HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΑλμυρόφιλα

Αλμυρόφιλα

«Η όψη του χειμώνα στον Άη Γιάννη στους Μύλους σφηνώθηκε στην φαντασία μου ανεξίτηλα. Την αναπολώ με νοσταλγία τώρα στη Αθήνα και συχνά βυθίζομαι στις εικόνες της. Το κλείσιμο της πανδημίας, επώδυνο για άλλους, για μένα που το πέρασα στο νησί, ήταν ξαναβάφτισμα στη φύση που από παιδί ένοιωθα ένα μαζί της».

Της Κλεοπάτρας Δίγκα 

Η όψη του χειμώνα στον Άη Γιάννη στους Μύλους, σφηνώθηκε στην φαντασία μου ανεξίτηλα. Την αναπολώ με νοσταλγία τώρα στη Αθήνα και συχνά βυθίζομαι στις εικόνες της. Το κλείσιμο της πανδημίας, επώδυνο για άλλους, για μένα που το πέρασα στο νησί, ήταν ξαναβάφτισμα στη φύση που από παιδί ένοιωθα ένα μαζί της. Δεν ήταν το τοπίο όπως το ήξερα από το καλοκαίρι, ή κι αυτό που αποσπασματικά ζούσα όταν ερχόμουν κάποια πρώιμη Λαμπρή όταν η άνοιξη μόλις είχε ανοίξει το ματάκι της. Ήταν άλλος τόπος, και τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια, τον έκανα δικό μου. Μετά το μεσημεριανό φεύγαμε με τον Χρήστο για εκεί και πηγαίνοντας τον κύκλο της λιμνοθάλασσας θέλαμε να ρουφήξουμε όλο το τοπίο που έζωνε την πόλη τρία χιλιόμετρα γύρω της. Φορούσα το ζεστό μου άσπρο τζάκετ με την κουκούλα, έσφιγγα το κορδόνι της κάτω από το λαιμό κι ανέβαζα το φερμουάρ ως πάνω. Tα μανίκια είχαν εσωτερικά δεύτερα που έσφιγγαν στους καρπούς και δεν έμπαινε καθόλου ο αέρας μετά τα γάντια. Έτσι προφυλαγμένη μπορούσα να χαίρομαι την ακτή σε όλη της τη χειμωνιάτικη δόξα. Παίρναμε κάτι ζεστό πριν ξεκινήσουμε από μια καντίνα πιο μακριά από την πόλη, στη γέφυρα, στη στροφή του δρόμου, έρημη αυτή την εποχή. Πάντα μου άρεσαν τα απομονωμένα παρακμιακά καφενεία που ζύγωναν λίγοι ντόπιοι, ή περαστικοί, προσωπικές ανακαλύψεις – και σε αυτό ταίριαζαν τα γούστα μας με το Χρήστο. Τώρα ήταν αυτή η καντίνα που την έδερναν οι ανέμοι. Ο νεαρός που την κρατούσε τουρτούριζε.

Έχοντας κατεβάσει τα νάιλον διαφανή φύλλα είχε δημιουργήσει ένα χώρο προστατευμένο με μια ηλεκτρική σόμπα για να μην ξεπαγιάζει ο ίδιος, αλλά και όποιος έμπαινε για να πάρει ένα καφέ ή ένα αχνιστό τσάι. Έξω υπήρχε γύρω μια χαμηλή μαντρούλα με πέτρα που όριζε κάπως τον χώρο, όπου αλώνιζαν πεντακάθαρες φιλικές γάτες. Το καλοκαίρι σέρβιρε κανένα ούζο ή μπύρα με αυτοσχέδιο μεζέ πάνω σε δυο μεγάλα ξύλινα καρούλια που τυλίγουν τα ηλεκτρικά καλώδια τα οποία ήταν εκεί δίκην τραπεζιών. Στις τρύπες που υπήρχαν στη μέση τους σφήνωνε δύο ομπρέλες για σκιά τότε. Τρεις τέσσερεις ψάθινες καρέκλες κι αυτό ήταν όλο. Είχε και μια περίεργη διακόσμηση που κάποια νεανική φαντασία με χιούμορ και φρεσκάδα είχε δημιουργήσει. Ένα παραγεμισμένο μπλουτζίν, δεν ξέρω με τι, και στη θέση των πελμάτων στο κάθε μπατζάκι, περασμένα μαύρα αντρικά παπούτσια. Η όλη κατασκευή ήταν μπηγμένη ανάποδα, με ανοιχτά τα πόδια, προς τα πάνω, εμπρος στο παρτέρι που έζωνε το χώρο. Έμοιαζε με άνθρωπο καρφωμένο με το κεφάλι μέσα στους θάμνους.

