HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΗλέκτρα του Σοφοκλέους σε μετάφραση Δημήτρη Τσερέ

Ηλέκτρα του Σοφοκλέους σε μετάφραση Δημήτρη Τσερέ

Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2022, η μετάφραση της αρχαίας τραγωδίας Ηλέκτρα του Σοφοκλέους, του Δημήτρη Τσερέ.

Αντιγράφουμε από τον πρόλογο του βιβλίου:

ΜΙΚΡΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

(Περί μεταφράσεων τραγωδίας)

Όταν αρχίζεις να μεταφράζεις ένα αρχαίο κείμενο, τα ερωτηματικά σου είναι περισσότερα από τις βεβαιότητες. Κι όταν τελειώσεις, τα ερωτηματικά ίσως να ʾναι και περισσότερα από τα αρχικά. Μ’ αυτό βέβαια δεν υπονοώ ότι δεν πρέπει να μεταφράζουμε τα αρχαία. Τα έχουν εξηγήσει αυτά πολλοί και αξιότεροι εμού- οπότε η δική μου συνηγορία περιττεύει.

Μπαίνοντας σ’ αυτή στην περιπέτεια της μετάφρασης, μπαίνεις εκών άκων σε έναν ανταγωνιστικό στίβο: ανταγωνιστές σου είναι οι προηγούμενοι μεταφραστές. Και αφότου μπεις, σημαίνει πως πιστεύεις ότι έχεις κάτι να δώσεις. Οι προηγούμενοι βέβαια είναι πάντα άτυχοι: οι μεταφράσεις γεράζουν εύκολα- ζουν το πολύ ογδόντα χρόνια, μας βεβαιώνει ο Θεόδωρος  Παπαγγελής στην εισαγωγή του στην μετάφραση της Αινειάδας.

Το αν και τι καινούργιο κομίζει η δική μου μετάφραση δεν μπορώ να το πω εγώ. Εγώ μπορώ να πω ποιες είναι οι βασικές σταθερές, επί των οποίων στηρίχτηκε η εργασία μου.

Κατ’ αρχάς τα δεδομένα:

Πρώτον: Το κείμενο είναι το μόνο σχεδόν στοιχείο, που μας σώθηκε από την παράσταση, που παρακολουθούσαν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα, όπως αυτό διασώθηκε κατά την μακραίωνη πορεία του από χέρι σε χέρι αντιγραφέα και όπως βέβαια το έχει αποκαταστήσει η φιλολογική επιστήμη με μύριους κόπους και αρκετές αβεβαιότητες, και το οποίο -ας μη το ξεχνάμε- είναι κείμενο ποιητικό, γραμμένο σε «μέτρο».

Δεύτερον: Δεν γνωρίζουμε –ή γνωρίζουμε ελάχιστα- για το πώς «ακουγόταν» το τραγικό κείμενο την ώρα της παράστασης μέσα στο θέατρο του Διονύσου, αφού βέβαια δεν γνωρίζουμε την προφορά των ελληνικών του 5ου αιώνα. Οι συντριπτικά περισσότεροι (κι εγώ μαζί) αγνοούμε ή γνωρίζουμε πολύ λίγα για τη μετρική, από την οποία ενδέχεται να ωφεληθούν μεταφραστικά οι ελάχιστοι που την ξέρουν -ενδέχεται. Ούτε τη μουσική των χορικών γνωρίζουμε. Επομένως, οι βαρύγδουπες κουβέντες για την «ακριβή αίσθηση» κ.λπ. του τραγικού» λόγου έχουν μια βάση εξαιρετικά επισφαλή: Ο θεατρικός λόγος «ακούγεται». Είναι σαν τη μουσική: αν δεν την «ακούσεις», δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Δεν ωφελεί να διαβάσεις τις παρτιτούρες. Εμείς όμως, βάσει των προαναφερθέντων, μόνο να «διαβάσουμε» μπορούμε (και αυτό με αστερίσκους). Άρα αυτό που ίσως «αισθανόμαστε» (όταν διαβάζουμε ή μεταφράζουμε κείμενο τραγωδίας) ως το «αυθεντικό» είναι πολύ, πολύ προσωπικό -επικίνδυνα προσωπικό. Αυτό, νομίζω, είχε στον νου του ο Σεφέρης, όταν (στην εισαγωγή της μετάφρασης της Έρημης Χώρας του Έλιοτ) κατέληγε στη μελαγχολική αλλά ορθή επισήμανση ότι οι μεταφράσεις μοιάζουν θλιβερά με το πρόσωπο του μεταφραστή.

