HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ Βέρα και οι ιστορίες γύρω από το πέραμα

Η Βέρα και οι ιστορίες γύρω από το πέραμα

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Μου έχει λείψει πολύ τον τελευταίο καιρό η φωναχτή, από καρδιάς καλημέρα της,  πώς να μην γράψω δυό λέξεις για την αγαπημένη μας Βέρα..

Ένας δυνατός άνθρωπος και πολύ δοτικός. Παντού πρώτη και πάντα με την δυνατή φωνή της , το  χαμόγελο και τα πειράγματά της. Αξιαγάπητη σε μικρούς και μεγάλους, στη γειτονιά, στην πλατεία , στον Ορφέα που ήταν δεύτερο σπίτι της αλλά και στην δουλειά της στο πέραμα. Γιατί η Βέρα ήταν η χαρακτηριστική φιγούρα στο πέραμα από τον μεταπράτη με το άλογο μέχρι τον ταξιτζή, το φορτηγατζή και τον σωφέρη του λε(ω) φορείου. Ακόμα και για τον Ωνάση που τον περίμενε το κρις κραφτ κι η Βέρα του άνοιγε την πόρτα της Κάντιλακ και τον καλωσόριζε. Κι αυτός γαλαντόμος και έξυπνος έδινε πάντα ένα χιλιάρικο που μοιραζότανε όλοι στη βάρδια του περάματος. 

Αυτήν την γυναίκα θυμούνται όλοι κι ας πέρασαν κατά καιρούς πολλοί που έκαναν αυτή τη δουλειά, άντρες και γυναίκες. Ηταν η Βέρα που σηκωνόταν όποια ώρα και να έφτανε κανένα φορτηγό ή κάθε λογής όχημα , για να σύρει με τη μανιβέλα την βαριά σιδερένια τροχαλία , να μαζευτεί το συρματόσκοινο για να τραβήξει το πλωτό πέραμα από την Ακαρνανία στη Λευκάδα και τα αντίθετο.

  Η Βέρα, σπαθάτη κοπέλα, χειροδύναμη και πολύ σοβαρή στη δουλειά αλλά και στη ζωή της. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της και ήταν ίση με όποιον άντρα είχε απέναντί της. Πέρα από την δυνατή κορμοστασιά της είχε γυμνασει το σώμα της με τις σκληρές απαιτήσεις της δουλειάς που ήταν για χεροδύναμους άντρες.

 Ένα από τα οχτώ παιδιά του Μάρκου Καραβία και της Ακριβούλας, έμενε σαν κοπέλα με τους δικούς της στο σπιτάκι που ήταν μπροστά από το πέραμα, ακριβώς δίπλα από την είσοδο του κάστρου της Αγια Μαύρας. Εκεί μεγάλωσαν όλα τα παιδιά κι όταν ¨πετούριξαν΄, το καθενα πήρε το δρόμο του. Η Βέρα ήταν η τελευταία από την οικογένεια που δούλεψε στο πέραμα και που με τα γερά της μπράτσα βοήθησε να μεγαλώσουν όλα μια χαρά. Τύλιγε το συρματόσκοινο και συνέδεε τη Λευκάδα με τη στεριά. Ήξερε όμως, είχε μάθει πώς να φορτώνει τα βαριά φορτηγά για να μην τουμπάρει το πέραμα ή να μη σηκωθεί ψηλά και να μη βρίσκουν κάτω τα ελαφρά αυτοκίνητα. Πολλές φορές έβαζαν και τάκους για να πατήσουν τα αυτοκίνητα και να μη βρουν κάτω. Μέχρι να πάει και νάρθει το πέραμα, μάθαινε τα νέα που φέρνανε από την Αθήνα κι από άλλες πόλεις οι ταξιδιώτες, άκουγε τον πόνο του καθενός και το παράπονό του. ΄Εκανε γνωριμίες και φιλίες που κρατούσαν για χρόνια. Γιατί πολλές φορές η νύχτα φέρνει την εξομολόγηση.

Εκεί στο σπιτάκι που το λέγαν ¨φυλοξήρα¨ επειδή τό χτισαν δήθεν για τον έλεγχο της φυλλοξήρας των αμπελιών, στο ακρινό δωμάτιο έζησαν τα παιδιά της θειά Ακριβούλας. Στο άλλη κάμαρη έμενε ο Κώστας ο Καγκελλάρης που ήταν μεγάλος μάστορας κι έκανε πατέντες για να βελτιώνει τους μηχανισμούς κι ο Λευτέρης ο Δοξαράς που όμως συνήθως πήγαινε στο σπιτι του στην πόλη.

Οι Περατιανές κι οι Πλαγιώτισσες έφερναν λάχανα, ξύλα, τραχανάδες και τυριά και οι άντρες ό,τι είχαν απ την παραγωγή τους ντομάτες, πεπόνια και ζαρζαβατικά τα φόρτωναν στο γαϊδαράκο τους κι έπαιρναν λάδι και πράγματα οικοδομής, μπακαλικής και φάρμακα. Τα παλιότερα χρόνια που δεν υπήρχε πέραμα, τα έφερναν με πριάρια που άραζαν συνήθως στο πιο στενό μέρος τους διαύλου, στις Αλυκές Αλεξάνδρου, στους Καρυώτες.

