HomeΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ - ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ«Το βαπόρι» της Νόνης Σταματέλου στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας

«Το βαπόρι» της Νόνης Σταματέλου στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας

«Το βαπόρι» της Νόνης Σταματέλου «δένει» στη Βιβλιοθήκη μας!
Την Τρίτη 26 Μαρτίου, 6 μ.μ. στο Αναγνωστήριό μας θα συνομιλήσουμε
με τη συγγραφέα και ποιήτρια για τις ιστορίες του Βαποριού και για το ποιητικό της έργο.

Προηγουμενο αρθρο
Παρακολουθείστε ζωντανά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου με θέμα την ψήφιση του Προϋπολογισμού
Επομενο αρθρο
Παρουσίαση του βιβλίου «Ο λύκος και το δελφίνι» του Νίκου Σταματέλου στην Αθήνα

1 Σχόλιο

  1. Αναγνώστης
    16 Μαρτίου 2024 at 19:18 — Απάντηση

    Σίγουρα θα είναι μια ξεχωριστή βραδιά με την εκλεκτή ποιήτρια και συγγραφέα κα Νόνη Σταματέλου (δικαίως τη χαρακτήρισε η φιλόλογος κα Διουνυσία Μαργαρίτη «μικρόσωμο Δαβίδ» που χρησιμοποιεί τις λέξεις «σαν χειροβομβίδες» τόσο στον ποιητικό λόγο όσο και στη διήγηση) .
    Την ποιήτρια που εμπνέει καλλιτέχνες με τα ποιήματα της και γίνονται πίνακες ζωγραφικής (αναφέρω την αείμνηστη σπουδαία Λευκαδίτισσα ζωγράφο Σοφία Βλάχου– Πρωτόπαππα -τη ζωγράφο των περιβολιών και των ελαιώνων, των μελαγχολικών αγγέλων, των κοριτσιών με τα λευκά φορέματα και το θαλασσινό βλέμμα, με εικόνες από τα ποιήματά της κας Νόνης Σταματέλου –έκθεση ζωγραφικής με θέμα: «Λόγος και Χρώμα σε Φως Θαλασσινό» ,το ζακυνθινό ζωγράφο κ.Μπάμπη Πυλαρινό -έκθεση ζωγραφικής Σημεία ονείρων με κείμενα της ποιήτριας κ.α).
    Στις ποιητικές της συλλογές ,διηγήματα ,σκέψεις , προβληματισμούς , υπομνήσεις , σχολιασμούς …. αποκαλύπτεται ….το μεγαλείο ευαισθησίας της.. η λεπταίσθητη έμπνευση της γιατί αφού…. «στη μαθητεία της σιωπής ασκήτεψε τα μεσημέρια….αφού έχει φυλάξει ένα χρυσό πουγκί χαμόγελα για τους πικραμένους… τα παιδικά ακρογιάλια, τη μάνα , τη Λευκαδίτισσα με το ποντάλι και το κεφαλοπάνι ….. «γράφει και σκίζει τα φύλλα της καρδιάς της».
    Το χωριό της λειτουργεί στην ψυχή της , την καθορίζει ,την εμπνέει…. Την εμπνέει το σπίτι που μεγάλωσε, οι δρόμοι, το σχολειό στα Καλυβάκια, η κατάνυξη στην εκκλησία…, οι άνθρωποι.., η θάλασσα, τα χωράφια.
    Δικαίως γράφτηκε πως ….
    «Είναι ολοφάνερη η πατρίδα της Νόνης. Έρχεται απ’ τη θάλασσα… Η διαμαρτυρία της μοιάζει με της φώκιας το κλάμα κι όχι με το κρώξιμο των μαύρων πουλιών που την τρομάζουν κι άλλοτε πάλι μοιάζει με το πέταγμα του γλάρου. ..
    …Είναι φωτεινή κοπέλα που τραγουδά σαν την μικρή Αντιγόνη του Γ. Σεφέρη. Είναι μια Σαπφώ στ’ ακροθαλάσσι μαγεμένη …απ’ τα πελάγη και τα νησιά τους …. που τραγουδά τους καημούς του καθενός μας…».
    Ανάμεσα στα διηγήματα που με συγκλόνισαν ..από το βιβλίο της κας Νόνης Σταματέλου “Το βαπόρι και άλλες ιστορίες” , είναι οι «Λευκαδίτισσες μάνες»…
    «Μεγάλωσα ανάμεσα σε γυναίκες με μαντήλι κι ήταν καθοριστικό αυτό για την αγιοποίησή τους στα παιδικά μου μάτια.
    Φιγούρες τραγικές ή καλές νεράιδες, θλιμμένες Παναγίες ή ηρωίδες του μόχθου σε τοπίο σημερινό, σε τοπίο χθεσινό, σκιές κινούμενες εκεί που το φως παίζει με το σκοτάδι κι ο θάνατος με τη ζωή.