Τρίτον: Στην αρχαία παράσταση το πρόσωπο είναι κρυμμένο πίσω από τη μάσκα. Κυριαρχεί ο Λόγος και η κίνηση του σώματος. Η καθ’ ημάς υποκριτική τέχνη είναι πολύ διαφορετική: Ένας ακόμα λόγος που δυσκολεύει και το έργο του σημερινού σκηνοθέτη και το έργο του μεταφραστή.

Τέταρτον: Ο χορός, η μήτρα του αρχαίου θεάτρου, είναι στοιχείο άγνωστο στο σύγχρονο θέατρο και τα περιεχόμενα των χορικών δύσκολα συμβιβάζονται με τις σημερινές θεατρικές αντιλήψεις και πρακτικές. Λογικό, επομένως, και ο σκηνοθέτης των χορικών της τραγωδίας και ο συνθέτης, που καλείται να γράψει τη μουσική τους, να βρίσκονται στο κενό και να είναι αναγκασμένοι να χαράξουν εντελώς προσωπικούς δρόμους. Η σύγκριση με την εκκλησιαστική υμνολογία, που –παρά τις όποιες απώλειες ή διαφοροποιήσεις- διάσωσε τους ήχους της, μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε τι χάσαμε: στη «θεατρική παράσταση» της Εκκλησίας τα ψαλλόμενα κείμενα (π.χ. το εμβληματικό τροπάριο της Κασσιανής) ψάλλονται αδιάλειπτα επί αιώνες και οι όποιες απώλειες δεν συγκρίνονται με το γεγονός της –μέσω της αδιάλειπτης αυτής παρουσίας- διάσωσης των ήχων τους. Αν στην άγνοια της μουσικής των χορικών, προσθέσουμε και την άγνοια της όρχησης, τότε οι απώλειές μας επιδεινώνονται.

Από τα δεδομένα στις παραδοχές:

Κάθε μετάφραση τραγικού κειμένου είναι κατ’ ανάγκη θεατρική -πλην εκείνων που προορίζονται για διδακτική χρήση. Τι σημαίνει όμως «θεατρική μετάφραση»; «Η μετάφραση, που γράφτηκε  για το θέατρο», είναι η αυτονόητη απάντηση. Που σημαίνει: Για να «ακουστεί» σε μεγάλο χώρο· όχι απλώς να διαβαστεί. Αν δεν μπορεί να «ακουστεί», τα άλλα παρέλκουν. Δεν γίνεται λοιπόν να μεταφράζεις για το θέατρο, όπως όταν θέλεις να βοηθήσεις κάποιον απλώς να καταλάβει απλώς «τι λέει» το αρχαίο κείμενο.

Για τη θεατρική μετάφραση δεν ισχύει το δίλημμα «πιστή» ή «πλατιά». Η θεατρική μετάφραση είναι και τα δύο. Πώς νοείται αυτό;

Πρώτον: Η θεατρική μετάφραση πρέπει να βρίσκεται όσο πλησιέστερα γίνεται στο αρχαίο κείμενο -τονίζω το «όσο γίνεται»: Εφόσον το κείμενο είναι το μόνο σχεδόν που μας σώθηκε από την παράσταση, που έβλεπαν και άκουγαν οι Αθηναίοι στο θέατρο του Διονύσου, μόνο αυτή η προσέγγιση (υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις) μπορεί να διασώσει κάτι από το βηματισμό, τις ανάσες, ή, πιο παραστατικά, το «ανάγλυφο του πρωτοτύπου» όπως εύστοχα γράφει ο Κ.Θ. Στεφανόπουλος στον πρόλογο της μετάφρασης της Μήδειας

Δεύτερον: Συγχρόνως να βρίσκεται όσο πλησιέστερα γίνεται στη διανοητική και ψυχική αντιληπτικότητα του «μέσου» νεοέλληνα. «Όσο πλησιέστερα γίνεται»: Πρέπει ο θεατής να καταλαβαίνει πλήρως αυτό που ακούει. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, ο μεταφραστής έχει αποτύχει, ανεξαρτήτως των άλλων προσόντων της μετάφρασής του. 

