HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΈχε το νου σου στο παιδί

Έχε το νου σου στο παιδί

Γράφει η Κατερίνα Γ. Καββαδά*

Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πάντα συμβουλές… Μερικές φορές το μόνο που χρειάζονται είναι ένα χέρι για να κρατηθούν… ένα αυτί να τους ακούσει …και μιά καρδιά που να μπορεί να τους καταλάβει! (Μικρός Πρίγκιπας)

Ο Γκιόργκι μαθητής της δευτέρας Γυμνασίου ήταν ένα όμορφο παλληκάρι με μεγάλα, μελαγχολικά μάτια. Στο σχολείο πήγαινε πεντακάθαρος και φρεσκοσιδερωμένος και όλοι σχολίαζαν ότι «η μητέρα του θα πρέπει να είναι πολλή νοικοκυρά». Ήταν «το παιδί του τελευταίου θρανίου δίπλα στο παράθυρο…» και όσες φορές η διευθύντρια περνούσε από το τμήμα, τον έβλεπε να «χαζεύει» έξω.  Oι ματιές τους  αντάμωναν και το βλέμμα του ήταν ανεξιχνίαστο. Δεν έκανε φασαρίες. Απλά δεν παρακολουθούσε! Έμοιαζε να ταξιδεύει, σα να μην τον αφορούσαν,  όσα γίνονταν στην τάξη του και γύρω του.

Μετά από ένα παρόμοιο οπτικό αντάμωμα η διευθύντρια τον φώναξε στο γραφείο της. Πήγε κρατώντας στάση αμυντική. Άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει. Ούτε χαιρέτισε… Μόνο με συγκρατημένη επιθετικότητα ρώτησε:

-Μα δεν σας έκανα τίποτα, κυρία.. Γιατί με καλέσατε;

-Γι΄αυτό σε κάλεσα παιδί μου! Επειδή δεν έκανες τίποτα.., αποκρίθηκε χαμογελώντας η διευθύντρια κι εκείνος άνοιξε τα εκφραστικά του μάτια  διάπλατα.

-Δεν καταλαβαίνω.., ψέλλισε.

Του έδειξε το κάθισμα, τον κέρασε ένα σοκολατάκι ΙΟΝ και  διατηρώντας οπτική επαφή μαζί του,  για ν΄ αποτυπώσει τυχόν αντιδράσεις του ανέκφραστου προσώπου του, είπε με ήρεμη, τρυφερή φωνή:

-Γκιόργκι κάθε φορά που περνώ από το τμήμα σου, παρατηρώ ότι η ματιά σου είναι περιπλανώμενη στην αυλή. Στην αρχή υπέθεσα ότι πιθανόν να μη σ΄ ενδιαφέρει το μάθημα. Συζητώντας όμως με τους καθηγητές σου όλοι συμφώνησαν ότι μόνο το σώμα σου είναι στο τμήμα. Απ΄ ότι είδα δεν έχεις απουσίες, δεν δημιουργείς προβλήματα και θα ήθελα να ρωτήσω αν σου συμβαίνει κάτι. Αν σε απασχολεί κάτι που θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε….

-Πετάχτηκε σαν ελατήριο επάνω  και  με σκληρή σα λάμα φωνή απάντησε: Είμαι καλά κυρία. Δε συμβαίνει απολύτως τίποτα. Απλά βαριέμαι… Και τώρα αν δε με θέλετε κάτι θα ήθελα να γυρίσω στο τμήμα μου.

-Βαριέσαι Γκιόργκι ή δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τα μαθήματα; Γιατί αν υπάρχουν κενά μπορείς να γραφτείς στα μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας….

-Όχι κυρία. Απλά βαριέμαι!

-Γι΄ αυτό θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, ώστε να μη χαθεί η χρονιά;

-Δε θα χαθεί κυρία, σας το υπόσχομαι.

-Καλά Γκιόργκι. Κρατάω την υπόσχεση σου και θέλω να θυμάσαι ότι η πόρτα του γραφείου μου θα είναι ανοιχτή για σένα, αν ποτέ χρειαστείς κάτι….

-Ευχαριστώ κυρία, είπε με κάποιο εκνευρισμό και ήταν φανερό ότι αδημονούσε να φύγει.

Δεν τον εμπόδισε αλλά εκείνα τα θλιμμένα και παράλληλα φουρτουνιασμένα μάτια την κυνηγούσαν.

