HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤότε που ο δικός μου Άη Βασίλης ποτέ δεν μου έφερε παιχνίδι…

Τότε που ο δικός μου Άη Βασίλης ποτέ δεν μου έφερε παιχνίδι…

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Η περίοδος του  φθινοπώρου  έφτανε στο τέλος της. Τα γυμνά από φύλλα  κλαδιά των δέντρων,  έμοιαζαν με χέρια  που προσπαθούσαν να ακουμπήσουν  το μαβί στερέωμα του σκοτεινού ουρανού.  Είχαν απομείνει λίγες μέρες μετά   την γιορτή του αγίου Δημητρίου  για να αρχίσει η χειμωνιάτικη περίοδος με τις μεγάλες γιορτές που την συνόδευαν.Τα πρωτοβρόχια είχαν δώσει την θέση τους στις χαμηλές θερμοκρασίες και τους  δυνατούς παγωμένους αέρηδες μαζί με τις  ξαφνικές  δυνατές μπόρες που έφερναν τα μαύρα σύννεφα του Άη Γιάννη.

Οι αστραπές και τα μπουμπουνητά  έκαναν τα ξύλινα σπίτια να τρίζουν  λες και γινόταν σεισμός κι οι νοικοκυρές δεν προλάβαιναν να βάζουν  ταψιά  και λεκάνες πάνω σε κρεβάτια και κάτω στο πάτωμα  για να πιάσουν τις ρονιές που έσταζαν από το ταβάνι.

Στις στέγες των σπιτιών  ακροβατούσαν οι μάστορες   που έσερναν τα  κεραμίδια   και έτρεχαν να προλάβουν τα μικρά ανοίγματα του καιρού  πριν αρχίσει το ανελέητο τσούρ τσούρ  των βροχών, που κρατούσε πολλές φορές ένα ολόκληρο σαρανταήμερο.

Η υγρασία τρυπούσε κόκκαλα, τα νερά  από τις βροχές στους χωμάτινους δρόμους της πόλης σχημάτιζαν λακκούβες όμοιες με  λίμνες και οι άτυχοι που έπεφταν μέσα γκρίνιαζαν και βλαστημούσαν τις υπηρεσίες του Δήμου που δεν βούλωναν ποτέ ούτε μία…

Ούτε όμως το κρύο, ούτε οι βροχές  εμπόδιζαν  τις  προετοιμασίες για τις μεγάλες ονομαστικές γιορτές που  άρχιζαν από του Αγίου Νικολάου μέχρι και του Άη Γιαννιού και οι  γυναίκες ξεκινούσαν  από το μεσημέρι για να πουν τα χρόνια πολλά επίσημα  από σπίτι σε σπίτι, από γειτονιά σε γειτονιά και από περιοχή σε περιοχή, από την παραλία  μέχρι το γήπεδο στην άκρη της πόλης στην Νεάπολη. ‘Ολες αυτές τις διαδρομές  τις έκαναν με τα πόδια, άσε που όταν έβρεχε γινόντανε πατσούρα από  από  το νερό της βροχής , τι να σου κάνει μια ομπρέλα όταν ανοίγανε οι ουρανοί. Αλλά τι να γίνει.  Οι υποχρεώσεις ήταν  υποχρεώσεις, τα πόδια έβγαζαν φωτιές και  οι τσάντες γέμιζαν  με γλυκά και σοκολατάκια.

Ήταν μια καλή  συνήθεια.  Τα σπίτια να ανοίγουν τις  πόρτες  τους και τις σαλοτραπεζαρίες , όχι  μόνο  για την ονομαστική  γιορτή  του νοικοκύρη  του σπιτιού αλλά και για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για νέες κοινωνικές επαφές και γνωριμίες,  αλλά και  για να  ξαναφτιάξουνε τις  σχέσεις τους οι άνθρωποι. Χρονιάρες μέρες έρχονταν. Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για να ξανασμίξουν φίλοι και συγγενείς .