Τώρα, με το τσάι στο χάρτινο ποτήρι που μου μισόκαιγε το χέρι, μέσα από το γάντι, άνοιγα το βλέμμα πέρα. Η κορυφογραμμή στο βάθος, ψηλά πάνω από τα χαμηλά σπίτια στη σειρά, στεφάνωνε την εικόνα. Θέλω να την περιγράψω, κι όμως ορμούν στα μάτια μου όλες οι όψεις της που έχω δει σε διάφορες ώρες, με διαφορετικό φως,σε διαφορετική εποχή. Την καθαρότητά της, το κυμάτισμα της γραμμής της, βαθύ μαβί να προβάλει πάνω σε ένα διάφανο αραιό πορτοκαλένιο που ωστόσο ζωήρευε εκεί στο όριο όταν ακουμπούσε πάνω της το απόγευμα. Όμως και με άλλο φως, ερχόταν στο μυαλό μου, να διακόπτουν το περίγραμμά της εδώ και κει ξέφτια από σύννεφα, κι αυτή γκρίζα, να μπερδεύεται μαζί τους πάνω στο φόντο ενός αχνογάλαζου ουρανού. Στην πραγματικότητα είναι λόφοι ανισοϋψείς αλλά στο μάτι μας η απόσταση τους ενώνει σε ένα επίπεδο και έτσι τους προσλαμβάνουμε σαν κάτι ενιαίο, ένα βουνό με μία κορυφογραμμή. Μόνο όταν πέφτουν πάνω τους χαμηλά, αραιά σύννεφα, η ψευδής αυτή κορυφογραμμή διαλύεται, όπως αυτά εισχωρούν ανάμεσα στα χαμηλότερα υψώματα που παρεμβάλλονται. Όμως σημασία δεν έχει η ακριβής τοπιογραφία, αλλά η υπόσταση που παίρνει ο χώρος όπως φτιάχνεται στη φαντασία μας. Αυτή είναι η εικόνα της πόλης που έχει κανείς μπαίνοντας στο νησί με τον δρόμο που περπατάει πάνω στη θάλασσα, έχοντάς την κι απ’ τις δυό πλευρές του. Το βουνό, τα σπίτια καθισμένα στην αράδα στην παραλία στα δεξιά της και τα χαμηλά ξενοδοχεία στα αριστερά που διακρίνονται ανάμεσα στους ιστούς των μικρών ιστιοπλοϊκών αραγμένων στο λιμάνι. Πιο πέρα πίσω τους, ακόμα αριστερότερα, το πυκνό δάσος των ιστών από την νέα μαρίνα. Όλα, μικροκαμωμένα και ήπια.

Έχοντας πάρει το ζεστό μας τσάι, συνεχίζαμε τρέχοντας με το αυτοκίνητο, στο δρόμο που φέρνει γύρω την ρηχή λιμνοθάλασσα, με την πόλη στο βάθος και την θάλασσα που άσπριζε φουρτουνιασμένη στα δεξιά μας, ενώ στο βάθος αχνοφαίνονταν η Πρέβεζα.