Τρίτον: Δεδομένου ότι ο λόγος της τραγωδίας δεν είναι η καθημερινή ομιλία της Αθήνας του 5ου αιώνα ούτε στο λεξιλόγιο ούτε στη σύνταξη αλλά διαφοροποιείται προγραμματικά από αυτήν, ο μεταφραστής δεσμεύεται απολύτως να μην υπερβεί το όριο, πέρα από το οποίο αρχίζουν οι ποικίλες ευκολίες του καθημερινού λόγου, προς τις οποίες ωθεί και η γνωστή τάση για επικαιροποίηση προσώπων και καταστάσεων. Η μετάφρασή του πρέπει να διαθέτει ρυθμό (όχι αυτόν που παράγει μια συμβατική ομοιοκαταληξία αλλά ρυθμό εσωτερικό, ο οποίος παράγεται  από την «ποιητική» τοποθέτηση των λέξεων μέσα στον στίχο -τοποθέτηση η οποία στην πραγματικότητα είναι μια ενστικτώδης συμμόρφωση στους ποικίλους ρυθμούς της νεοελληνικής μετρικής) και το λεξιλόγιό του πρέπει να είναι συμβατό με το ύφος του μεταφραζόμενου κειμένου: και τα δύο αυτά μπορεί να συναιρεθούν στον όρο «ποιητικότητα». Και για την αποφυγή του αποδεδειγμένα ελλοχεύοντος κινδύνου ο τραγικός λόγος, στον βωμό του «λαϊκού κοινού», να  ξεπέσει στο επίπεδο δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς, οι διανοητικές και ψυχικές κεραίες του μεταφραστή πρέπει να είναι  σταθερά στραμμένες προς εκείνο το «αδρεπήβολον» του Λογγίνου (αποφεύγοντας ταυτόχρονο κάποιες ευξήγητες υπερβολές της ορμητικής εποχής του δημοτικισμού).

Τέταρτον: Η διαφαινόμενη αντίφαση ανάμεσα στο «υψηλόν» του τραγικού λόγου και την ανάγκη του θεατή για «κατανόηση», λύνεται με έντιμους αμοιβαίους συμβιβασμούς. Στην έννοια του «έντιμου συμβιβασμού» περιέχεται και η παραδοχή ότι, όταν μεταφράζεις, αναπόφευκτα πάντα κάτι χάνεις από το κείμενο. Αλλά οι απώλειες δεν μπορεί να είναι ανήκεστες: όπως η άκομψη «επικαιροποίηση» στίχων του αρχαίου κειμένου προς γαργαλισμό ενός συγκεκριμένου κοινού ή, ακόμα χειρότερα, ο ακρωτηριασμός ολόκληρου τμήματος του κειμένου, για να χωρέσει στη θέση του κάποια αμφιλεγόμενη καινοτομία του σκηνοθέτη (όπως η απαγγελία σύγχρονης ποίησης), προς τέρψη ενός πιο (υποτίθεται) «ψαγμένου» κοινού. 

Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν ότι ο μεταφραστής οφείλει να έχει κατακτήσει απολύτως το αρχαίο κείμενο (καλύτερα: «τι λέει το κείμενο») εκμεταλλευόμενος και τον μόχθο των προηγούμενων μεταφραστών και τον θησαυρό των αρχαίων σχολίων. Και να το σέβεται. Η μετάφραση πρέπει οπωσδήποτε να «λέει» αυτά που «είναι γραμμένα» στο κείμενο. Τον πρώτο ρόλο και στο μεταφρασμένο κείμενο τον έχει ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και όχι ο μεταφραστής. Πώς μπορεί να μεταφράσει ένας που δεν καταλαβαίνει το αρχαίο κείμενο; (Προσπερνάω τις γνωστές αερολογίες του τύπου «μόνο οι φιλόλογοι πρέπει να μεταφράζουν;»: αρχαία ελληνικά δεν ξέρουν μόνο οι φιλόλογοι!).  Και πρέπει να την καταλαβαίνει η πλειοψηφία αυτών που θα γεμίσουν την Επίδαυρο ή το Ηρώδειο, χωρίς να ξεπέφτει, όπως προαναφέραμε, σε μαθητική μετάφραση.

Συνοψίζοντας και επιλέγοντας: Το ζήτημα τελικά είναι το πώς θα βαδίσεις, όσο μπορείς πιο ισορροπημένα, στην κόψη του ξυραφιού: ανάμεσα στον σεβασμό του αρχαίου κειμένου, την αντιληπτικότητα του θεατή και την απαίτηση για έναν ακριβή, πυκνό, εύχυμο και έρρυθμο νεοελληνικό λόγο που να προξενεί στον σημερινό θεατή κάποιες από τις διανοητικές και ψυχικές εντάσεις, που (εικάζουμε πως) προκαλούσε στον αρχαίο θεατή…

Προηγουμενο αρθρο
Υπεράσπιση της ζωής – Κατευθύνσεις της ανθρώπινης σκέψης
Επομενο αρθρο
«Euroferry Olympia»: Συνελήφθησαν ο πλοίαρχος και δύο μηχανικοί του πλοίου

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.