Γενική καθαριότητα μέσα και έξω από το σπίτι,  οι κακές γλώσσες καιροφυλακτούσαν να βρουν ευκαιρία  για ξετήμωμα.  Ήταν όμως και μια μεγάλη ευκαιρία για αλλαγές στην διακόσμηση και στην απόκτηση  νέων επίπλων και συσκευών. Φλοράρ στόρια και διάφανες άσπρες κουρτίνες στόλιζαν τα παράθυρα από πάνω μέχρι το πάτωμα, ασορτί καλύμματα στις καρέκλες και στις πολυθρόνες  για να καλύψουν τις φθορές τους,  ασορτί  καλύμματα μέχρι  και στα ραδιόφωνα που  στόλιζαν τα κομοδίνα στις  κρεβατοκάμαρες, οι ντιβανοκασέλες στολισμένες με μπιμπελό  και κουκλάκια  και στην μέση τεράστιες κούκλες που τα φορέματα τους έπιαναν σχεδόν όλη την ντιβανοκασέλα, ανοιγόκλειναν τα μάτια τους κι όταν τις κουνούσες ακουγόταν κάτι σαν μαμά… αν βέβαια οι μεγάλοι σε άφηναν να τις αγγίξεις αυτές τις κούκλες!

Στο πάτωμα στρωμένα υφαντά στρωσίδια και  κατακόκκινες φλοκάτες, το τραπέζι της τραπεζαρίας μεγαλοπρεπές με  το γιορταστικό  κατακόκκινο βελούδινο τραπεζομάντηλο του και  στη μέση ένα κεντημένο  σεμέν κι ένα κρυστάλλινο βάζο  γεμάτο με τα  λουλούδια τις εποχής, κατάλευκες διπλές βιολέτες από τις σούδες του καλόγερου και της θεια Ασπασίας του Μήλαρη και στο μικρό πολύφωτο κρεμασμένα δυο τρία φουσκωμένα κόκκινα μπαλόνια, έτσι για το καλό .

Κάθε χρόνο στις γιορτές πάντα αγόραζαν κάτι καινούργιο για το σπίτι και το έβαζαν στην σαλοτραπεζαρία για μόστρα, ένα ηλεκτρικό ψυγείο,  μια σόμπα πετρελαίου, ένα καναπέ μια ντιβανοκασέλα, ένα πολύφωτο, μια τηλεόραση ή μια κουτσομπόλα για το νέο απόκτημα του σπιτιού, το τηλέφωνο… 

Μεγάλος πονοκέφαλος για τις νοικοκυρές, τα γλυκά  που θα κερνούσαν τους καλεσμένους τους. Οι κουραμπιέδες είχαν την τιμητική τους, φρέσκο μυρωδάτο βούτυρο  από το γαλακτοπωλείο του κυρ Γιώργου του Παξινού, αλεύρι φαρίνα από τον φούρνο του μπάρμπα Ανδρέα του Μπελέλη, ζάχαρη μπαχαρικά και βανίλιες από το παντοπωλείο του Σταύρου του Βασιλικιά και σπασμένα αμύγδαλα από το χωριό… η δυσκολία όμως ήταν στο  χτύπημα των υλικών που  ήταν πολύ κουραστικό αφού όλα φτιάχνονταν με το χέρι και έπρεπε οι γειτόνισσες να δώσουν ένα χεράκι η μία στην άλλη. Την πιο καλή συνταγή την είχε η θεία Γιαννούλα του Κορομηλαίου, σπουδαία μαγείρισσα αλλά στα γλυκά δεν την έπιανε κανείς,  στο σπίτι της μαζεύονταν οι γειτόνισσες για να φτιάξουν τα γλυκά με τις δικές της συνταγές, σωστό πανηγύρι η προετοιμασία, γέλια πειράγματα και λίγο καλοπροαίρετο κουτσομπολιό,  ιστορίες και χωρατά και τα γέλια τους να  ακούγονται δυνατά σε όλη την γειτονιά και μέσα σε όλα εμείς  τα πιτσιρίκια να βοηθάμε  κάνοντας αποκρίσεις και  να χώνουμε τα χέρια μας όπου υπήρχε ζάχαρη. 

