HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΖητείται ηλεκτρολόγος!

Ζητείται ηλεκτρολόγος!

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Όλοι έψαχναν έναν ηλεκτρολόγο…

Έτσι λοιπόν, μόλις έφτασε ο κυρ Παντελής  και είδε όλους αυτούς να περιμένουν, σήκωσε τα μεγάλα φρύδια του, στράβωσε τα μούτρα του, έριξε και ένα φελέκι τριζάτο μέσα από τα δόντια του κοιτώντας ενοχικά την εκκλησιά, άναψε ένα τσιγάρο, έθνος κόκκινο βαρύ, για να του περάσει ο πόνος,  αλλά τι να κάνει, έπρεπε να μπει  και αυτός στην σειρά  μαζί με τους άλλους και να περιμένει.

Η όψη του παλιού εργοστασίου  είχε αλλάξει, οι δυο μπροστινοί όροφοι είχαν εξωραϊστεί  και είχαν  βαφτεί σε ένα γκρι χρώμα η μεγάλη μαύρη σειρήνα που ήταν βιδωμένη στο έδαφος,   στο αριστερό μέρος της μεγάλης φαρδιάς σκάλας στην  είσοδο του κτηρίου, είχε αφαιρεθεί , τα τσιμεντένια τραχιά σκαλοπάτια  είχαν ντυθεί με λευκό μάρμαρο και στα πλαϊνά της σκάλας  δεξιά και αριστερά δυο μεγάλα μάρμαρα  με κλίση προς τα κάτω έμελε να γίνουν δυο σούπερ  γλίστρες  για μας τα παιδιά.  Κάθε φορά που περνούσαμε από εκεί ρίχναμε και ένα γλίστρημα στα  κλεφτά, κοιτάζοντας με τη άκρη του ματιού μας  αν μας βλέπουν οι υπάλληλοι  από τις δυο τζαμαρίες που ήταν δεξιά και αριστερά της κεντρικής πόρτας.


Κτίριο παλιάς ΔΕΗ, ένα οπό τα πρώτα κτίρια με μεταλλικό σκελετό στην Ελλάδα, φωτογραφία Χαρά Παπαδάτου, 1975

Μια  μπρούτζινη  καλογυαλισμένη  πλάκα  ήταν κολλημένη  στην αριστερή πλευρά της εισόδου.  «ΔΕΗ»  πρακτορείο Λευκάδας,  έγραφε με μαύρα γράμματα και ένας κόκκινος κεραυνός περνούσε κάθετα την λέξη.      

Το  ξύλινο κάρο  είχε  δώσει την θέση του στο νέο πορτοκαλί  φορτηγάκι  αυτοκίνητο, που κι αυτό έγραφε «ΔΕΗ» στις δυο πόρτες του. Αυτό  θα έτρεχε πλέον  για τις νέες συνδέσεις και  βλάβες μεταφέροντας καλώδια και τεχνικούς  σε όλη την πόλη .

Μεγάλο έργο το φράγμα του Λούρου  και για το πόσο μεγάλη δύναμη είχε το ρεύμα,  όλοι μιλούσαν για αυτό με δέος και φόβο, δεν ήταν σαν αυτό που είχαν από το παλιό εργοστάσιο, αυτό σκότωνε, ήταν 220 βολτ, πολύ δυνατό, κάρβουνο μπορούσε να σε κάνει,  θέλει  μεγάλη προσοχή!  Το ρεύμα δεν είναι παίξε γέλασε, άμα το πιάσεις σκοτώνει, λίγο να το αγγίξεις,  πας κατευθείαν στου Σ’ μίλα,  δεν βλέπεις τον κεραυνό που έχει για σήμα, έλεγε ο άλλος, άσε που δεν υπάρχουν και πολλοί ηλεκτρολόγοι!

