HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ Βασιλική και το όμορφο γραφικό λιμανάκι της

Η Βασιλική και το όμορφο γραφικό λιμανάκι της

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Η φωτογραφία, μάλλον επιχρωματισμένη πρέπει ναναι γύρω στα 1955-56 και φαίνονται καθαρά οι παλιές πλάκες στο μουράγιο, οι βάρκες αραγμένες και τα ΤΟΛ σε λειτουργία. Τα σιδερένια μισοβάρελα δηλαδή, τα λυόμενα όπως τα λέγαμε που είχαν τοποθετηθεί μετά τον καταστροφικο σεισμό του 1948 που γκρέμισε πολλά σπίτια. Το ένα ,το μεγάλο που φαίνεται ήταν το δημοτικό μας σχολείο και το διπλανό μια κατοικία απ αυτές που είχαν απομείνει στην λεγόμενη Νεάπολη ή Βουρλιές όπου φαίνονται και οι ευκάλυπτοι που είχαν φυτέψει για την καταπολέμηση της ελονοσίας γιατί εκεί υπήρχαν στάσιμα νερά.

Το λιμάνι δεν έχει τις συνήθεις προσχώσεις στην ακριβώς απέναντι γωνία κάτω από το διώροφο όπου στεγαζόταν το ταχυδρομείο αλλά και η χωροφυλακή, άρα είχε έρθει η φαγάνα και το είχε ξεχώσει. Φαίνεται ακόμα το καφενείο του Γεράσιμου Κατηφόρη-Λιά που ήταν ντυμένο με λαμαρίνες και το μεγάλο σπίτι δίπλα είναι  του γιατρού Μιχαλάκη Κατηφόρη και της συζύγου του της κ. Ελένης που ήταν η πρώτη που  έφτιαξε τις πρώτες κούκλες με την λευκαδίτικη φορεσιά και βρίσκονται στο μουσείο Μπενάκη..Επίσης φαίνεται η δεντροστοιχία με τους ευκάλυπτους που ήταν χαρακτηριστικό του λιμανιού καθώς και η πρώτη αυτοσχέδια τέντα του ιστορικού εστιατορίου του Μήτσου Κολυβά- Βαγγελάρα. Η βάρκα που αράζει με το κίτρινο χαρακτηριστικό ζωνάρι είναι του Μόντσου και κουμάντο για ακίνδυνη προσέγγιση κάνει ο Θωμάς ο Τρικούπης ενώ στο τιμόνι είναι ο ίδιος ο Μόντσος, Τιμόθεος Πολίτης.

Στην τέντα είναι αραχτός ο Αγγέλης Τρικούπης κι έχει στ αριστερό του χέρι ένα από τους ανηψιούς του, τον Μάκη ή τον Κώστα, παιδιά του αδερφού του του Θωμά.

Το λιμάνι της Βασιλικής ήταν μαζί με αυτό του Αγίου Νικήτα- όπως έχει γράψει σχετικά σε ανάρτησή του κι ο Αντώνης Περδικάρης τα δύο λιμάνια που σχεδίαζαν να δημιουργήσουν οι Άγγλοι, όταν κατατρόπωσαν τους πειρατές μετά το 1810, έλεγξαν τους θαλάσσιους δρόμους και ήθελαν τον έλεγχο της διακίνησης των προϊόντων της βορειοδυτικής και της νότιας Λευκάδας. Της νότιας για τον εύφορο κάμπο και δυτικής για το λάδι και το κρασί. Οι Αγγλοι έφυγαν το 1864 και από τότε γινόταν ο αγώνας για την ίδρυση του ζωτικής σημασίας λιμανιού της Βασιλικής μιας και αυτό του Αγίου Νικήτα εγκαταλήφθηκε λόγω της ανάπτυξης του λιμανιού της πόλης της Λευκάδας. Έτσι άρχισε να  δημιουργείται ουσιαστικά και το ίδιο το χωριό σαν επίνειο της νότιας Λευκάδας. Χτίστηκε η εκκλησία της Παναγίας και ανοικοδομήθηκε αυτή του Άη Γεράσιμου στα Κολυβάτα που κατά μια πληροφορία πρωτοφτιάχτηκε ξύλινη.

