HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΟ «γύρος της ζωής» και η πατόζα «Ασπασία»

Ο «γύρος της ζωής» και η πατόζα «Ασπασία»

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Τον μήνα αυτόν που πορευόμαστε μαζί του τις ζεστές μέρες και σκάει ο τζίτζικας, τον ξέρουμε. Πολύ καλά σαν Ιούλιο, λιγότερο καλά σαν Αλωνάρη .

Πολύ θερμός, σχεδόν καυτός, είναι ό,τι πρέπει για να αλωνίσει κανείς. Παλιά οι νοικοκυραίοι στα χωριά τέτοιες μέρες αλώνιζαν μέσα στην ζέστη και στο λιοπύρι για να εξασφαλίσουν  το λιγοστό σιτάρι της χρονιάς που έτρεφαν τις οικογένειές τους αλλά ήταν και σαν ανταλλακτήριο προϊόν, απ τα πλέον ζητούμενα. Ο αγώνας για το ψωμί μέχρι τη δεκαετία του ’70 ήταν σκληρός. Το καλοκαίρι καυτό. Θέρισμα και αλώνισμα κάτω από το λιοπύρι. Οι μανάδες μας, κατά κύριο λόγο, ήταν υπεράνθρωποι. Τις φέρνω στο μυαλό μου και απορώ! Έπεφταν όλοι οι συγγενείς στο θέρο, να μαζευτεί η σοδιά του μιανού κι αύριο του άλλου συγγενή, του γείτονα, του χωριανού. Όλοι μαζί με χαρά παρά την εξοντωτική κούραση.  Τόση αυτοθυσία! Με το δρεπάνι επ ώμου κυριολεκτικά , μπαρμπουλωμένη η γυναίκα για να μαζεύει η τσίπα τον ιδρώτα, με υψωμένο το σιδερένιο εργαλείο που πολλές φορές ήταν επάνω χαραγμένα τα αρχικά του ονόματός της, πάλευε με τη λαχίδα που είχε μπροστάτης. Το θεριστή, αυτό το δρεπάνι ήταν η προέκταση του χεριού της, είχε τα δικά της νεύρα στο άψυχο χερούλι και μ αυτό έβγαινε νικήτρια όταν αποτέλειωνε τη λαχίδα της κι είχε μαζέψει τη σοδειά.

Μάζευαν τα χερόχτια σε κουντούρες και τις μετέφεραν οι άντρες με το γαιδούρι ή το άλογο σε μέρος που ήταν να γίνει το αλώνισμα, δίπλα στο αλώνι  ή σε μέρος που θα πέρναγε η αλωνιστική μηχανή, η πατόζα για να κάμει το γέννημα.

 Ο παραδοσιακός τρόπος αλωνίσματος έχει τόσο πολύ υμνηθεί και καταγραφεί, με τις όμορφες, ανέμελες αν και κουραστικές μέρες του Ιουλίου, στα αλώνια, στα ξέφωτα των χωριών, κυρίως στα ψηλά μέρη για να έχει αέρα που δεν θα μπω στον πειρασμό να μακρηγορήσω. Εξ άλλου στους Σφακιώτες και στο Νιοχώρι και σε άλλα χωριά γίνονται αναπαραστάσεις του αλωνίσματος . Θα περιγράψω κάποιες δικές μου θύμησες, τέτοιες μέρες, στο χωριό της μάνας μου.  Όλοι-θυμάμαι- έκαναν από μια θεόρατη α-θεμωνιά (θυμωνιά) την οποία μάλιστα την φύλαγαν γιατί καμιά φορά οι κουντούρες έκαναν..βόλτα  σε διπλανό αλώνι..Νέοι και γεροντότεροι που ήξεραν πιο πολλά, έπιαναν την κουβέντα για ιστορίες απ το στρατό ,από κατορθώματα που είχαν ακούσει , ακόμα και για νεράιδες και ξωτικά έλεγαν .Άμα είμαστε κι εμείς τα μικρότερα εκεί σκιαζόμαστε και μαζευόμαστε στη γωνιά μας. . Τα ζώα έβρισκαν τη δροσιά της νύχτας και βοσκούσαν ευχάριστα κι εσύ ακουρμενόσουνα τα κουδούνια τους κοντά ή μακρύτερα, άκουγες και τη φλογέρα του μπάρμπα Λαγού ή την τσαμπούνα του Κότη .Πολλές φορές μες τη νύχτα ακούγαμε τον καλλίφωνο Θοδωρή Σαμούρη να παίζει με ¨κουτάλια¨ το ρυθμό ενός δημοτικού τραγουδιού που από άλλη ράχη τραγούδαγε ο μπάρμπα Φλίππος ο Ροκιάς. Μια ένα στίχο ο ένας, επόμενο στοίχο ο άλλος!!  Μερικοί που ήξεραν έφτιαχναν διάφορα χειροτεχνήματα  όπως την ψάνη που μετά την καψάλιζαν και  έτρωγαν τα σπυριά του σιταριού, σαν σποράκια.