Άντε και του χρόνου να είμαστε καλά να ξαναφτιάξουμε γλυκά έλεγε η θεία Γιαννούλα και άρχιζε να χτυπάει με το χέρι της στην μεγάλη πήλινη βαθιά απλάδαινα την ζάχαρη με το βούτυρο μέχρι να αφρατέψει,  αυτό ήταν άλλωστε το μεγάλο μυστικό για αφράτους  και  τραγανούς κουραμπιέδες όπως και το καλό χτύπημα του λαδιού με την ζάχαρη για τα μελομακάρονα… μυρωδιές  κανέλλας και γαρύφαλλου με βανίλιες, βούτυρο και άρωμα από τον χυμό και το ξύσμα του πορτοκαλιού… υπέροχες αναμνήσεις και ύστερα οι λαμαρίνες και τα μεγάλα ταψιά γέμιζαν από μελομακάρονα και κουραμπιέδες  που πήγαιναν για ψήσιμο  στον φούρνο  του Ανδρέα του Μπελέλη.

 Ο γιος του  μπάρμπα Ανδρέα ο Γιάννης ήταν μερακλής στο ψήσιμο κι  έκανε υπερωρίες για να ψήσει τα γλυκά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές.  Οι μυρωδιές των Χριστουγέννων πλημμύριζαν την μικρή μας αγορά κι ο τόπος μοσχομύριζε κανέλλα και αγάπη κι ήταν τόσο έντονη αυτή η αίσθηση που ακόμα και  σήμερα  παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν, οι εικόνες και οι μυρωδιές έρχονται αβίαστα στην σκέψη και οι μυρωδιές το ίδιο αναλλοίωτες να τις συνοδεύουν, εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν αυτά που αξίζουμε όλοι, με όλη τους την αγνότητα και την μεγαλοπρέπεια μαζί…

Το βράδυ στο γιορτινό τραπέζι με το βελούδινο τραπεζομάντηλο δέσποζαν δυο μεγάλες γυάλινες πιατέλες, η μια γεμάτη μελομακάρονα που γυάλιζαν τίγκα στο μέλι, και η άλλη γεμάτη μέχρι επάνω μ’ ένα λευκό λόφο  από κουραμπιέδες. Εμείς  τα παιδιά  που δεν τολμούσαμε ούτε να τους αγγίξουμε,  βάζαμε κρυφά  το δάχτυλο μας πάνω στην ζάχαρη και παίρναμε λίγο απ’ τη γλύκα τους,  ενώ οι μανάδες μας χαμογελούσαν ξέροντας ότι δεν θα μέναμε μόνο στην άχνη των κουραμπιέδων αλλά και στο πηχτό σιρόπι του μπακλαβά που σέρναμε το δαχτυλάκι μας κι εκεί ανοίγοντας δρόμους στο ταψί μέχρι να πάρουμε μια ικανοποιητική ποσότητα στα γρήγορα και να φύγουμε σκασμένα στα γέλια… ο  καλοψημένος μπακλαβάς  μοσχοβολούσε φρέσκο βούτυρο  και το να του αντισταθείς ήταν μάταιο…

Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν για τις  επισκέψεις των συγγενών και φίλων, το σπίτι  λαμποκοπούσε από καθαριότητα και μοσχοβολούσε  βανίλια και βούτυρο, τα πάντα ήταν βαλμένα στην θέση τους με σέστο, πολλά όμως  ακόμα έμεναν να γίνουν και πρώτα απ’ όλα τα ψώνια στα μαγαζιά της αγοράς με όλη την οικογένεια.

φωτο: Fritz Berger

Από το πρωί η αγορά έσφυζε με ζωή και τα  λεωφορεία του ΚΤΕΛ έφταναν το ένα μετά  το άλλο αποβιβάζοντας τους επιβάτες και  αυτοί με την σειρά τους ξεχύνονταν στην αγορά για τα τελευταία ψώνια του χρόνου, έτρεχαν να προλάβουν τα δρομολόγια της επιστροφής για να πάνε  στα χωριά τους. Η πόλη ζωντάνευε,  όλοι κάτι  ψώνιζαν και όλοι κάτι κρατούσαν στο σακούλι  τους.