    Στο μυαλό και την ψυχή μας παίρνουν διαστάσεις μυθικές. Για μας που τις βλέπουμε χρόνο με το χρόνο να λιγοστεύουν και μαζί να λιγοστεύει κι η παιδικότητά μας. Γιατί οι μανάδες, όσο ζουν, είναι ασπίδες που μας προστατεύουν από τον θάνατο. Μετά περνάμε εμείς μπροστά. Και, χωρίς μάνα, ζητάμε αλλά δε βρίσκουμε πουθενά τη χαμένη παιδική μας ηλικία. Και σοβαρεύουμε κι ασχημαίνουμε, σαν δεν μπορέσουμε να κλέψουμε στις μνήμες μας λίγη ομορφιά και νιότη.
    Σημαδεμένες απ’ τον πόνο της ξενιτιάς, του Χάρου, το ξεροβόρι, την «τσέντζερη», το «δεμάτι», τη «βαντάκα» και συχνά την αγνωμοσύνη για το δρόμο του μαρτυρίου που περπάτησαν, για να μας μεγαλώσουν.
    Η ιεροπρέπεια του μαντηλιού κάνει τη Λευκαδίτισσα μάνα να ‘ρχεται στον ύπνο μας και να μην ξέρουμε στ’ αλήθεια, αν είναι η δική μας μάνα ή η Παναγιά. Και να ξυπνάμε απ’ τ’ όνειρο λυτρωμένοι απ’ τα δάκρυα, για τη ζέστη απ’ το χνώτο τους που νιώσαμε στο μάγουλό μας.
    Οι Λευκαδίτισσες μάνες, οι πονεμένες και περήφανες! Που είχαν πάντα ένα μυστικό για να μοσχοβολάει το χωριό απ’ το «μπριάμι», την «κουλούρα», το «παλαμίδι» ή την «μαριδόπιτα». Γεύσεις και μυρωδιές από έναν χαμένο παράδεισο που νοσταλγούμε στην άγευστη και πλαστική μας ευωχία.
    Σήμερα προβάλουν δειλά στην εκκλησιά, πόσο λιγόστεψαν, θαρρείς πως ξέφυγαν από σκιαθίτικο τοπίο σμιλεμένες ευλαβικά απ’ τη μοναδική γραφίδα του Παπαδιαμάντη».
    Στις «πολιτιστικές εκδηλώσεις» του Αυγούστου-τον Αύγουστο προγραμματίζει πια η Ελλάδα την παραγωγή πολιτισμού!-ζωντανά κατάλοιπα φολκλόρ για την αλλοτριωμένη σύγχρονη ματιά, παροπλισμένες, μα αξιοπρεπείς, ντυμένες στα καλά τους, με το «φουστάνι»,τη «σπαλέτα»,το «ποντάλι»και τις «μπόκολες».Η φούστα-μπλούζα που χαριτολογώντας υιοθέτησαν στην καθημερινότητά τους απ’ την «πρόοδο»των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχει θέση στα γιορτινά.
    Το «κανάλι»και το «κεφαλοπάνι» δεν είναι για μας που τις αγαπάμε απλά ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες, ορίζουν αυθεντικές παρουσίες, οριοθετούν πολιτισμικά μεγέθη, δυσέυρετα και μοναδικά.
    Κι’ αναζητάμε στη ζωή και στ’ όνειρο, μικρά ενθύμια, εικόνες μακρινές, πλάνα από κόσμους με καλαισθησία και ποιότητα, απλότητα κι’ αρχοντιά. Ένα ασπρισμένο πεζούλι κι’ ένα προσκέφαλο στο χειμωνιάτικο ήλιο, μια τσέτζερη κρύο νερό κατακαλόκαιρο στα μυριστικά της μικρής αυλής…Μια γλάστρα σγουρό βασιλικό που φύτεψαν με τα χεράκια τους, για να μας στείλουν ένα κλαράκι στο γράμμα…κι’ κείνο το κλαράκι αρκούσε πάντα για να ευωδιάσει το φοιτητικό μας δωμάτιο, οι δρόμοι κι’ η ψυχή μας.
    Η βαθιά νοσταλγία μας τις εξιλεώνει, αυτές που φύγανε κι’ αυτές που φεύγουν…
    Οι μορφές τους λειτουργούν στη συνείδησή μας πάνω και πέρα απ’ το κακό. Ο σοφός τους λόγος ξαφνικά γίνεται νόμος ,θυμίζει χαμένες αξίες. Αξίες που, μεγαλώνοντας ολοένα και πιο πολύ αναζητάμε, καθώς συχνά αισθανόμαστε άβολα, παρατηρώντας αμήχανα την τουριστική φρενίτιδα που ισοπεδώνει μέρη αγαπημένα, έχοντας άλλους νόμους. Οι αντιστάσεις λιγοστεύουν, των ανθρώπων και της φύσης, μπροστά στις επιταγές των καιρών, καθώς το παλιό αμπελάκι κι’ ο ελαιώνας παραδίνονται άνευ όρων στον αδυσώπητο νόμο της οικοπεδοποίησης, του εύκολου κέρδους.
    Με το βλέμμα θολό αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμά στα «Καλυβάκια», πασχίζουμε ν’ αντισταθούμε στη λήθη. Κι’ η Λευκαδίτισσα μάνα ξέρει τον τρόπο κι αποτελεί πηγή αστείρευτη, είτε είναι ακόμα ανάμεσά μας, είτε χαμογελάει με σιγουριά απ’ την αντίπερα όχθη…».

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.