 Γιατροί έχουν καταντήσει… πιο εύκολα βρίσκεις γιατρό παρά αυτούς, το χτικιό έχω βγάλει να  τον κυνηγάω! Μέχρι να μου βάλει το φως αυτός ο μάστορας με πέθανε. Αυτά άκουγε και κουνούσε το κεφάλι του ο κυρ Παντελής σκεφτόταν τα δικά του τα χάλια, όλο το σπίτι κόσκινο τρύπες από εδώ τρύπες από εκεί για περάσουν τα καλώδια.   

Κάθε σπίτι και μια ηλεκτρολογική εγκατάσταση,  στις γειτονιές της πόλης  έτρεχαν και δεν έφταναν οι μάστορες  και οι νεόφυτοι βοηθοί τους   από τις σχολές του Ασημάκη. Κάθε σπίτι στην γειτονιά περίμενε την σειρά του. Οι λίγοι  ηλεκτρολόγοι της πόλης που ήταν μετρημένοι  στα δάχτυλα  του ενός χεριού, αλλά και οι νέοι  ηλεκτρολόγοι που δούλευαν στην  ΔΕΗ στα κρυφά, όταν δεν είχαν υπηρεσία, είχαν φτιάξει τα δικά τους συνεργεία και  είχαν πέσει στην μάχη του εξηλεκτρισμού της πόλης  με το αζημίωτο βέβαια. Οι φημισμένοι ηλεκτρολόγοι της εποχής ήταν κατά πρώτον οι παλιοί μηχανικοί:  Θεόδωρος Νησιώτης,  Ντίνος  Δεσύλλας κι    Σπύρος Πετρόπουλος.

Ηλεκτρολόγοι της ΔΕΗ υπήρξαν: ο Θανάσης Ρομποτής, ο Γιάννης ο Μπαμπάρος ο Χρήστος  Πολυμέρης, ο Νικηφόρος Γεωργάκης, ο Αντρέας Κοκκόλιας.

Σαν ιδιώτες δούλευαν: ο Γιώργος  Λευκαδίτης κατά κόσμο  Γρουσούζης,  Καραβοκύρης Κώστας, Σπύρος Κατωπόδης ή Μπέμπης,  Σπύρος  Λάζαρης ή  Κούνος, Ζώης Κούρτης ή Μήλαρης, και ο Γεράσιμος Πολίτης ή  Μπλάλας…

Αν ξεχνάω κάποιους ας με συμπαθάνε, μυαλό είναι αυτό…

Ο Γιώργος  Λευκαδίτης,  βέρος Λευκαδίτης, γεννημένος την γειτονιά  του Πουλιού, αγαπητός σε όλους τους   δεν προλάβαινε τα ραντεβού από σπίτι σε σπίτι.  Τόσα σπίτια είχε ηλεκτροδοτήσει  και  η γνώμη του βάραινε,   για το που θα έβαζε διακόπτες ντουί και πρίζες.  Έτσι και αλλιώς τα σπίτια ήταν όλα ίδια, χαμηλά και  ξύλινα. Με ένα μαύρο  μολύβι έγραφε και σημείωνε σύμβολα και νούμερα -που μόνο αυτός ήξερε να διαβάζει και οι βοηθοί του- πάνω στους τοίχους και στα κασώματα από τις πόρτες,  όπου τέλος πάντων τον βόλευε, για να ξέρουν  από πού να περάσουν τα καλώδια,  να καρφώσουν  διακόπτες και πρίζες,  που  να τρυπήσουν  με το καλέμι και την  βαριοπούλα λάτρα πάντα τα τρέμοντα και τους τσίγκους.