Δημιουργήθηκαν σιδεράδικα, ραφτάδικα, βαφεία για τα μαλλιά, τα λινά αλλά και για να βάφονται τα δίχτυα, έγινε μια βιοτεχνία σαπουνιού από τον Κ.Φατούρο,   εμπορικά καταστήματα , σαμαράδικα και τσαγκάρικα, ξυλουργεία, πριονοκορδέλες.

Ήρθαν τεχνίτες από τη χώρα κι απ αλλού γιατί υπήρχε μεγάλη ανοικοδόμηση. Γύρισαν οι ξενιτεμένοι που είχαν κάμει κομπόδεμα και άνοιξαν μαγαζιά από κατοίκους των γύρω χωριών όπως οι Συβριώτες Ανυφαντής και Μελάς, οι Δραγανίτες Φίλιππος Κατωπόδης-Καπέος, Γιάννης Δρακάτος, Γεράσιμος Κατωπόδης-Κατσίκας αλλά κι απ τον Αγιο Πέτρο όπως ο Σπύρος ο Ζώγκος, ο Σολδάτος απ τον Αη Λιό, απ το Κομηλιό Μαραγκός από τ Αθάνι ο Χαλικιόπουλος και άλλοι. Λειτούργησε σχολείο και σχολαρχείο κάτι σαν τριτάξιο γυμνάσιο.

Εμείς πήγαμε σχολείο μέσα σ εκείνα τα Εγγλέζικα τεράστια ΤΟΛ που στήθηκαν μετά τον σεισμό του 1948 για να στεγάσουν τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν κι ήταν ψυγείο το χειμώνα και σάουνα όταν καλοκαίριαζε γι αυτό και αρκετές ζεστές μέρες κάναμε σχολείο κάτω από τα πολλά ευκάλυπτα. Λειτούργησαν ακόμα δικαστήρια όπου δούλευαν δικολάβοι, δηλαδή υπο-δικηγόροι, ντόπιοι κάπως μορφωμένοι που μιλούσαν και ωραία ώστε να απαλλάσσουν από τις κατηγορίες τον πελάτη τους. Οι κατηγορίες βέβαια εκείνη την εποχή στα πίσω χωριά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από παρασεινόρισμα στα χωράφια ή ¨γιατί  γίδα έφαγε την κεντρωμάδα του γείτονα¨.

Υπήρχε τελωνείο, ταχυδρομείο, υποδιοίκηση χωροφυλακής και αγρονομείο ενώ πάνω από πέντε γιατροί υπήρχαν στο χωριό, ακόμα και εξειδικευμένος παιδίατρος, ο Μιχάλης Κατηφόρης. Επίσης καφενεία, κουρεία, ταβέρνες , χασάπικα και φούρνος για όλους υπήρχε στην κεντρική πλατεία, όπως και αλευρόμυλοι. Υπήρχαν  πέντε ταβέρνες,  με πασίγνωστη αυτή του μπάρμπα Μήτσου του Βαγγελάρα αλλά και του Μιμίκου, του Τεπέλα και του Πλακίδα που δούλευαν όλο το χρόνο γιατί σαν λιμάνι και ουσιαστική αφετηρία δρομολογίων είχε κίνηση. Ιδίως οι Κυριακές ήταν σαν να υπήρχε ένα μεγάλο παζάρι με όλα τα μαγαζιά ανοιχτά. Αναφέρω εδώ και την ίδρυση το 1933 του ¨Προοδευτικου ομίλου νέων Βασιλικής¨ όπου έστησε και το μνημείο των πεσόντων το οποίο ακόμα υπάρχει στη θέση του, όχι όμως κι ένα χαρακτηριστικό πεύκο της θάλασσας που μάλλον γέρασε..

Το χωριό φωτίστηκε με λάμπες ασετιλίνης. Μετά το 1950  όμως, είχε και ιδιωτική ηλεκτρική εταιρία από τους Χαλκιόπουλο-Σολδάτο που κατ αρχήν ηλεκτροδότησε τους δρόμους του χωριού. Αργότερα πέρασε στην οικογένεια Φατούρου και μετά απορροφήθηκε από την ΔΕΗ. Θυμάμαι το μπάκ μπούκ που έκανε η πετρελαιομηχανή για να παράγει κάποιες ώρες  ρεύμα. Δημιουργήθηκε από το ΤΑΟΛ ένα οινοποιείο με σύγχρονες εγκαταστάσεις που ακόμα σώζονται και γινόταν όλη η μάζωξη της σοδειάς σταφυλιού από την Νότια Λευκάδα. Επίσης θυμάμαι σαν μικρός αλλά πολύ καλά, τα γεμάτα με κρασί βαρέλια να τα τραβάνε με σχοινιά στα πλοία που ήταν αρόδου απ το λιμάνι και να τα φορτώνουν για τη Γαλλία όπως λέγανε, για ¨να βάψουνε τα δικά τους που δεν είχαν χρώμα και σπίρτο-βαθμό¨.