Κι άμα είχε και φεγγάρι, ήταν όλα σαν νασαι σε παραμύθι. Συνήθως οι  αλωνάρηδες ήταν οι ίδιοι οι γεωργοί που με σεμπριές γύριζαν κι αλώνιζαν τα στάρια . Είχαν γερά μουλάρια ή άλογα που ήταν ουσιαστικά τα εργαλεία τους. Μετά ήταν το ανέμισμα και το κοσκίνισμα του σιταριού για να καθαρίσει ο καρπός ή όπως λέμε ακόμα να ξεχωρίσει¨ η έρα από το στάρι¨ και χρησιμοποιούσαν αρκετά ειδικά εργαλεία για το τελικό αποτέλεσμα. Μέχρι το 1960 το αλώνισμα του σιταριού γινόταν στο παραδοσιακό αλώνι. Πάντα στρογγυλό ήταν το σχήμα του και πάντα το έβρισκες εκεί όπου φυσούσε. Παρών στην μέση του αλωνιού και καλά στερεωμένος ο μπάλος. Ένα χονδρό ξύλο όπου θα δένονταν τα ζώα που θα αλώνιζαν το σιτάρι. Το αλώνι ήθελε πρώτα καλό σκούπισμα , μάλιστα πολλές φορές το άλειφαν με βουνιές από αγελάδα για να κάμει κρούστα ή με λάσπη απ το ποτάμι. Το καλό αλώνι έπρεπε να έχει  «μόνωση», δηλαδή όχι πέτρες και χώματα .

Από νωρίς το πρωί τα δεμάτια έπαιρναν την θέση τους στο αλώνι με λυμένα τα δεματικά τους (που ήταν από μακρυές καλαμιές σταριού) και όλα τα στάχυα να «κοιτούν» προς το κέντρο του αλωνιού. Όσοι βοηθούσαν στο αλώνισμα επιστράτευαν καπέλα, μαντήλια, μακρυμάνικα ρούχα και τσίτσες (ξύλινα δοχεία) με δροσερό νερό από τα βαθειά πηγάδια της Κοντάραινας για να πολεμήσουν την ζέστη και τον καυτό ήλιο του Αλωνάρη. Τα ζώα δύο ή τρία, αρχικά ήταν βόδια και μετέπειτα άλογα ή μουλάρια δένονταν στην σειρά. Ένα μεγάλο σχοινί τα συνέδεε με τον μπάλο. Μετά άρχιζε ο γύρος της ζωής, της παραγωγής. Τα ζώα γύριζαν γύρω -γύρω. Το σχοινί τυλίγονταν στο μπάλο μέχρι τέλους. Ο αλωνιστής έκανε την αλλαγή. Γύριζε τα ζώα σε ανάποδη φορά και άρχιζε να ξετυλίγεται το σχοινί. Με το εφεύρημα αυτό πατιούνταν όλα τα δεμάτια, μηδενός εξαιρουμένου. Μετά από πολύ κόπο τα δεμάτια συνθλίβονταν, απομακρύνονταν σταδιακά τα άχυρα και δουλειά έπιανε το λίχνισμα.