Έχοντας πάρει το ζεστό μας τσάι, συνεχίζαμε τρέχοντας με το αυτοκίνητο, στο δρόμο που φέρνει γύρω την ρηχή λιμνοθάλασσα, με την πόλη στο βάθος και την θάλασσα που άσπριζε φουρτουνιασμένη στα δεξιά μας, ενώ στο βάθος αχνοφαίνονταν η Πρέβεζα. Είναι περιττό να ξαναπώ πόσο όλα γύρω μου είναι μια σύνθεση διαφορετικών εικόνων από την πραγματικότητα, εικόνων των ματιών μου, ίδιων και τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, που στο τέλος αυτά τα οπτικά και συναισθηματικά αποσπάσματα γίνονται για μένα η ουσία του τοπίου. Κάτι που ποτέ δεν βλέπουμε όταν επισκεφτούμε ένα μέρος για πρώτη φορά. Τότε αρχίζουν οι εγγραφές που αποκτούνται μόνο με την ζωή σ’ ένα τόπο. Τον βιωμένο τόπο. Εγγραφές που μόνο ο εσωτερικός κόσμος του καθένα μπορεί να πλάθει. Ακριβώς όπως και η σχέση μας με τους ανθρώπους. Όπως μια βραδιά με φεγγαρόφωτο που αποχρωματίζει τα πάντα, δίνοντάς τους εκείνο το ψυχρό μπλε, όταν ο ασημένιος πλανήτης κυλάει πάνω στην κορυφογραμμή, ή μεσουρανεί λαμπρός, ψηλά στο θόλο και ασημώνει τη λιμνοθάλασσα που ακίνητη γίνεται καθρέφτης της μικρής πόλης με τα φώτα της, κίτρινες τελείες, το μόνο χρώμα. Χαρτί με λίγες σταγόνες μελάνι, που το τσάκισες την μέση και πήρες την ίδια εικόνα στο άνοιγμα.

Ήρθε μια μνήμη τώρα, από περασμένα μεσάνυχτα καλοκαιριού, εδώ. Μετά από νυχτερινό ποδήλατο είχα ξαπλώσει στην άμμο, από τη μεριά της ανοιχτής θάλασσας, πάνω σ’ αυτή τη στενή λουρίδα γης όπου μαζί με το δρόμο προστατεύουν το ιβάρι από τα κύματα που έρχονται από πέρα, την Πρέβεζα, ορατή τη νύχτα από την στίλβη των φώτων της. Το νερό είχε λουφάξει εντελώς. Ούτε το σκάσιμο του στην άμμο δεν ακουγόταν. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος, πόσο δεν ξέρω. Ανοίγοντας τα μάτια βρέθηκα σ’ ένα χώρο πέρα από την αντίληψή μου. Όλα είχαν χαθεί. Δεν ήμουν σίγουρη πως είχα ξυπνήσει. Η πόλη και οι συστοιχίες των φώτων της απέναντι, εκεί που έπρεπε να υπάρχουν λογικά, όλα είχαν χαθεί. Ένα πηχτό σκοτάδι είχε τυλίξει τα πάντα, κανένας ήχος ανθρώπινης ζωής δεν ερχόταν από πουθενά. Τα πόδια μου δεν τα έβλεπα. Τέντωσα το μπράτσο μου, ούτε κι αυτό. Είχα εξαϋλωθεί .Τα μαλλιά μου ήταν βρεγμένα σαν να είχα μόλις βγει από το νερό.. Ήμουν στη χώρα της σιωπής και του απόλυτου τίποτα. Σε ποια μεριά ήταν η θάλασσα; πού η ξηρά; Ένοιωσα αυτή η σύγχυση να με γεμίζει με φόβο. Σαν σε εφιάλτη. Άπλωσα το χέρι με την αφή μόνο, να πιάσω το ποδήλατό, το είχα αφήσει να γύρει δίπλα μου στην άμμο όταν ήρθα. Δεν ήταν εκεί τίποτα. Μετά θυμήθηκα, ήταν στην άλλη πλευρά. Το άγγιξα και προσπάθησα να το σηκώσω με το πείσμα του ανθρώπου που θέλει να καταλάβει αν βρίσκεται ακόμα μέσα στο χώρο του ονείρου του και κάνει προσπάθεια να επανέλθει στην πραγματικότητα. Με βίαιο αίσθημα επιβίωσης διέσχισα τυφλά τα λίγα μέτρα που υπέθετα πως με χώριζαν από τον δρόμο κρατώντας το ποδήλατο από το τιμόνι και κατευθύνθηκα με προσανατολισμό προς την αόρατη πόλη που νοητά ήξερα τη θέση της. Τότε από μακριά άκουσα ομιλίες να έρχονται που πλησίαζαν. Αυτό με επανέφερε. Άρχιζα να διακρίνω τις σκιές τους που αναδύονταν μέχρι τη μέση στο σκοτάδι και μεγάλωναν ώσπου διασταυρωθήκαμε. Ήταν παρέα από τρία τέσσερα νέα παιδιά. Κουβέντιαζαν περπατώντας στην άσφαλτο. Συνέχισα έτσι, με τα πόδια μέχρι που αραίωσαν οι γάζες και αχνοφάνηκαν τυλιγμένα στην άλω της υγρασίας τα φώτα στο δρόμο του Κάστρου και της πόλης. . Τόσο ένα αδιαπέραστο σύννεφο είχε κατέβει και καθίσει για λίγο πάνω στο νερό τυλίγοντας τα πάντα. Δεν ήταν ομίχλη αυτό. William Turner εκ του φυσικού ήταν κι εγώ περπατούσα μέσα στο έργο του. Όπως εκείνα τα τοπία της Αγγλίας που έφτιαχνε και δεν είναι καν τοπία, αλλά μια υγρή μάζα, τόσο ωραία ζωγραφισμένη. Την άλλη μέρα όλοι μιλούσαν γι αυτό το περίεργο φαινόμενο που σκέπασε την περιοχή την προηγούμενη νύχτα. Τόσο πυκνή ομίχλη τόσα χρόνια δεν είχαν ξαναδεί έλεγαν.