****

Πέρασαν μέρες. Τον παρακολουθούσε διακριτικά. Δεν έκανε παρέα με τους συμμαθητές του παρά  μόνο με ένα νεοφερμένο Ρωσάκι από μετεγγραφή, αρκετά ζωηρό είναι αλήθεια, με το οποίο κάθονταν στο ίδιο θρανίο. Ήταν αταίριαστοι.  Ο ένας κοκοράκι, καυχησιάρης, με δυνατά γυμνασμένα μπράτσα πείραζε συνέχεια τα κορίτσια και  ο Γκιόργκι αμίλητος, ανέκφραστος σαν κλαράκι στον άνεμο. Το παγωμένο πρόσωπο του την τρόμαζε και σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να εισχωρήσει στο τείχος της σιωπής του.

Χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο λόγο που θα δικαιολογούσε την κίνησή της, κάλεσε τη μάνα του στο σχολείο. Εκείνη ζήτησε το ραντεβού να είναι ώρα μαθήματος, γιατί ο γιος της απαγόρευε να πάει στο σχολείο. Την περίμενε με ανυπομονησία. Η διαίσθησή της φώναζε:  «Εδώ κάτι συμβαίνει… Εδώ κρύβεται ηφαίστειο! Κάνε κάτι..».

Στο γραφείο μπήκε μια γυναίκα ακαθορίστου ηλικίας, παχύσαρκη, αλλά με λαμπερά, μαύρα μάτια, ίδια με του γιου της.  Ήταν πεντακάθαρη, με ατημέλητη εμφάνιση. Το πρόσωπό της ήταν ρυτιδιασμένο, τα μαλλιά  άβαφα, τα  χέρια   ταλαιπωρημένα με νύχια  σπασμένα, τα ρούχα  πολυκαιρισμένα. Φαινόταν διστακτική και φοβισμένη.

Η διευθύντρια την κέρασε καφέ για να δημιουργηθεί φιλικό κλίμα και της εξήγησε τι συμβαίνει. Ζήτησε να συνεργαστούν, ώστε ο μικρός να βγει από την απάθεια του. Η μητέρα απρόσμενα έβαλε τα κλάματα. Της πρόσφερε χαρτομάντηλα. Στιγμές αμηχανίας μέχρι να επιβληθεί στον εαυτό της και ύστερα άρχισε η εξομολόγηση.

«Είμαστε οικονομικοί μετανάστες από την Βουλγαρία. Μας παρότρυναν συγγενείς και ήρθαμε στη χώρα σας με τον άντρα μου και τον  μεγαλύτερο γιο μου. Ήμασταν δουλευταράδες και βρήκαμε γρήγορα δουλειά. Εγώ σαν καθαρίστρια σ΄ ένα κατάστημα και ο άντρας μου σαν εργάτης στις οικοδομές. Δουλέψαμε σκληρά και καταφέραμε να αγοράσουμε ένα μικρό διαμέρισμα. Όχι τίποτα σπουδαίο, μα για εμάς είναι σημαντικό να έχουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας… Εκεί γεννήθηκε ο μικρός μου με διαφορά δέκα χρόνων από τον αδερφό του.

Όταν λείπαμε για δουλειά ο μεγάλος προστάτευε το μικρότερο και μεταξύ τους είναι δεμένοι  κι ας είναι μακριά. Το σπίτι μας γέμισε με αγαθά που δεν είχαμε δει ποτέ στην πατρίδα, όμως  έλλειπε η χαρά. Δεν είχαμε χρόνο να ξεκουραστούμε, να παίξουμε με τα παιδιά, να ανταλλάξουμε μια επίσκεψη με φίλους. Η ζωή μας ήταν δουλειά- σπίτι- νοικοκυριό και λίγη τηλεόραση. Η κάθε μέρα ίδια με την προηγούμενη.  Έτσι τα παιδιά μας βγήκαν κλειστοί χαρακτήρες, όπως ο πατέρας τους ο οποίος μιλούσε πάντα λίγο και αφού φύγαμε από τον τόπο μας, μίλαγε ακόμα λιγότερο. Στο σπίτι μας οι μόνες φωνές που ακούγονταν ήταν της τηλεόρασης!

