HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ γειτονιά των καλλιτεχνών: μια ανάμνηση γλυκιά σαν τα γλυκά του μπάρμπα Αντρέα

Η γειτονιά των καλλιτεχνών: μια ανάμνηση γλυκιά σαν τα γλυκά του μπάρμπα Αντρέα

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Μόνο η κυρία Άννα η Γκρεμούτη μπορούσε να παραβγεί στο γέλιο την Τούλα, μια γυναίκα πάντα γελαστή και πρόσχαρη που της άρεσαν πολύ τα αστεία και οι πλάκες και κάπως  έτσι ήταν  και ο σύζυγος της ο κύριος Ντίνος. Οι δυο τους  ήταν ταιριαστοί και  μαζί δούλευαν  το μικρό τους μαγαζί που ήταν στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού που έμεναν.  Στην αριστερή βιτρίνα  μια επιγραφή με κίτρινα γράμματα  έγραφε, οπλοπωλείο κι  ένας βαλσαμωμένος λαγός που έκανε παρέα σε μια βαλσαμωμένη νυφίτσα δέσποζαν ανάμεσα σε τουφέκια, καραμπίνες,  φυσίγγια και εξοπλισμό για κυνηγούς. Ο κυρ Ντίνος ήταν ο πρόεδρος του συλλόγου των κυνηγών του νησιού, και το μαγαζί του ήταν  το στέκι τους που συνήθιζαν να μαζεύονται,  και να διηγούνται με πολύ στόμφο τα κυνηγετικά τους κατορθώματα πασπαλισμένα πάντα με αρκετές υπερβολές και μικρά αθώα ψέματα που δημιουργούσαν εντάσεις πάνω στην κουβέντα αλλά και πολλά γέλια, κυρίως αυτό, γέλια. Από τον ίδιο προμηθεύονταν οι νέοι της εποχής μπαρούτι με το οποίο παρασκεύαζαν τις  πόμπες* για το βράδυ της Ανάστασης.

Η κυρία  Άννα ασχολούνταν  με τα οικιακά και παράλληλα με την ενοικίαση και πώληση ποδηλάτων. Προμήθευε τα γνωστά και ονομαστά μέχρι σήμερα γερμανικά ποδήλατα, Bismark. Τα ποδήλατα παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο και η κυρία Άννα αεικίνητη να τρέχει μία να γράφει στο τετράδιο τα ονόματα των παιδιών που νοίκιαζαν τα ποδήλατα και μια να τρέχει στην κουζίνα της αλαφιασμένη να μη της κολλήσει το φαΐ στην κατσαρόλα… βλέπετε η κουζίνα της χωριζόταν με το μαγαζί από μια εσωτερική πόρτα… Το ζευγάρι πάντα αγαπημένο δεν άφηναν εκδήλωση και χορό που να μην τον ανοίξουν  χορεύοντας αγκαλιασμένοι στο κέντρο της πίστας.


Ακριβώς δίπλα στο μαγαζάκι λοιπόν αυτό υπήρχε ένα άλλο μικρό μαγαζί που ίσα και χώραγε να μπει κάποιος. Το μαγαζί του κυρίου Μάρκου του φωτογράφου γιου του  Διαμαντή  του Μόσχου που κι αυτός φωτογράφος ήταν.  Ο κύριος Μάρκος γραφικός καλλιτέχνης της γειτονιάς, διατηρούσε το φωτογραφείο του στο ισόγειο ενός παλιού ξύλινου διώροφου  σπιτιού με δύο ακριβώς δωματιάκια το ένα πάνω απ’ το άλλο χαμηλοτάβανο παρόλα αυτά ο κύριος Μάρκος αν και αρκετά ψηλός,  μια χαρά χωρούσε και έκανε και τη δουλειά του με μαεστρία και μεράκι χωρίς ποτέ να βαρυγκομάει.  ΄Ένα μακρόστενο ξύλινο πλαίσιο με τζάμι  κολλημένο στο  κάσωμα του παραθυριού του μικρού μαγαζιού που έβλεπε στον δρόμο, αραδιασμένες   φωτογραφίες από μαθητικές παρελάσεις  εθνικές γιορτές, γυμναστικές επιδείξεις και γύρω απ΄αυτές  μαθητές και μαθήτριες που σχημάτιζαν  μικρά πηγαδάκια να δουν τις φωτογραφίες  και να τις αγοράσουν  για ενθύμιο της εφηβείας τους… Το μπλέ κυριαρχούσε στα παράθυρα και την χαμηλή πορτούλα του μαγαζιού. Τα  δυο πουλιά, ένα γαρδέλι και ένας ατσάραντος  κελαηδούσαν στα  ξύλινα κλουβιά τους που ήταν  κρεμασμένα  το ένα ανάμεσα από την βιτρίνα   και την πόρτα,  και το άλλο στην ασβεστωμένη  ξύλινη κολόνα της ΔΕΗ  που ήταν κι αυτή  βαμμένη  ασορτί με τον τοίχο του μαγαζιού.

Ο κύριος Μάρκος συνήθιζε να αφήνει το ποδήλατό του έξω από το μαγαζάκι του και του άρεσε να το βάφει κι αυτό μπλε όπως το χρώμα της μικρής ελληνικής  σημαίας που κυμάτιζε στον αέρα στηριγμένη στην μέση του τιμονιού  του ποδηλάτου του που  το οδηγούσε πάντα καμαρωτός και πάντα περιποιημένος και κομψά ντυμένος, με το χρυσό του ρολόι, τα δαχτυλίδια στα χέρια και κρεμασμένη στο λαιμό του την φωτογραφική του μηχανή..