Δυνατός ο αέρας, λίγη η προσπάθεια. Λίγος αέρας, μάλλον με την νύχτα θα τέλειωνε το αλώνι. Μεγάλοι ευεργέτες σε όλο το έργο ήταν το δικριάνι, το καρπολόι (ξύλινο φτυάρι) για λίχνισμα και το δριμόνι (κόσκινο) για κοσκίνισμα.

Το σιτάρι μετριούνταν με τενεκέ μεγάλο , το μέτρο που λέγανε τότε και είχε βάρος 20 οκάδες περίπου. Ό,τι δεν κατάφερνε να περάσει τις τρύπες του κόσκινου ήταν τα λεγόμενα σκύβαλα και αυτά …ανήκαν στις κότες του νοικοκύρη. Το άχυρο πολύ λεπτό, μαζεύονταν σε μεγάλα βασταερά σεντόνια ή πανιά που μάζευαν το χειμώνα τις ελιές. Πολύ καλή τροφή τον χειμώνα για τα μεγάλα ζώα. Το άχυρο το έριχναν από μια τρύπα που έκαναν προσωρινά σε κεραμίδια (αν υπήρχαν), στο ¨μπλοκό¨ στην αποθήκη-ας πούμε -που ήταν οι ζωοτροφές, δηλαδή άχυρο και ίσως λίγο τριφύλλι.

Μετά το 1960 την θέση του αλωνιού παίρνει ένα σωτήριο για την εποχή μηχάνημα. Ετερόφωτο μηχάνημα θα λέγαμε γιατί μηχανή δική του δεν είχε και την κίνηση την έπαιρνε από τρακτέρ με μεγάλο ιμάντα (λουρί).

Η πατόζα του Κοντογιώργη σε πλήρη εικόνα με το τρακτερ,τα λουριά και το φουγάρο.Φωτο Ν.Ζαβιτσάνος

Ήταν η πατόζα. Κουμάντο σ’ αυτήν έκανε ο μηχανικός. Οι εργάτες «τάιζαν» την μηχανή, έκοβαν δηλαδή τις κουντούρες και τις έριχναν στη μηχανή που άλεθε κι έβγαζε αλλού το σιτάρι  αλλού το άχυρο.. Μεγάλες θημωνιές από δεμάτια χτίζονταν σε 4-5 επιλεγμένα μέρη έξω από το χωριό. Συνήθως σε ράχες. Από εκεί περνούσε διαδοχικά η πατόζα που την έσερνε το τρακτέρ. Η λειτουργία της πολλές ώρες ήταν  μέχρι νάρθει η νύχτα, ακόμα και με τα φώτα απ το τρακτέρ δούλευε. Τα δεμάτια κάθε νοικοκύρη έπεφταν στην μηχανή. Μετά από πολλά κόσκινα σε μια χοάνη έβγαινε ο καρπός. Το σιτάρι. Γινόταν το ζύγισμα, και η αμοιβή της πατόζας ήταν πάντα σε είδος, σε σιτάρι δηλαδή. Ανάλογα με την παραγωγή ήταν και η αμοιβή του πατοζιέρη, γύρω στα 8-10 στα εκατό. Αλλά και η αμοιβή των εργατών ήταν σε είδος. Κάθε εργάτης έπαιρνε 8 οκάδες σιτάρι για 8 ώρες δουλειάς. Ένα μπουρί μεγάλο πετούσε το άχυρο. Είχε δεμένο πάνω του ένα σχοινί και με αυτό το κατηύθυναν στο μέρος, που ήθελε ο νοικοκύρης να πέσει το άχυρο. Τώρα, αν φυσούσε δυνατά ο αέρας , ήταν λίγο δύσκολο. Αυτό σκορπούσε παντού. Μία σκέτη κόλαση από άχυρο.

Η πατόζα του πράγματι πολυμήχανου Μάχου Μάλφα

O αλωνισμός κρατούσε όσο υπήρχαν στάρια.

