HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤα υδάτινα σύνορα δυο κόσμων και ο παράκτιος έλεγχος για τη προστασία της μεθορίου

Τα υδάτινα σύνορα δυο κόσμων και ο παράκτιος έλεγχος για τη προστασία της μεθορίου

Δρ. ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ
Αρχιτέκτων-αναστηλωτής

«Στο πολύμορφο περιβάλλον των παράκτιων περιοχών του Ιονίου, διαμορφώθηκαν τα τεχνητά και θεσμοθετήθηκαν τα φυσικά υδάτινα όρια μεταξύ δυτικού και ανατολικού κόσμου. Η ρευστότητα της διαφραγματικής λειτουργίας των συνόρων εξαρτιόνταν από τη στρατιωτική και διπλωματική ικανότητα που επέδειξε η κάθε πλευρά την κρίσιμη στιγμή»

Έτσι ξεκινούσε η ανακοίνωση μου στο Ζ΄ Πανιόνιο Συνέδριο «Ο χώρος και τα δημογραφικά μορφώματα. Οι κύριοι συντελεστές της οικονομίας», που οργάνωσε η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών στη Λευκάδα στις 26-30 Μαΐου 2002. Αφορμή για αυτήν την σύντομη επαναδιατύπωση της έδωσε η πρόσφατη συζήτηση για προσπάθεια τουριστικής εκμετάλλευσης των δύο κτιρίων του 20ου αιώνα που βρίσκονται εντός των ορίων αιγιαλού και αδόμητης ζώνης προστασίας του φρουρίου Αγίας Μαύρας.

Πιστεύω ότι μόνο αν γνωρίζεις και αγαπάς τον τόπο σου δένεσαι με τα στοιχεία που τον συνθέτουν, έχεις προσωπικές αναμνήσεις, ή θυμάσαι αφηγήσεις παλαιότερων και μεριμνάς για να διατηρήσεις αυτά τα στοιχεία, να συνδέσεις το μέλλον σου με αυτόν τον τόπο σε μία συνέχεια. Οι ιστορικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά ευρήματα διηγούνται για παλαιότερους δεσμούς με αυτούς τους ίδιους τόπους, άλλων ανθρώπων, που αναφέρονται σε χειρόγραφα κείμενα του 16ου-18ου αιώνα, έχουν απογόνους που ζουν σήμερα στη Λευκάδα με τα ίδια ονόματα 

Σαν από παραμύθι ξεπηδάνε από τα κείμενα των ενετικών αρχείων οι αναμνήσεις των πολεμιστών του 1502, που μετά από 23 χρόνια επέστρεψαν για να «πάρουν πίσω» τη Λευκάδα από τα χέρια των άπιστων. Για να θυμηθούμε το 1502, κατά τη διάρκεια του 1ου Ενετοτουρκικού πολέμου, οι Ενετοί και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι τους πολιορκούν το φρούριο της Αγίας Μαύρας και καταλαμβάνουν την “φωλιά των Αγιομαυριτών πειρατών”(1). Στις επιστολές τους, φανερώνουν την σημασία του ορίου-συνόρου, που θέτει η λιμνοθάλασσα στις κινήσεις των στρατευμάτων.

Έτσι, στις 30 Αυγούστου 1502, ο ναύαρχος Heronimo Contarini γράφει προς την Ενετική Σύγκλητο: «Η έξοδος (από το φρούριο) των ντόπιων εμποδίστηκε από τους άξιους άνδρες του συμμαχικού στρατού, ενώ οι ιππείς από την Αυλώνα, (που έσπευσαν για βοήθεια των πολιορκημένων στο φρούριο Οθωμανών), υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν, αλλά στη συνέχεια προσπάθησαν να περάσουν με βάρκες από τη πλευρά του Αγίου Γεωργίου προς στο νησί. Εκεί όμως τους περίμεναν οι γαλέρες του εκπροσώπου του πάπα, οι οποίες ήταν καλά εξοπλισμένες και τους απώθησαν.»

