HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΟ νταβάς της Κυριακής

Ο νταβάς της Κυριακής

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Ποιός δεν θυμάται το νταβά της Κυριακής , ένα αρνί γκιουβέτσι με χοντρό κριθαράκι ή τράγιο με μανέστρα, το παστίτσιο, μια πίτα με χοντρό φύλλο ανοιγμένο με πλάτη και γέμιση με σέσκουλα, λάπατα και αγριόσκορδα απ τα περιβόλια. Ακόμα  μυρωδάτες γεμιστές ντομάτες, πιπεριές και μελιτζάνες, ένα κοτόπουλο στο φούρνο με κυδωνάτες πατάτες ή ένα λιπαρό χοιρινό μπούτι με δέρμα στη λαδόκολλα.

Το νταβά τον ετοίμαζαν οι νοικοκυράδες από πολύ πρωί και μετά πηγαίνανε στην εκκλησία φορώντας τα καλά τους. Σπάνια οι γυναίκες πήγαιναν τον νταβά στο φούρνο εκτός κι αυτός ήταν πολύ κοντά, δηλαδή μες τη γειτονιά, όπως ήταν αρκετοί στην πόλη της Λευκάδας. Αυτό συνήθως το έκαναν οι άντρες που τον έφερναν κιόλας απ το φούρνο με καμάρι κατά το μεσημέρι που ήταν έτοιμο και ζεστό το φαί για το κυριακάτικο τραπέζι που πάντοτε ήταν κάτι το εκλεκτό.  

Έλεγε μάλιστα στο φούρναρη να είναι προσεκτικός γιατί  θα περάσει την τάδε ώρα ακριβώς ώστε να ναι ζεστό το φαί.

Αυτός ο νταβάς συνέβαλε στο νόημα της ημέρας, της Κυριακής μας για ολόκληρες δεκαετίες γιατί τις Κυριακάδες τρώγαμε συνήθως ένα αλλιώτικο φαί, όχι οπωσδήποτε  κρέας!

Το φαί στο νταβά ήταν μια βδομαδιάτικη διαδικασία, ξεχωριστή και πολύ αναμενόμενη. Ήταν από τις χαρές των αθώων παιδικών χρόνων! Κυριακάτικο φαί σε ταψί στο φούρνο, όλοι μαζί στο τραπέζι και ένα κώκ απ τον Κατσή στο τέλος , να γλυκαθούνε τα παιδιά ήταν το συνηθισμένο μενού, για όποιες οικογένειες το μπορούσαν. Αυτές οι θεσπέσιες μυρωδιές που μόνο κάθε Κυριακή υπήρχαν, λειτουργούσαν σαν μαγνήτης να μπεις στο φούρνο, να πείς μια καλημέρα στον μπάρμπα Σωκράτη το φούρναρη, τον πρόσφυγα όπως τον έλεγαν.

Τα χοντρά κούτσουρα από περνάρι και ελιά που κουβαλούσαν κάθε τόσο με τα μουλάρια οι χωρικοί, δεμένα με χοντρά σκοινιά δεξιά κι αριστερά απ το σαμάρι, ήταν αραδιασμένα σε μια άκρη μέσα στο φούρνο ή κάπου απέξω αλλά κοντά, κολλητά στο κτίριο σκεπασμένα με ένα μουσαμά για να μη βρέχονται.

Οι φούρνοι έψεναν και τις Κυριακές αλλά μόνο για το νταβά ή κάνα κουλουράκι κλπ. Υπήρχαν όμως φούρνοι όπως του Γ. Λεβεντόπουλου κοντά στον Αη Χαράλαμπο και ακόμα ένας του αδερφού του, επίσης Λεβεντόπουλου κοντά στη Μητρόπολη  που δεν έβγαζαν ψωμί αλλά λειτουργούσαν μόνο για τα ψηστικά, δηλαδή για να ψήνουν τα φαγιά για τα σπίτια ή τις ταβέρνες. Υπήρχε ακόμα κι ένας πίσω στην παληά ΔΕΗ που έψενε νταβάδες και αποκλειστικά τα τζαλέτια του Ζακχαίου. Στα σπίτια τότε, δεν υπήρχαν κουζίνες ρεύματος.