Ο άντρας μου πέθανε ξαφνικά πριν τρία χρόνια, μέσα στο σπίτι, μπροστά στα παιδιά  κι εγώ έμεινα μόνη να δουλεύω και να στηρίζω δυο παιδιά οικονομικά και ψυχολογικά κι ας είμαι μέσα μου κομμάτια. Τότε ο μεγάλος μου γιος έφυγε στην Αγγλία με κάποιους συγγενείς κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Εκεί βρήκε δουλειά και σπουδάζει συνάμα. « Δεν μπορεί να ζήσει άλλο στο σπίτι μας…» λέει. Έχει δυο χρόνια να έρθει Ελλάδα και μας λείπει πολύ. Τηλεφωνιόμαστε συχνά αλλά θα ήταν αλλιώτικα αν ήταν μαζί μας, γιατί ο μικρός θα είχε περισσότερη καθοδήγηση και προστασία κι εγώ θα ήμουν πιο ήσυχη, γιατί είμαι «αγράμματη» και  δεν ξέρω πως να τον συμβουλέψω. Εμείς αλλιώς μάθαμε στη χώρα μας, εσείς είσαστε αλλιώς εδώ..Εκεί τα παιδιά σέβονται ακόμα τους γονείς και κάνουν ότι λένε οι μεγαλύτεροι. Εδώ κάνουν τα παιδιά κουμάντο. Πολλές φορές δεν καταλαβαίνω τι θέλει το παιδί μου, ούτε πως σκέφτεται κι έτσι δε μπορώ να το βοηθήσω… Εσείς φαίνεστε καλός άνθρωπος. Βοηθείστε τον όσο μπορείτε να μη χάσει τη χρονιά του, γιατί τρέμω μην παρατήσει το σχολείο και τι θ΄ απογένει μετά; Δε θέλω να έχει την ίδια τύχη μ΄εμάς…».

Της υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει το γιο της όσο μπορούσε και η μάνα έσκυψε να της φιλήσει τα χέρια, η διευθύντρια όμως τα τράβηξε και αυθόρμητα την έκλεισε στην αγκαλιά της.

Την επομένη συζήτησε με την ψυχολόγο του σχολείου και αποφάσισαν να κάνουν μερικές παρεμβάσεις στα τμήματα με βιωματικά σεμινάρια ενδυνάμωσης και αυτοβελτίωσης. Έτσι με αφορμή τον Γκιόργκι θα μπορούσαν να βοηθηθούν κι άλλα παιδιά με παρόμοια προβλήματα.

Τα παιδιά συμμετείχαν μ’ ενθουσιασμό. Οι καθηγητές ευαισθητοποιήθηκαν, η οπτική άλλαξε, οι ψυχές άγγιξαν η μια την άλλη,  όταν  προβλήματα τόσο της εφηβείας όσο και οικογενειακά αναδύθηκαν στην επιφάνεια. Οι συζητήσεις στο Σύλλογο και στα πηγαδάκια έπαιρναν φωτιά. Η σχολική κοινότητα άρχισε να προβληματίζεται. Δάσκαλοι και γονείς συνειδητοποίησαν ότι καλούνται να ξαναγίνουν μαθητές, αν θέλουν να συνεχίσουν να ρίχνουν γέφυρες στα παιδιά τους. Η κοινότητα συνειδητοποίησε ότι με παλιά υλικά, με φθαρμένα εργαλεία δεν μπορεί να κτιστεί και να στεριώσει ο νέος κόσμος, που με ταχύτητα φωτός ερχόταν να κυριαρχήσει. Σε πολλούς έγινε συνείδηση ότι το παιδί δεν μπορεί να είναι μόνο ένας αριθμός καταλόγου, ένας αριθμός μητρώου αλλά μια ξεχωριστή οντότητα που αν ο δάσκαλος δε σκύψει με σεβασμό στην ψυχή του να δει λίγο από το μέσα του, δεν θα μπορέσει να αγγίξει το μυαλό του. Δύσκολο μια ταραγμένη ψυχή έφηβου να δεχτεί την πολλές φορές παρωχημένη γνώση και την ξύλινη γλώσσα ενός δασκάλου που έχει μείνει πίσω από την εποχή του. Και τότε το σχολείο άνοιξε τις πόρτες του στον έξω κόσμο και βγήκε εκτός των τειχών… Η κάθε μέρα έμοιαζε με γιορτή…

Είχε περάσει αρκετό διάστημα, όταν πάνω στο γραφείο της η διευθύντρια βρήκε μια χάρτινη τσάντα. Μέσα υπήρχε ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με σπιτικό χυμό ρόδι και ένα μπωλ με ρώσικη σαλάτα που πιο νόστιμη δεν είχε δοκιμάσει ποτέ. Το σημείωμα έγραφε

«Εφχαριστο. Μάνα Γκιόργκι». Την πήρε τηλέφωνο για ευχαριστίες και της έστειλε τη θετική της σκέψη. Οι ευχές της μάνας  και η κίνησή της την είχαν συγκινήσει. Δεν την είχαν συνηθίσει σε δώρα οι γονείς των παιδιών, είναι αλήθεια!

