HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ«Η αφρατούλα»

«Η αφρατούλα»

Γράφει η Κατερίνα Γ. Καββαδά*

Η Βάλια ήταν «σαν τα κρύα τα νερά». Ένας άγγελος ζωγραφιστός. Προσωποποίηση της αθωότητας και της χαράς. Ένα παιδί χαρούμενο, με γάργαρο γέλιο, επικοινωνιακό, με φίλους πολλούς, με ενδιαφέροντα και διάθεση ν΄ αρπάξει τη ζωή από τα μαλλιά. Άριστη μαθήτρια, συμμετείχε σε όλες τις σχολικές δραστηριότητες και  οι καθηγητές της δε σταματούσαν να μιλούν για τα χαρίσματά της, ιδιαίτερα  για την  ευφράδεια λόγου και τη χάρη της στους παραδοσιακούς χορούς. Όσο για τους συμμαθητές της την είχαν πρότυπο. «Η Βάλια είπε», «η Βάλια έκανε», «η Βάλια με βοήθησε» και όταν έγιναν εκλογές για πενταμελή συμβούλια, εκλέχτηκε παμψηφεί πρόεδρος του τμήματος.

Τέλειωσε τη χρονιά με άριστα. Η μάνα της μια χαμογελαστή κυρία, ευγενική, κάθε φορά που πήγαινε στο σχολείο να ρωτήσει για τις επιδόσεις της, έφευγε δακρυσμένη από τους επαίνους για την κόρη της. Την είχε μοναχοπαίδι και ήταν η ψυχή της ολάκερη.

«Μα σαν προχώρησε ο καιρός, έγινε ο κόσμος μοχθηρός», τραγουδούσε η αείμνηστη Δέσπω Διαμαντίδου. Φαίνεται η πολύ ευτυχία του παιδιού ήταν πρόκληση για τις κακές μάγισσες.  Έτσι στη Β΄ Λυκείου, όταν γύρισε από τις διακοπές και μπήκε στο γραφείο να χαιρετήσει τους καθηγητές της, τρόμαξαν να τη γνωρίσουν. Είχε ψηλώσει αρκετά αλλά είχε αδυνατίσει πολύ. Έμοιαζε σαν κλαράκι που με το πρώτο φύσημα του ανέμου θα έσπαγε. Τα μάτια της ήταν βαθουλωμένα, το χαμόγελο είχε σβήσει, με δυσκολία στηριζόταν στα πόδια της. Οι δάσκαλοι της δεν ήξεραν τι να υποθέσουν αλλά δεν τόλμησαν να ρωτήσουν.

Στο πρώτο μάθημα της Γυμναστικής  μόλις που πρόλαβε ο γυμναστής να την πιάσει, πριν σωριαστεί κάτω. Τη στήριξε και όλο αγωνία ρώτησε: «Τι έχεις κορίτσι μου; Τι σου συμβαίνει;».

Η Βάλια ξεσπώντας σε κλάματα ανάμεσα σε αναφιλητά είπε: «Σας παρακαλώ καλέστε τη μητέρα μου, θέλω να φύγω…». 

Η μητέρα της έφτασε πετώντας. Φαινόταν πρόωρα γερασμένη. Μάτια χαμηλωμένα και θαμπά, ώμοι γερτοί, πολλά παραπανίσια κιλά, με το ζόρι έβγαιναν οι λέξεις από το στόμα της.  Ήταν φανερό   ότι το καλοκαίρι κάτι σοβαρό συνέβη στην οικογένεια…

 Έδωσε ένα χαρτί γιατρού στον γυμναστή το οποίο απάλλασσε προσωρινά τη Βάλια από το μάθημα. Ενημέρωσε τη διευθύντρια με χαμηλή φωνή, γεμάτη ενοχές: «Το κορίτσι μου έχει  νευρική ανορεξία. Με τη βοήθεια των γιατρών ελπίζουμε  να ξεπεραστεί το πρόβλημα αλλά μέχρι τότε αν πονάει ή έχει αστάθεια θα σας παρακαλούσα  να μ΄ ενημερώνετε αμέσως. Ζητώ συγγνώμη για τα προβλήματα που σας δημιουργούμε αλλά μάλλον μας περιμένει γολγοθάς και δεν ξέρω τι  να κάνω… Επίσης θα σας παρακαλούσα, αν γίνεται, το παιδί να είναι σε μια αίθουσα όπου δε θα χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνει σκάλες».  

