HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΟ μπάρμπα Θανάσης ο «Κουφάκιας» και η θειά Ζαΐρω

Ο μπάρμπα Θανάσης ο «Κουφάκιας» και η θειά Ζαΐρω

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Από τις πιο μεγάλες μορφές της παλιάς Λευκάδας ήταν ο μπάρμπα Θανάσης ο Λαβράνος, με το παρατσούκλι «Κουφάκιας».
Δεν ξέρω αν αυτό το παρατσούκλι του ταίριαζε, γιατί ούτε καν κουφός δεν ήταν, ίσα ίσα που έπαιζε και μουσική. Ήταν μουσικός στην μπάντα της Φιλαρμονικής της Λευκάδας κι έπαιζε το πιο μεγάλο όργανο, μια τεράστια τούμπα ενώ ήταν αυτός που έδινε το μπάσο στην μπάντα.

Το μαγαζί του μπάρμπα Θανάση ήταν εκεί που είναι σήμερα το Μαρτίνι. Είχε μια ξύλινη πόρτα που ήταν βαμμένη με ασβέστη και ένα μεγάλο τρίφυλλο ξύλινο παραθύρι που άνοιγε σε δύο κομμάτια δεξιά και αριστερά. Στον τοίχο, στο άνοιγμα αυτό, υπήρχε χτισμένη μία φου -φου που έκαιγε κάρβουνα.

Ο ίδιος είχε τεράστιες σωματικές διαστάσεις, όχι όμως ως προς το ύψος, αλλά ως προς το πλάτος. Ήταν κοντόχοντρος και πολύ αργός στις κινήσεις του. Η λευκή ποδιά που φορούσε πάντα, τόνιζε την τεράστια κοιλιά του. Όλη την ημέρα ήταν πάνω από μια μεγάλη κατσαρόλα και ανακάτευε με μια μεγάλη κουτάλα τον περιβόητο πατσά του, που μόνο αυτός ήξερε να κάνει τόσο νόστιμο. Στο λαιμό του είχε δεμένο ένα μαντίλι που μάζευε τον ιδρώτα που έτρεχε σαν ποτάμι. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι από τη θερμοκρασία των κάρβουνων και τους υδρατμούς της κατσαρόλας, σκούπιζε κάπου κάπου, με την ανάποδη του χεριού του τον ιδρώτα που τον ενοχλούσε ενώ ταυτόχρονα ξεφυσούσε με δύναμη αέρα για να απαλύνει τον πόνο από το κάψιμο του ζεστού πιάτου που κράταγε στα χέρια του μέχρι να το αφήσει στο τραπέζι.

Οι πεινασμένοι πελάτες περίμεναν με το ένα χέρι στο κουτάλι και το άλλο στη φέτα του ψωμιού, που το έκοβαν σε μικρές μπουκιές «φέτες» και το έριχναν μέσα στο ζουμί κάνοντας έτσι την περιβόητη παπάρα. Στην κυριολεξία βέβαια δεν την έτρωγαν αλλά τη ρουφούσαν, κάνοντας ένα παράξενο σφύριγμα που συνοδευόταν από τα χτυπήματα των κουταλιών στα πιάτα που άδειαζαν. Μέχρι να πεις κύμινο μερικοί είχαν φάει ήδη και δεύτερο πιάτο και συνέχιζαν μέχρι να σκάσουν.

Το τραπέζι που κάθονταν όλοι αυτοί, ήταν ξύλινο, μακρόστενο (περίπου τρία μέτρα), βαμμένο με γκρι λαδομπογιά και τοποθετημένο στη μέση του μαγαζιού με τη μία του πλευρά προς τον τοίχο. Καρέκλες δεν υπήρχαν παρά μόνο δύο μεγάλοι ξύλινοι πάγκοι που έπιαναν από τη μία ως την άλλη άκρη.

Εκεί ξεκουράζονταν και ταυτόχρονα έπαιρναν το κολατσιό τους οι Λευκαδίτες καθώς και πολλοί άλλοι ταλαίπωροι χωριάτες που ξυπνούσαν από τα άγρια χαράματα και φόρτωναν τα άλογα τους ή τα γαϊδούρια τους για να κατέβουν στη χώρα να πουλήσουν τα λίγα αγροτικά τους προϊόντα ή να κάνουν τις δουλειές τους.

Στη δουλειά, πάντα τον βοηθούσε αμίλητη η γυναίκα’ του η Θεία Ζαΐρω, που κοιτούσε τα πάντα και τους πάντες με μια χαμηλή ματιά που έσφαζε, αλλά ποτέ δεν μιλούσε.

Κάθε μέρα η θεία Ζαΐρω έπαιρνε τις πατσές που αγόραζε ο μπάρμπα Θανάσης φτηνά από τους χασάπηδες και τις πήγαινε για πλύμα στην βρύση του Μαρκά. Εκείνη την εποχή τα μαγαζιά δεν είχαν ούτε νερό, ούτε ρεύμα αλλά ούτε και τουαλέτες.

Υπήρχαν πολλοί που χαρακτήριζαν βρώμικο τον πατσά του Κουφάκια αλλά παρόλα αυτά όλη η Λευκάδα είχε φάει έστω και μια φορά τον πατσά του, άλλος σε πιάτο, άλλος σε μπακράτσι. Ήταν όμως και πολλοί οι πελάτες του μπάρμπα Θανάση που έστελναν τα παιδιά τους με μπακράτσια. Αυτός τους τα γέμιζε με μια μεγάλη κουτάλα από το μεγάλο καζάνι, που ήταν στο παράθυρο του μαγαζιού.