Πιθανόν κάνα πετρογκάζ με ολόκληρη μανούβρα για να αλλαχτεί η μπουκάλα ή ξυλόσομπα μαντεμένια για να ζεσταίνει κιόλας το χειμώνα. Μπουκάλες πετρογκάζ πούλαγαν πολλά μαγαζιά αλλά σπεσιαλίστες για να ενώσουν με ασφάλεια το λάστιχο , δεν υπήρχαν πολλοί .

Έτσι οι νοικοκυράδες φώναζαν συγκεκριμένους  για να ενώσουν την μπουκάλα με το λάστιχο αφού έκαναν τον απαραίτητο έλεγχο μήπως και το λάστιχο είχε φθαρεί. Φοβόταν το γκάζ και πολύ καλά έκαναν. Αυτοί έφερναν στο σπίτι με το ποδήλατο την μπουκάλα του πετρογκάζ μ εκείνο το χαρακτηριστικό μπλέ χρώμα και απαραίτητα ένα μεγάλο κλειδί για να βιδώνουν τη μπουκάλα. Είχαν μάλιστα διασκευάσει τη σχάρα του ποδήλατου έτσι ώστε να χωράει πλαγιαστή η μπουκάλα και να κουβαλιέται με ασφάλεια στα σπίτια. Διανομές μπουκάλας έκαναν ο Γιώργος ο Βαγενάς στην πλατεία, ο Γιώργος Κρητικός δίπλα στου Γεωργάκη τα γυαλικά, ο Τέλης ο Πετούσης  δίπλα στο Γ’Δημ.Σχολείο στου Μπίλα, ο Πάνος ο Γράψας  στην Κουζούντελη, ο Φώντας ο Μελάς που είχε το μαγαζί του στην οικία Βαλαωρίτη στο στενό του Μασμανίδη , ο Π.Πάλμος κοντά στη Μητρόπολη κι ο αξέχαστος  Σπυραντώνης  Βλάχος-Μπαρμπούτας, δίπλα στην Παναγία των εισοδίων.

Ο φούρνος είχε παλιά μαγιόλια σε όλη του τη φάτσα για να πλένεται καλά εύκολα κι ο φούρναρης από τα χαράματα είχε την επιμέλεια της θερμοκρασίας για να ρίξει τους νταβάδες που θα έφταναν σε λίγο απ τις κυράδες αλλά κι από τους καλοντυμένους με τα κυριακάτικα, οικογενειάρχες. Συνήθως ήταν τα φαγιά που δεν μπορούσε να γίνουν στο σπίτι λόγω έλλειψης φούρνου. Ήταν όπως είπαμε ¨τραί-σπαέτο¨ ή γκιουβέτσι με κριθαράκι, κοτόπουλο με  πατάτες ,  μπούτι χοιρινό  ή ένα θεσπέσιο παλαμίδι Μεγανησώτικο στο κεραμίδι.

Το ζυμαρικό δινόταν πάντα χωριστά στον φούρναρη, στο σακουλάκι του  όπως και η πάστα σε βάζο ή ακόμα και στο λαδόχαρτο., ώστε να το ρίξει όταν έρθει η ώρα κι όχι να ναι μέσα απ την αρχή και ξενοστιμίσει.. Του έλεγαν και τί ώρα θα το πάρουν ώστε να υπολογίσει την ώρα ώστε να μη γίνει το φαί ¨μπλάθρι ¨και δε ¨φελάει. ¨Ο φούρναρης με μια κιμωλία έγραφε το όνομα του νοικοκύρη στο πλάι στο νταβά ώστε να μη γίνει λάθος και το πάρει κανένας άλλος και έχουμε παραξηγήσεις.