Η διευθύντρια την άκουγε άφωνη. Τι θα μπορούσε να πει σε μια μάνα που ήταν αναγκασμένη να σηκώσει ένα τέτοιο σταυρό; Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και όσο γινόταν πιο ψύχραιμα αλλά και τρυφερά της είπε: «Μην ανησυχείτε για το σχολείο. Προέχει η υγεία σωματική και ψυχική της κόρης σας αλλά κι εσείς πρέπει να στηρίξετε τον εαυτό σας για ν΄ αντέξετε…. Εμείς για ότι χρειαστείτε θα είμαστε δίπλα σας και για οτιδήποτε δε θα διστάζετε να επικοινωνείτε μαζί μου». 

Την ένιωσε ανακουφισμένη. Προσπάθησε να έρθει στη θέση της και θόλωσε. Ούτε να το φανταστεί δεν μπορούσε και αναθεμάτισε τις στιγμές που φώναζε στην κόρη της να περιορίσει το φαγητό. Ψελλίζοντας ρώτησε: «Γνωρίζετε ποια είναι η αιτία;». Δεν πήρε απάντηση. Η μητέρα με σκυμμένο κεφάλι απλά σήκωσε τους ώμους .

****

Τους πρώτους μήνες της νέας σχολικής χρονιάς η μικρή ταλαιπωρήθηκε πολύ. Από φίλη της η διευθύντρια έμαθε ότι «ο πατέρας της ερωτεύτηκε μια άλλη νεότερη γυναίκα κι έφυγε από το σπίτι. Μάνα και κόρη  έδιναν καθημερινά μάχη για να συνηθίσουν στη νέα κατάσταση, γιατί η μητέρα εκτός από την απώλεια του συντρόφου της και την απόρριψη, όπου κυριολεκτικά την τσάκισε, ήταν άνεργη και είχαν μείνει άφραγκες. Τις δυο γυναίκες βοηθούσε πολύ ο παππούς, ο οποίος δίνοντας το μεγαλύτερο μέρος από τη μικρή του δημοσιοϋπαλληλική σύνταξη, αναγκάστηκε κι εκείνος να οδηγηθεί στην εξαθλίωση…».

Η μικρή είχε αδυναμία στον πατέρα της. Παρά τις διαβεβαιώσεις του:  «Η  σχέση μας αγάπη μου  δε θα αλλάξει ποτέ..Για μένα θα είσαι πάντα «η πριγκίπισσα» μου, θα σε φροντίζω και θα σε  βλέπω καθημερινά, απλά θα μένουμε σε διαφορετικά σπίτια..», η Βάλια παρατηρούσε ότι ο λόγος από την πράξη απείχε παρασάγγας. Περνούσε βδομάδα και δεν τον έβλεπε, τα τηλεφωνήματα ήταν σύντομα, στον αυθορμητισμό είχε μπει φρένο, οι συναντήσεις τους είχαν αμηχανία, και όλο και λιγότερα χρήματα έδινε με τη δικαιολογία ότι οι δουλειές του δεν πήγαιναν τελευταία καλά. Όσο για τις επισκέψεις στους γιατρούς, κατά τη γνώμη του, ήταν υποχρέωση της μάνας, που αφού δεν εργάζονταν είχε χρόνο να διαθέσει. Μόνο που η μάνα χρόνο είχε, χρήματα δεν είχε. Η ψυχική στήριξη στις δυο γυναίκες, το αγκάλιασμα του παιδιού του στα δύσκολα, η ανάγκη της παρουσίας του ήταν ψιλά γράμματα πλέον για εκείνον, γιατί μότο του ήταν: «Ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ευτυχία».

