HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΠεριεχόμενο θολής ανάμνησης…

Περιεχόμενο θολής ανάμνησης…

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Ο ηλεκτρισμός ήταν πια γεγονός. Το φως είχε μπει για τα καλά στην ζωή των πολιτών και τα κρύα βράδια του χειμώνα είχαν γίνει πιο ζεστά. Το λίγο φως της λάμπας πετρελαίου που τρεμόπαιζε όταν περνούσε κάποιος μπροστά του σταμάτησε να στέλνει την σκιά του στον τοίχο του δωματίου κάνοντας τον να μοιάζει σκοτεινός γίγαντας.

Τα παιδιά σταμάτησαν μπρος στο φως της λάμπας να παίζουν και να στέλνουν σκιές στους τοίχους σχηματίζοντας με τα χέρια τους σχήματα ζώων που ανοιγόκλειναν το στόμα τους και κουνούσαν τα αυτιά τους κάνοντας τον τοίχο να μοιάζει με σκηνή θεάτρου σκιών. Δεν φοβόμασταν πια να βγούμε τα βράδια στους σκοτεινούς δρόμους της γειτονιάς. Σταμάτησαν να μας τρομάζουν τα μεγαλύτερα παιδιά όταν έφεγγαν το φως του φακού μέσα στο στόμα τους παριστάνοντας τα φαντάσματα και πετάγονταν ξαφνικά μπροστά μας κάνοντας μας να ουρλιάζουμε και να τρέχουμε από φόβο.

Το παιχνίδι μας δεν σταματούσε με την δύση του ήλιου, γεμίζαμε με τις φωνές μας τον αέρα της γειτονιάς μέχρι αργά το βράδυ, παίζοντας μπρίτζολα στο τρίστρατο κοντά στο σπίτι της θεια Ευδοκίας του Μελεούνη και της θεια Γιαννούλας της Μπούφαινας στο πορτόνι της Αλυκής. Σταματούσαμε μόνο όταν έβγαινε και μας φώναζε η μάνα μας απειλώντας μας με μια βέργα στο χέρι για να μαζευτούμε στο σπίτι.

Το φως πλέον ήταν πλούσιο στα καφενεία του μόλου και στην αγορά. τα μαγαζιά με φωτισμένες τις βιτρίνες τους ήταν πρόκληση για μένα, ήταν ένας νέος κόσμος στα παιδικά μου μάτια, ένας κόσμος που ανακάλυπτα μέρα με την μέρα, ήταν μια μαγεία που ξετυλιγόταν με μεγάλη ταχύτητα. Έβλεπα για πρώτη φορά στην ζωή μου πολλά νέα πράγματα στις κατάφωτες βιτρίνες και στους δρόμους.

Η παιδική μου περιέργεια με οδηγούσε πάντα να βρίσκω τρόπους, ψεματάκια και δικαιολογίες για να μπορώ να βγαίνω μια βόλτα στο παζάρι, στα καφενεία του μόλου, κάνοντας θελήματα πότε στην γιαγιά μου πότε στην μάνα μου και πότε στους γείτονες. Ήρθε όμως επιτέλους κάποτε η στιγμή που πήγαινα γυμνάσιο και δεν χρειαζόμουν πλέον δικαιολογίες για τις εξόδους μου, ούτε φορούσα κοντά παντελόνια με τιράντες, είχα επίσης μάθει να διαβάζω και να μετρώ μέχρι το χίλια, και κάπως έτσι άρχισα τις μεγάλες μου βόλτες στον κόσμο της πόλης…

Όλα άλλαζαν γύρω μου εκτός από την φτώχεια, τους χωμάτινους δρόμους τα σπασμένα πεζοδρόμια, τις λακκούβες και τις ατέλειωτες βροχές του χειμώνα.

Λίγοι όμως ήταν αυτοί που μπορούσαν να αγοράσουν τα νέα αγαθά του πολιτισμού που άρχισαν να μοστράρονται στις βιτρίνες των λίγων εμπορικών καταστημάτων της εποχής και στα πεζοδρόμια ή κρεμασμένα από τις τσίγκινες λότζες και στους τοίχους έξω από τα μαγαζιά.

Πάντα άνθιζαν την παραμονή του αγίου Σπυρίδωνα οι μεγάλες άσπρες βιολέττες στις όχθες της σούδας στο χωράφι του Μένιου του καλόγερου στις Αλυκές. Αχ, οι βιολέττες μ’ αυτό το παράξενο ξυνό τους άρωμα… Θυμάμαι το σπίτι μου, το κόκκινο βελούδινο τραπεζομάντηλο στρωμένο, το βαρύ κρυστάλλινο βάζο γεμάτο με τις λευκές βιολέττες με το μεθυστικό άρωμα, το κλουβί με το γαρδέλι που κελαηδούσε πιο χαρούμενο εκείνη τη μέρα, λες και καταλάβαινε κι αυτό πως είχαμε γιορτή κι ήθελε να αφήσει το τραγούδι του παρακαταθήκη στο γέρο Χρόνο, εμπόδιο λησμονιάς για την παιδική μου ψυχή…