Η Βέρα πάντα έλεγε τις πλάκες που γινόταν μεσάνυχτα με τους νυσταγμένους οδηγούς ή με τη βιασύνη του καθενός και τις γκάφες τους αλλά ποτέ δεν έλεγε ονόματα. Δεν ήταν αυτός ο λόγος αλλά να γελάσουμε με τα κατορθώματα του κάθε ναυτικού ή του παρασωφέρη που κοιμόταν ενώ το λεωφορείο άγρια χαράματα φορτωνόταν στο πέραμα ή για το φέρετρο που άνοιγε ξαφνικά από το σκαμπανέβασμα που έκανε όταν ανέβαινε το ταξί στο πέραμα!!! 

Το πέραμα στην αρχική του μορφή δεν ήταν τίποτε άλλο από βαρέλια δεμένα μεταξύ τους κι επάνω σανίδες, γερά δεμένες. Με τον ίδιο τρόπο γινόταν τα περάσματα και σε άλλες περιοχές, κυρίως στις λίμνες. 

Τοπική εφημερίδα τοποθετεί το πρώτο πέραμα στα 1909. Οι ίδιοι οι επιβάτες τραβούσαν ένα σχοινί και το πέραμα πήγαινε απέναντι αν δεν είχε κυματισμό. Γιατί αν δεν ήταν καλά δεμένο και ισορροπημένο, αρκετές φορές έκανε κι ένα ταξίδι μέχρι την αμμόγλωσα έτσι λυμένο από κάβους και μουράγιο.

  Αργότερα βελτιώθηκαν τα πράγματα. Ήταν δύο τα  βίντσια που στην αρχή οι ¨περατατζήδες¨με τα χέρια και με διάφορα ράουλα, μάζευαν το συρματόσχοινο πρίν μπεί ηλεκτροκίνητη τροχαλία και κάμει τα πράματα πιο απλά. Πατέντες για να γλυτώνουν κόπο αλλά και να μη σακατεύουν τα χέρια τους από τα τριμένα συρματόσκοινα, έκανε κυρίως ο Κώστα ο Καγκελάρης που έφτιαχνε του κόσμου τις πατέντες.

Το πορθμείο, που έφκιασε για τις στρατιωτικές ανάγκες το 1881 ο λοχαγός Πέτρος Λυκούδης, «ήτο πλωτή πρόσκαιρος γέφυρα διά καταστρώματος επί βυτίων κινητή ελευθερούσα την διώρυγα προς διάπλουν». Το 1909 τοποθετείται το πρώτο πορθμείο που έχει μήκος 10 μέτρα και πλάτος 4.50 και στοίχισε 12.000 δραχμές. Το πέραμα κινείται πλέον με βίντσι μηχανοκίνητοτο και στο μικρό σπιτάκι έμεναν οικογένειες όπως είπαμε όπου εκτός από το ψάρεμα έκαναν κι αυτή τη δουλειά, όπως ο Αποστόλης ο Τρανός που έμενε εκεί με την γυναίκα του τη Χρυσούλα, ο Λευτέρης Δοξαράς, ο Κώστας ο Καγκελλάρης ο Τσολιολιός και αρκετοί ακόμα. Προτεραιότητα στο να περάσουν είχαν τα λεωφορεία, τα ταξί και οι άρρωστοι γι αυτό και γινόταν συχνά φασαρίες αν δεν εχώραγε το μικρό πέραμα όλα τα αυτοκίνητα. Μαζί βέβαια φορτωνόταν και τα υποζύγια αλλά και οι βοιδάμαξες. 

Αν έκανε γαρμπή και είχε ρέμα, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να κοπεί το σκοινί και να πάει μέχρι την αμμόγλωσα το πέραμα κι άντε να το συμμαζεύεις με κάβους από την ξηρά. Ρυμουλκά φυσικά δεν υπήρχαν. 

Μου λένε ότι μια φορά που πήγε να περάσει μια μεγάλη μπουλντόζα της ΜΟΜΑ για να πάει να ανοίξει το δρόμο για τον Αη Νικήτα, έσπασε το συρματόσχοινο και μέχρι να έρθει άλλο από τον Πειραιά, έμεινε εκεί η μπουλντόζα και τράβαγε το συρματόσχοινο που έμεινε κι έτσι πήγαινε πέρα δώθε το πέραμα. Έμεινε εκεί η μπουλντόζα που την έλεγαν Μανταλένα πάνω από 10 μέρες..Τα παιδιά , τσούρμο παιδιά μιάς και οι οικογένειες είχαν 5-6 παιδιά η κάθε μία, παίζανε διάφορα παιγνίδια, κυνηγητό, τη φωτιά, ακόμα και πετροπόλεμο.   Και πήγαινε πύρος το αίμα άμα έπεφτε πέτρα στο κεφάλι αλλά έπεφτε από πάνω κι ένα χέρι ξύλο .