Τώρα με κουμπωμένο το τζάκετ, σφιγμένη την κουκούλα, και το χάρτινο ποτήρι αχνιστό καφέ στο χέρι με το γάντι, περπατούσα στην ακτή στους Μύλους το χειμωνιάτικο γκρίζο απομεσήμερο που βούιζε ο αγέρας όπως ερχόταν από την ανοιχτή θάλασσα. Είχα τα κλειδιά του αυτοκινήτου του Χρήστου, αν κρυώσω να μπω μέσα, καθώς αυτός περπατούσε για ώρα, όλη την κούρμπα της παραλίας. Η απόλαυση στη φύση είναι προσωπική υπόθεση κι ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο του να την γεύεται.

Η ζώνη των αλμυρόφιλων.

Αυτό που χρόνια πολλά τώρα με απορροφά είναι αυτά τα χαμηλά φυτά, που φυτρώνουν πάνω στην άμμο, ως κει που σκάει το κύμα του χειμώνα, αφήνοντας γυμνή μια φαρδιά λουρίδα της ως το νερό, σε όλο το μήκος της ακτής. Η ποικιλία, πληθώρα, η αυτονομία, η συνύπαρξή τους. Η όψη τους, είναι ο χαρακτήρας τοπίου στις εποχές. Γκριζοπράσινα, πράσινα που κοκκινίζουν, γαλαζοπράσινα, κιτρινοπράσινα, πράσινα μαβιά, μαυροπράσινα, πράσινα ασημιά, πράσινα μπλε. Πλατύφυλλα, αγκαθερά, λογχόφυλλα, βελούδινα, λεπτές κλωστές λικνίζονται, λεπτόκορμα με κεφαλάκια μοβ αγκαλιαστά ακουμπώντας το ένα το άλλο στο φύσημα του ανέμου, έρποντα της ταπεινοσύνης που απλώνονται κι ανθίζουν. Ανάμεσά τους, παντού, ο μυρωτής του αγέρα όλου εδώ και βασιλιάς, το θυμάρι. Ο έρωτας της μέλισσας. Θυμάρια σχίνα σκόρδα, κρίταμα, αγριοβιολέτες θαλασσινές, κάπαρες, γαλανάγκαθα, αρμύρες, κάρδαμα, μπουζάκια, παλλιούρες, αθάνατα, λειμόνια, κρίνα της αμμουδιάς, ζυγόφυλλα, γαϊδουράγκαθα, μάραθα, όλα τα αλατόφιλα. Κίτρινο και Μπλε Ουλτραμαρίνα με ώχρα, με μαύρο, με κόκκινο, με άσπρο, με όμπρα ψημένη, με όμπρα ωμή, Ή το πράσινο εμερόντ – σμαραγδί το πράσινο του χρωμίου το πράσινο το Βερονέζε το πράσινο το Βιρίντιαν το πράσινο της ελιάς το πράσινο του φθαλίου.