Στις σκηνές που περιγράφουν οι Ενετοί αξιωματικοί από το πεδίο της μάχης, στο αβαθές ελώδες περιβάλλον των canali stretti, ανατολικά του φρουρίου αποδίδεται η έκταση της καταστροφής που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης. Τραυματίες και νεκροί, άνθρωποι και άλογα, βυθίζονταν στη λάσπη. Εκεί, κάτω από το νερό, οι Ενετοί βρίσκουν τις κατάλληλες συνθήκες να κρύψουν παγίδες- δόκανα, για να πιάσουν τα πόδια των ζώων. Το γεγονός ότι γίνεται πολύ περιορισμένη χρήση πυροβόλων, δίνει στους μαχητές αμεσότητα επαφής με τον αντίπαλο, αλλά και τη δυνατότητα να παρατηρήσουν λεπτομέρειες του φυσικού περιβάλλοντος, όπως το μαλακό έλος, μέσα στο οποίο βυθίζονται οι τραυματισμένοι και τα άλογα.

Έτσι, μετά την οριστική πλέον αποχώρηση του Contarini, η Λευκάδα παρέμεινε υπό Τουρκική κατοχή για τα επόμενα 180 χρόνια, μέχρι που ο Francesco Morosini την ανακατέλαβε το 1684, μετά από πολυήμερη πολιορκία. 

Ανάμεσα στα πρώτα έργα για τη προστασία της νέας κτήση, ήταν η κατασκευή ενός ξύλινου φράκτη, μιας palizzata, κατά μήκος των υδάτινων συνόρων, μιας πασαλόμπιξης δηλαδή στο έλος, μήκους 370 ενετικών βημάτων (=644 μέτρα), που ξεκινούσε από το νοτιοδυτικό άκρο του φρουρίου και κατευθύνονταν νότια προς το λιμάνι Δράπανο. Στο μέσο του μήκους αυτού κατασκευάστηκε ένα ξύλινο φυλάκιο, στο οποίο προφανώς η φρουρά θα έφτανε με βάρκα. Το προσωρινό αυτό έργο μαρτυρεί την πιεστική ανάγκη κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας από πιθανούς αιφνιδιασμούς.

Μόλις το 1701 ολοκληρώνονται οι διαπραγματεύσεις οι προσπάθειες για την σύναψη νέας Ενετοτουρκικής ειρήνης και τότε έρχεται η στιγμή για να υλοποιηθούν τα σύνορα στην περιοχή της Λευκάδας.

«Οι διαβουλεύσεις με τον Osman Agà, εκπρόσωπο του Σουλτάνου για τον καθορισμό των συνόρων», γράφει ο γενικός προνοητής θαλασσών Daniel Dolfin σε μια μακροσκελή επιστολή του προς τον Δόγη, τον Αύγουστο του 1701, «δεν είναι από τις πιο εύκολες και σύντομες. Ιδιαίτερα το τμήμα εκείνο που αφορά στο καθορισμό των συνόρων στην Αγία Μαύρα και πιο συγκεκριμένα σε ότι αφορά τη περιγραφή της γέφυρας της Περατιάς, δεδομένου ότι δεν υφίσταται πια γέφυρα, παρά μόνο μερικά λείψανα από τις βάσεις ή κολώνες πάνω στις οποίες στηρίζονταν παλαιότερα η ξύλινη γέφυρα, που ένωνε το νησί με την Στερεά, όπως απεικονίζεται άλλωστε στο συνημμένο σχέδιο. Oι Τούρκοι ερμηνεύουν σύμφωνα με το συμφέρον τους, ως άκρο της γέφυρας τη πλησιέστερη προς το Φρούριο κολώνα στήριξης της, και κατά συνέπεια τοποθετούν το όριο των συνόρων στο άκρο άωτο των δυνατοτήτων επέκτασης τους προς το φρούριο». 

Επανέρχεται αργότερα στο θέμα συζητώντας ξανά με τον Osman Agà και τον Ismail Passà μέχρι να κατορθώσει να παραμείνουν οι νησίδες και τα κανάλια (canali stretti) στο ενετικό δημόσιο. «Προσπάθησα επίσης να υπαχθεί στο ενετικό κράτος η μικρή γλώσσα ξηράς, η οποία ανήκε στην πραγματικότητα στην Ακαρνανία, αλλά επειδή συχνά κατακλύζεται από τα κύματα και άμμο φερμένη από τη παλίρροια, μπορούσε να θεωρηθεί νησίδα και να αποτελέσει καλή θέση για την κατασκευή οχυρώματος ελέγχου των συνόρων. Δυστυχώς αυτό το σημείο των διαπραγματεύσεων δεν έγινε δεκτό από τους Τούρκους».