Καλλιτέχνης όμως και σοφός επίσης ήταν ο συμβολαιογράφος  της γειτονιάς που απ’ το γραφείο του  περνούσαν όλα τα οικονομικά, κληρονομικά, πολιτικά, δημοτικά και καλλιτεχνικά  νέα  της πόλης. Δεν ήταν άλλος απ’ τον Δήμο τον Μαλακάση, έναν αξιοσέβαστο άνθρωπο εξαιρετικό στη δουλειά του που όλοι τον εμπιστεύονταν και τον αγαπούσαν. Ήταν επίσης πολύ καλός στην διήγηση, στον γραπτό λόγο, στην ποίηση  και στην ζωγραφική και με ιδιαίτερη αγάπη ζωντάνευε τα χρώματα του δειλινού του άη Γιάννη πάνω στο λευκό χαρτί της ακουαρέλλας δίνοντάς του υπόσταση που μόνο εκείνος ήξερε…

Στο δρόμο αυτό λίγο πιο πέρα οι γυναίκες αφήνονταν στα μαγικά χέρια του μαιτρ της κομμωτικής τέχνης  Γιώργου Ροντογιάννη κατά κόσμον Παδέλα που με τα περίτεχνα κουρέματα και τις κομμώσεις στα κεφάλια των πελατισσών του είχε γίνει το νούμερο ένα στις μοντέρνες τάσεις της μαγικής εκείνης εποχής. Όλος  ο καλός γυναικείος πληθυσμός περνούσε από την πολυθρόνα και το ψαλίδι του κι  όλες καμάρωναν για τις δημιουργίες Παδέλα . Καλλιεργημένος άνθρωπος, ευγενικός, διακριτικός,  εχέμυθος, καθημερινά από το πρωί μέχρι το βράδυ  οι μεγάλες αναπαυτικές πολυθρόνες του  φιλοξενούσαν γυναίκες όλων των ηλικιών που έφτιαχναν την κόμη τους άλλες με πιστολάκι κι άλλες πιο παραδοσιακές  με μπικουτί που για να στεγνώσουν έπρεπε να μπουν κάτω από ένα μεγάλο σεσουάρ τύπου σκάφανδρο που έμοιαζε μ’ αυτό των σφουγγαράδων και να ψήνονται εκεί για αρκετές ώρες άλλες  ξεφυλλίζοντας περιοδικά της εποχής, Ρομάντσο, Βεντέτα, Ντομινό, κι άλλες κρατώντας μια χάρτινη στρογγυλή βεντάλια διαφημιστική του σαμπουάν ΟΜ ΟΡ.

Μια μεσοτοιχία  χώριζε το ραφείο του Γιώργου του Σκιαδαρέση με το κομμωτήριο του Παδέλα. Θυμάμαι εκείνα τα γαλάζια διαπεραστικά του μάτια και τα λευκά του μαλλιά, απ’ τους παλιούς και καλούς ράφτες της εποχής του, καθόταν ώρες σκυμμένος πάνω απ’ τη μηχανή του ράβοντας ακούραστα κι επιδιορθώνοντας παντός είδους παντελόνια και σακάκια, προοδευτικός άνθρωπος, αγωνιστής της Αριστεράς που βάδιζε κι αυτός παρέα με τα μεγάλα όνειρα για δικαιοσύνη και λαϊκή κυριαρχία…

Βέβαια στον αντίποδα του Παδέλα υπήρχε η Λεβέντω που το κομμωτήριό της βρισκόταν στο μικρό στενό παράπλερα από τον κήπο της εκκλησίας του αγίου Σπυρίδωνα και δίπλα στο μεταλλικό καμπαναριό του ναού. Η Λεβέντω διάσημη κομμώτρια της γειτονιάς, κούρευε και περιποιούταν κυρίως τις νύφες και η πελατεία της ήταν πιο συντηρητική. Όμως οι νύφες ήταν το φόρτε της και  δεν υπήρχε σπίτι στην πόλη  και στα χωριά που έκανε γάμο και  να μην είχε περάσει το κατώφλι του η Λεβέντω για τα χτενίσματα της νύφης και των λοιπών γυναικών απ΄το σόι και φυσικά ο αδερφός της Λεβέντως ο Νίτσης ο φωτογράφος για τις σχετικές φωτογραφίες.

Καφενείο, ο Σίμος,  έγραφε η ταμπέλα πάνω από την είσοδο του μαγαζιού του Σίμου του Λαβράνου. Τα μεγάλα τζάμια της μεταλλικής βιτρίνας  και της πόρτας   ήταν βαμμένα μέχρι την μέση με  άσπρο πλαστικό χρώμα για να μην μπορούν οι περαστικοί  να δουν ποιοι ήταν  μέσα, ιδιαιτέρως δε οι καθηγητές που έκαναν εφόδους  και μοίραζαν αποβολές στους μαθητές αλλά και οι πατεράδες των παιδιών που έτρεχαν να τα μαζέψουν γιατί έκαναν σκασιαρχείο  από το σχολείο  για να παίξουν ποδοσφαιράκια στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Στέκι της νεολαίας το μαγαζί και ο Σίμος ντυμένος  με την λευκή του μπλούζα  έμοιαζε  φύλακας άγγελος των παιδιών και  είχε  πάντα τον νου του στην πόρτα  και στον δρόμο, ακόμα κι  όταν μοίραζε με τον δίσκο του καφέδες και ροφήματα  στα μαγαζιά και στα γραφεία της γειτονιάς.

