HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΒασίλης Τσιτσάνης: Οι μνήμες και οι λαχτάρες του λαού μας

Βασίλης Τσιτσάνης: Οι μνήμες και οι λαχτάρες του λαού μας

Η πορεία του Βασίλη Τσιτσάνη από το απαγορευμένο μαντολίνο του πατέρα του μέχρι την κορυφή του λαϊκού τραγουδιού

Σπανιότατη περίπτωση καλλιτέχνη ο αρχηγός του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού,  Βασίλης Τσιτσάνης που γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα και πέθανε ίδια ημέρα, 69 χρόνια αργότερα, στις 18 Ιανουαρίου 1984, σε νοσοκομείο του Λονδίνου.

Έγραψε, μελοποίησε και τραγούδησε για τη χαρά, τη λύπη, τα ντέρτια και τον έρωτα κι έγινε έτσι ο βιογράφος πολλών γενεών του ελληνικού 20ου αιώνα καταγράφοντας τη ζωή με τρόπο άμεσο, απλό και ταυτόχρονα σπάνιο.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.1.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Γιος τσαρουχά

Λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, η Έλενα Χουζούρη και «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 22ας Ιανουαρίου 1984 μεταφέρουν αφηγήσεις του ίδιου του Τσιτσάνη στον Γιώργο Χατζηδουλή:

«Ο πατέρας μου ήταν Ηπειρώτης όπως και η μάνα μου που λεγόταν Βικτωρία το γένος Λάζου. Πρέπει να ήρθε ο πατέρας μου στα Τρίκαλα γύρω στα 1900.

Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και πολύ φτωχός. Τσαρουχάς στο επάγγελμα και πολύ μερακλής στη δουλειά του…Ο πατέρας μου λοιπόν είχε ένα παλιό μαντολίνο που το έπαιρνε και άπαιζε όταν σκόλαγε από τη δουλειά του ή όταν είχαμε γιορτές«

Η αφετηρία

«Μας είχε απαγορεύσει στα παιδιά του, να πιάνουμε την μαντόλα. Δεν ήθελε ν’ ασχοληθούμε με τη μουσική. Λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου έπιασα στα χέρια μου για πρώτη φορά το όργανό του.

»Ήμουνα 12 χρονών κι όχι παραπάνω. Συνέβη κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω ακόμα. Σαν κάτι να με τράβαγε κοντά στο όργανο αυτό, κατί να με τραβούσε κοντά στη μουσική…Έκανα πολύ καιρό εγώ να φτιάξω μουσική.

»Έβγαζα τα μάτια μου για να φτάσει σωστά στα χέρια μου ό,τι έβγαινε από την ψυχή μου. Υπήρχε βράχος που έπρεπε να σπάσω για να περάσω.

Έτσι γίνονται τα τραγούδια: Εγώ για να γράψω ένα τραγούδι όπως το ήθελα πέταγα εκατό.

Όσες κι αν κουραζόμουνα είχα φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό μου…Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. Ξενύχτια αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση, για να γίνουν τα τραγούδια όπως έγιναν… Ό,τι βγαίνει από την καρδιά σου πρέπει να φτύσεις αίμα, να βάλεις εκεί πάνω την ίδια τη ζωή σου και έτσι μόνο θα τη δώσεις στον κόσμο προς τον οποίο έχεις τόσες πολλές ευθύνες….

Στην Αθήνα

Στα τέλη του 1936, επί δικτατορίας Μεταξά πλέον, ο Βασίλης Τσιτσάνης φτάνει στην Αθήνα. Όπως αναφέρει «ΤΟ ΒΗΜΑ»: «Όχι για να γίνει τραγουδιστής μουσικός ή κάτι τέτοιο αλλά για να σπουδάσει Νομικά. Νοικιάζει ένα δωματιάκι και προσπαθεί να τα φέρει βόλτα.