Ο Dolfin διεκδίκησε πραγματικά σπιθαμή προς σπιθαμή τα συμφέροντα της Βενετίας. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και αφού ελήφθη υπόψη η γνώμη των μορφωμένων και των γερόντων, η νησίδα και το φρούριο της Αγίας Μαύρας καθώς και το νησί της Λευκάδας, αποδόθηκαν στη κυριαρχία της Ενετικής Δημοκρατίας, ενώ όλη η Στερεά περιήλθε κάτω από τις εντολές του μεγάλου Σουλτάνου. «Σε κανένα μέρος της στεριάς οι Βενετοί δεν έχουν το δικαίωμα να πατήσουν πόδι. Η περιοχή της Περατιάς επίσης θεωρείται απαγορευμένη για τους Βενετούς, έτσι συμφωνήθηκε από τις δύο πλευρές και διαμοιράστηκε ο τόπος. Αφού λοιπόν τοποθετήθηκαν τα ορόσημα καθορίστηκαν τα σύνορα», αναφέρεται στο τελικό έγγραφο του διακανονισμού των συνόρων, το οποίο συνυπογράφεται από τους εμπλεκόμενους: Osman Agà, Ismail Pasa και Daniel Dolfin, στις 4 Σεπτεμβρίου 1701. Το σχέδιο για τον ακριβή καθορισμό των συνόρων έγινε από τον ιταλό μηχανικό Antonio Francesco Vecchioni. 

Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι με το τοπωνύμιο “Περατιά” στις διαπραγματεύσεις αυτές εννοείται η ακτή της Ακαρνανίας και οι νησίδες της λιμνοθάλασσας, που βρίσκονται μεταξύ Φρουρίου Αγίας Μαύρας και μοναστηριού Τεκέ, όπως φαίνεται στο συνημμένο τοπογραφικό του μηχανικού Francesco Vecchionι,. περιοχή δηλαδή όπου στα αρχαία χρόνια υπήρχε η δίολκος. Σε όλες τις επόμενες αναφορές η ίδια ονομασία αποδίδεται στην Ακαρνανική ακτή απέναντι από το Καλιγόνι.

Το σχέδιο που συνόδευε την συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας “Cose piừ notabili del luogo di Santa Maura”υπογράφει ο μηχανικός Α.Fr. Vecchioni .(ASV, PTM950/2)

Μετά το καταστροφικό σεισμό του 1704(2), γίνεται καταγραφή των ζημιών και υποβάλλονται προτάσεις για την αποκατάσταση των βλαβών. Μεταξύ των άλλων δημόσιων κτισμάτων, που καταστράφηκαν ήταν και το οχυρό Fortino, στη νότια είσοδο του πορθμού, απέναντι από σημερινή τη Περατιά. Ο σπουδαίος ρόλος του απομονωμένου αυτού ίσαλου οχυρού για την προφύλαξη των συνόρων, καταγράφεται από τον Daniel Dolfin σε σχετική αναφορά του: «η κατάσταση του οχυρού μετά από το σεισμό είναι ακόμα χειρότερη και με ανησυχεί επειδή λόγω των ζημιών του δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί την είσοδο του λιμανιού Δράπανο και να εμποδίσει το πέρασμα των malviventi, γεγονός που εκτός των άλλων ενέχει μεγάλο κίνδυνο διάδοσης επιδημικών ασθενειών.» Σαν άμεσο μέτρο προστασίας της φρουράς και φύλαξης του τόπου, προτείνεται καταρχήν η κατασκευή ενός δρύφρακτου, μιας ξύλινης περίφραξης γύρω από τον γκρεμισμένο κυκλικό πύργο. 

Ανατίθεται στον Άγγλο μηχανικό Cox of Kelson να μελετήσει την ανακατασκευή του οχυρού Fortino, σύμφωνα με τη θεωρία του Vauban(3), αν και ο Dolfin έχει τη γνώμη, ότι τίποτα δεν είναι αρκετά ισχυρό για να προστατευτεί αποτελεσματικά αυτή η τόσο σημαντική για την ασφάλεια του νησιού θέση. 