Αναπλάθοντας στο νου τη συνάντησή τους, με αφορμή τα πεσκέσια, θυμήθηκε κάποιες λεπτομέρειες στις οποίες δεν είχε εστιάσει, γιατί είχε παρασυρθεί από τη συγκίνηση της μάνας. Έδιωξε τις αρνητικές σκέψεις αυτοσαρκαζόμενη: «Τα πολλά αστυνομικά αναγνώσματα σε κάνουν να βλέπεις παντού δράκους, καημένη. Μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, ξεριζωμένη από τον τόπο της είναι, η οποία αναγκάστηκε   να είναι μάνα και πατέρας στα παιδιά της θάβοντας τα προσωπικά της θέλω».

****

Κόντευε να ξεχάσει το γεγονός. Ήδη είχε τελειώσει το πρώτο τετράμηνο, ο μικρός είχε αρχίσει να φέρνει τετράδια και βιβλία, κάποιες φορές  συμμετείχε στο μάθημα, έγινε μέλος  της ομάδας περιβαλλοντικής αγωγής και συμμετείχε στη δράση της δεντροφύτευσης της αυλής, όπως και στη δημιουργία διακοσμητικών με αποξηραμένα άνθη τα οποία θα τα πουλούσαν στο σχολικό μπαζάρ, όταν η εφημερεύουσα καθηγήτρια τον έφερε στο γραφείο, γιατί είχαν πιαστεί στα χέρια  με το Ρωσάκι, τον μοναδικό του φίλο.

Παρά τις προσπάθειες δεν κατάφεραν να εκμαιεύσουν  το λόγο της σύγκρουσης. Οι μαθητές τιμωρήθηκαν και γράφτηκαν στο ποινολόγιο, όμως από εκείνη την ημέρα ο Γκιόρκι από ήσυχο ποταμάκι είχε γίνει άγρια θάλασσα. Δεν υπήρχε μέρα που να μην «επισκεφθεί» το γραφείο. Η Διευθύντρια δεν ήξερε τι να κάνει… Ζήτησε καθοδήγηση από τις ψυχολόγους του σχολείου και όχι μόνο, μίλησε με τον υπεύθυνο Παιδαγωγικής Ευθύνης αλλά οι συνταγές τους δεν πετύχαιναν..

Σαν αναλαμπή της ήρθε να καλέσει στο γραφείο το Ρωσάκι για να το ψαρέψει. Κι εκείνο ήταν λαλίστατο μετά την απειλή νέας αποβολής, γιατί θα έμενε από απουσίες.

– Δε φταίω κυρία. Δεν συγκρουστήκαμε για κάτι κακό. Τελευταία ο φίλος ήταν πολύ θυμωμένος με το σπίτι του και απειλούσε ότι θα κάνει κακό στον πατριό του κι εγώ προσπαθούσα να τον συγκρατήσω..Έλεγε όλο απειλές κι εγώ φοβόμουν μην τις κάνει πράξη και μετά καταστρέψει τον εαυτό του

– Και γιατί παιδί μου δεν ήρθες να μου μιλήσεις; Ίσως μπορούσα να βοηθήσω;

-Δεν μπορούσα να προδώσω το φίλο μου κυρία, ούτε ήθελα να τιμωρηθεί!

– Μα δεν θα τον τιμωρούσαμε.. Θα τον βοηθούσαμε! Και ίσως προλαβαίναμε και τις άλλες τιμωρίες..Και τώρα για πες μου για τις απειλές του; Τι κακό θέλει να κάνει στον πατριό του;

– Δεν σας ξέρω κυρία κι εγώ δε λέω μυστικά των φίλων. Δεν είμαι ρουφιάνος.