Η Βασιλική το 1901

Επί βουλευτικής θητείας του Ευάγγελου Τσαρλαμπά του οποίου η προτομή έχει στηθεί στο λιμάνι, έγιναν οι προσπάθειες και τελικά κατόρθωσε μαζί με άλλους υπολογίζω παράγοντες να γίνει ένα μεγάλο για την εποχή εκείνη έργο, το λιμάνι δηλαδή και τρείς μόλοι- λιμενοβραχίονες για να το προστατεύουν. Ο μικρός μόλος για να εμποδίζει τα φερτά υλικά από τον χείμαρρο και τις σούδες του κάμπου, αυτός του ίδιου του λιμανιού με το φάρο του κι ο μεγάλος λιμενοβραχίονας για να ¨κόβει¨ την όστρια που έφερνε τρικυμία και καταστροφή στο λιμάνι.

Ο Ευάγγελος Τσαρλαμπάς

Το μουράγιο ήταν σ όλο το μέτωπο και σ όλα τα κράσπεδα μα και στις 4 μεγάλες σκάλες από ατόφια λεία λευκή πέτρα που πάνω τους γουλίζανε τα χταπόδια. Δεν γνωρίζω την προέλευση, έχω ακούσει όμως ότι την έφεραν από τη Μάλτα με μαούνες μαζί με τους τεχνίτες που την τοποθέτησαν. Με τέτοιες άσπρες πλάκες έφτιαξαν και τη βρύση επι δημαρχίας Δ. Κολυβά το 1904, μια εμβληματική βρύση στο κέντρο του λιμανιού. 

Λένε ακόμα ότι αυτές τις πέτρες τις… λιμπίστηκε κι ο Ωνάσης να τις πάρει για το λιμάνι του Σκορπιού που έφτιαχνε τότε και να βάλει στη θέση τους τσιμέντο αλλά ευτυχώς ..Τώρα δεν φαίνονται απ τα τσιμέντα που έπεσαν στην αποκατάσταση του λιμανιού απ το σεισμό του 2003. 

Σε πρώτο πλάνο ο Σπύρος ο Πρέπης και με την πλάτη ο Λάμπρος.Στο βάθος  δυό καίκια, το ένα είναι το ΕΛΑΝ του Μπάκα και στη σειρά οι ασπρισμένοι ευκάλυπτοι.

Η ζωή στη Βασιλική και στο λιμάνι ήταν ήρεμη τότε. Εμείς οι μικροί με κάτι καλαμίδια από καλάμια του κάμπου θεόρατα και στραβά, ότι βρίσκαμε δηλαδή και κάτι δολώματα από ψωμοτύρι νομίζαμε ότι θα κοροϊδέψουμε τα ψάρια κι έτσι τα ταΐζαμε εκεί στην άκρη στο μουράγιο αλλά όλο τσίμπαγε κάνας τζίλιος και νομίζαμε ότι κάτι κάναμε. Κάναμε όμως παρέα , κάναμε φίλους, κάναμε το κέφι μας. Οι μεγάλοι με τις τράτες και τις ψαρόβαρκες είχαν τις μεριές τους, τις καλάδες τους ,τα παραγάδια τους ,τα μπαλώματά τους, τα καλαφατίσματα και τα πασαλείμματα κάθε τόσο στην κοιλιά της  βάρκας με μοράβια για να μην κόβει η ταχύτητα. Ο μπάρμπα Γεράσιμος ο Μπάκας έριχνε τον πεζόβολό του και μάζευε μουξουνάρια απ το λιμάνι. 

Η Δροσούλα Ζώγκου μπαλώνει τα δίχτυα

Οι ξένοι που επισκεπτόταν το χωριό θαύμαζαν το παλιό παραδοσιακό μουράγιο που ήταν από ατόφια κάτασπρη  πλακά όπως είπαμε και απολάμβαναν τη δροσιά που έβγαζε η θαλάσσια αύρα, το θρόισμα των ευκαλύπτων και κατά το βραδάκι τα χιλιάδες τιτιβίσματα από τα σπουργίτια που φώλιαζαν στα κλαδιά τους.. 