Εικόνα χαμηλά το καλοκαίρι. Σποριασμένα τα αλατόφιλα. Τα πράσινα γίνονται απαλά, πολλά ώχρα, ξερά στου ήλιου τα σκυλόδοντα.

Εικόνα χαμηλά το καλοκαίρι. Σποριασμένα τα αλατόφιλα. Τα πράσινα γίνονται απαλά, πολλά ώχρα, ξερά στου ήλιου τα σκυλόδοντα. «Καύμα κυνός». Ορδές τα πόδια σέρνονται ανάμεσά τους στην άμμο που αναζητώντας τη θάλασσα φτιάχνουν περάσματα, πλέγματα, μονοπατιών που συναντιόνται, και χωρίζονται, σταυρώνονται λοξά, παράλληλα. Ανθρώπινα ίχνη, ψάχνοντας στην άπλα της ατέλειωτης αμμουδιάς την κοντινότερη απόσταση από τα αραγμένα στην άσφαλτο αυτοκίνητα κατά μήκος της. Εικόνα άλλη. Τον χειμώνα. Με το βουνό την άδεια άσφαλτο, αλμυρόφιλα, τα περάσματα τους ανάμεσα, κι η θάλασσα που βουίζει.

Το καλοκαίρι τα μικρά παιδιά τα παίρνουν αγκαλιά, τρυπούν τ’ αγκάθια τις μισόγυμνες πατούσες. Πλαστικά μπουκαλάκια νερού, με αποχρωματισμένες ετικέτες από το ψήσιμο στο καυτερό φως, πατημένα, ο αέρας τα σφηνώνει στα χαμηλά κλαριά τους, μαζί ποτήρια διάφανα και καλαμάκια. Μάζεμα στο διάβα μου. Να καθαρίσει η εικόνα κάτω. Η ζέστη πάνω στα θυμάρια μυρώνει τον αγέρα και το βλέμμα ανοίγεται στα μπλε και πράσινα της θάλασσας. Τ’ αυτοκίνητα στη σειρά γυαλίζουν στον ήλιο. Ψήνουν τις λαμαρίνες τους. Στην άμμο μπρος στο νερό, ομπρέλες και πετσέτες πολύχρωμες. Στα μπαρ, κόσμος και μουσική απλώνεται στον αέρα μαζί με την αλμύρα του. Το ανθρώπινο κάθεται πάνω στο τοπίο και του αλλάζει όψη.

Άδειο τον χειμώνα, είναι άλλο. Δυο άλλοι τόποι, ξέχωροι. Άλλη συνομιλία μαζί του. Ο ήλιος πέφτει λοξά, νωρίς, πίσω από το βουνό που μελανόχρωμο τώρα ρίχνει τη σκιά του στον μέσα του κόλπου . Το κύμα περνάει και καθαρίζει ότι άφησαν πίσω τους οι ορδές που περάσαν πάνω του στην άμμο που ανασαίνει, παρθένα πάλι. Αφρίζει ασπρίζοντας κατά μήκος σ΄ όλη την ακτή. Ένα ξερό θαλασσόκρινο που ανθίζει τον Ιούλιο όπως το έχω δει, έχει κάνει κόμπο πολυγωνικό σαν μικρό ρεβίθι στη βάση του ανθού. Βγάζω το μάλλινο γάντι να το ανοίξω ν’ αγγίξω το σπόρο του. Ένα μαύρο, παχύ σαν παλτό περίβλημα, γεμάτο νερό, αγκαλιάζει τρία ασπριδερά σποράκια που τα προστάτεψε από το κάμα του καλοκαιριού πάνω στην καυτή άμμο να ζήσουν υγρά. Γιατί η «ξηρότης θάνατος». Νους. Σταματάς. Ξανά τα αιώνια αναπάντητα.

