομικής δυσχέρειας. Ανάμεσα σε άλλα στήριξαν την καλλιέργεια του πανσέ η οποία, αφού άλλαξε το βιοτικό επίπεδο των καλλιεργητών και χρωμάτισε υπέροχα τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, έκλεισε τον κύκλο της στα μέσα της δεκαετίας του 1990 μην αντέχοντας τον οικονομικό ανταγωνισμό.

Στον «εθιμικό κύκλο» περιλαμβάνονται έξι κεφάλαια. Θα αναφερθώ περιληπτικά σε τρία από αυτά:

Στο «Πανηγύρι της Κοντάραινας» περιγράφεται ένα κλασικό πανηγύρι των χωριών με τις «ζυγιές κλαρίνα», τα μαγαζιά, τις κομπανίες, τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, τους χορευτές και τις χορεύτριες και την ακολουθούμενη σειρά στον χορό.

Στο «Χριστούγεννα στο χωριό μου» μεταφερόμαστε στο κλίμα των ημερών: την καθαριότητα των σπιτιών, τα ασβεστώματα, τα νέα υποδήματα, τα σαρακοστιανά και τα χριστουγεννιάτικα φαγητά (τη σούπα αβγολέιμονο, τα κορφούγκια). Θυμόμαστε το τελετουργικό κόψιμο του σταυρού, τα κάλαντα και τους καλαντιστές, τις ευχετήριες κάρτες και τόσα άλλα.

Στο «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» περιγράφεται ο εθιμικός-εκκλησιαστικός κύκλος από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι και την Κυριακή της Ανάστασης, καθώς και το φαγητό του πασχαλινού τραπεζιού, ο οβελίας που μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες ψηνόταν όχι μόνο στη Λευκάδα αλλά και σε όλα τα Επτάνησα τη Δευτέρα του Πάσχα.

Θα κλείσω με δύο κεφάλαια που θεωρώ σημαντικά:

Το κεφάλαιο για το χωριό της Βασιλικής, που καταδεικνύεται κι εδώ ως η  μεγάλη εξαίρεση στην αγροτοκτηνοτροφική Λευκάδα, ότι δηλαδή υπήρξε διαμετακομιστικός-εμπορικός κόμβος, έδρα τελωνείου, αγορανομείου, χωροφυλακής, λιμάνι των επιβατηγών πλοίων της γραμμής, εμπορικών και αλιευτικών σκαφών, οι δε κάτοικοί του ακολουθούσαν ως επί τω πλείστων αστικά επαγγέλματα ή επαγγέλματα σχετιζόμενα με τη θάλασσα.

Στο κεφάλαιο «Ψάρεμα στ’ Αγιοφύλλι…», τέλος, περιγράφει την «εξόρμηση» των οικογενειών του χωριού Κοντάραινα τις μέρες της Σαρακοστής στις κοντινές παραλίες για τη συλλογή οστρακοειδών από τα βράχια  για το σαρακοστιανό τραπέζι, την εφευρετική αλίευση ψαριών με τη βοήθεια πρωτόγονων καμακιών με πιρούνια ή του ναρκωτικού φυτού «σπλόνος» αλλά και το μάζεμα του αφράλατου, καθώς και κρίταμων και αρμυρικιών που ζεματίζονταν και γίνονταν σαλάτα.

Κυριολεκτικά θα μπορούσα να μιλώ ώρες για όσα αναφέρονται και στα υπόλοιπα κεφάλαια: για τα καλλωπιστικά φυτά, τα βότανα της λαϊκής ιατρικής, την ύπαρξη λύκων στο νησί κατά τη Βενετοκρατία, τα σαμάρια και τους σαμαράδες, τη γυναικεία φορεσιά, τις κουτσούνες της πρωτοχρονιάς, την 25η Μαρτίου και τον μπακαλιάρο μπιάνκο, τα Εισόδια της Θεοτόκου και τα πολυσπόρια, τα αβγά των γλάρων από τη Σέσουλα, μα και για τύπους ανθρώπων όπως του Μπρούκλη από τη Βασιλική ή την Ορσαλίας της καπετάνισσας, για τη «Δόξα» την ποδοσφαιρική ομάδα της Βασιλικής, για τα πρώτα σκιρτήματα του τουρισμού και τόσα άλλα. Όλ’ αυτά θα τα διαβάσετε εσείς και θα ανακαλέσετε τις δικές σας εικόνες, θα θυμηθείτε, θα συγκινηθείτε, θα αναπολήσετε, θα μάθετε…

Σας ευχαριστώ πολύ όλους και όλες και εύχομαι στον Πάνο να είναι καλά και να γράφει, και σύντομα να ξανανταμώσουμε για το νέο του βιβλίο που ολοένα ετοιμάζει.

Προηγουμενο αρθρο
Δημοσθένης Πολυμέρης: «Ό,τι είμαι το οφείλω στη Λευκάδα, η παιδεία μου οφείλεται στη  Λευκάδα του Λόγου και της Τέχνης...
Επομενο αρθρο
Ο Σύλλογος Καρσάνων Λευκάδος -Αθήνας έκοψε την Πρωτοχρονιάτικη πίτα του

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.