Μέσα στο καμίνι του φούρνου που είχε για πόρτα το μισοφέγγαρο  από ένα σιδερένιο βαρέλι με χερούλι, ήταν πανδαισία από μυρωδιές, όλων των λογιόνε. Μυρωδιές ανακατεμένες από κοτόπουλο και χοιρινό μέχρι αρνάκι , γεμιστά και μπριάμ, τράγιο με μανέστρα ή βετούλι με ψιλοκομμένο σπαέτο ή ένα καλογουλισμένο χταπόδι που τόβγαλε στα διαβασίδια ο αξέχαστος ο Πάνος ο Λαμπούρης,  με κοφτό μακαρονάκι ή πατατούλες με κρεμμύδια. Εκεί δίπλα στην πόρτα του φούρνου ο φούρναρης, ο μέγας μαέστρος της Κυριακής, είχε μια εμαγιέ κανάτα με φαρδύ στόμιο που συμπλήρωνε νερό στα φαγητά τόσο όσο χρειαζόταν για να γίνει τέλειο. Τα γύριζε τα κρεατικά με μια μεγάλη περούνα για να γίνονται ροδοκόκκινα και κριτσανιστά ολούθενε. Έβγαιναν οι νταβάδες απ το φούρνο κι ανακατευόταν οι μυρωδιές ακόμα κι έξω από το φούρνο. Επίτηδες έβγαινε με καμάρι για τις επιτυχίες του κι ο φούρναρης με την μακριά ποδιά του, συνήθως άσπρη, να πάρει μια ανάσα μέχρι να παραδώσει όλους τους νταβάδες αλλά να κόβει και τη φόρα σε καμιά λαθραία γατούλα που οι μυρωδιές την καλούσαν να μπεί μέσα..

Λέγανε ότι πολλοί πελάτες …σημάδευαν τα κοψίδια μπάς κι ο φούρναρης πάρει κάνα κομμάτι ,έτσι για το τσιγάρο… Λέγανε επίσης  ότι ο τάδε φούρναρης έπαιρνε ένα μεζέ και μια κουταλιά από τις μανέστρες κι έφτιαχνε  τη μερίδα του αλλά δεν το πιστεύω..

Οι νταβάδες συνήθως δεν σκεπαζόταν γιατί απλά δεν υπήρχαν τα αλουμινόχαρτα. Καμιά πετσέτα άμα δεν είχε ζουμιά το φαί, μπορεί να έβαναν. Έτσι οι μυρωδιές έμπαιναν στα παραθύρια και τρύπαγαν τις μύτες όταν οι νταβάδες περνούσαν απ τα στενά κι εμύριζε όλος ο τόπος. Συνήθως ρωτούσαν αυτόν που κουβαλούσε τον νταβά ¨τι καλό έχετε σήμερα κουμπάρε¨κι ακολουθούσε η ευχή ¨καλή όρεξη, καλοφάγωτο, μοσχοβόλησε ο τόπος ¨..

΄Εψεναν κι οι ταβέρνες φαγιά στους φούρνους γιατί δεν υπήρχαν τότε οι ηλεκτρικές στόφες παρά μονάχα πετρογκάζ και κάρβουνα. ΄Εφτιαχναν τα γιουβέτσια με αρνί ή τράγιο αλλά και γεμιστά, μπριάμι , ψάρι πλακί ή γαύρο με φέτες ντομάτας, κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες. ΄Εστελναν λοιπόν ένα αχθοφόρο της εμπιστοσύνης τους που είχε κάρρο με σιδερένιες ρόδες και έπαιρνε τα φαγητά από τον φούρνο όταν ήταν η ώρα τους. Σε όλη τη διαδρομή απ τον κεντρικό δρόμο ή απ τα στενά οι μυρωδιές έφταναν στα ρουθούνια και ξυπνούσαν τις ορέξεις..Ο κόσμος έριχνε και μια ματιά και σχολίαζε, ¨ωραίο γκιουβέτσι έχει σήμερα ο Βουκελάτος. Αυτό αφορούσε την ταβέρνα της κυρά Ευτυχίας  που τότε βρισκόταν ακριβώς δίπλα από την κάτω βρύση..