Η Βάλια ψάχνοντας από κάπου να κρατηθεί, δεν άργησε να πέσει στον ιστό  της θεάς Αφροδίτης. Ο γόης του σχολείου καταδέχτηκε να την κοιτάξει και όχι μόνο αυτό, άρχισε να την φλερτάρει ανοιχτά και αυτοανακηνύχτηκε σωματοφύλακας της.Συχνά κοκορευόταν και της έλεγε: «Όποιος σε πειράξει θα΄χει να κάνει μαζί μου..» κι εκείνη τον κοίταζε με μάτια όλο φλόγα. 

Άρχισε να χαμογελάει, να τρώει φυσιολογικά, να προσέχει το ντύσιμο της ή καλύτερα το γδύσιμό της κι έγινε αυτοκόλλητη με τον Θωμά. Συχνά τους έβλεπαν οι καθηγητές να την κοπανάνε από το σχολείο για να απομονωθούν από τα αδιάκριτα βλέμματα. 

Μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός το «κούκλα μου, θεά μου, αγαπούλα μου» αντικαταστάθηκε από το «αφρατούλα μου» και «μπιφτεκίτσι μου». Στην αρχή ήταν το αστείο τους σιγά σιγά όμως, όταν τα φιλιά άρχισαν να αραιώνουν,  οι λεξούλες του έγιναν ο εφιάλτης της.

Ο νεαρός, πωρωμένος με τη γυμναστική, της ασκούσε ένα ιδιότυπο μπούλιγνκ με αφορμή «τα ελάχιστα παραπανίσια κιλά»  και όλα τα προσόντα της, για εκείνον, ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Με τις  εμμονές του την έπεισε ότι «η ατομική αξία ενός ανθρώπου ταυτίζεται με τα κιλά του» και άρχισε να ντρέπεται για το σώμα της. 

Το τέλειο κορμί έγινε το νέο ιδανικό της, ο μοναδικός της στόχος. Άρχισε να κοιτάζεται με τις ώρες στον καθρέφτη, περισσότερες από όσες διέθετε για το διάβασμα…., κι έγινε ακόμα ένα θύμα των ρατσιστικών στάνταρς του lifestyle, που με έντεχνο τρόπο οι λαμπεροί αστέρες και η βιομηχανία ομορφιάς προέβαλαν ότι «αποδεκτοί»  είναι μόνο όσοι έχουν τις ιδανικές διαστάσεις, όπως ορίζονται στα εξώφυλλα περιοδικών και τα κοινωνικά δίκτυα. 

Η Βάλια για να ανταποκριθεί στο πρότυπό του αντικειμένου του πόθου και να μην απορριφθεί, όπως η μητέρα της, ξεκίνησε με κάποιες δίαιτες όπου της έδιναν «οι φιλενάδες» κι επειδή δεν έχανε γρήγορα βάρος, κατέφυγε στη χρήση ακραίων μεθόδων για να το πετύχει, όπως κάνοντας εμετό μετά το φαγητό ή κατάχρηση καθαρτικών. Τα δεινά δε της νευρικής ανορεξίας τα είχε διαγράψει από το νου της. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η επιδοκιμαστική ματιά του αγαπημένου της. Ζωντάνευε με το ενδιαφέρον του και πέθαινε στην αρνητική του λέξη ή στην υποτιμητική ματιά του.

Δεν άργησαν να φύγουν  «τα παραπανίσια κιλά» και το πάθος του Θωμά φούντωσε. Είχε δίπλα του έναν κορίτσαρο χαρισματικό και καλλίγραμμο. Την περιέφερε σαν τρόπαιο και εκείνη σταμάτησε να τρώει, για να αρέσει ακόμα περισσότερο στο σεβντά της. Βλέποντας τους αχώριστους η μητέρα δέχτηκε να μένει αρκετά βράδια στο σπίτι τους, γιατί έβλεπε επιτέλους την κόρη της χαρούμενη. Ο πατέρας δεν έφερε αντίρρηση, γιατί «έτσι θα μας ζαλίζουν λιγότερο» εξομολογήθηκε στο νέο αμόρε.  