Τρία τεράστια πολύχρωμα μπαλόνια κρεμασμένα στο ταβάνι δίπλα στο πολύφωτο κι ο πατέρας να τα φουσκώνει παίρνοντας βαθιές ανάσες και εγώ και ο αδελφός μου χαρούμενοι να χοροπηδάμε από χαρά προσπαθώντας να τα πιάσουμε χοροπηδώντας γύρω του…

Πάντα αγόραζε τα πιο μεγάλα μπαλόνια από το βιβλιοπωλείο του Κονιδάρη και τα χάριζε στην μάνα μου, ένα κόκκινο στρογγυλό με πολλά λευκά αστέρια και καμπάνες και μια επιγραφή που την κρατούσαν ανάμεσα απ΄τα ράμφη τους δυο χελιδόνια, έγραφε, χρόνια πολλά. Ένα μπαλόνι κίτρινο χοντρό φιδάκι για ντεκόρ και ένας μπλε πιγκουίνος με ζωγραφισμένα λευκά φτερά κι ένα μεγάλο ζωγραφισμένο παπιγιόν κάτω από την κατάμαυρη μύτη του να κρέμεται ανάποδος πάνω από τις βιολέττες.

Θυμάμαι την μάνα μου όμορφη, νέα, μ΄εκείνο το γάργαρο γέλιο της, ακούραστη να ετοιμάζει το σπίτι μας, παράγκα το έλεγε και να το μεταμορφώνει σε ένα μικρό παλάτι για την γιορτή του πατέρα. Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά έλεγε και καμάρωνε. Είχε μανία μεγάλη με την καθαριότητα την μαγειρική και τα γλυκά. Οι κουραμπιέδες είχαν πετύχει και στέκονταν περίτεχνα αραδιασμένοι ο ένας πάνω στον άλλον στη μεγάλη πιατέλα, πασπαλισμένοι με μπόλικη άχνη ζάχαρη που στα παιδικά μας μάτια, έμοιαζαν με χιονισμένο βουνό, κι ο σοροπιαστός μπακλαβάς να μοσχομυρίζει φρέσκο βούτυρο, ροδόνερο και βανίλια.

Βανίλια και βούτυρο μύριζε και στην αγορά ο φούρνος του κυρ Αντρέα του Μπελέλη που δούλευε ασταμάτητα από το πρωί. Λαμαρίνες και ταψιά το ένα πάνω στο άλλο περίμεναν την σειρά τους. Δεν σταματούσε αυτός και οι δυο γιοι του να δουλεύουν από τα ξημερώματα, ο Γιάννης φορώντας την λευκή ποδιά του, το λευκό του καπελάκι με ένα τσιγάρο μονίμως αναμμένο στο στόμα έμοιαζε με γανωμένο ναύτη του αμερικανικού ναυτικού.

Με το φουρνόξυλο φούρνιζε και ξεφούρνιζε ταψιά με μπακλαβάδες και λαμαρίνες με κουραμπιέδες που έφτιαχναν οι νοικοκυρές για την γιορτή φροντίζοντας όμως και την θερμοκρασία του φούρνου ρίχνοντας του πού και πού, φτυαριές με τσόφλια από σπασμένα αμύγδαλα δυναμώνοντας την φωτιά. Κάθε τόσο άνοιγε την σιδερένια πόρτα της μπούκας του φούρνου ρίχνοντας το φως της μπαλαντέζας μέσα στον φούρνο και με το φουρνόξυλο ανακάτευε και άλλαζε θέσεις στα ταψιά και στις λαμαρίνες με μεγάλη μαεστρία…

Το νου σας φώναζε ο Γιάννης κάθε φορά που άπλωνε το μακρύ ξύλινο φτυάρι, για να κάνουν στην άκρη οι πελάτες που ψώνιζαν αλλά και οι νοικοκυρές που περίμεναν να πάρουν τους ψημένους κουραμπιέδες για να αδειάσουν οι λαμαρίνες που τους δάνειζε ο κυρ Αντρέας. Τα τζάμια του φούρνου θόλωναν απ’ τα ζεστά φουρνιστά, σαν μακρινή ανάμνηση που δε θα μ’ αφήσει ποτέ, κόσμος να μπαινοβγαίνει, χωρατά, πειράγματα, ο Μιχάλης ο ψηλός, ο Στάθης ο Κύκλωπας κι έξω μια εποχή να αλλάζει με βαριά μα σταθερά βήματα… κι ο Γιάννης ο Μπελέλης να συνεχίζει να βγάζει τα έτοιμα αφήνοντας τα πάνω στον ξύλινο πάγκο για να κρυώσουν.

Ο Σωτήρης ο άλλος γιος, ετοίμαζε για τον εσπερινό της γιορτής του αγίου Σπυρίδωνα τις αρτοκλασίες σε μια κόφα στρωμένη με λευκό κεντητό μεσάλι, τις έβαζε μια -μια με προσοχή φτιάχνοντας ένα μυρωδάτο βουνό από ζαχαρένιο χιόνι, μοσχοβολούσε η κανέλα και ο γλυκάνισος.