Γινόταν και πλάκες, απίθανες πλάκες  μ αυτούς τους νταβάδες. Είναι γνωστοί οι Λευκαδίτες για το χιούμορ και τα πειράγματά τους. Διηγούνται ότι κοντά να μεσημεριάσει κάποιος που είχε δεί τον τάδε να πάει το πρωί τον νταβά στο φούρνο, πάει στο φούρναρη και του λέει¨μπάρμπα Γιάννη, μου είπε ο..Μήτσος, ο φίλος μου, ξέρεις,  να μου δώσεις το νταβά και θα σε πληρώσει αύριο.

¨Λές αλήθεια μωρέ¨τον ρωτούσε ο φούρναρης. ¨Μα τη Φανερωμένη σου λέω¨απαντούσε εκείνος. ¨Ορίστε ¨τούλεγε ο φούρναρης κι αυτός έπαιρνε το νταβά και τον πήγαινε στην ταβέρνα όπου γινόταν γερό τσιμπούσι με τους φίλους του. Όταν βέβαια πήγαινε ο πραγματικός ιδιοκτήτης του νταβά στο φούρνο, ο..Μήτσος και καταλάβαινε την πλάκα που του κάνανε, γινόταν της κακομοίρας. Άρχιζαν μέρες έχθρας γιατί τον έκαμε ρεζίλι, μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να ξαναπιούν κάνα κρασάκι σαν παρέα.

Μου είπαν και μια πλάκα που έκανε μια βάρδια πυροσβεστών σε φίλο συνάδελφό τους  όπου πήγαν τον νταβά κατευθείαν στην υπηρεσία και μάλιστα τον κάλεσαν να πάρει μεζέ. Πλακατζήδες οι Λευκαδίτες με χιούμορ που έφτανε στα κάγκελα αλλά έτσι κι αλλιώς ήταν δανεικά αυτά τα αστεία.. Τις Κυριακές υπήρχε κι η παρέα με την νταμιζάνα με το κρασί που είχαν φέρει απ τον Καρτούτσο , το Φερεντίνο ή τον Παλούκη για να σβήνει τη φλόγα απ το μπόλικο πιπέρι που αυτοί οι νταβάδες το ¨σήκωναν¨.

Τέλειωνε το τσιμπούσι στην ταβέρνα και μετά στρωνόταν μισοπιωμένοι και στο οικογενειακό τραπέζι να φάνε λίγο ακόμα, να πιούνε και να μιλήσουνε αλλά και να φύγουνε γρήγορα για το γήπεδο ¨που σήμερα είναι ο μεγάλος αγώνας στον αμπελώνα Λευκάτας-Τηλυκράτης¨, σαν να λέμε Ολυμπιακός-  Παναθηναϊκός. Έτσι ήταν!!!

Οι Κυριακές μας τότε, είχαν το δικό τους νόημα. Με τις βόλτες στην πλατεία αλλά και την παραλία με ότι καλύτερο είχε ο καθένας να φορέσει, με εκδρομούλες στην αμμόγλωσσα και την Κουζούντελη και πάντα με ¨τη μπάλλα¨ για τους άντρες είτε στο γήπεδο είτε με το αυτί κολλημένο στο τρανζίστορ που μετέδιδε τον αγώνα στα μεσαία με παράσιτα.

Σήμερα η Κυριακή είναι μια μέρα σαν τις άλλες, απλά χωρίς δουλειά!!!

Παναγιώτης Σκληρός

Για τους φούρνους της πόλης, θα γράψουμε σε επόμενο άρθρο.

Προηγουμενο αρθρο
Αλλάζει ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης δασών στην Λευκάδα
Επομενο αρθρο
Τσικνοπέμπτη με τους Σκάρους Νικιάνας

1 Σχόλιο

  1. Κτενά Αργυρούλα
    10 Φεβρουαρίου 2023 at 20:41 — Απάντηση

    Εξαιρετικό άρθρο!
    Ευχαριστούμε πολύ!!

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.