Η αυτοεκτίμηση της Βάλιας είχε εκτιναχτεί στα ύψη. Ο Θωμάς άρχισε να συστήνεται ως αρραβωνιαστικός και οι καθηγητές έκαναν τα στραβά μάτια, για να μη δημιουργήσουν μεγαλύτερο πρόβλημα στο φανερά καταπονημένο κορίτσι, παρ΄ όλο που άρχισαν να ενοχλούνται με τα γλωσσόφιλα μπροστά στην είσοδο του σχολείου. 

Τα σωματικά συμπτώματα δεν άργησαν να ξαναεμφανιστούν. Μη φυσιολογικές τιμές στις εξετάσεις αίματος, παράπονα για κόπωση, ζαλάδες και κάποιες λιποθυμίες, μαλλιά ευαίσθητα που άρχισαν να πέφτουν, ωχρό πρόσωπο, κρυάδες, καταθλιπτική διάθεση, ευερεθιστότητα, που συνοδεύτηκαν με μεγάλες απουσίες από το σχολείο. 

Το τμήμα της Βάλιας ήταν δίπλα της. Οι συμμαθητές  δεν την άφησαν στιγμή μόνη της. Της έστελναν την ύλη των  μαθημάτων, όταν έλλειπε, τη βοηθούσαν να κατέβει από τις σκάλες, της έκαναν παρέα όταν ήταν αναγκασμένη να μένει στην αίθουσα, γιατί ζαλιζόταν. Η πρώτη μαθήτρια της Α΄ Λυκείου έγινε τελευταία στη Β΄ Λυκείου. Η προσωποποίηση της ζωής της Α΄ Λυκείου έδινε μάχη για τη ζωή της στη Β΄ Λυκείου, γιατί όπως είχε ενημερώσει η μητέρα της ο υποσιτισμός είχε αρχίσει να δημιουργεί βλάβη στην καρδιά και τα νεφρά. 

 Οι γιατροί της χτύπησαν το καμπανάκι ότι η ζωή της ήταν σε άμεσο κίνδυνο και ότι ενδέχεται να αναγκαστεί να νοσηλευτεί σε παθολογική ή ψυχιατρική κλινική, αν δεν αρχίσει  θεραπεία  υποχρεωτικής σίτισης. 

Παρά τη στήριξη από επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ώστε να τροποποιήσει τη συμπεριφορά της που συνέβαλλε στην ανορεξία και  να υιοθετήσει την υγιεινή διατροφή, άργησε πολύ να γίνει η ανατροπή. Έφθασαν να μιλούν για θάνατο οι γιατροί, για ν΄ αποφασίσει ο πατέρας της ότι προτεραιότητα στη ζωή του είναι το παιδί του και να το στηρίξει 

οικονομικά και ψυχικά. Μέχρι τότε όλα τα παραπάνω τα θεωρούσε σκευωρία των δύο γυναικών, για να ξαναγυρίσει στην οικογενειακή εστία. …Δυστυχώς «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι»!

Η άμβλυνση των οικογενειακών συγκρούσεων και η προσωρινή ανάληψη των ευθυνών του πατέρα, ήταν πολύ σημαντική για τη Βάλια, όπως και η ομαδική θεραπεία, γιατί με την ανταλλαγή εμπειριών, βιωμάτων και σκέψεων με τα άλλα μέλη της ομάδας, έδρασε ιδιαίτερα θεραπευτικά παρ΄όλο που για μεγάλο διάστημα ακόμα παράμεινε ευάλωτη.