Η Πατόζα ήταν μια μεγάλη μηχανή, τοποθετημένη πάνω σε 4 ρόδες και δούλευε με τη βοήθεια του τρακτέρ, όπως είπαμε!
Ένας μακρύς ιμάντας (λουρί) μετέφερε την κίνηση από τη μηχανή του τρακτέρ στους άξονες της πατόζας. Με ένα συνδυασμό άλλων τροχών που κι αυτοί συνδέονταν με άλλους ιμάντες, κινούνταν μεταδίδοντας την κίνηση σε όλο το μηχανισμό της πατόζας.
Χρειαζόταν ένα πλήθος από εργάτες. Δύο έβαζαν τα δεμάτια σε μια κυλιόμενη σκάλα, που τα ανέβαζε επάνω στην πατόζα. Επάνω 3 εργάτες έλυναν τα δεμάτια και τα έριχναν στο μηχανισμό της πατόζας που τα έτριβε και ξεχώριζε τον καρπό από τα άχυρα.
Ο καρπός περνούσε μέσα από κόσκινα με τρύπες σε διάφορα μεγέθη και μεταφερόταν σε μια χοάνη, όπου άλλοι εργάτες γέμιζαν τα σακιά και τα έδεναν.

Για τους γονείς μας ήταν μια ανακούφιση γιατί σταμάτησε το αλώνισμα με τα ζώα και φυσικά το ανέμισμα που ήταν πιο επίπονο.

Για εμάς ικανοποίηση ήταν να βλέπουμε αυτό το ΄λούνα πάρκ¨ και να παίζουμε μέσα στα άχυρα, στη σκόνη, στον ιδρώτα. Και μετά πολύ φαγούρα απ την πούδρα του άχυρου. Ευχάριστη κόλαση που έφευγε μ ένα μπουγέλωμα στα πηγάδια. Είχαμε όμως  και την απτή βεβαιότητα, ότι έχουμε σιτάρι για το ψωμί. Συμμεριζόμαστε την αγωνία και το μόχθο των μεγάλων.

Τα πολλά λουριά της μηχανής που χαζεύαμε, ήταν για εμάς ένα παραμύθι. Ένα μυστήριο.

Εδώ ο Γιώργος Πολίτης- Μπουμπλής, από τους τελευταίους αφοσιωμένους αγρότες στον κάμπο της Κοντάραινας (μας άφησε χρόνους), ¨ταίζει¨την αλωνιστική μηχανή.

Η Πατόζα του Αποστόλη Κοντογιώργη από την Απόλπαινα, στο οροπέδιο της Εγκλουβής το 2001 σε φωτογραφία του Ν.Ζαβιτσάνου(Λευκαδίτικα νέα)

Για εμάς τα μικρά, δεν επιτρεπόταν να πάμε κοντά στην αλωνιστική μηχανή γιατί τα λουριά που την κινούσαν απ  το τρακτέρ ήταν επικίνδυνα αν έβγαινε ή αν έσπαγε κανένα. Είχε γίνει-θυμάμαι- κι ένα ατύχημα με θύμα μια γυναίκα απ το Σύβρο που πήρε ο αέρας το κότολό της στα λουριά της μηχανής , την παρέσυραν και δυστυχώς, τραυματίστηκε βαρειά..Εμείς ¨χανόμαστε¨στο γυαλιστερό άχυρο που λαμποκοπούσε ψιλοκομμένο απ την μηχανή .Βουτάγαμε μέσα, χωνόστε, κρυβόμαστε, πηδάγαμε από ψηλά και χανόμαστε στον απαλό όγκο του, παρόλο που οι γυναίκες μας τις ¨έβρεχαν¨ γιατί ήταν επικίνδυνο να εισπνεύσουμε άχυρο και να πνιγούμε. Θυμάμαι μια φορά που μας πήρε ο ύπνος στη Ράχη και ξυπνήσαμε όταν μπήκε ο ήλιος στα μάτια μας και μας ξύπνησε πάνω στις θημωνιές περιμένοντας την πατόζα. Ήταν σαν σε όνειρο, όταν ακούσαμε τη μηχανή να φτάνει και τις φωνές απ τους εργάτες για το πού θα στηθεί η πατόζα. Διάβασα από τον Μπάμπη το Λάζαρη κι από τον Θοδωρή  Γεωργάκη αλλά κι από διάφορα sites ότι  την πρώτη πατόζα έφερε ο Χρήστος Γεωργάκης-Καραδήμας από το Πινακοχώρι και την ονόμασε ΑΣΠΑΣΙΑ.