    Το Fortino σχεδιασμένο από τον Antonio Paravia, Portafoglio, Museo Correr

Μια ιδιαίτερη πρόταση πολύ προηγμένης τεχνικής(4), είναι εκείνη που προτείνεται την ίδια περίοδο, πολύ πιθανόν από τους Alberghetti – Cox(5) και αφορά στην αμυντική οργάνωση τεσσάρων αντικριστών θέσεων της εισόδου του λιμανιού Δράπανο. Η πρόταση έχει μεγάλη σχεδιαστική ομοιότητα με εκείνη της βελτίωσης των οχυρώσεων του φρουρίου Αγίας Μαύρας από τους παραπάνω μηχανικούς, όπου πάλι προτείνονται λύσεις σύμφωνα με τη θεωρία του Vauban.

Το σχέδιο των αντικριστών οχυρών φυλάσσεται στην Γεννάδειο βιβλιοθήκη στην Αθήνα και αναγνωρίστηκε από τον Kelvin Andrews ως πρόταση οχύρωσης του όρμου Δράπανου στην περιοχή Ναυπλίου, όμως το παρουσιάστηκε στην έκθεση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας «Παράκτιες οχυρώσεις και παλαιές λιμενικές κατασκευές της Βενετίας στην Ανατολική Μεσόγειο»(6) σαν σχέδιο οχύρωσης της νότιας εισόδου του πορθμού της Λευκάδας, όπου και το εμπορικό λιμάνι Δράπανο. Παρόλο ότι πολλά από τα γεωφυσικά δεδομένα των θέσεων, όπου τοποθετούνται τα προτεινόμενα οχυρά, ταιριάζουν με εκείνα της Λευκάδας, οι αναγραφόμενες αποστάσεις διαφέρουν κατά πολύ Ιδιαίτερα η θέση που αναφέρεται ως χώρος όπου θα μπορούσαν να ελλιμενιστούν γαλέρες και όπου απεικονίζεται η νεόδμητη λατινική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, μπορεί εύκολα να ταυτιστεί με τη περιοχή, όπου σώζεται ακόμα το παραθαλάσσιο τμήμα του αρχαίου τείχους της Λευκάδας. Στο ίδιο σημείο κατασκευάστηκε το 1743 το λοιμοκαθαρτήριο. 

Το σχήμα της προτεινόμενης οχύρωσης στη Πλατιά ή Πλαγιά μοιάζει στη κάτοψη με το οχυρό Αγίου Ανδρέα(7) στην είσοδο της λιμνοθάλασσας της Βενετίας, και των οχυρωματικών έργων του 18ου αιώνα στην είσοδο των λιμανιών της Μάλτας(8).

To 1722 στην αναφορά του προνοητή Antonio Morosini (9), διαπιστώνουμε ότι ακόμα και σε περίοδο ειρήνης οι Τούρκοι συνεχίζουν να επιδιώκουν να περάσουν από την Περατιά στην Λευκάδα, τοποθετώντας όπως το 1503 και το 1704, πλωτή ξύλινη γέφυρα στα ήρεμα νερά της λιμνοθάλασσας. Την εποχή αυτή, σύμφωνα με την αναφορά Morosini, στην περιοχή της Περατιάς υπάρχει μόνο το παλαιού τύπου οχύρωμα Fortino, κυκλικού σχήματος, που μπορεί να χτυπηθεί εύκολα με κανόνια από την απέναντι Τουρκική ακτή. «Tο οχυρό είναι εξοπλισμένο με μόνο 4 σιδερένια κανόνια», Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι τα σχέδια του Cox για την ανακατασκευή του παλιού οχυρού, μετά το σεισμό του 1704, δεν πραγματοποιήθηκαν.

Σχέδιο αγνώστου από το ASTorino.