Εικόνα πάλι χαμηλά. Ο αλμυρός αέρας έρχεται από το γκρίζο πέλαγος και τα αλατόφιλα ριγούν. Μερικά έχουν μπουμπουκιάσει. Ποιος είπε πως την άνοιξη ανοίγουν όλα; Δεν σταματάει ποτέ ζωή στο χώμα.

Εικόνα πάλι χαμηλά. Ο αλμυρός αέρας έρχεται από το γκρίζο πέλαγος και τα αλατόφιλα ριγούν. Μερικά έχουν μπουμπουκιάσει. Ποιος είπε πως την άνοιξη ανοίγουν όλα; Δεν σταματάει ποτέ ζωή στο χώμα. Όλα συνεχίζουν κατά την τάξη τους. Τα πράσινα ζωήρεψαν, καθάρισαν. Ψυχές. Αρχίζω να καταλαβαίνω τη συνομιλία των σχημάτων, της υφής, των πράσινων, που χωριστά, δεν είναι πράσινα αλλά όλα τα χρώματα. Και γκρίζα, πολλά και διαφορετικά, και μωβ, και κανελιά και ώχρινα, και μαύρα, που όλα μαζί κάνουν πράσινο. Τα περάσματα του καλοκαιριού, για τη θάλασσα έχουν ζωηρέψει τώρα, καθώς μείναν απάτητα και φούντωσαν, κι άλλα φυτά κοντά τους, οργανώνοντας το πλέγμα, σε κάναβο* γεωμετρώντας το χώρο, ως πέρα. Περπατάω κατά μήκος τους, απολαμβάνω αυτά τα σχήματα τ’ απρόσμενα. Μόντριαν και κάναβος της ζωφόρου του Παρθενώνα. Κάναβοι παντού. Στη φύση, μέσα μας. Ο μέγας δάσκαλος στην τέχνη μας. Ανασαίνω βαθειά την ερημιά του τοπίου. Πάνω από το κεφάλι μου σε όλο τον ορίζοντα, οθόνη πανοραμική απ’ άκρη σ’ άκρη, συντάγματα τα σύννεφα ορμούν και φτιάνουν άλλα περάσματα , σε άλλη δική τους άταχτη τάξη. Σκοτεινές σπηλιές με φωτεινά ξανοίγματα ανάμεσα. Τοπία μυστηριώδη, ονειρικά τ΄ ουρανού, μακριά από κάθε ανθρώπινο. Τρομαχτικά και ξαφνικά παρήγορα. Γκρίζα σε τόνους κι αποχρώσεις αναρίθμητες, και χρυσαφιά και μελανά και συνεχώς μεταβαλλόμενα. Όλοι οι ουρανοί του Τιέπολο εδώ, μαζί κι η ουβερτούρα του Ντον Τζοβάνι του Μότζαρτ στο επικό και τρυφερό θέαμα των ουρανών της γης και της θάλασσας, εδώ, κάτω απ’ το θόλο, ανάμεσα στα θυμάρια. Η οργανωμένη αταξία του σύμπαντος. Σ΄ ένα μικρό κομμάτι γης στον κόσμο, η αντανάκλαση του απείρου. Αυτή η ευτυχία της μοναδικής αλήθειας.