 Η ¨Ασπασία¨με όλο της το πλήρωμα. Πρώτος αριστερά ο Αλεξαντρίτης Άγγελος Μανωλίτσης

Γύριζε όλη την ορεινή Λευκάδα κι έκανε το γέννημα. Άλλες μηχανές δούλευαν σε άλλα μέρη όπως του Ταξιάρχη Φατούρου και του Δευτεραίου με έδρα στο Συβρο , του Παπόρη απ την Καρυά, του Μάχου του Μάλφα που είχε και μύλο να αλέθει το σιτάρι αλλά ήταν και μηχανικός κι ήξερε να τις διορθώνει, του Αποστόλη Κοντογιώργη απ την Απόλπαινα και άλλων .Υπήρχαν και άλλες ντόπιες αλλά ερχόταν κι απ το Ξηρόμερο.

 Τώρα οι πατόζες έμειναν στις άκρες των δρόμων , σκουριασμένες και ακίνητες. Θα μπορούσε να γινόταν μια συλλογή, μια περιποίηση ,να τις βλέπουν οι μαθητές στα μαθήματα για τον κόπο του αγρότη και το πώς γίνεται το ψωμί..

Αυτές ήταν οι αναμνήσεις μου από τις πρώτες εικόνες μιας διαδικασίας που είχε το πρώτο αγαθό για τη ζωή του ανθρώπου, το ψωμί. Κι αυτός είναι ο σεβασμός μου για τα γνήσια παιδιά της μάνας γης, τους αγρότες που ζούσαν κοπιαστικά αλλά ανέμελα και ανέπνεαν κάθε της εποχή και κάθε της εξέλιξη, κάθε της αλλαγή.

Παναγιώτης Σκληρός

Πολλές πληροφορίες και φωτογραφίες άντλησα από όλα τα τοπικά sites (Αρωμα Λευκάδας, Λευκαδίτικα Νεα)και από το διαδίκτυο. Η φωτογραφίες της γυναίκας με το δρεπάνι (από το Κομηλιό), του καρβελιού (απ τον Αγιο Πέτρο), του ανεμίσματος ( απ τον Αη Βασίλη) της γιαγιάς (απ τον Μανάσι))  είναι του Fritz Berger. Οι εγχρωμες του Νίκου Ζαβιτσάνου

Προηγουμενο αρθρο
Συναυλία στο κηποθέατρο «Άγγελος Σικελιανός» στα πλαίσια της 16ης Μουσικής Εβδομάδας Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Παγκόσμιο Πρωτάθλημα: «Ασημένιος» ο Μίλτος Τεντόγλου στο Όρεγκον

2 Σχόλια

  1. Πετρος57
    19 Ιουλίου 2022 at 22:10 — Απάντηση

    Υπεροχο. Μενει η θλιψη γιατι αυτα δεν υπαρχουν πια

  2. Αναγνώστης
    18 Ιουλίου 2022 at 09:19 — Απάντηση

    Κείμενο χειροποίητο, γήινο, καλοδουλεμένο, ανθεκτικό, γραμμένο με φροντίδα και μεράκι. Γραφή απέριττη, λιτή, καλοσμιλεμένη με εκφραστική πληρότητα και υψηλή θεματογραφική στόχευση, με κυριότερη αρετή τη βιωματικότητά της. Ο συγγραφέας διυλίζει μέσα του ό,τι γράφει, σαν ένας ανατόμος του πάλαι ποτέ κοινωνικού γίγνεσθαι του τόπου. Έτσι καταφέρνει να συγκινεί τον αναγνώστη του, διότι πρώτα συγκινείται ο ίδιος. Αναγνωρίσιμες οπτικές γωνίες θέασης προσώπων και καταστάσεων με την κοινωνική υφή, την κοινωνική ανάλυση και την κοινωνική ευαισθησία να έχουν προεξάρχουσα σημασία .Είθε ο δημιουργικός οίστρος, η φλόγα που θερμαίνει την καρδιά και την πένα του συγγραφέα να συνεχίσει να μας δίνει κείμενα απαράμιλλης ομορφιάς και απροσμέτρητης ανθρωπιάς.