Ένα από τα μεγάλα καίκια που έδεναν στη Βασιλική

Εκτός από τα θεόρατους ευκάλυπτους που ήταν σε μια σειρά στην άκρη στη θάλασσα, υπήρχε και υπάρχει κι ένας πλάτανος στο λιμάνι που είχε μια μεγάλη κουφάλα. Τόσο μεγάλη που κρυβόμαστε μέσα όταν παίζαμε κρυφτό η όταν κάναμε καμιά ζαβολιά. 

Ο Θανάσης Κατηφόρης στον πλάτανο του λιμανιού

Στο τέλος του λιμανιού ήταν ένας φάρος που τα βράδια αναβόσβηνε ένα κόκκινο και πράσινο χρώμα αν θυμάμαι καλά. ΄Επεσε σε μια θεομηνία με τριήμερη όστρια που με κάτι θεόρατα θυμάμαι κύματα τον πέταξε μαζί με τα μπλόκια. 

Ο φάρος έχει πέσει . Οι επιβάτες για τον Γλάρο, πηγαίνουν με βάρκες στη σκάλα του πλοίου. Εκεί που ήταν το σχολείο-τόλ, χτίστηκε το Δ.Σχολείο. Στο βάθος η εκκλησίατης Παναγίας  και ψηλά ο Αη Νικόλας.

Λειτουργούσαν τότε δυο πανδοχεία στο χωριό κι ήταν και μαζί μ αυτό του πατέρα του Μούστα στο Σύβρο, τα μοναδικά στη νότιο Λευκάδα. ¨Ο Παράδεισος ¨ του Πάνου Κολυβά πίσω στον Αη Γεράσιμο και του Λιβανάκη πάνω από το καφενείο, ακριβώς στην καρδιά του λιμανιού. Σ αυτά έμεναν αντιπρόσωποι που ερχόταν η έφευγαν για Πάτρα κυρίως με τον Γλάρο, το αγαπημένο παπόρο της εποχής.   

Ακόμα στα πανδοχεία έμεναν το καλοκαίρι τουρίστες που εμείς τους λέγαμε περιηγητές. Ξεχώριζαν από εμάς γιατί φορούσαν γυαλιά ηλίου, πέδιλα κι ήταν πιο καλοντυμένοι, καθαροί αλλά κρατούσαν πάντα και φωτογραφικές μηχανές.

Εξω από το καφενείο του Κολυβά- Συμορίτη . Στη δεξιά μεριά με τα γυαλιά είναι σίγουρα ένα ζευγάρι περιηγητών. Το ντύσιμο και το ύφος το φανερώνουν.

Οι ξένοι έψαχναν την αυθεντική Ελλάδα και σ εμάς έβρισκαν αυτό που ήθελαν να δουν ή να φωτογραφήσουν.  

Η θειά Τασούλα του Μπάκα, βγαίνει από την τράτα τους ¨Αγιος Σπυρίδων¨

Επίσης διανυκτέρευαν υπάλληλοι ή δικηγόροι που είχαν υποθέσεις στο δικαστήριο η ακόμα και για την σύνταξη ενός συμβολαίου. Το χωριό όπως είπαμε είχε ειρηνοδικείο και είχε και έχει συμβολαιογραφείο.  Λειτουργούσαν πολλά καφενεία με ξεχωριστό αυτό του Λιβανάκη αλλά και του μπάρμπα Λιά Κατηφόρη, του Βηλάνου και άλλων. Εκτός από τις και 5-6 ταβέρνες που είπαμε , υπήρχαν και αρκετά κουτσομάγαζα με ψαράδες για κάνα κρασάκι που καθότανε πάνω σε ψαροκασέλες αλλά είχαν πάντα το κέφι τους με τις ναυτικές τους ιστορίες ή αργότερα με κάνα τζούκ μπόξ. Λειτουργούσαν όλες τις μέρες του χρόνου για τους ναυτικούς που διανυκτέρευαν βέβαια στ αμπάρια αλλά έβγαιναν έξω για κάνα κρασάκι!! Έτσι είναι τα λιμάνια..