****

Στη Γ΄ Λυκείου προσπάθησε να ξαναζωντανέψει το όνειρο για επιτυχία στην Αρχιτεκτονική. Γράφτηκε φροντιστήριο αλλά άρχισε να απουσιάζει από το σχολείο. Πήγαινε μόνο για να κρατά μια επαφή και να πάρει το απολυτήριο Ο σουλατσαδόρος «αρραβωνιαστικός» την ήθελε πολλές ώρες για παρέα του…. Η Βάλια είχε όνειρο αλλά δεν είχε στόχο. Στόχος της ήταν να είναι αρεστή στο γραμμωμένο παλληκάρι.

Με τη «συμπόνια των δασκάλων» της έβγαλε ένα αξιοπρεπές απολυτήριο. Δυο μέρες αργότερα θα ξεκινούσαν οι πανελλαδικές. Πήγε να αποχαιρετίσει και να ευχαριστήσει όσους τη στήριξαν στη μάχη της για ζωή. Μετά από καιρό όλοι είδαν να σχηματίζονται τα λακκάκια στα μάγουλά της, από το λαμπερό της χαμόγελο και τα γελαστά μάτια της. Πέρασε από όλες τις αγκαλιές των καθηγητών της. Έμεινε λίγο παραπάνω στη διευθύντρια  και της έδωσε ένα δωράκι με το δέντρο της ζωής. Σε μια καρτούλα  μ΄ ένα όμορφο στεφάνι έγραφε: «Σας ευχαριστώ για όλα όσα κάνατε για μένα. Δε θα σας ξεχάσω ποτέ». Η 

διευθύντρια την κράτησε πολλή ώρα στην αγκαλιά της, της χάιδευε τα μαλλιά και δεν έκρυψε τα δάκρυα χαράς της. Ούτε κι εκείνη θα ξεχνούσε τούτο το πανέμορφο πλάσμα, που τα παιχνίδια των θεών και των ανθρώπων παρά λίγο να την εξαφανίσουν. Όπως δε θα ξεχνούσε την ηρωίδα μάνα  που, παρά τα όσα την είχαν βρει, έλαμπε ολόκληρη κάθε που αντίκριζε την κόρη της και ας ήταν πονεμένη.

Έφυγε με την ευχή όλων για καλή επιτυχία στις Πανελλαδικές. Παραμονή των εξετάσεων ο μπαμπάς της είχε τα γενέθλια του. Κάλεσε την κόρη του και την πρώην γυναίκα του να τις κεράσει κι εκείνες σκέφτηκαν ότι ίσως ήταν μια νέα αρχή. Φρόντισαν ιδιαίτερα την εμφάνισή τους και του πήραν με θυσία, ένα ακριβό για το βαλάντιο τους δώρο. Συναντήθηκαν και η κεραμίδα έπεσε στο κεφάλι τους. Είχε φέρει μαζί του και τη νέα του σύντροφο, την οποία κρατούσε σφιχτά αγκαλιά. Στην «οικογενειακή» γιορτή έμειναν λίγο κι αποχώρησαν αμίλητες. Επέστρεψαν με τα πόδια στο σπίτι για να συνέλθουν από το σοκ, αγνοώντας το παιχνίδι της μοίρας που απόψε είχε κέφια. 

Κόντευαν να φτάσουν στο σπίτι όταν είδαν «τον αρραβωνιαστικό» πιασμένο χέρι χέρι με άλλο ταίρι. Η Βάλια μόλις τον είδε ο κόσμος σκοτείνιασε και χάθηκε από τα μάτια της. Το κορμί της άδειασε και σωριάστηκε στη γη σαν τσόφλι. Η αγλύκαντη μάνα απεγνωσμένη ούρλιαξε σαν θηρίο.. Έπεσε πάνω της, κυλίστηκε στο χώμα, παραμιλούσε, έκλαιγε, παρακαλούσε, έβριζε μέχρι να δει το άψυχο σώμα ν΄ ανασταίνεται.. Ο κόσμος έτρεξε… άλλοι να βοηθήσουν, άλλοι από περιέργεια και άλλοι να φωτογραφήσουν με τα κινητά.. και ο νεαρός κρατημένος από το χέρι της νέας αγάπης, σαν στήλη άλατος κοίταζε την κατάρρευση της μέχρι πριν λίγο «αρραβωνιαστικιάς» του…., χωρίς να σκύψει να δώσει ένα χέρι βοηθείας, χωρίς να νοιαστεί έστω ανθρώπινα ούτε για τη μάνα που τον δέχτηκε στο σπίτι της σα γιο της.