Οι ήχοι από κλαρίνα και ταμπούρλα  από πλανόδιους οργανοπαίχτες που έλεγαν τα κάλαντα από μαγαζί σε μαγαζί μπερδεύονταν με τα κορναρίσματα των αυτοκίνητων που περνούσαν την αγορά, τη  σφυρίχτρα των τροχονόμων που προσπαθούσαν  να βάλουν   τάξη στην κυκλοφορία στο παζάρι αλλά και στην πλατεία του αγίου Μηνά και με τις δυνατές φωνές των καροτσέρηδων που μετέφεραν καινούργια έπιπλα,  πετρέλαιο για τις σόμπες, κουτιά με ολοκαίνουργιες τηλεοράσεις και εμπορεύματα. Τα κρατικά πρωτοχρονιάτικα λαχεία είχαν φυσικά την τιμητική τους με τον πρώτο λαχνό να είναι ένα εκατομμύριο και που δεν παρέλειπαν να μας το υπενθυμίσουν με τις δυνατές τους φωνές οι δυο εφημεριδοπώλες  μας ο  Σπύρος ο Παξινός και ο Νίκος ο Γεράρδης που δεν προλάβαιναν να πουλάνε τα λαχεία τους μαζί με τα περιοδικά και τις εφημερίδες.

Γέμιζε η αγορά από παιδιά και χαρούμενες φωνές και το έθιμο  καλούσε όλα τα παιδιά από τις γειτονιές  να περιδιαβαίνουν την κεντρική  αγορά σε μικρές παρέες έχοντας ο κάθε ένας στο χέρι μια πλαστική τσαμπούνα και  να σφυρίζουν αδιάκοπα όσο πιο δυνατά μπορούσαν  και συγχρόνως να στριφογυρίζουν δυνατά στον αέρα μεγάλες πλαστικές ροκάνες κάνοντας ένα  δυνατό συνεχόμενο θόρυβο ο οποίος έδιωχνε και ξόρκιζε κατά κάποιο τρόπο, το κακό του παλιού χρόνου.

  Τα πιο τολμηρά παιδιά, η λεγόμενη μουλαρία, έπαιζαν μεταξύ τους κυνηγητό με πλαστικά ψεύτικα ρόπαλα κι  έτρεχαν  από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο και κάποιες φορές  κρυβόντουσαν πίσω απ’ τους περαστικούς ή τους χρησιμοποιούσαν σαν ασπίδα για να γλυτώσουν από καμιά ξώφαλτση ροπαλιά… μ΄αυτό τον τρόπο της φιλικής πλάκας είχαν την ευκαιρία να κάνουνε κόρτε στα κορίτσια τους που είχαν βγει για ψώνια με τους γονείς τους και τους κρυφογελούσαν, και εκείνες δήθεν αδιάφορα τους έριχναν που και που καμιά κλεφτή ματιά.

Στα χασάπικα τα σφαχτά  κρεμασμένα στο τσιγκέλι σε κοινή θέα, και οι κρεοπώλες να χτυπάνε  δυνατά τα χατζάρια πάνω στους ξύλινους τάκους, διαφημίζοντας τα κρέατα τους και πάνω από κάθε σφαχτό  ήταν μπηγμένες  κουτσούνες,  το γούρι για την νέα χρονιά!

φωτο: Fritz Berger

Την μεγαλύτερη  κουτσούνα καμάρωνε ότι την είχε στο χασάπικό  του ο Σπύρος ο Ντελημάρης που του έφερναν τα παιδιά και αυτός  αμείβοντας τους  κατάλληλα ,την κρεμούσε στην μέση  πάνω  από την πόρτα του μαγαζιού ανάμεσα στις δυο τεράστιες ηλεκτρικές λάμπες που την φώτιζαν  και καμάρωνε ο κυρ Σπύρος  στρίβοντας τις άκρες του τσιγκελωτού του μουστακιού  με τα δάχτυλα το… θυμάμαι να φοράει ένα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι με κόκκινη πέτρα…

Στις μεγάλες γιορτές του χρόνου και ειδικά τα Χριστούγεννα όλοι ήθελαν μικροί μεγάλοι  ένα ζευγάρι ολοκαίνουργια παπούτσια, τα παλιά έμπαζαν από παντού από τις πολλές βροχές  οι πρόκες είχαν πια αρχίσει να φαίνονται από την σόλα κι όχι μόνο ενοχλούσαν με το τσίμπημα το πόδι   αλλά  έκαναν και  τρύπες στις κάλτσες κι  ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια να ζεσταθούνε τα ποδαράκια τους ήταν ότι έπρεπε για να πάψουν κι  αυτές οι ρημάδες οι χιονίστρες  να τους ταλαιπωρούν.