    Ας μου επιτραπεί να παραθέσω ένα δημοσίευμα της λαρισαϊκής εφημερίδας « Όλυμπος» του έτους 1899 που «υμνεί» με εξόχως λυρικό τρόπο- κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά –τους Ιόνιους δουλευτάδες του θέρους και του αλωνίσματος και δη του Ζακύνθιους .
    «Οι Ζακύνθιοι θεριστές, αφού άφησαν για λίγο τη γλυκιά και μυροβόλο, τη χαριτωμένη και ποιητική πατρίδα τους και διέσχισαν το Ιόνιο πέλαγος και τους ορεινούς όγκους της Ηπείρου, έφτασαν στην εριβώλακα και ζείδωρο γη της Θεσσαλίας για να φανούν χρήσιμοι στους Θεσσαλούς γαιοκτήμονες, στον θερισμό των χωραφιών τους. Tα τέκνα της νύμφης του Ιουνίου είναι εργατικότατα και γλυκύτατα και περισσότερο μορφωμένα από όλους τους χωρικούς της υπόλοιπης Ελλάδας, γιατί δεν γνώρισαν τον τουρκικό ζυγό. Άλλοτε οι Ζακύνθιοι χωρικοί σπάνια εγκατέλειπαν το νησί τους, μετά την ένωση όμως της Επτανήσου με την Ελλάδα αφήνουν για λίγο τις συζύγους και τα παιδιά τους και πάνε στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα, στην Εύβοια και στη Θεσσαλία για να εργαστούν και να αυξήσουν έτσι το ετήσιο εισόδημά τους. Όσοι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τους Ζακύνθιους εργάτες θα επιβεβαιώσουν την εργατικότητά τους και την ποιητική ψυχή τους.
    Κατά τη διάρκεια της ημέρας, κάτω από ακτίνες του θερμού του Ιουνίου ηλίου, ακαταπόνητα υπηρετούν τη θεά Δήμητρα τη χιλιόκαρπη, ενώ το λιόγερμα, αφού συγκεντρωθούν σε μεγάλες παρέες, τραγουδούν έξοχα τραγούδια της γλυκιάς πατρίδας τους. Οι τόνοι της μελωδικής φωνής τους ευφραίνουν όσους είχαν την τύχη να παραβρεθούν στις ωραίες καντάδες τους. Ψάλλουν με αρμονία τους αθανάτους δημοτικούς και έξοχους στίχους της Επτανήσου, τους οποίους κληροδότησε σε αυτούς η αθάνατη Μούσα του Σολωμού, του Κάλβου και του Βαλαωρίτη. Πολλές αναμνήσεις ξύπνησαν στον ανταποκριτή της εφημερίδας όταν άκουσε ομάδα Ζακυνθίων θεριστών να τραγουδούν με χάρη:
    «Τα ματάκια σου, κυρά μου δυό σαΐτες κοφτερές κι όποιος τα γλυκοφιλήσει του ‘ρχονται λιγοψυχιές»…Κλείνοντας την αναφορά του ζητά από τους Ζακύνθιους, οι οποίοι έχουν δοκιμαστεί από σεισμούς και συμφορές, να δώσουν τα χέρια τους στους αδελφούς Θεσσαλούς, οι οποίοι δεν επούλωσαν ακόμη τις πληγές τους από τον πόλεμο και τη φυγή και όλοι μαζί να τραγουδήσουν τα γλυκύτερα άσματά τους. Ο περιπαθής και γλυκύς ήχος των τραγουδιών θα γλυκάνει τις καρδιές όλων».
    Πηγή: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΟΛΥΜΠΟς-5 ΙΟΥΝΙΟΥ 1899- ΕΤΟΣ ΣΤ-ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β-ΦΥΛΛΟ 59

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.