Η νέα φιλενάδα τον τράβηξε από το χέρι δυνατά και του φώναξε υστερικά: «Τι κοιτάς σα βλάκας; Πάμε να φύγουμε από δω!». Εκείνος δε σάλεψε. Έμοιαζε με άγαλμα. Η απελπισμένη μάνα τον κοίταξε βαθιά 

στα μάτια κι ένα πελώριο και σπαρακτικό «Γιατίιιιιιι;» συντάραξε συθέμελα το σύμπαν… Κύμα η οργή και η απαθής  απάντηση ήταν χαστούκι: «Δεν περίμενα να σας συναντήσω. Ήξερα ότι λείπατε!». Με το ζόρι κρατήθηκε  να μη χιμήξει πάνω του, να  τον ξεσκίσει σα λέαινα που προστατεύει το λιονταράκι της,  αν και πως έλεγε αργότερα το είχε μετανιώσει. Σκυφτή σα να είχε γεράσει έναν αιώνα αγκάλιασε το παιδί της και το έσυρε στο σπίτι τους!

Η Βάλια παραπατώντας κλείστηκε στο δωμάτιο της, με μια άφωνη κραυγή. Η μάνα έμεινε σαν πιστό σκυλί έξω από την πόρτα. Η τόση ησυχία γύρω της την τρόμαζε. Το κορμί της κάτι από την ένταση, κάτι από το φόβο το διαπέρασε μια άγρια ανατριχίλα. Νιώθοντας  το προειδοποιητικό σφίξιμο στο στομάχι σηκώθηκε ακροπατώντας έβαλε το αυτί της στην πόρτα, το μάτι της στην κλειδαρότρυπα  και γύρισε αργά το πόμολο. Για καλή της τύχη η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Βρήκε το παιδί της σχεδόν νεκρό. Την ταρακούνησε από τους ώμους,  την έτριψε στους κροτάφους, τη χάιδεψε στα μαλλιά, τη χαστούκισε όπως έβλεπε στις ταινίες, απόκριση δεν πήρε… Ποιο χέρι την οδήγησε μέσα στην παραφροσύνη της να σηκώσει τα φτερά της και να τηλεφωνήσει; Που  βρήκε τη δύναμη να αντιδράσει αστραπιαία και να φωνάξει ασθενοφόρο; Που βρήκε τη διαύγεια να δώσει οδηγίες για τη διεύθυνση; 

«Η κόρη μου έκανε απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια! Δεν το χωράει ο νους μου..Νιώθω ότι το μυαλό μου μ΄ εγκαταλείπει… Ένας πατέρας που αποδείχτηκε τέρας κι ένας γόης που το μόνο που είχε να επιδείξει ήταν το κρέας του, μου έκλεισαν το σπίτι, μου ρούφηξαν τη ζωή», μουρμούραγε παραμιλώντας. Το αίμα στο κορμί της είχε  στραγγίξει. Προσπαθούσε να βρει που έκανε λάθος στη ζωή της και ο πόνος στα μηνίγγια γίνονταν όλο και πιο οξύς. «Σβήνω» ψιθύρισε κι έγειρε το κεφάλι της.  Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της στην Παναγία.