Οι παρενοχλήσεις των Τούρκων στο πορθμό εξακολουθούν σε όλη τη διάρκεια της Ενετικής κατοχής στο νησί: Έτσι το 1765 ο δημόσιος τοπογράφος Zorzi Papadopuli υπέβάλε μελέτη διάνοιξης διώρυγας-τάφρου κατά μήκος του πορθμού με σχετικά σχέδια μηκοτομής και κάτοψης της λιμνοθάλασσας. Η εκσκαφή καναλιού θα είχε πλάτος 14 πόδια και βάθος 12, θα ξεκινούσε από το λιμάνι Δράπανο στις νέες αλυκές, θα διέσχιζε στα ανατολικά τη λιμνοθάλασσα, για να καταλήξει στο βόρειο λιμάνι Δέματα. Για να συνδεθεί το κανάλι με την ανατολική τάφρο του φρουρίου προτείνονταν μια διακλάδωση προς τα βορειοδυτικά για τον άμεσο ανεφοδιασμό του. «Τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη θα ήταν τεράστια, γράφει ο Papadopouli, επειδή τα πλοία θα απόφευγαν έτσι το γύρο του νησιού, από το επικίνδυνο Cavo Ducato και η προσέγγιση του εμπορικού λιμανιού του Δράπανου θα ήταν δυνατή τόσο από νότο, όσο και από βορρά, χωρίς μεταφόρτωση των εμπορευμάτων στα μικρά μονόξυλα της λιμνοθάλασσας. Έτσι το Ενετικό Δημόσιο θα είχε άμεση απόσβεση των δαπανών, αφού θα εισέπραττε από τα αυξημένα τέλη, που θα κατέβαλαν χωρίς αντίρρηση οι έμποροι. Οι ντόπιοι επίσης θα ωφελούνταν από την αυξημένη ζήτηση αποθηκευτικών χώρων και  από τις επισκευές ή τις κατασκευές πλοίων. Πολλοί έμποροι και αντιπρόσωποι από γειτονικές περιοχές θα μετοικούσαν στην Λευκάδα, αφού εδώ θα γίνει σκάλα εμπορευμάτων από τον Αμβρακικό κόλπο» ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του ο μηχανικός. Καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για να συμφωνήσει η Ενετική Σύγκλητος, ότι το έργο θα αποδώσει πολλαπλάσια οφέλη, όταν ολοκληρωθεί, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι έτσι θα βελτιωθούν οι λιμενικές υποδομές για την εξυπηρέτηση της εμπορικής κίνησης.

 Χωρίς να αναφέρεται ρητά, ένα τέτοιο έργο σήμαινε την μετατόπιση της προστατευτικής τάφρου και των υδάτινων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών, κατά μερικές δεκάδες μέτρα ανατολικότερα προς την οθωμανική Ακαρνανία.

Το 1806, επί Ρωσοτουρκικής κατοχής, οι πρόκριτοι της Λευκάδας, Σπυρ. Τσαρλαμπάς και κόμης Άγγελος Όριο, ανατρέχουν στα αρχεία της Ενετικής περιόδου, για να τεκμηριώσουν την αίτηση τους, προς την Ρωσική κυβέρνηση της Λευκάδας, για την ανόρυξη της διώρυγας. Το έργο θεωρείται απαραίτητο προκειμένου να εμποδιστεί η επέλαση του Αλή Πασά στο νησί.

Το 1811 το πολυπόθητο κανάλι κατασκευάζεται στην ανατολική πλευρά του φρουρίου, εκεί όπου στην Φραγκοκρατία υπήρχε o δίαυλος των Canali stretti. Η πρώτη αυτή αγγλική διώρυγα της Λευκάδας είναι το πρώτο μεγάλης έκτασης δημόσιο έργο για τη προστασία του νησιωτικού χαρακτήρα της Λευκάδας και για τη διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας στο πορθμό. Για να ισχυροποιηθεί η άμυνα των φυσικών και τεχνιτών υδάτινων φραγμών κατασκευάστηκαν δίκτυα οχυρωματικών εγκαταστάσεων ελέγχου και προστασίας των συνόρων. Από τη μελέτη των αρχειακών πηγών και των οχυρωματικών θεωριών, που αναπτύχθηκαν μεταξύ 15ου και 19ου αιώνα, συμπεραίνουμε, ότι για τη φύλαξη των παράκτιων συνόρων εφαρμόζονται οι παρακάτω τρόποι σε συνεργασία μεταξύ τους:  

  • Μητροπολιτική οχύρωση σε παράκτια ή ενδότερη θέση,
  • Μεμονωμένα μικρά παράκτια οχυρά,
  • Δίκτυο μικρών ίσαλων και αγχίαλων οχυρών,
  • Δίκτυο φυλακίων πολιτοφυλακής,
  • Περίπολος με ναυλωμένο πλοίο συχνά τύπου φούστας.