Πέντε άτομα προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τους πελάτες  να διαλέξουν από την βιτρίνα και να δοκιμάσουν ένα ζευγάρι παπούτσια  στο κατάστημα  του Νιόνιου του Κουτσούρια, στην υποδοχή η Άννα και η Ιφιγένεια δεν προλάβαιναν να ψάχνουν για νούμερα και σχέδια στα ράφια και να ανοίγουν κουτιά ασταμάτητα  για να  δοκιμάσει όλη η οικογένεια τα νέα της παπούτσια  και ο κυρ Νιόνιος έλεγε την τελική τιμή κάνοντας την σχετική έκπτωση.

Όπου και να γύρναγες το μάτι σου,  έβλεπες ότι όλοι μικροί μεγάλοι  ήταν χαρούμενοι  στον δρόμο έβλεπες χέρια να σφίγγονται λέγοντας ευχές ο ένας στον άλλο και σακούλες   γεμάτες  καινούργια  παπούτσια  και ζεστά ρούχα, έβλεπες  τα παιδιά χαμογελαστά να χαζεύουν τα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια στις λαμπερές βιτρίνες, περιμένοντας  τον δικό τους αι Βασίλη .

Πολλά παιχνίδια μέσα και έξω από το κατάστημα του Ντίνου Δελαπόρτα που  κάθε χρόνο άλλαζε από βιβλιοπωλείο σε παιχνιδάδικο και τα παιδιά ξεχνούσαν τον Χρόνο που πέρναγε δαπανώντας  ώρες μέσα σ’ αυτό το μαγαζί κι  ήταν τόσα πολλά τα παιχνίδια που και αυτά τα ίδια  δεν ήξεραν τι να πρωτοδιαλέξουν και μεταξύ τους σχολίαζαν ποιο παιγνίδι θα τους αγόραζαν οι γονείς τους…

Λίγες ώρες έμεναν για να αλλάξει ο χρόνος, μια βόλτα στην αγορά το βράδυ   για τα τελευταία ψώνια θα την έκαναν όλοι, έτσι ήταν το έθιμο!

Πρώτα όμως  ένα μπάνιο για να τους βρει ο νέος χρόνος καθαρούς και με τα καινούργια τους ρούχα και παπούτσια.

 Από το μεσημέρι ξεκινούσαν  οι άντρες να πηγαίνουν  στο κουρεία για  κούρεμα και ξύρισμα και οι γυναίκες στα κομμωτήρια  για να φτιάξουν τα μαλλιά τους  και το βράδυ  έβγαιναν όλοι μαζί οικογενειακώς  για την κλασσική βραδινή βόλτα από την εκκλησία του Παντοκράτορα μέχρι στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στην κεντρική πλατεία και μετά  πάλι πίσω, το λεγόμενο νυφοπάζαρο. Μπροστά τα πιτσιρίκια  ντυμένα στην πένα και πίσω ο μπαμπάς επίσημα ντυμένος κι αυτός,   με κουστούμι, λευκό πουκάμισο,  γραβάτα και μαύρο σκαρπίνι   και η μαμά, φούστα μπλούζα κι από πάνω μαντώ  με χρυσά κουμπιά, τσάντα  μαύρη λουστρίνι, γάντια,  νάιλον καλσόν και μαύρη γόβα ασορτί με την τσάντα φυσικά...

Εγώ ο παλαβός εξωφρενικά της ζωής, σας  είπα μια ιστορία για τότε που ο δικός μου Άη Βασίλης ποτέ δεν μου έφερε παιχνίδι.  Ίσως, σκέφτομαι σήμερα σαν μεγάλο παιδί,  ο Άη Βασίλης  ποτέ δεν μου έφερε παιχνίδι, γιατί το δικό μου σπίτι  δεν είχε τζάκι και καμινάδα…

 Καλή χρονιά.

Προηγουμενο αρθρο
Καλή Πρωτοχρονιά
Επομενο αρθρο
Δρομολόγια Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2024 για Νυδρί - Μεγανήσι – Νυδρί

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.