Στην μπροστινή σάλα του μαγαζιού  υπήρχαν δυο μεγάλα γαλλικά μπιλιάρδα  και γύρω στους τοίχους τραπεζάκια και καρέκλες για τους θεατές,  Στο μαύρο πίνακα που ήταν στον τοίχο της μπροστινής σάλας δίπλα από την θήκη με τις στέκες και το τεμπεσίρι ο Σίμος με μια κιμωλία  έγραφε  την ώρα που οι παρέες  ξεκινούσαν να παίζουν στην πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου χτυπώντας με την στέκα τους  τις άσπρες μπάλες  με τα απαραίτητα φάλτσα. Συνήθως έπαιζαν σε  ζευγάρια  βάζοντας  στοιχήματα  μετρώντας  με τις πολύχρωμες  ξύλινες χάντρες στο αριθμητήριο τις νίκες και τις ήττες. Οι χαμένοι  πλήρωναν το μπιλιάρδο, καφέδες, πορτοκαλάδες, γλυκά κουταλιού, μπύρες και τα κονιάκ οι πιο μεγάλοι 

Κλασσική φιγούρα της γειτονιάς  ο Θοδωρής ο Αραβανής γέννημα θρέμμα της  γειτονιάς της αγίας Παρασκευής, γιος της κυρίας Ανθής,  οδοντοτεχνίτης στο επάγγελμα.

Ο ίδιος δούλευε πίσω από ένα πάγκο τοποθετημένο στη βιτρίνα του μαγαζιού που ήταν γεμάτος εργαλεία  και αυτός καθισμένος στην πολυθρόνα του με τον τροχό στο χέρι σκάλιζε τα γύψινα εκμαγεία φτιάχνοντας τις  τεχνητές οδοντοστοιχίες που παράγγελναν οι οδοντογιατροί.  Παρατηρούσε με κάθε λεπτομέρεια  ποιός  η ποιά είχε περάσει και  δεν υπήρχε περίπτωση να μη χαιρετήσει διαβάτη φωνάζοντας δυνατά το όνομά του, συνεχίζοντας  να εργάζεται ακούγοντας μουσική από το μικρό ραδιοφωνάκι που ήταν στην άκρη του πάγκου .

Τις Κυριακές  το πρόγραμμα είχε εκκλησία και ποδόσφαιρο. Απ’ το ξημέρωμα ο Θοδωρής πήγαινε στην εκκλησία  των αγίων Αναργύρων και μόλις χτυπούσε η δεύτερη καμπάνα  έψελνε στην μικρή χορωδία του δεξιού ψάλτη  της εκκλησίας του Πάνου Ορφανού  μαζί με τον κυρ Κώστα τον Πάπιο, και τον Πάνο τον Μούρτα.

Από την γιορτή του Αγίου Πνεύματος στη Φανερωμένη. Εικονίζονται από δεξιά προς αριστερά, καθήμενοι: Πάνος Ορφανός, (Μούρτας) Θοδωρής Αραβανής, Στάθης Βρεττός. Όρθιοι: Κοσμάς Μωραΐτης, Διονύσιος Κονιδάρης, Σπύρος Λομπράνος, Γεράσιμος Ορφανός, Ζώης Μήτσουρας, Σπύρος Γαντζίας, Αντώνης Κανιός και Κώστας Παρίσης.

Μετά  το κυριακάτικο τραπέζι έπαιρνε με τα πόδια τον δρόμο της Κουζούντελης, έχοντας κολλημένο  στο αυτί του ένα μικρό   τρανζιστοράκι,  ακούγοντας  τις μεταδόσεις των ποδοσφαιρικών αγώνων από τα ελληνικά γήπεδα, φανατικός οπαδός της ΑΕΚ και του Τηλυκράτη. Έκανε πρώτα  μια στάση στο καφενείο του Πάλα για καφεδάκι, μετά, δίπλα στο γήπεδο για να δει τον αγώνα της ομάδας  και το βράδυ στην βιτρίνα του Μανιάκη  για να δει την νικήτρια στήλη του ΠΡΟΠΟ.

‘’Συντάσσονται αιτήσεις’’ έγραφε μια μικρή πινακίδα πάνω σε ένα λευκό χαρτόνι κολλημένο στη τζαμαρία του γραφείου του μπάρμπα Γιάννη του Σούνδια ο οποίος εξυπηρετούσε τους πελάτες, στριμωγμένος σ’ ένα μικρό δωματιάκι ίσα που χωρούσε ένα μικρό τραπέζι και μια καρέκλα. Ο μπάρμπα Γιάννης δίπλωνε στη μέση την κόλλα αναφοράς, έγραφε τις αιτήσεις και κολλούσε χαρτόσημα στις υπεύθυνες δηλώσεις του περίφημου νόμου 105 για τις γραφειοκρατικές ανάγκες του ΙΚΑ που είχε τα γραφεία του στη γειτονιά…