Από το λιμάνι της Βασιλικής είχε δυό φορές τη βδομάδα συγκοινωνία με τον ιστορικό Γλάρο για Πάτρα και Πειραιά αλλά γινόταν και όλη η διακίνηση του εμπορίου. Επίσης απ το λιμάνι γινόταν η εξαγωγή των τοπικών αγροτικών προϊόντων απ όλους τους κάμπους του νότου προς το Θιάκι και το Φισκάρδο με τα καΐκια του Καρδούλη , του Ταφλαμπά, του Πάπιου και άλλων, θέμα που αναφέρω στο σημείωμα: ¨Ο μεγάλος κάμπος στο Νότο και τα καΐκια για το Θιάκι¨..

Παναγιώτης Σκληρός

Οι φωτογραφίες είναι του Χριστόδουλου Φατούρου και Fritz Berger

Προηγουμενο αρθρο
Εκλογοαπολογιστική Γενική Συνέλευση του Ναυτικού Ομίλου Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Οι γεύσεις της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας

5 Σχόλια

  1. Παναγιωτης Σκληρος
    9 Μαΐου 2023 at 09:00 — Απάντηση

    Έλαβα το παρακάτω μήνυμα στο FB. Χαίρομαι

    Hi. I am Urs from Switzerland. Yess I have met Fritz Berger. I run a Website vasiliki.eu. I have seen your articles on aromalefkadas and kolivas. However I have to translate it in the browser, as I do not spek greek. Anyway, many thanks

  2. Γιώργος Λογοθέτης
    6 Μαΐου 2023 at 01:16 — Απάντηση

    Θερμά συγχαρητήρια !
    Θαυμάσια περιγραφή Παναγιώτη.
    Περιμένουμε ένα βιβλίο με όλα τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα !!!
    Γιώργος Λογοθέτης

  3. ΦΑΙΔΡΑ
    4 Μαΐου 2023 at 23:23 — Απάντηση

    Άξιο θαυμασμού το κείμενο…
    Είναι γοητευτικό τελικά να περπατάς στα μονοπάτια της μνήμης, να αφουγκράζεσαι τις μνήμες των άλλων. Από τις πρώτες γραμμές ο συγγραφέας σε «αρπάζει από τα πέτα» και σε βυθίζει σε μιαν ανελέητη ανάγνωση. Ελπίδα διαφυγής καμία πριν από την ολοκλήρωση. Μια ολοκλήρωση που απαρτίζεται από μικρές ψηφίδες στάσεων στο χρόνο. Αναπολεί βιώματα και με απόλυτη σαφήνεια ,επιδέξια, δίδει το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής . Κι αυτή την ατμόσφαιρα και το κλίμα μνημειώνει με τρόπο ανάγλυφο και γλαφυρό, δημιουργώντας μια τεράστια τοιχογραφία όπου απεικονίζονται πρόσωπα, γεγονότα, τοπία και καταστάσεις. Νοερό ταξίδι …ξαναχαράζει γειτονιές… ξανασημαδεύει διαδρομές.
    Το ύφος του κειμένου, σαφώς προσωπικό και αυτόνομο, ύφος με ήθος, η γραφή ποιοτική, η πλοκή στέρεη και οι φωτογραφίες βλέπουν και μιλούν.
    Η περιγραφή ανθρώπων, σχέσεων ή τοποθεσιών γίνεται με πολύ αναλυτικό αλλά εύληπτο τρόπο, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία -κυριολεκτικά- γραμμή.
    Η αφήγηση εξελίσσεται με πολλές σκηνές από την καθημερινή ζωή και πραγματικότητα και μια ολόκληρη πινακοθήκη ανθρώπινων χαρακτήρων, όπου ο συγγραφέας κινεί με ξεχωριστή μαεστρία.
    Ένα ευχαριστώ στο συγγραφέα γιατί με έκανε συνταξιδιώτη στην περιήγηση και γιατί καταδεικνύει συνεχώς το ευμετάβολο της ζωής: «Το παρελθόν εμείς το πλάθομε. Με μνήμη και λήθη. Κρησαρίζομε τις στιγμές, υπερφωτίζομε τις σκοτεινές περιοχές στη φωτογραφία του βίου, το μαύρο γκριζάρει, το γκρίζο ξασπρίζει, το λευκό καθαρίζει από τα στίγματα».