Παρά τα παρακάλια της, λέξη δεν πήρε παραπάνω από το φίλο του Γκιόρκι, όμως ο νεαρός ανέβηκε αρκετά στα μάτια της. Αντίθετα θύμωσε με  τη μητέρα του Γκιόργκι που της απέκρυψε ότι είχε ξαναπαντρευτεί.

Γιατί να μου  το κρύψει, άραγε ; Ντρεπόταν  ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;» αναρωτιόταν και το θέμα το συζήτησε με μια φίλη ψυχολόγο. Κι εκείνη έδωσε την εξήγηση ότι: «Για να το αποκρύψει η μητέρα μάλλον πρέπει ο καινούργιος γάμος να είναι προβληματικός…».

Η διευθύντρια με διάφορες αφορμές  καλούσε συχνά τον Γκιόρκι να μιλήσουν, ιδιαίτερα όταν τον έβγαζαν οι καθηγητές έξω από το μάθημα, γιατί δημιουργούσε εντάσεις και περιφέρονταν σαν χαμένο κουταβάκι.

Κατέβαλλε προσπάθειες να τον κερδίσει και να τον ηρεμήσει, χωρίς όμως να γνωρίζει και πολύ περισσότερο να υποπτεύεται, τους δαίμονες που κυριαρχούσαν στη ζωή και στην ψυχή του.

Την ημέρα της αποκάλυψης ο μικρός από νωρίς έκανε σαν βουρλισμένο άλογο. Φώναζε, έβριζε τους συμμαθητές του, πρόσβαλλε καθηγητές, όμως κανείς δεν μπορούσε να τον τιθασεύσει.

Τον πήγαν στο γραφείο για τιμωρία κι ο Σύλλογος ήταν έξαλλος, γιατί θεώρησαν ότι η διευθύντρια τον προστατεύει. Όλοι ζητούσαν ομόφωνα να απομακρυνθεί  από το σχολείο. Η διευθύντρια παρ΄όλο που ένιωσε φοβερή μοναξιά έχοντας όλο το Σύλλογο απέναντι, τους δικαιολογούσε. Είχαν τα δίκια τους οι συνάδελφοι, όμως η εμπειρία της είχε δείξει ότι η αλλαγή περιβάλλοντος δεν είναι λύση για το παιδί. Απλά θα έριχνε  το μπαλάκι σε κάποιον άλλον διευθυντή, που ώσπου να προσεγγίσει το μαθητή ίσως να ήταν αργά για τον έφηβο. Όχι δεν ήθελε να  τιμωρήσει τον Γκιόρκι. Ήθελε να μάθει και να βοηθήσει, γιατί ο πατέρας της την είχε μάθει ότι «σε όποιον κινδυνεύει να πνιγεί, πρέπει να ρίχνουμε σωσίβια». Γνώριζε ότι η τιμωρία δεν ήταν το φάρμακο για να ηρεμήσουν εκείνα τα φουρτουνιασμένα μάτια του Γκιόργι. Μόνο αν  κέρδιζε την εμπιστοσύνη του θα μπορούσε να λύσει το γρίφο. Γνώριζε τη δύναμη του λόγου κι έψαχνε για εκείνες τις λέξεις που θα άνοιγαν την παιδική ψυχούλα.  Πες πες χτύπησε φλέβα και ο μικρός πετάχτηκε από την καρέκλα σαν τρελός φωνάζοντας: «Θα τον σκοτώσω. Εγώ θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Αν ξαναπειράξει τη μάνα μου, θα τον σκοτώσω».

Η διευθύντρια τρελάθηκε. Ποιον θα σκοτώσει ένα δεκατετράχρονο παιδί με τα ίδια του τα χέρια; Τι ήταν αυτό που τον έφερε σ΄αυτή την τραγική κατάσταση; Ποιος «πείραζε» τη μάνα του;