Άλλα τρία ραφεία είχε η γειτονιά  των καλλιτεχνών,  πρώτος στην σειρά ο γείτονας του Θοδωρή. Ένας τοίχος χώριζε τα μαγαζιά τους. Ο μαιτρ της υψηλής  ανδρικής ραπτικής,  Βασίλης Κάτσενος  σχεδίαζε  και έραβε τους πιο κλασσικούς και ακριβούς  πελάτες της πόλης. Στον έναν τοίχο του μαγαζιού ακουμπούσε ο μεγάλος ολόσωμος καθρέφτης  με την  περίτεχνη βαριά χρυσή κορνίζα του. Ακίνητος ο πελάτης σε στάση προσοχής και ο μαιτρ σοβαρός  και λιγομίλητος του έπαιρνε τα  μέτρα ή έκανε τις  πρόβες στα ρούχα έχοντας πάντα περασμένη στον λαιμό του μια κίτρινη μεζούρα και  στα χείλη του λίγες καρφίτσες.

Στο ραφείο του Βασίλη Κάτσενου, εικονίζονται από αριστερά: Τέλης Σταματέλος, Παναγιώτης  Ζωγράφος, (βοηθοί), Ανδρέας Κοκόλης, Βασίλης Κάτσενος

Με μεγάλη επιδεξιότητα   περνούσε τη  λευκή κλωστή στο βελόνι κάνοντας  τα τρυπώματα για τα διορθώματα και στον μεγάλο πάγκο που έπιανε από τον έναν τοίχο στον άλλο, ο βοηθός του Τέλης Σταματέλος ή Σίμος σιδέρωνε  ακούγοντας μουσική από το μικρό τρανζιστοράκι που το  είχε κρεμασμένο  σε μια πρόκα  στον τοίχο ανάμεσα σε κρεμάστρες με παντελόνια,  σακάκια , μεγάλους ξύλινους χάρακες και τρίγωνα. Ονειροπόλος, παρατηρούσε όποιον  περνούσε από εκεί κάνοντας του ένα νεύμα χαιρετισμού με το κεφάλι  κρατώντας  και σπρώχνοντας δυνατά πάνω στο ύφασμα το ηλεκτρικό σίδερο, έχοντας βάλει ενδιάμεσα ένα πανί για να μην γυαλίζει το ύφασμα. Σιδέρωνε τα έτοιμα προς παράδοση ρούχα, προσέχοντας όλες τις τελευταίες λεπτομέρειες στον γιακά  στα πέτα τις  τσέπες  τα κουμπιά και στις βάτες. Στο ταβάνι ήταν κρεμασμένα όλα τα έτοιμα ρούχα και  ο πιο μικρός βοηθός του ο Παναγιώτης ο Ζωγράφος έχοντάς τα τυλιγμένα σε κατάλευκες κόλλες χαρτιού πολυτελείας  τα μοίραζε  από σπίτι σε σπίτι τσιμπώντας κάνα γλυκό ή κανένα φιλοδώρημα.

Ηλίας Μεσσήνης, Βασίλης Κάτσενος, Κώστας Λογοθέτης

Ο Γιάννης ο  Μεσσήνης ή Kλης, ράφτης και αυτός, ένας ευγενικός, σοβαρός, λιγομίλητος ήρεμος άνθρωπος, συχνά μόνος του ή με παρέα το μικρό του τρανζιστοράκι, ετοίμαζε παραγγελίες και επιδιορθώσεις που τις παρέδιδε ο ίδιος στα σπίτια των πελατών του με το ποδήλατό του. Το ραφείο του δίπλα στο διάσημο ζαχαροπλαστείο της εποχής, το ζαχαροπλαστείο με τις αξεπέραστες γεύσεις των γλυκών του ταψιού που δε θα ξεχάσουμε ποτέ… το ζαχαροπλαστείο του μπάρμπα Αντρέα.

Ο μπάρμπα Ανδρέας Κατωπόδης

 Τα βράδια όταν τέλειωνε η πρώτη παράσταση στους  δυο κινηματογράφους,  τον Απόλλωνα και το Πάνθεον  όλοι περνούσαν μια βόλτα απ’ το μικρό ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς των καλλιτεχνών και περίμεναν υπομονετικά τον μπάρμπα Αντρέα να τους κόψει και να τους  τυλίξει στην λαδόκολλα την αγαπημένη τους ποικιλία για το σπίτι ή να την φάνε στα γρήγορα εκεί στα δυο μικρά ξύλινα τραπεζάκια και στις  τέσσερις καρέκλες που  είχε όλες κι όλες. Ακόμα και για την τελετουργία του σερβιρίσματος άξιζε κανείς να περιμένει. Ο μπάρμπα Αντρέας έκοβε με μαεστρία μ΄ένα μεγάλο μαχαίρι σε μικρότερα κομμάτια όλα τα γλυκά των ταψιών κι αφού χρησιμοποιούσε το ίδιο μαχαίρι για να μαζέψει τα σιρόπια και κατόπιν να τα περιχύσει πάνω στα γλυκά, τα τύλιγε σε μια λαδόκολλα και με τη σειρά του ο Ντίνος τα σέρβιρε στους πελάτες. Σπεσιαλιτέ του καταστήματος η ποικιλία, σερβιρισμένη σ’ ένα γυάλινο πιατέλο και δίπλα ένα μεγάλο ποτήρι νερό.