Μου είπαν πολλές ιστορίες που γινόταν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του περάματος. Κυρίως από άσχετους με τον χώρο οδηγούς που ερχόταν πρώτη φορά στη Λευκάδα και μάλιστα έβλεπαν τη Βέρα να τους βάνει στο πέραμα . Ήταν πάντα μια ωραία κοπέλα, με ωραία χρώματα. Ένας Φορτηγατζής από Χαλκίδα είπε κάποτε μια κουβέντα στη Βέρα , ένα πείραγμα, όχι κομπλιμέντο αλλά η περήφανη Βέρα του έδωσε αστραπιαία μια μπουνιά που τον ξεκατακλείδιασε, τον έριξε στη θάλασσα . Το χειρότερο ότι αυτός δεν ήξερε μπάνιο και τρέξανε οι άλλοι οδηγοί να το βγάλουν να μη πνιγεί. Μια άλλη φορά που ενώ έκανε κουμάντο σ έναν φορτηγατζή από τα Τρίκαλα μ ένα φορτηγό γιομάτο λεμόνια , εκείνος έκανε τον ξερόλα και το φορτηγό έκατσε πίσω κι άδειασε όλη η καρότσα .Γέμισε λεμόνια η θάλασσα και το μισό φορτηγό γέμισε νερά. Ιδιαίτερη αναφορά θα κάνω για το γυναικείο ντύσιμο σε σχέση με την αντρική δουλειά που έκανε η Βέρα αλλά και η μάνα της κι όλες οι γυναίκες που δούλευαν στο πέραμα. Στο κάτω μέρος της φούστας είχανε παραμάνες που τις κούμπωναν για να μη σηκώνονται οι φούστες ή τα φουστάνια τους όταν δούλευαν στις τροχαλίες ή όταν τράβαγαν το σκοινί.!!

Μέσα στο κάστρο, τα καλοκαίρια και ιδιαίτερα απ της Άγια Μαύρας τη γιορτή και μετά δούλευε, λούνα πάρκ αλλά κι ακόμα παλιότερα εκεί ήταν το γήπεδο που έπαιζαν ποδόσφερο. Ήταν μια μεγάλη απλωσά ,στηνόταν δυό γκολπόστ με κυπαρίσσια ή δοκάρια από κάνα γκρεμισμένο σπίτι και το δίτερμα ήταν έτοιμο. 

Επίσης πίσω  στου Αυγερινού γινόταν και μεγάλη ζωοπανήγυρη που κράταγε τρείς μέρες. Είχε υπαίθρια αγορά όχι μόνο για τα ζώα αλλά και για προϊόντα. Δεν έλειπαν και τα  κλαρίνα και τα βιολιά το απαραίτητο για τα παιδιά  παγωτό ξυλάκι και το στριφτό. Εκεί δίπλα από το πέραμα, στα ρηχά ήταν και τα εργαστήρια τα πρώτα χρόνια για επισκευές ή για ξύσιμο και βάψιμο στις βάρκες . Εργαστήρια του Μήτα και του Καρνάγια. Και οι δυό ήταν σπουδαίοι μαστόροι. 

Εκείνα τα χρόνια, οι περισσότεροι που έμεναν γύρω από το κάστρο, είχαν κήπους όπως η θειά Μαριάννα και η Δημητρούλα γιατί μές το Κάστρο υπάρχουν πηγάδια κι έτσι όσοι έμεναν εκεί, είχαν και τους κήπους τους.  Στην περιοχή υπήρχαν και δεινοί ψαράδες όπως ο Αγγελος ο Σφαέλος που όπως μου λένε, ήξερε πού θα ¨τον περιμένει¨ το χταπόδι κι έλεγε ¨εδώ είναι ένα 8 οκάδες¨. Και πράγματι ήταν όσο έλεγε. Δε λάθεβε ποτέ. Και μάλιστα δεν έβγαζε τα μικρά χταπόδι. Κάτω από δυό οκάδες δεν γούλιζε χταπόδι ο Σφαέλος. Εκεί στο πέραμα ήταν πάντα και καφενείο για τους νυσταγμένους οδηγούς αλλά και για όποιον πήγαινε καμιά βόλτα μέχρι εκεί. Είχε ο Καρτάνος κι αργότερα η θειά Μαριάννα.Καφέ στο μπρίκι και λεμονάδα κρύα βουτηγμένη στη θάλασσα. Λεμονάδες ντόπιες πάντα, του Ζαβιτσάνου και του Τασόπουλου.

Ωραία χρόνια με πολλά βάσανα, αγώνα και αγωνία αλλά και χαρά με πολλά παιδιά  γύρωθε, εργατικούς ανθρώπους , χαμόγελα, καλαμπούρια, πειράγματα και καλή καρδιά.

Προηγουμενο αρθρο
Προσάραξη ιστιοφόρου σκάφους σε αμμώδη αβαθή, στην Πάλαιρο
Επομενο αρθρο
Ένα μικρό αφιέρωμα στον Γιάννη Μάλφα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.