Τρεις άνθρωποι μεσήλικες, παρέα, τους συναντώ κι αυτούς τ΄ απογεύματα να περπατούν ως το τέλος του δρόμου στο ξωκλήσι του Αη Γιάννη κι από κει ως τη στροφή, στους Μύλους και πάλι πίσω. Κάνουν αρκετές φορές το δρομολόγιο. Καμιά φορά κάθονται σε κάποιες ξεχασμένες καρέκλες στο καφενείο κάτω από το υπόστεγο που κόβει λίγο και κουβεντιάζουν. Όταν γύρει η μέρα κι αρχίζει να φεύγει γρήγορα το φως, βάζει κρύο. Τα κύματα ανεβαίνουν πιο ψηλά. Τα πράσινα μαυρίζουν. Φαίνεται πέρα ο Χρήστος να γυρίζει κι αυτός. Τελεία κίτρινη το μπουφάν του. Με δυο τρεις από τις πρώτες φέτος ανεμώνες, τρυπώνω στο αυτοκίνητο.

Η εικόνα και το βίωμα, γίνονται σύμπαν αξεδιάλυτο μέσα μας, που ξυπνάει την φαντασία. Αυτή γεννά την ποίηση. Κι όλα μαζί πλέγμα επίγειας σοφίας. Ο Ελύτης λέει στην Ιδιωτική οδό, «είναι προσωπική ανακάλυψη η ομορφιά, όχι κοινός τόπος. Καλά να ‘ναι λοιπόν, από την άποψη αυτή του καθενός μας η ιδιωτική οδός, που βγάζει σ’ ένα «παντού» που είναι των άλλων το «πουθενά».

Ένα ωραίο τοπίο με ρουφάει και καταπιέζει τη νόησή μου. Δεν ζωγραφίζω ούτε γράφω από θαυμασμό. Για να λύσω προβλήματα. Για να καταλάβω ζωγραφίζω.

*Κάναβος (η) 1)Το νοητό πλέγμα από τελείες ή ευθύγραμμα τμήματα το οποίο βρίσκεται σχεδιασμένο πάνω σε υλικό που προορίζεται για σχεδιασμό.

Πηγή: https://bookpress.gr/


Η Κλεοπάτρα Δίγκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και δασκάλους τον Γ. Μόραλη, τον Ν. Νικολάου και τον Β. Βασιλειάδη. Συνέχισε στο Παρίσι με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών στην Ecole National Sup. Des Beaux Arts και στην Ec. Nat. Sup. Des Arts Decoratifs. Ήταν βοηθός του σκηνοθέτη Uber Monloup σε παραστάσεις στα θέατρα T.N.P. Villeurbanne, Comedie Francaise, Sara Bernard, Odeon, κ.α. Έχει σκηνογραφήσει επανειλημμένως στο Εθνικό Θέατρο, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο ελεύθερο θέατρο και στα Περιφερειακά, στην τηλεόραση και στον Ελληνικό και ξένο κινηματογράφο. Ιδρυτικό στέλεχος της ΔΕΠΑΚ Καλαμάτας ως υπεύθυνη του εικαστικού τομέα, οργάνωσε και διεύθυνε το Εικαστικό Εργαστήριο του Δήμου στα πρώτα επτά χρόνια της λειτουργίας του. Ως σύμβουλος του Υπουργείου Πολιτισμού επί υπουργίας Σ. Μπένου και Ε. Βενιζέλου, οργάνωσε το Δίκτυο των Εικαστικών Εργαστηρίων του ΥΠΠΟ. Συμμετείχε με τις εκπομπές “Θεατρικά” και “Εικαστικά” στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, της ΕΡΤ. Έχει εκδώσει την νουβέλα “Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα” (“Εξάντας”, 1992). Από το 2000- 13 οργάνωσε και διηύθυνε το Εικαστικό Εργαστήριο του Δήμου Πατρέων. Είναι μέλος του Δ.Σ. του Σωματίου “Διάζωμα”. Έχει κάνει επτά ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές. Έργα της υπάρχουν σε Μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.

Προηγουμενο αρθρο
Προσωρινή διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος την Κυριακή 28/4
Επομενο αρθρο
Αυτό το κομμάτι μώβ πανί είναι σύμβολο πένθους και όχι διακοσμητικό ντεκόρ

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.