Περίφημος ο  μπακλαβάς του , το καταΐφι  η καρυδόπιτα η κοπεγχάγη,  η πάστα κρέμα η πάστα φλώρα και το καλύτερο όλων, το  ζεστό γαλακτομπούρεκο με το τραγανό μυρωδάτο φύλλο. Όλα φρέσκα, όλα της ημέρας. Ο βοηθός του ο Ντίνος Παπαδόπουλος, ή Κουμπουριέλος , πηγαινόφερνε  τα ταψιά  με τα γλυκά του μπάρμπα Αντρέα  για ψήσιμο στον  ξυλόφουρνο  της γειτονιάς του Τάσου του Κοψιδά.

Ο Ντίνος Παπαδόπουλος με ένα ταψί γαλακτομπούρεκο. Φωτογραφία: Νίκος Ζαβιτσάνος

Στο καθαριστήριο του Σπύρου του Πολίτη το ηλεκτρικό  μοτέρ  που έφτιαχνε τον  ατμό για την μεγάλη πρέσα δούλευε ασταμάτητα  όπως ασταμάτητα δούλευε  ο μεγάλος κάδος που  στριφογύριζε στο τεράστιο ανοξείδωτο πλυντήριο του μαγαζιού.  Μυρωδιά  παράξενη που θύμιζε βενζίνη ήταν διάχυτη παντού.  Η Μαργαρίτα και η Βάσω, οι δυο κόρες του Σπύρου, βοηθούσαν τον πατέρα τους στο μαγαζί,  η Μαργαρίτα σιδέρωνε στην μεγάλη πρέσα και η Βάσω στο ταμείο ξεκρεμούσε τα ρούχα από το ταβάνι και τα τύλιγε όμορφα  σε ένα μεγάλο λευκό χαρτί ενώ ο Σπύρος μιλούσε  και αστειευόταν  με τους καλλιτέχνες που μαζευόντανε στο εργαστήρι ζωγραφικής και αγιογραφίας του Θανάση του Σίδερη .

 Κέντρο πολιτισμού το εργαστήριο του Θανάση του Σίδερη, σημείο συνάντησης μικρών και μεγάλων καλλιτεχνών, μουσικών, ζωγράφων, διακοσμητών και όχι μόνο.

 
Δημοτικοί σύμβουλοι,  πρόεδροι σωματείων,   χορωδοί,  απλοί άνθρωποι βιοπαλαιστές ήταν όλοι εκεί, ατέλειωτες συζητήσεις, γέλια, αστεία, απαγγελίες ποιημάτων,  προτάσεις για τα πολιτιστικά του νησιού, ιδέες για το Φολκλόρ Φεστιβάλ του καλοκαιριού, την διακόσμηση στο Πάνθεον τις Αποκριές και την ορχήστρα, τα ρεβεγιόν των συλλόγων και των σωματείων, για τους χορούς των Χριστουγέννων στο Κάστρο και άλλα πολλά..

Σαν από φιγουρίνι βγαλμένος ήταν ο κύριος Σπύρος  Κατωπόδης, ο Πιπίνος, άψογος   στο ντύσιμό του, θύμιζε Εγγλέζο αριστοκράτη, αγέρωχος, σοβαρός πάντα, ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας υποδεχόταν και εξυπηρετούσε ο ίδιος τους πελάτες στο κατάστημά του με ανδρικά έτοιμα ενδύματα και αξεσουάρ.

Λίγα μέτρα πιο κάτω απέναντι από την εκκλησία της αγίας Παρασκευής  είχε  το φωτογραφείο του ο Μενέλαος Ιασωνίδης, ο καλλιτέχνης φωτογράφος. Ειδικότητα του οι εβδομαδιαίες φωτογραφίες. Περνούσε ώρες  στον σκοτεινό θάλαμο διορθώνοντας  με μαύρο  μολύβι  πάνω στο  αρνητικό φιλμ τις ατέλειες  τόσο στα πρόσωπα  όσο και στα ρούχα πριν εκτυπώσει την φωτογραφία στο χαρτί. Στο  μικρό του στούντιο  με φόντο την μαύρη κουρτίνα και το ψεύτικο μπαλκόνι, τις Απόκριες, πόζαραν  μασκαράδες,  στις εθνικές γιορτές κορίτσια με λευκαδίτικες φορεσιές και αγόρια με φουστανέλες.