Κάθε χρόνο την παραμονή της γιορτής του αγίου Σπυρίδωνα η εκκλησία του αγίου στην πλατεία γιόρταζε και οι πόρτες της -που άνοιγαν μια φορά τον χρόνο- ήταν ορθάνοικτες στολισμένες γύρω γύρω με πράσινες γιρλάντες φτιαγμένες από σμυρτιές που όπως πέρναγες να μπεις μέσα, η μυρωδιά τους ανακατευόταν με εκείνη του λιβανιού που έβγαινε από το θυμιατό του παπά που όρθιος μπροστά στην ωραία πύλη θυμιάτιζε δεξιά και αριστερά τις μεγάλες εικόνες του κατάλευκου σκαλιστού τέμπλου. Του τέμπλου που έτσι όπως το έπεφταν πάνω του τα δυνατά φώτα των πολυελαίων έμοιαζε αλαβάστρινο.

Φωτ. Νίκος Ζαβιτσάνος

Η εκκλησία γεμάτη κόσμο δεν χωρούσε να ρίξεις καρφίτσα. Μπροστά από την ωραία πύλη κάτω από τα μαρμάρινα σκαλοπάτια μεγάλα τραπέζια το ένα πλάι στο άλλο στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα και επάνω τους κόφες, πολλές κόφες μέχρι και κάτω στο πάτωμα ήταν αραδιασμένες γεμάτες με αρτοκλασίες και κίτρινα κεριά από μελισσοκέρι δεμένα με μια λευκή λεπτή κορδέλα. Όλοι οι Λευκαδίτες περίμεναν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα την μεγάλη γιορτή του αγίου που γινόταν με μεγάλη επισημότητα και θρησκευτική ευλάβεια. Κι η φιλαρμονική παιάνιζε, τιμώντας με τις μελωδίες της την μεγάλη μέρα και ταυτόχρονα γιόρταζε την επέτειο της ίδρυσης της.

Η γιορτή του αγίου Σπυρίδωνα ήταν ο Αύγουστος του χειμώνα για μας. Δεν υπήρχε σπίτι στην πόλη που να μην είχε τουλάχιστον ένα Σπύρο να γιορτάζει.

Την μυρωδιά του λιβανιού όμως ερχόταν να σβήσει η τσίκνα και ο καπνός από το κοκκορέτσι, το σπληνάντερο και το περίφημο φρυγαδέλι του κυρ Γιώργου του Φαγόγενη που έψηνε κάθε απόγευμα στο στενό του αγίου Νικολάου στην υπαίθρια ψησταριά που ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο του κρεοπωλείου του μπάρμπα Σπύρου του Ντελημάρη. Με ένα μαχαίρι έκοβε τον μεζέ τον έπιανε με ένα μικρό κομμάτι λαδόκολλας τον έβγαζε από την σούβλα έριχνε λίγο φρέσκο αλατοπίπερο με χοντρό αλάτι όμως, για να τραβάει πιοτό, κι έτριβε φρέσκια ρίγανη από πάνω… Ο ουρανίσκος πολλών από μας ακόμα θα θυμάται νομίζω αυτή τη γεύση από το ζουμερό τρυφερό τυλιγμένο σε εκείνη την ξεροψημένη μπόλια φρυγαδέλι του μπάρμπα Γιώργου του Φαγογένη που έψηνε τα βράδια στο στενό του αι Νικόλα. Ω, μάνα πράμα!

Συνεχίζεται…

Προηγουμενο αρθρο
Αναβλήθηκε η Γενική Συνέλευση Μελών του ΤΑΟΛ λόγω των προβλημάτων ηλεκτροδότησης
Επομενο αρθρο
Ένα κρούσμα κορωνοϊού στην Π.Ε Λευκάδας -Πώς κατανέμονται τα νέα κρούσματα στις 29/11

2 Σχόλια

  1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ( ΤΑΚΗΣ ) ΓΑΝΤΖΙΑΣ
    5 Δεκεμβρίου 2020 at 13:36 — Απάντηση

    ΑΓΑΠΗΤΕ ΠΑΝΟ, ΤΥΧΑΙΑ ΧΘΕΣ ΒΡΑΔΥ ΔΙΑΒΑΣΑ ΜΕ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟ (ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΟΛΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ).ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΛΥ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΜΑΣ ΖΩΝΤΑΝΕΥΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ.ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΙΩΣΑ ΣΑΝ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ
    ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΜΕ ΣΚΗΝΙΚΑ ΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
    ΚΑΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ!
    ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΤΟ ΤΡΟΠΟ ΣΟΥ ΜΕ ΕΚΑΝΕΣ
    ΝΑ ΝΙΩΣΩ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΕΝΤΟΝΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ
    ΕΚΕΙΝΩΝ ΤΩΝ ΑΝΕΜΕΛΩΝ ΧΡΟΝΩΝ!

  2. Παναγιωτης Σκληρος
    29 Νοεμβρίου 2020 at 17:24 — Απάντηση

    Μπραβο πανο. Ζωντανες οι εικονες σου…
    Συνεχισε

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.