Ένα χάδι στα μαλλιά ήταν αρκετό για να τον κάνει να ξεσπάσει σε κλάμα ασυγκράτητο και να βγάλει από μέσα του, όσα τον έπνιγαν. Οι λεπτομέρειες τελικά που είχε εντοπίσει η διευθύντρια δεν ήταν επιστημονική φαντασία. Έκρυβαν πληγές βαθιές. Πράγματι ο πατέρας του παιδιού είχε πεθάνει. Εκείνο όμως που δεν είπε η μάνα ήταν ότι ο πατέρας δεν άντεξε τη μοναξιά της ξενιτιάς και τις άλλες ψυχολογικές δυσκολίες κα βρήκε διέξοδο στα ναρκωτικά. Πέθανε από υπερβολική δόση μπροστά στα μάτια των παιδιών του κι αυτή ήταν η αιτία που ο μεγάλος γιος πήρε των ομματιών του και ξενιτεύτηκε. Έφυγε να λυτρωθεί από τους εφιάλτες του. Δεν έγινε όμως τίποτα για να λυτρωθεί ο μικρός. Δεν του προσφέρθηκε καμιά ψυχική στήριξη και η παιδική ψυχούλα ήταν γεμάτη θλίψη και θυμό. Η οικονομική δυσπραγία, οι στερεότυπες αντιλήψεις, η άγνοια, ή έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος επέβαλλαν στη μάνα τη σιωπή. Μια σιωπή που έγινε βρόγχος για  την ίδια, τα παιδιά της και ίσως το νέο της σύντροφο. Η επαναστατικότητα του νέου ήταν μια κραυγή για όσα κρύβονταν μέσα στην οικογένεια του. Το ουρλιαχτό του που ακουγόταν απειλητικό ήταν μια κραυγή βοήθειας… κι έτσι έπρεπε να ερμηνευθεί.

Αλήθεια πώς να ενδιαφερθεί ο νεαρός μαθητής για τους σοφούς του κόσμου, όταν η ζωή από νωρίς του έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο; Πως να αντέξει τόσο βάρος ένα εφηβικό κορμί; Πώς να χωρέσει στο εφηβικό μυαλό τόση δυστυχία; Κι ύστερα ο σύντομος γάμος της μάνας του και η υποχρέωση να δεχτεί στο σπίτι ένα νέο πρόσωπο για πατέρα; Πώς να συνηθίσει το νέο πρόσωπο σε τόσο σύντομο διάστημα όταν ακόμα η μυρωδιά του πατέρα του υπήρχε έντονη στο σπίτι; Εκείνο ήθελε ένα χέρι σίγουρο να κρατήσει το δικό του. Μια αγκαλιά να το νανουρίσει και να του διώξει τους εφιάλτες. Όμως η μάνα του έδινε αλλού την αγκαλιά της. Όλη την ημέρα δούλευε, έλλειπε από το σπίτι και το βράδυ η φροντίδα της ήταν για το νέο της άντρα. Φυσικό ήταν να αντιπαθήσει τον πατριό του. Πόσο μάλλον έναν πατριό που έμοιαζε να μην είναι  εντάξει, που δεν συμπύκνωνε τις προσδοκίες του….

Η μάνα του τον τελευταίο χρόνο είχε παντρευτεί μ΄ έναν συμπατριώτη τους, χήρο. Το κίνητρο ήταν λίγο συναίσθημα, περισσότερο ανάγκη οικονομική.  Όμως δεν της φερόταν καλά. Εμφανιζόταν όποτε ήθελε κι εξαφανιζόταν χωρίς δικαιολογία. Όταν επέστρεφε του έκανε σκηνές, εκείνος την έδερνε κι εκείνη έπινε. Ο Γκιόρκι δεν άντεχε να βλέπει τη μάνα του να ξεπέφτει μέρα με την ημέρα και άρχισε να γίνεται προστατευτικός στη μητέρα του κι επιθετικός απέναντι στον πατριό του. Δεν άργησε να΄ρθει η  μέρα που πιάστηκαν στα χέρια. Τότε από τη μάνα του απαίτησε να τον διώξει από το σπίτι τους, φωνάζοντας: «Διάλεξε: ή εμένα ή αυτόν».

Η έρμη μάνα δεν άντεχε όλη αυτή την πίεση. Ο ξεριζωμός, η προσπάθεια να χτίσουν μια νέα ζωή,  τα ναρκωτικά, ο θάνατος του άντρα της, η ξενιτιά του γιου της, η ελπίδα για μια νέα ζωή που έγινε στάχτη, τα προβλήματα εφηβείας του γιου της και οι εφιάλτες που άθελα του έζησε με τον πατέρα του, οι συγκρούσεις με τον πατριό του και τα διλήμματα, ήταν πολύ βαρύ φορτίο για να το αντέξει.