Στο πίσω μέρος του μαγαζιού υπήρχε μια αυλή που την  σκέπαζε μια μεγάλη κληματαριά  με φόντο τον μεγάλο ασβεστωμένο  τοίχο. Εκεί, το φυσικό φως τον βοηθούσε να τραβάει τις οικογενειακές  φωτογραφίες. Εμφανιζόταν παντού και με το μαύρο  ποδήλατό του όργωνε την πόλη και τα κοντινά χωριά. Την Πρωτομαγιά στην Λυγιά,   της Ζωοδόχου Πηγής  στην  μεγάλη βρύση, στην μεγάλη γιορτή του αγίου Θωμά στο δρόμο του νεκροταφείου, το καλοκαίρι στην παραλία του Κάστρου,  στις παρελάσεις των εθνικών γιορτών, στις γυμναστικές επιδείξεις των σχολείων στο γήπεδο,  στους χορούς των σωματείων στο Πάνθεον,  στους παιδικούς χορούς που γίνονταν τα μεσημέρια στο Πάνθεον και στου Μπελεμέ. Ο Μενέλαος δεν σφράγιζε μόνο το πίσω μέρος των φωτογραφιών αλλά σφράγιζε, χωρίς να το ξέρει, με το ασπρόμαυρο του φιλμ την ανέμελη ζωή μας κι αποτύπωνε στο χαρτί του το χαμόγελό μας, όλοι χαμογελούσαν στις φωτογραφίες του ..κι αυτό ήταν πολύ σπουδαίο… Στις χειμωνιάτικες λιακάδες απαθανάτιζε τις μεσημεριανές νωχελικές βόλτες  των λευκαδιτών  στον δρόμο της Κουζούντελης,  στο καφενείο του Πάλα στο γήπεδο  και στα καφενεία του Αμερικάνου  και του μπάρμπα Κώστα του Πάπιου.

 Λίγο πιο κάτω το ραφείο του Τάκη του Μπαλίλα, ή Δημήτρη Βεργίνη. Έραβε κυρίως ρούχα της νεολαίας, την εποχή που στην μόδα ήταν τα παντελόνια καμπάνες, τα καρώ σακάκια  και τα μεγάλα πέτα. Το ποδόσφαιρο ήταν η καθημερινή συζήτηση του καταστήματος που συνήθως την άρχιζε ο βοηθός του Τάκη,  ο Στάθης ο  Ασπρογέρακας ο οποίος ήταν  παθιασμένος με την ομάδα του και δεν σήκωνε κουβέντα αντίλογου για αυτό, από κανένα.

Στο ραφείο  μαζεύονταν όμως και  οι καλλιτέχνες της εποχής, ο  Θανάσης ο  Σίδερης ο Πέτρος ο Πανάγος και ο Διονύσης ο Γράψας,  βιρτουόζος στην κιθάρα, τραγουδούσε και έπαιζε μελωδίες μαγεύοντας τους παρευρισκόμενους.

Λίγα μέτρα από το ραφείο του Τάκη στην απέναντι πλευρά του δρόμου στο ισόγειο ενός παλιού διώροφου σπιτιού  μετά την εκκλησία της αγίας Παρασκευής ακριβώς επάνω στην στροφή του δρόμου  είχε  το φερετροποιείο του ο Ζωής ο Κόγκας ή  Μητσαράγκας, ένα μαγαζί ίσως λίγο θλιβερό λόγω εμπορεύματος αλλά η ζωή όλων μας δεν έχει μόνο χαρές, γιατί λοιπόν να διαφέρει σ’ αυτό η γειτονιά των καλλιτεχνών ;  Έβλεπες λοιπόν τον Ζώη να σπρώχνει με τα πόδια το ποδήλατο του φορτωμένο με σανίδες που αγόραζε από τις αποθήκες ξυλείας κι άλλες φορές να μεταφέρει ξαπλωμένο στο τιμόνι και στην σέλα του ποδηλάτου του, ένα φέρετρο, που το πήγαινε  στο σπίτι του νεκρού,  σοβαρός όπως επέβαλε η κατάσταση. Κάθε φορά που έφευγε από το μαγαζί  άφηνε στο πόδι του, τον  φίλο και βοηθό του τον Γιάννη τον Γαντζία,  φημισμένο για την ευφράδεια και την ορθοφωνία του, μα όταν κάποιος τον ρωτούσε πού βρίσκεται ο Ζώης, αυτός  του απαντούσε με μια γλώσσα ακατανόητη και αλλόκοτη  που χρειαζόταν μεταφραστής για να καταλάβεις τι ήθελε να πει ο Γιάννης…

Ουρές ο κόσμος στον φούρνο για να πάρει τα μεγάλα αχνιστά καρβέλια  της θεια Μαρίας της Λιόνταινας που τα ξεφούρνιζε κάθε πρωί. Στο μπροστινό μέρος του μαγαζιού που έβλεπε στο δρόμο ο γιος της ο Γιώργος ο Περδικάρης  ή Λιόντος στον ξύλινο πάγκο του πάντα ευδιάθετος και με χαμόγελο, τύλιγε στο λεπτό λευκό χαρτί τα περίφημα  καρβέλια.

Ο φούρνος της Λιόνταινας στην δεκαετία του 1980, κλειστός

 Ο μεγάλος σκοτεινός διάδρομος γεμάτος τσουβάλια  με τσόφλια από σπασμένα αμύγδαλα και κούτσουρα, μύριζε μούχλα και υγρασία. Οδηγούσε στο πίσω μέρος του μαγαζιού που ήταν ο φούρνος  και η θεια Μαρία, η μάνα του Γιώργου, αν και πολύ μεγάλη στην ηλικία περασμένα τα εβδομήντα, ιδρωμένη και κατάκοπη,  φούρνιζε και ξεφούρνιζε ψωμιά και ταψιά κάνοντας παράπονα για τα γεράματα και την υγεία της…

Απέναντι, στο μικρό παντοπωλείο  της γειτονιάς  η κυρία Σοφία η Γαντζία καλοσυνάτη χαμογελαστή κι ευγενική, εξυπηρετούσε τις γειτόνισσές  ζυγίζοντας τους  στα πέζα, χύμα μακαρόνια, πάστα  ντομάτας, ρύζι, όσπρια, μήλα, λεμόνια, πορτοκάλια και λίγα  απορρυπαντικά  που ήταν αραδιασμένα   στα ξύλινα ράφια του μικρού μαγαζιού, Ρολ τζετ, κλίν, λουλάκι ντεστρέ,  και πράσινο σαπούνι σε πλάκες. 