Γύρω στις δέκα το πρωί που ότι είχε βράσει ο κόκκινος πατσάς του Κουφάκια, έστελναν τα παιδιά που είχαν ξεσκολίσει για τις καλοκαιρινές τους διακοπές και περίμεναν στη σειρά για να τους γεμίσει το μπακράτσι με μία η δύο δραχμές πατσά με ντομάτα για να κολατσίσουν κάτω από την κληματαριά κάνοντας συγχρόνως και τις δουλειές τους.

Ήταν πολλοί αυτοί που δεν ήθελαν να καθίσουν στον ξύλινο πάγκο του μαγαζιού επειδή σιχαίνονταν να φάνε στα πιάτα που έπλενε η θεία Ζαΐρω. Ήταν ένα θέαμα τρελό. Πρώτα άδειαζε όλα τα λίπη και τα ζουμιά μαζί και μετά τα ψωμιά που περίσσευαν από το πατσά μέσα σε ντενεκέδες και κάθε μέρα που γέμιζαν τους μάζευε ο μπάρμπα Βαγγέλης ο «καλόγερος», που ήταν φίλος και πελάτης του μπάρμπα Θανάση και τους μετέφερε με την ξύλινη καριόλα του, που είχε μια σιδερένια ρόδα και από το πολύ βάρος έτριζε περίεργα.


Όλοι στη γειτονιά ήξεραν αυτό τον θόρυβο, ο οποίος ήταν σήμα ότι περνούσε η καριόλα του «καλόγερου» για να πιάσουν πολλές γειτόνισσες τη μύτη τους από τη μυρωδιά που έκαναν τα υγρά του πατσά στους ντενεκέδες που από τα τραντάγματα στις λακκούβες του χωματόδρομου πιτσιλούσαν δεξιά και αριστερά, άσχετα αν έμεναν σε μια γειτονιά που ήταν κοντά στην μούτελη, που πολλές φόρες μύριζε πιο άσχημα ακόμα και από τα αποφάγια.

Κάπως έτσι λειτουργούσε η ανακύκλωση στην Λευκάδα εκείνα τα χρόνια.

Έτσι λοιπόν ο μπάρμπα Βαγγέλης έσπρωχνε την καριόλα του μέχρι το κτήμα του στις αλυκές και μ’ αυτά τα αποφάγια τάιζε τα γουρούνια του και μετά τα πουλούσε στους σαλαμιτζίδες το φθινόπωρο, Η θεία Ζαΐρω καθισμένη σε ένα σκαμνάκι σε μια γωνιά του μαγαζιού έπλενε τα πιάτα με ένα παράξενο τρόπο. Έπαιρνε και έπλενε το πιάτο μέσα σε ένα καζάνι με καυτό νερό και δεν χρησιμοποιούσε σφουγγάρι αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Είχε όμως ένα ξύλο και πάνω του δεμένο ένα πανί που το βουτούσε μέσα στο καζάνι με το ζεστό νερό και αυτό ξέπλενε το πιάτο από τα λίπη χωρίς απορρυπαντικό, μετά το ξέβγαζε σ’ ένα άλλο καζάνι με κρύο νερό και τα έβαζε σε μια άκρη για να τα βρίσκει εύκολα ο μπάρμπα Θανάσης. Όλη αυτή τη δουλειά την έκανε πάντα αμίλητη ενώ πολλοί λίγοι ήταν αυτοί που είχαν ακούσει την μιλιά της.

Έχει αξία αυτή η περιγραφή για να καταλάβετε τους κανόνες υγιεινής εκείνης της εποχής, μιας και στα μαγαζιά τότε δεν υπήρχαν ούτε τουαλέτες αλλά ούτε και βρύσες με νερό όπου θα μπορούσε κάποιος να κάνει την λάντζα της κουζίνας.

Βέβαια το σημαντικότερο ήταν, ότι ήταν τόσος φτηνός ο πατσάς σε μια εποχή που στη Λευκάδα βασίλευε η φτώχεια. Να σημειώσω ότι τότε δεν υπήρχαν μαγαζιά με τυρόπιτες και σουβλάκι. Μάλιστα δεν έβλεπες κανέναν να τρώει στον δρόμο όπως σήμερα, ενώ κάτι τέτοιο ήταν μεγάλη ντροπή, ενώ ποτέ κανείς δε έτρωγε το κολατσιό του στο παζάρι αλλά στη γειτονιά του.

Αυτό μπορούσαν να το κάνουν μόνο τα μικρά παιδάκια, τα οποία τα έβλεπες να έχουν στα χέρια τους μια φέτα ψωμί με νερό και ζάχαρη ή με λάδι και πάστα «πελτέ» ή μια φέτα αλειμμένη με χοιρινό λίπος και ζάχαρη ακόμα και το «Βιτάμ» δεν είχε ανακαλυφθεί.

Το μαγαζί του μπάρμπα Θανάση του Κουφάκια έχει μείνει θρυλικό γιατί τότε ήταν το πιο γνωστό μαγαζί της Λευκάδας. Το ήξερε όλο το νησί, μικροί και μεγάλοι. Ήταν το μαγαζί που ήταν συνδεδεμένο με το σλόγκαν ότι ένας καλός και νόστιμος πατσάς δεν πρέπει να είναι και πολύ καλοπλυμένος γιατί τότε δεν έχει νοστιμιά..

Προηγουμενο αρθρο
Στην Νίκη Λευκάδας η Ντάνι Σπηλιώτης
Επομενο αρθρο
Και το όνομα αυτής Lefkada Dream (?!)