»Πανάκριβες οι σπουδές τότε και μαζί με το μπουζούκι κάπου του έχει κολλήσει του Τσιτσάνη και ο κοινωνικός τίτλος “Δικηγόρος” τον οποίο αρχίζει να κυνηγάει. Αλλά ένα κυνήγι μάταιο αφού αυτός ήταν κάπου άλλου. Γιατί πώς να περπατάς και να τραγουδάς τις συννεφιασμένες Κυριακές και τις Δευτέρες να διορθώνεις δικόγραφα. (…)

Ο Βασίλης Τσιτσάνης έξω από το ουζερί του στη Θεσσαλονίκη

»Το 1938 τα Νομικά ακολουθούν το δρόμο τους κι ο Τσιτσάνης το δικό του, εκεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη.

“Όσα τραγούδια έγραψα στη Θεσσαλονίκη, στην κατοχή, τα γραμμοφώνησα μετά την απελευθέρωση, όταν ξανάνοιξαν τα εργοστάσια δίσκων. Σ’ όλη την κατοχή όμως τα παίζαμε και τα τραγουδούσαμε στο ουζερί μου. Είχαν γίνει επιτυχίες πριν ακόμα γίνουν δίσκοι.“Τα άκουγε και τα μάθαινε όλη η Αθήνα, ο Πειραιάς όλη η Ελλάδα από τους ναυτικούς, τους εμπορούς, τους μαυραγορίτες που πηγαινοέρχονταν τότε στη Σαλονίκη και πέρναγαν από το μαγαζάκι μου. Να γιατί λέω ότι η Θεσσαλονίκη και το ουζερί μου στην Παύλου Μελά σημάδεψαν την καριέρα μου στο τραγούδι”

»Από το 1946 το οδοιπορικό του θα μεταφερθεί οριστικά στην Αθήνα. Και συμπίπτει μ’ αυτό της Μαρίκας Νίνου. Ο Τσιτσάνης δεν πολυμίλησε ούτε στην αυτοβιογραφία του με γλώσσα κοινή για τις γυναίκες.

»Τι να ΄λεγε άλλωστε όταν όλα τάχε πει με τα τραγούδια του; Και για την Νίνου λοιπόν το μόνο που κατόρθωσε να κοινωλογήσει ήταν για την καλή της φωνή. Τάλλα περίττευαν. Τά ‘ξερε μόνος αυτός κι αυτή, κι αυτό έφτανε και περίσσευε.

»Η Νίνου θα πεθάνει. Ο Τσιτσάνης ουσιαστικά δεν την αντικατέστησε ποτέ. Βέβαια παντρεύτηκε, δούλεψε και μ’ άλλες φωνές – η γεύση όμως της απουσίας της Νίνου του είχε μείνει».

Το αντίο στον Τσιτσάνη

Το αντίο του Μίκη Θεοδωράκη στον Βασίλη Τσιτσάνη, μέσω της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», την επομένη του θανάτου του, αποτυπώνει πλήρως ποιος ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης και ποια αξία του για την ελληνική κουλτούρα.

«Ο Βασίλης Θεοδωράκης ήταν ο μεγαλύτερος δημιουργός λαϊκών τραγουδιών στη χώρα μας. Τα τραγούδια του ταυτίστηκαν με τη ψυχή, τις μνήμες και τις λαχτάρες του λαού μας. Έγιναν μια από τις κύριες εκφράσεις της σύγχρονης καλλιτεχνικής του μεγαλοφυΐας.

»Χωρίς τον Τσιτσάνη η σημερινή Ελλάδα θα ήταν διαφορετική. Θα ήταν φτωχότερη. Τώρα που τον χάσαμε για πάντα η αλήθεια αυτή γίνεται κάθε μέρα και περισσότερο αληθινή.

»Σε εποχή συγχύσεων, παρακρούσεων, παραμορφώσεων και νεφελωμάτων το τραγούδι του Τσιτσάνη μας δίνει το μέτρο, το φως, την ευγένεια και το ήθος της μεγάλης ψυχής του λαού μας.

»Το τραγούδι του Τσιτσάνη είναι η Ελλάδα και όσο θα υπάρχουν Έλληνες ο Τσιτσάνης θα ζει μαζί τους».

Πηγή: https://www.tovima.gr/

Προηγουμενο αρθρο
Εορταστική Ημερίδα για τη Γιορτή των Αγίων Τριών Ιεραρχών με θέμα: Η Βία ως νόσος του Προσώπου...
Επομενο αρθρο
Λευκάδα: Αίσιο τέλος στην αναζήτηση της 54χρονης κολυμβήτριας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.