Ακριβώς δίπλα ήταν  το  μικρό καφενείο της χήρας της Ευτυχίας της  Δουκατά που εξυπηρετούσε τα  λίγα μαγαζιά της περιοχής. Μια  πανέξυπνη γυναίκα, κόκκινο πανί για τον Ζώη τον Μητσαράγκα που οι σχέσεις τους είχαν διαταραχτεί  επειδή η κυρά Ευτυχία είχε κάνει συνεργασία  με τον ψάλτη της Παναγίας των Ξένων, τον Πάνο τον Μαία και είχανε ανοίξει γραφείο τελετών  στην γειτονιά λίγο πιο κάτω από του Ζώη παίρνοντας ένα μέρος της ‘’πελατείας’’ του!

Στην γωνιά του μικρού σοκακιού που οδηγούσε στο σινεμά του Απόλλωνα  είχε το ραφείο του ο πάντα γελαστός και πρόσχαρος Θεόφιλος  Κούρτης ή  Μήλαρης  στο παρατσούκλι γιος  καλλιτέχνη, του μπάρμπα Γεράσιμου του Μήλαρη το καλύτερο κλαρίνο του νησιού. Ο  Θεόφιλος ήταν προοδευτικός άνθρωπος σωστός επαγγελματίας και με ιστορία αγωνιστική στο χώρο της αριστεράς… το όνειρό του ήταν η δικαιοσύνη και η ειρήνη των λαών…

Προτελευταίο μαγαζί στην γειτονιά των καλλιτεχνών το μηχανουργείο του Πάνου του Δρακάτου ή Κοκκίνη, πολυμήχανου ανθρώπου  καλλιτέχνης κι αυτός σε πολλά επίπεδα, μηχανικός , κυνηγός ,οπλουργός, τορναδόρος,  ψαράς ,κατασκεύαζε καμάκια, έκανε πατέντες στις μηχανές των πριαριών, λάτρευε τα σκυλιά, ήταν  φωνακλάς κι ανοιχτόκαρδος και το όνειρό του ήταν να γίνει δεξιός ψάλτης στην κόλαση, τόσο βλάσφημος ήταν και κατέβαζε καντήλια και θυμιατά… Δούλευε με  τον γιο του τον Τάκη και  το μαγαζί ήταν πάντα γεμάτο από πελάτες που τους έλυνε το πρόβλημα και το έκανε να φαίνεται εύκολο. Άνθρωπος με δυνατό ταμπεραμέντο που άφησε κι αυτός με την διαφορετικότητά του το στίγμα του στη γειτονιά των καλλιτεχνών.

Και φτάνουμε στον τελευταίο καλλιτέχνη αυτής της υπέροχης γραφικής γειτονιάς που ήταν ο κύριος Γιώργος ο Περδικάρης  ή Βαλβίδας που είχε κι αυτός με τη σειρά του  το μικρό του ραφείο ακριβώς απέναντι από τη πόρτα της εκκλησίας τη Παναγίας των Ξένων .Το ράψιμο  δεν ήταν η κύρια ασχολία του, κι έτσι νοίκιαζε  ποδήλατα,  έκανε αιτήσεις και μιας και είχε αγοράσει ένα μικρό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο και είχε πάρει δίπλωμα οδήγησης έγινε αυτοδίδακτος  δάσκαλος οδηγήσεως. Κάθε μέρα στον σαλίγκαρο που είχε διαμορφώσει ο ίδιος στον παλιό  Ανθώνα δίπλα στον παιδικό σταθμό παρέδιδε  μαθήματα οδήγησης σε νέους οδηγούς, καθισμένος σοβαρός στο κάθισμα του συνοδηγού δίνοντας  οδηγίες σε αυστηρό ύφος.

-Θα πιούμε άλλο ένα τσιπουράκι;  ρώτησε δυνατά  ο Μιχάλης και με σκούντησε, του έγνεψα καταφατικά, χαμογελώντας και κοίταξα γύρω μου… τι ψάχνεις, με ρώτησε , πού ταξιδεύεις;

Τις σκέψεις μου για όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα αυτής της ανυπέρβλητης εποχής στη γειτονιά των καλλιτεχνών διέκοψε το συνεχές κουδούνισμα μια παλιάς καμπανέλας ποδηλάτου που έπαιρνε να γίνεται πιο δυνατή, λεπτό με το λεπτό,  δείγμα ότι ο κύριος Μάρκος θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή και νάτος λοιπόν μπροστά μας να βγαίνει απ’ το στενό του Κουτσούρια με το γνωστό του χαμόγελο και την  άψογη εμφάνισή του να μας χαιρετάει σηκώνοντας το χέρι του, και να χάνεται μπαίνοντας στο στενό του Μαρκά…

Σκέφτηκα όλη αυτή την ώρα που μιλούσαμε με τον φίλο μου τον Μιχάλη, ότι η ζωή μας στη γειτονιά των καλλιτεχνών έμοιαζε λίγο με τον κύριο Μάρκο τον φωτογράφο και το ποδήλατό του, είχε τόση μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και συναισθημάτων, κι όλοι αυτοί οι  άνθρωποι ήταν πραγματικά σπουδαίοι χωρίς καν  να το γνωρίζουν. Ονειροπόλοι αυθεντικοί  που ήξεραν να κάνουν τις μέρες και τις νύχτες μας αξιομνημόνευτες, που κατάφεραν να ακούμε τις μουσικές τους σα μικρές μυστικές μελωδίες κάθε φορά που περνάμε από την έρημη πια αυτή γειτονιά.