  4. Αναγνώστης
    3 Μαΐου 2023 at 21:41 — Απάντηση

    Της Βασιλικής τ΄ όνομα:
    Στο μύχο ενός μεγάλου κόλπου, που τον χτυπά ανελέητα η τραμουντάνα το χειμώνα, καθώς κατεβαίνει καβάλα στα μαύρα σύννεφα της από τα Σταυρωτά και πέφτει με μανία στη θάλασσα, αλλά και η Όστρια από το νότο τα ζεστά καλοκαίρια, που έρχεται με την αλμύρα του πελάγους, πέρα από τον κάβο της Κυράς, βρίσκεται σήμερα ένα μικρό ψαροχώρι. Καθρεφτίζεται ήσυχα στα νερά του λιμανιού του και ζώνεται τρυφερά από τη μια με τη χρυσή αμμουδιά του και άγρια απ΄ την άλλη απ΄ τα βράχια του γιαλού. Κι έχει το όνομα μιας γυναίκας. Βασιλική το λένε…
    Πριγκίπισσα λένε ότι ήταν και ζούσε σε κάποιο νησί πιο πέρα από το δικό μας, μέσα σε παλάτι φτιαγμένο από κοράλλια της θάλασσας και ασήμι, που άστραφτε κάθε βράδυ από το φως του φεγγαριού.
    Τη μέρα δεν έβγαινε από δαύτο, φοβόταν μη κι ο ήλιος της πάρει τη δροσιά της και χάσει το άσπρο χρώμα του κορμιού της. Τα βράδια όμως έδειχνε την ομορφιά και την χάρη της, όχι σαν εύθραυστο κοριτσόπουλο αλλά σαν γενναία πολεμίστρια και έμπαινε στο αρματωμένο καράβι της και ξανοίγονταν στα πελάγη, να κουρσέψει θησαυρούς και πλούτη, με τους πειρατές ναύτες της. …. Κάποτε λένε γνώρισε σε κάποια βραδινή μάχη έναν ψαρά που την έσωσε όταν έπεσε στη θάλασσα μετά από μια μάχη με έναν κουρσάρο από το Θιάκι. Μπλέχτηκε στα δίχτυα του και την έβγαλε στο καΐκι του μισοπεθαμένη λίγο πριν σκάσει μάτι ο ήλιος..…
    Κι όλα τότε έμειναν ακίνητα, για μια μικρή στιγμούλα, κι ο χρόνος κι ο ήλιος. Και τότε εκεί που σταμάτησαν τα πάντα, έστειλε η Αφροδίτη το φτερωτό το γιο της, τον Έρωτα, και σημάδεψε τις δυο καρδιές που ΄βρε μπροστά του. Και τα βέλη του βρήκαν όχι τις καρδιές αλλά το μεδούλι τους και ήταν γραφτό από κει και πέρα να χτυπάνε μόνο η μια για την άλλη….. .
    Μα εκειός ήταν ψαράς και εκείνη πειρατίνα κι η θάλασσα το πρόσταξε μόνο πάνω σε πλεούμενο να συναντιούνται και στεριά πότε τους να μην πιάσουν. Και έτσι το συμφωνήσανε να συναντιούνται στο σκαρί της Βασιλικής τις νύχτες μετά τις μάχες, όταν θα ΄χε χορτάσει το βλέμμα και το μυαλό από θησαυρούς και θα έψαχνε μετά να χορτάσει μ΄ αγάπη. Και έτσι γινότανε κάθε βράδυ και έλουζε με το ασημένιο φως του το φεγγάρι, το όμορφο ζευγάρι. Και κυλούσαν οι μέρες και οι μήνες και έφτασε ο χειμώνας. Ένα βράδυ του κρύο και λυσσασμένο το φεγγάρι αν και ολόγιομο δεν βγήκε και κρύφτηκε φοβισμένο πίσω από το Σύκερο, το λόφο στην ανατολή. Η θάλασσα σήκωνε κύματα βουνά, αναταραγμένη από την τρίαινα του Ποσειδώνα που τα ΄χε βρει με το ασπρομάλλη βοριά εκειό το βράδυ και έριχνε ασημένιο χαλάζι ο ουρανός.