Τις περισσότερες φορές δεν μπορούν άμεσα να προστατευθούν όλα τα σημεία εισόδου, αφού εκτός από τα κύρια λιμάνια, φιλόξενοι κόλποι και ομαλές ακρογιαλιές προσφέρονται για την αποβίβαση σκλάβων, εμπορευμάτων, όπλων, πειρατών και αγημάτων .

Έτσι για την προστασία των ακτών κατασκευάζονται μικρά οχυρά σε συστοιχίες ή σε διασπορά ανάλογα με το γεωγραφικό ανάγλυφο, την σπουδαιότητα και την επικινδυνότητα της γεωγραφικής θέσης ή της χρονικής στιγμής. H μητροπολιτική οχύρωση ταυτίζεται, τις περισσότερες φορές, με το αστικό ή στρατιωτικό κέντρο της επαρχίας. Αντίθετα τα μεμονωμένα μικρά παράκτια οχυρά βρίσκονται συνήθως σε ακατοίκητες τοποθεσίες, κοντά στα σημεία “εισόδου” των αστικών περιοχών και δεν έχουν διοικητική αυτοτέλεια. Τα οχυρά αυτά κατασκευάζονται άλλοτε μεμονωμένα, άλλοτε σε συνδυασμό με άλλα όμοιας τεχνικής και τυπολογίας. Αποτελούν εξοπλισμένες αμυντικές εγκαταστάσεις με κανονιοστοιχίες και ολιγάριθμη φρουρά τακτικού στρατού, μέτρια εξοπλισμένη, που είχε την αποστολή να καθυστερεί την εχθρική εμπροσθοφυλακή, να αποκρούει μικρές επιθέσεις ή συχνότερα να ειδοποιεί το μητροπολιτικό οχυρό για κάποια ανεπάντεχη επιδρομή.

   Τα μεμονωμένα μικρά περιφερειακά οχυρά(10) που συναντάμε συχνά στο Ιόνιο έχουν κανονικά γεωμετρικά σχήματα: τετράγωνα, κυκλικά, 6-γωνικά ή 8-γωνικά, όπως το Καστέλι του Αβλέμονα στα Κύθηρα, και ο επιθαλάσσιος πύργος της Μεθώνης. Σπανιότερα κατασκευάζονται πολυγωνικά οχυρά. Τα μικρά αυτά οχυρώματα τοποθετούνται ίσαλα πάνω σε τεχνητές ή φυσικές νησίδες ή ακόμα σε επίκαιρες θέσεις στην ακροθαλασσιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις σε περιόδους όψιμες, αποκτούν σχήμα βέλους, όπως η Freccia στη Λευκάδα και το οχυρό San Nicola στο ομώνυμο νησάκι στο Spoleto των Δαλματικών ακτών ή είναι αστεροειδούς σχήματος, όπως είναι η προτεινόμενη από τον Cox of Kelson ανακατασκευή του Fortino, απέναντι από την Περατιά, το οχυρό Αγίου Νικολάου στην Chioggia, στο νότιο τμήμα της λιμνοθάλασσας της Βενετίας. Ή ακόμα σε σχήμα βεντάλιας, όπως το προτεινόμενο οχύρωμα στη θέση Πλατιά, που όμοια του έχουν κατασκευαστεί, για να οχυρώσουν  τα λιμάνια της Μάλτας.

Συστοιχία μικρών ίσαλων και αγχίαλων οχυρών σε δίκτυα ελέγχου και υποστήριξης των συνόρων, παρατηρούνται κατά μήκος ακτών, όπου η πρόσβαση από τη θάλασσα είναι εύκολη. Σε συστοιχία κατά μήκος της παραλίας του Lido στη Βενετία και στη Γύρα Λευκάδας, κατασκευάζονται, στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα μικρά ίσαλα οχυρά οκταγωνικού σχήματος στη Βενετία και τετράγωνου στη Λευκάδα. Αλλά ακόμα και τα οχυρά αστεροειδούς σχήματος που προτείνονται γύρω από την Πρέβεζα, αν και δεν είναι παράκτια, εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, αφού βρίσκονται σε στις επικίνδυνες “εισόδους” από τη στερεά. Τα οχυρά αυτού του τύπου είχαν ρόλο καθαρά επικουρικής ασφάλειας. Επανδρώνονταν μόνο όταν η μητροπολιτική οχύρωση αναμένονταν να δεχθεί  επίθεση. Η φρουρά τους υπολειτουργούσε σε περιόδους ειρήνης αλλά ο εξοπλισμός τους βρίσκονταν πάντα σε ετοιμότητα. 