 Άνθρωποι που έδωσαν υπόσταση στην νιότη μας και την κατοπινή ζωή μας και άθελά τους μας χάρισαν μέσα απ’ όλα αυτά τα χρόνια κάτι πολύ σημαντικό. Μια ακριβή ανάμνηση που στόλισε τη ψυχή μας με το φως, τη ζωντάνια και το χιούμορ τους, μια ανάμνηση γλυκιά σαν τα γλυκά του μπάρμπα Αντρέα, αστεία σαν τα χωρατά του Θοδωράκη, γλυκόπικρη σαν τον καφέ της θεια Ευτυχίας, και ζεστή σαν τα καρβέλια του φούρνου του Λιόντου. Μια ζωή ολάκερη δεν θα ΄φτανε να αφηγηθώ αυτά που νοιώθω πριν τα περάσω στο χαρτί και νοιώθω πραγματικά ευλογημένος που είχα την τύχη να γεννηθώ τη σωστή στιγμή για να προλάβω όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους στις καλύτερές τους στιγμές. Καμιά ζωή δεν χάθηκε και τίποτα δεν θάμπωσε ο Χρόνος, κάθε φορά που θα τους φέρνουμε στη σκέψη μας, αυτοί θα ξαναζούν και μ΄ένα πλατύ χαμόγελο θα μας γνέφουν από μακριά όπως ο κύριος Μάρκος με το ποδήλατό του…

* Η πόμπα ήταν αυτοσχέδια στρακαστρούκα η οποία  παρασκευάζονταν  από τραπουλόχαρτα που λύγιζαν και δημιουργούσαν ένα τρίγωνο που γέμιζε με μπαρούτι. Τυλίγονταν σφιχτά με χάρτινες λουρίδες και προτίθετο ένα μικρό κομμάτι φυτίλι σε μια οπή που ανοιγόταν.  Η έκρηξη δημιουργούσε με πολύ δυνατό θόρυβο.

Διαβάστε το Α΄ μέρος: ΕΔΩ

Προηγουμενο αρθρο
49χρονος κτηνοτρόφος βρέθηκε νεκρός σε στάνη στην Πλαγιά  Αιτωλοακαρνανίας
Επομενο αρθρο
Κοπή πίτας Συλλόγου Βορειοηπειρωτών Λευκάδας

2 Σχόλια

  1. Ηλίας
    1 Φεβρουαρίου 2024 at 13:30 — Απάντηση

    Αυτό το αρθρο θα έπρεπε να το διαβάσουν τα παιδιά και οι συγγενείς αυτών των υπέροχων ανθρώπων που με αξίωσε ο Θεός να γνωρίσω όταν πρωτοήλθα στη Λευκάδα το 1983 Επίσης θα έπρεπε να το διαβάσουν και οι τυχόν ιδιοκτήτες των σπιτιών αυτων που οι βιοπαλαιστες της τότε υπεροχης και αγνής ζωής του νησιού τα νοικιαζαν για να βιοποριστούν. Για ένα μόνο λόγο : Γιατί αυτή είναι η παλιά και όμορφη Λευκάδα και όχι τα Cafe , Pizza , Crepes , Club , κλπ που έχουν μετατραπεί τώρα ΌΛΑ ΑΥΤΆ. Λυπάμαι ειλικρινά !!! Γιατί κατ αρχας δεν κράτησε ΚΑΝΕΝΑΣ δήμαρχος αυτή την όμορφη παλιά Λευκαδα με αναπαλαιωση των κτιριων αυτων και διατηρώντας σαν ενα είδος μουσειου ( οχι σε όλα ) τα βασικα επαγγέλματα που οι Λευκαδίτες της δεκαετιας 1960 και 1970 είχαν. Και γιατί οι συγγενείς τους και τα παιδια τους τα παρέδωσαν στην ” προοδο ” ( Προοδος τα μπαρ και οι καφετεριες ) !!
    ΕΜΟΥ ΘΑΝΟΝΤΟΣ ΓΑΙΑ ΠΥΡΙ ΜΕΙΧΘΗΤΩ . Δεν νομίζω ότι αυτοί οι υπέροχοι Λευκαδίτες με την αγνή ψυχή θα το έλεγαν αυτό. ΠΟΤΕ. !!

  2. Labros Vlahos
    31 Ιανουαρίου 2024 at 09:45 — Απάντηση

    Α ρε Μπαρλυ.Ο Ντίνος ο Τζετζέκος με την Τούλα καί ο Δήμος ο Σαντας με τη Λούλα ανοιγαν το χορό στο Πάνθεο καθε Τσικνοπέμπτη .ο ενας ηταν απ´τη γειτονιά τον καλιτεχνών και ο αλλος απ´ τη γειτονιά των νοσηλευτών.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.