    Μα ο έρωτας δε λογαριάζει σύννεφα, τρίαινες, αγέρηδες και χαλάζια και η Βασιλική δεν άντεχε να μη βρεθεί με τον αγαπημένο της. Να ζεστάνει την καρδιά της στην καρδιά του. Να αγκαλιαστούνε πάνω από τα κύματα και ο χαλασμός γύρω να μην υπάρχει. Και έτσι εμπήκε στο καΐκι της να πάει να τον βρει. Ο μικρός φτερωτός γιος της Αφροδίτης όριζε την πορεία και τη ζωή της.
    Βολόδερνε με τσ ΄ ώρες μέχρι να φτάσει στου Λευκάτα τις ακτές… ..Κι έφτασε στο μικρό φανάρι που έδειχνε στην μαύρη καταχνιά του χαμού το σκαρί του ψαρά της.
    Μα τότε εγίνηκε το κακό. Το θολωμένο κύμα έσπρωξε το ΄να σκαρί απάνω στ΄ άλλο και τσακιστήκανε Κι έφερε με το τράνταγμα τα δυο κορμιά να αγκαλιαστούμε . Κι έτσι αγκαλιά, κοιτάχτηκαν στα μάτια και ο χρόνος πάλι σταμάτησε και ο αέρας κι ο χαμός. Μέχρι που τα χείλη έσμιξαν και χάθηκαν στον αφρό των κυμάτων που δεν λογάριαζαν αγάπη, δε λογάριαζαν νιάτα ούτε κι ομορφιά.
    Και να τώρα οι δυο ψυχούλες αφήσανε τα κορμιά στην θάλασσα και πέταξαν ψηλά για του Αχέροντα τα μέρη. πετούσαν χέρι χέρι να συναντήσουν τον βαρκάρη εκείνο τον σιωπηλό. Και πετώντας πλάι πλάι, ακόμα με τις ματιές του ενωμένες, σκέφτονταν πώς τάχα αυτό είν΄ ευτυχία, να πεθαίνεις κρατώντας εκείνον που αγαπάς.
    Και απέ, έμεινε η θάλασσα το ξημέρωμα να κλαίει μονάχη της το χαμό τους και έβγαλε τα κορμιά τους στην χρυσή άμμο, και τα απόθεσε με προσοχή.
    Κι η ομορφιά της Βασιλικής απλώθηκε στο ψαροχώρι που από τότε πήρε το όνομα της για να θυμάται ο κόσμος στους αιώνες την λυπημένη ιστορία της.
    Κι άμα διαβείς από κει μη ψάξεις να βρεις κάτι να θυμίζει το χαμό. Κάθισε μόνο την ώρα τη δύσης στη χρυσή αμμουδιά και κοίτα τη Βασιλική να φορά τα βραδινά στολίδια της, να μπαίνει στο καΐκι της και να ανοίγεται η λάμψη της στο πέλαγος που θα ΄βρει το ψαρά της.
    Σημείωση: το παραμύθι βασίζεται σε μύθο της Λευκάδας, που αφορά στο πώς πήρε το όνομα του το χωριό Βασιλική, άλλοτε ψαροχώρι και πλέον του κυριότερο τουριστικό θέρετρο της νότιας πλευράς του νησιού. (http://gym-vasil.lef.sch.gr/)Χρυσούλα Σκλαβενίτη
    (πηγή :εργασία Γυμνασίου με Λυκειακές Τάξεις Βασιλικής).

  5. Periclis [Perry] Dellaportas
    3 Μαΐου 2023 at 02:21 — Απάντηση

    ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΛΕΥΚΑΔΑ Το λιμανι στα νοτια του νησιου. Εκει σταματαγε το πλοιο ΓΛΑΡΟΣ [700 τοννοι – μικρο] απο τον Πειραια, εξω και αποβιβαζομαστε με βαρκες….. Αμεσως μετα καβαλαγαμε τα μουλαρια και γαιδουρια μαζι με τις βαλιτσες μας και τραβαγαμε στον δρομο να παμε στην Ευγειρο, το χωριο του πατερα μου κανα καλοκαιρι οταν ημουν μικρος….Πολυ ωραια η Βασιλικη και κατεβαιναμε εκει καμια φορα μια και υπηρχαν και φιλοι και συγκενεις [Κολυβαδες, Κατηφορηδες, Χορτηδες κτλπ], και για μπανια στα πεντακαθαρα νερα. Τωρα ειναι μερος υψηλου τουρισμου [κοτερα κτλπ]…

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.