Τα υδάτινα σύνορα του πορθμού συγκράτησαν την ορμή του Αλή πασά εναντίον της Αγ. Μαύρας το 1807, ενώ από τα παράκτια οχυρά της Γύρας πρόβαλλαν οι Γάλλοι κάτοχοι της Λευκάδας την πρώτη αντίσταση κατά των Άγγλων το 1810. 

Έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, να κατατάσσουμε τα μνημεία σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα και να τα αντιμετωπίζουμε ξεκομμένα από το γενεσιουργικό τους περιβάλλον. Εύχομαι η αναφορά μου αυτή να ευαισθητοποιήσει ακόμα περισσότερο τους εμπλεκόμενους στη προστασία του ιστορικού φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος της Λευκάδας. Αν και η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδας αναγνωρίζει και προστατεύει το πολιτιστικό περιβάλλον (τοπίο), προτιμάμε να το αφήνουμε να καταστρέφεται αναβάλλοντας ριζικές αποφάσεις υπέρ των μνημείων. Στη Λευκάδα γίνονται καταστροφές σε μνημεία που ίσως κάποιοι κάποτε χαρακτήρισαν ως ήσσονος σημασίας. Αναφέρομαι στις φράγκικες αλυκές, του 1415, στη θέση όπου μετά το 1998 κατασκευάστηκε η μαρίνα Λευκάδας, στα ενετικά κτίρια “botteghe” απέναντι από την εκκλησία Αγίου Μηνά, που γκρεμίστηκαν το 2001, τις ενετικές αλυκές στο πορθμό της Λευκάδας που απειλούνται από τη διαπλάτυνση του διαύλου. Σοβαρότατη αλλοίωση του ανατολικού προτειχίσματος και τμήματος του φρουρίου της Αγίας Μαύρας έχουν προκαλέσει ιδιώτες που κατέχουν τμήματα του άμεσου περιβάλλοντος του.  

1) Οι Αγιομαυρίτες πειρατές συνεργάζονταν κατά τις επιθέσεις εναντίον των χριστιανικών παραλίων και στόλων με τον Μουσταφά Πασά της Αυλώνας και τον Πασά της Ναυπάκτου και χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια τους για καταφύγιο ή ορμητήριο.
2) Αναφορά του Γενικού Προνοητή Θαλασσών Daniel Dolfin.
3) Sèbastian Le Prestre μαρκήσιος του Vauban, (1633-1707) ταγματάρχης και ανώτερος μηχανικός του Αυτοκράτορα της Γαλλίας. Εμπνεύστηκε τρία διαφορετικά συστήματα οχυρωματικών περιβόλων, τα οποία βρήκαν εφαρμογή σε πολλές περιπτώσεις εντός και εκτός Γαλλίας.
4)Πρόκειται για εφαρμογή των θεωριών οχυρωματικής που υλοποιήθηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα στη Μάλτα, νότια Γαλλία, και αλλού.
5) Ο .Alberghetti και ο Cox of Kelson “σπουδαγμένοι” μηχανικοί της Βενετίας περιηγήθηκαν στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον ενετικό στρατό στην εκστρατεία του Μοριά. 
6) Η έκθεση έγινε στο Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο τον Ιούλιο 2001 και ήταν η κατακλείδα του διεθνούς προγράμματος “ΜED-ARCES” .
7)Το οχυρό Αγίου Ανδρέα ανακατασκευάστηκε τον 16ο αιώνα από τον Μ. Sanmicheli και τροποποιήθηκε τον 18ο αιών
8) Stedhen C. Spiteri , Fortresses of the knights, Malta 2002. 
9) A. S. V. Pr. da terra e mare  Relazione di Antonio Morosini 1722
 10) Μ. Λαμπρινού «Παράκτιος έλεγχος και προστασία της Λευκάδας κατά το διάστημα 1800-1810», Πρακτικά  Στ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, Κέρκυρα 2000.

Προηγουμενο αρθρο
12 νέα κρούσματα κορωνοϊού στη Λευκάδα ανακοίνωσε ο ΕΟΔΥ
Επομενο αρθρο
Λευκάδα: Τόπος με εκπληκτικό φυσικό κάλλος

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.