Το λ’πόν άρχιζε να λέει, αφού πρώτα είχε πιει τον καφέ του και είχε καταπιεί  ένα γλυκό του κουταλιού για τα καλορίζικα, έχουμε και λέμε,  ένα φως στο πόρτγο, νταξ;  ένα στην τραπεζαρία πάνω από το τραπέζι που θα τρώτε και αργότερα άμα κονομήσετε και κανα φράγκο να βάλ΄τε κι ένα πολύφωτο. Θα βάλουμε και  ένα διακόπτη δίπλα στην πόρτα απέναντι απ΄ το τραπέζι που τρώτε  για να φτάνει το καλώδιο να σιδερώνεις με την άνεση σου, άμα αγοράσεις κάνα ηλεκτρικό σίδερο  και εκεί κοντά στην πίσω πόρτα να βάλουμε μια μπρίζα για να βάλεις  ένα  ηλεκτρικό ψυγείο όποτε μπορέσεις… Ένα φως στην κουζίνα και μια μπρίζα  κοντά στο πετρογκάζ για να μπορείς να βάλεις και μια ψηστιέρα. Θα σ’ βάλω ένα φως στην κρεβατοκάμαρα  με ένα διακόπτη στην πόρτα, μια πρίζα και ένα αλερετούρ που θα  κρέμεται  στην σιδερένια κοκέτα πάνω από το κεφάλι σου, θα το πατάς και θα ανάβει το φως  σε μια  ώρα ανάγκης. Θέλεις μια μπρίζα για το ραδιόφωνο  δίπλα στο κομοδίνο,  ένα φως στο καμπινέ που θα τ’ ανάβεις από όξου. Θα βάλουμε  ένα γλόμπο  γυάλινο οξ’ από την πόρτα στην αυλή  για να βλέπ’τε το βράδυ και θα μπούνε όλα ψ’λά για να μην μπορούνε τα παιδιά να φτάνουν το ρεύμα. Είναι επικίνδυνο το ρεύμα θέλει μεγάλη προσοχή μην πάθουνε καμιά ηλεκτροπληξία και έχουμε  ντράβαλα!

 Μακριά τα παιδιά απ’ το ρεύμα δεν είναι  παίξε γέλασε, εντάξει λ’πόν, αύριο το πρωί θα έρθουμε να το φκιάσ΄με. Να τα’ χεις μεριάσει τα πράγματα κυρά Τούλα να κάμομε τη δ’λειά μας…

 Τι να κάμει κι η κυρά Τούλα, υπάκουσε στις εντολές του μάστορα… όλα αυτά τα άκουγε σαν συνταγή γιατρού και ονειρευόταν  ηλεκτρικά σίδερα, ψυγεία, ψηστιέρες και ειδικά εκείνο το πώς το έλεγε ο κυρ Γιώργος,  το  αλερετούρι,  δεν το είχε ξανακούσει, αλλά άμα άναβε  το φως, επιτέλους δεν θα κατούραγαν τα βράδια στο κανάτι  που ήταν κάτω από το κρεβάτι μέσα στο σκοτάδι μιας και ο καμπινές ήταν έξω από το σπίτι.   Θα σιδέρωνε και αυτή με  ηλεκτρικό σίδερο και δεν θα ξανάναβε εκείνη την παλιομασίνα που είχε φάει τα νιάτα της με  τα κάρβουνα και της άφηνε και γάνες στα μοσχοβολημένα από την αλισίβα  ασπρόρουχα της, άσε που θα έκανε και τέλειες τσακίσεις στα παντελόνια  του νοικοκύρη.

Καλά, άμα αγόραζαν και ψυγείο ηλεκτρικό σαν αυτά που είχε στην βιτρίνα ο Βαντώρος,  θα είχε και  κατάψυξη, θα έφτιαχνε και αυτή παγωτό τα καλοκαίρια, σαλάμι με μπισκότα και κακάο, και  με εκείνο το κουτάκι το Μόρφατ και ζαχαρούχο γάλα Βλάχας παγωτό, σαν αυτό  που έφτιαχνε  η αδελφή της  στη Αθήνα.