Λύγισε, ένιωσε αδικημένη από τη ζωή, θυματοποίησε τον  εαυτό της  και διάλεξε την αυτοκαταστροφική φυγή, το ποτό, ξεγελώντας τον εαυτό της ότι  «δεν είναι καταστροφικό, όπως τα ναρκωτικά». Κουράστηκε να παλεύει με το άγχος, τις φοβίες, τις εμμονές τις δικές της και των κοντινών της ανθρώπων κι έγινε επιρρεπής στο ποτό  για να μη σκέφτεται κι ας γνώριζε ότι οδηγείται σ΄ έναν αργό αυτοαφανισμό. Βυθίζονταν στην άβυσσο, ενώ το μόνο που ήθελε το εσωτερικό της παιδί ήταν λίγη προσοχή, λίγη αγάπη, λίγη επιβράβευση.

Από τότε που ένιωσε τον εαυτό της πάλευε, για να βελτιώσει τη ζωή κάποιου καλύπτοντας τις ελλείψεις του κι εκείνη ζούσε μέσα από τους άλλους. Τους  γονείς, τα παιδιά, τους δυο άντρες της και ξέχασε ότι υπάρχει κι εκείνη. Πίστευε ότι η σωτηρία της θα προκύψει έχοντας έναν αντρικό ίσκιο πάνω από το κεφάλι της, γιατί έτσι έμαθε. Έτσι τη δίδαξαν ότι χωρίς αντρική παρουσία δίπλα της είναι ανεπαρκής. Γενιές προγόνων δίδασκαν «ο ίσκιος του άντρα είναι η δύναμη της γυναίκας».. Μόνο που δεν την έμαθαν να διαλέγει «ίσκιο», γιατί ήταν παγιωμένη η αντίληψη και όχι μόνο  στον τόπο της ότι «άντρας να΄ναι κι ας είναι από ξύλο»

Πίστευε λοιπόν ότι με την απόλυτη υποταγή και την αέναη προσφορά θα εξασφάλιζε τον ίσκιο για εκείνη και το παιδί της.  Κάλυπτε τις ελλείψεις των άλλων και άφησε ακάλυπτο τον εαυτό της  με αποτέλεσμα ο ένας μετά τον άλλον να την εγκαταλείπουν και ο μικρός της γιος, ενώ φώναζε για προστασία και αγάπη, εκείνη δεν μπορούσε να τον στηρίξει, γιατί οι φτερούγες της ήταν λαβωμένες.

Επειδή «οι καιροί ου μενετοί» στρατολογήθηκαν, όσοι μπορούσαν να βοηθήσουν αποτελεσματικά. Ο έφηβος κινδύνευε και ο κίνδυνος δεν ήταν ο πατριός του. Πριν λοιπόν οδηγηθεί σε δρόμους χωρίς γυρισμό, δυο έμπειροι ψυχολόγοι προσφέροντας το «πλοίο»  έπεισαν μάνα και γιο να ξεκινήσουν το μακρύ «ταξίδι της αυτογνωσίας». Σ΄ αυτή τη φάση το μοναδικό φάρμακο που θα βοηθούσε να βγουν από τον αυτοκαταστροφικό κύκλο, να  μάθουν να διαχειρίζονται δύσκολες καταστάσεις, να πιστεύουν στον εαυτό τους, να τον στηρίζουν και να αλληλοϋποστηρίζονται, ήταν η εξατομικευμένη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, γιατί «Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν» όπως έλεγε ο πατέρας της σύγχρονης Ιατρικής Ιπποκράτης.

(ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)

Η Κατερίνα Καββαδά γεννήθηκε στο Μεγανήσι Λευκάδας.Έχει σπουδάσει Δημόσια Διοίκηση στην ΠΑΝΤΕΙΟ Σχολή και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Τα τελευταία χρόνια είναι διευθύντρια σε ΓΕΛ. Άρθρα της είναι δημοσιευμένα σε τοπικές εφημερίδες και ιστολόγια. Δειλα δειλά προσπαθεί να καταπιαστεί με τον πεζό λόγο. Κείμενά της εμπεριέχονται στο λαογραφικό βιβλίο «Ρωγμές στο χθες».  Το μυθιστόρημα «Κατάδυση στην ψυχή» αποτέλεσε την πρώτη της συγγραφική απόπειρα και είναι υπό έκδοση.

Προηγουμενο αρθρο
Έλεγχοι για την πρόληψη της παραβατικότητας στα Ιόνια Νησιά
Επομενο αρθρο
Νέα Υόρκη - αύρα Λευκάδας στο Long Island. Παρουσίαση του βιβλίου «Πέρα από τον ορίζοντα»

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.