Αυτή τη στιγμή μόνο από «μια άλλη πονεμένη μάνα»  μπορούσε να ζητήσει και να περιμένει βοήθεια. Στον άντρα της δεν μπήκε στον κόπο να τηλεφωνήσει. Αντίθετα κατέφθασε ο πατέρας της. Την έκλεισε στην αγκαλιά του κι έκλαψε σαν παιδί σ΄ εκείνη την προστατευτική, πατρική αγκαλιά. «Σ΄ ευχαριστώ πατέρα. Χωρίς εσένα θα είχαμε χαθεί από καιρό και οι δυο»  ψιθύρισε. 

Οι προσευχές εισακούστηκαν και το θαύμα έγινε. Η Βάλια σώθηκε κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι γιατροί έκαναν τη σωτηρία της προσωπική υπόθεση. Φρόντισαν το σώμα της αλλά και την ψυχή της. Άλλοι την επισκέπτονταν με σοκολάτες κι άλλοι με κάποιο λουλούδι και όλοι μαζί της χάρισαν ένα λούτρινο αρκουδάκι με μια κόκκινη καρδιά. Την αποχαιρετιστήρια μέρα στάθηκαν σα στρατιώτες στη σειρά. Την έκλεισαν όλοι στην αγκαλιά τους και στην καρδιά τους και η Βάλια την είχε τόσο πολύ ανάγκη αυτή την αγάπη και την αποδοχή! Η αγάπη τους την ακολούθησε για καιρό και μέσα από αυτή την περιπέτεια αναδύθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος όμορφος, λαμπερός, με πίστη στη ζωή, με διάθεση προσφοράς.

 Όταν η διευθύντρια του σχολείου, η οποία παρακολουθούσε διακριτικά την πορεία της υγείας της, άνοιξε ένα πρωϊνό το facebook μαγνητίστηκε από τη φωτογραφία μιας καλλονής, με γοητευτικό, φωτεινό χαμόγελο και αυτοπεποίθηση. Η λεζάντα έγραφε : «Φοιτά στην Αρχιτεκτονική Σχολή». Τα δάκρυα ξεχύθηκαν ποτάμι.

Η Βάλια με τη βοήθεια της μάνας, του παππού, των πιστών φίλων και των ευαίσθητων γιατρών  κατάφερε  να ξαναβρεί τον εαυτό της, να ξυπνήσει τα  όνειρα, να θέσει στόχους και σταθερά να ξαναπερπατήσει  στο δρόμο του ήλιου. Όταν σταθεροποίησε το βήμα της άρχισε  να συμμετέχει σε ψηφιακές πλατφόρμες συνδιαλλαγής και γόνιμου διαλόγου, στις οποίες κατέθετε την προσωπική της εμπειρία, γιατί δεν ήθελε κανένα άλλο παιδί να γνωρίσει το δικό της εφιάλτη! Συχνά έλεγε στις παρέες: «Έπρεπε να νιώσω την ανάσα του Χάρου, για να καταλάβω το νόημα της ζωής!».

Αληθινή ιστορία 
Αθήνα 11/6/2022

* Η Κατερίνα Καββαδά γεννήθηκε στο Μεγανήσι Λευκάδας.Έχει σπουδάσει Δημόσια Διοίκηση στην ΠΑΝΤΕΙΟ Σχολή και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Τα τελευταία χρόνια είναι διευθύντρια σε ΓΕΛ. Άρθρα της είναι δημοσιευμένα σε τοπικές εφημερίδες και ιστολόγια. Δειλα δειλά προσπαθεί να καταπιαστεί με τον πεζό λόγο. Κείμενά της εμπεριέχονται στο λαογραφικό βιβλίο «Ρωγμές στο χθες».  Το μυθιστόρημα «Κατάδυση στην ψυχή» αποτέλεσε την πρώτη της συγγραφική απόπειρα και είναι υπό έκδοση. 

(Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του διηγήματος χωρίς την άδεια της συντάκτριας του κειμένου).

Προηγουμενο αρθρο
Πέθανε η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα
Επομενο αρθρο
Ένα όμορφο πλοίο διέρχεται από τον δίαυλο της Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.