Θα είχε κρύο νερό  χειμώνα καλοκαίρι,  παγωμένα φρούτα και  δεν θα μύριζε ξανά  η ασημαλοιφή  που περνούσε ο νοικοκύρης  της το ψυγείο του πάγου κάθε Πάσχα στην αρχή του καλοκαιριού  αφήνοντας  μυρωδιά  σε όλα τα φαγητά και στο νερό… Θα είχε και ραδιόφωνο δίπλα στο κομοδίνο,  στο κρεβάτι θα άκουγε τις πρωινές εκπομπές, την Μικρή  πικρή μου αγάπη, την Τζέην Έηρ , το σπίτι των ανέμων, το θέατρο της Δευτέρας,  τα βράδια  τις αφιέρωσης με την φωνή της Ζωής  στον σταθμό του Ορφέα τις γιορτές, τα νέα μας ταλέντα τα μεσημέρια της Κυριακής και η «Κολούμπια παρουσιάζει»  με το «συννεφιασμένη Κυριακή» πρώτο τραγούδι…

Άμα είχε και ψηστιέρα καλά!  Και τι δεν θα έφτιαχνε,  παστίτσια, ψητά κοτόπουλα με πατάτες και δεν θα έτρεχε στον φούρνο του μπάρμπα Ανδρέα του Μπελέλη  κάθε λίγο και λιγάκι. Όμως όλα αυτά ήθελαν και λεφτά!  Μεροδούλι μεροφάι δούλευε ο άντρας της για να μεγαλώσουν τα δυο παιδιά τους. Πολλές φορές έκανε και δυο και τρεις  δουλειές μαζί για να τα φέρουν βόλτα.   Έχει ο Θεός σκέφτηκε και χαμογέλασε σβήνοντας τις εικόνες από το μυαλό της… όνειρα είπε μέσα της,  χαιρετώντας καλοσυνάτα  τον Γιώργο που έφευγε,  γνέφοντας του, στο καλό.    

Φορτωμένο  το ποδήλατο του Γιώργου τίγκα, από το τιμόνι μέχρι την πίσω σκάρα,  λεπτούς μολυβένιους σωλήνες που μέσα τους θα  περνούσαν τα μαύρα μπλε και κίτρινα καλώδια. Στο τιμόνι του ποδηλάτου δεξιά και αριστερά περασμένες  οι  πολύχρωμες κουλούρες  με τα καλώδια μια δερμάτινη  τσάντα  κρεμασμένη  στο τιμόνι διακόπτες, πρίζες, ντουί, κατσαβίδια, σφυριά, πένσες και ο Γιώργος ήρεμος  με το τσιγάρο αναμμένο πάντα στο στόμα του έκανε πεταλιές.

Με το συνεργείο  του είχαν  φτιάξει τα πιο πολλά σπίτια   και μαγαζιά  της πόλης.  Όλα  τα καλώδια επιφανειακά, όλα καρφωμένα στον τοίχο και στις πόρτες,  ένα νέο επάγγελμα  ξεκινούσε  στην πόλη,  ηλεκτρολόγος απ’ τις  σχολές Ασημάκη που στεγάζονταν  στου Μπίλα το κτήριο  στην Νεάπολη. Σπούδαζαν πολλά παιδιά εκεί… εργοδηγοί,  μηχανικοί αυτοκινήτων και ηλεκτρολόγοι. Είχε ήδη ωριμάσει ο χρόνος για τους τελευταίους να δοκιμάσουν την τέχνη τους…

Συνεχίζεται

Προηγουμενο αρθρο
Εκλογές στην Ρουμανία
Επομενο αρθρο
Λιμεναρχείο Λευκάδας: Σχετικά με την έναρξη της ηλεκτρονικής εφαρμογής e-ΔΛΑ

2 Σχόλια

  1. Παναγιωτης Σκληρος
    23 Νοεμβρίου 2020 at 19:08 — Απάντηση

    Εξαιρετικο και οχι μονο..
    Φεξης ειν αυτος!!
    Μπραβο

    • Αγιομαυριτης
      24 Νοεμβρίου 2020 at 21:33 — Απάντηση

      Η αφηγηματική πένα του Πάνου που αναφέρεται σε πρόσωπα και πράγματα της παλιάς Λευκάδας αριστουργηματική….μπράβο Πάνο Φέξη…. περιμένουμε και άλλα….τα άρθρα σου σχολείο….

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.