HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΧερσόνησος Πλαγιάς: Ψηφίδες ιστορίας από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Χερσόνησος Πλαγιάς: Ψηφίδες ιστορίας από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΠΛΑΓΙΑΣ:  Ψηφίδες ιστορίας από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας
[Στο σύνορο οθωμανικής terra ferma και ιονίου χώρου]
Εκφωνήθηκε στην Πλαγιά την 16.7.2021 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Δήμου Ακτίου-Βόνιτσας για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.

Συμπληρώνονται φέτος διακόσια χρόνια από το σημαντικότερο γεγονός της νεότερης ελληνικής ιστορίας: την επανάσταση του 1821, δηλαδή από το γεγονός που αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του νέου ελληνικού κράτους. Η σχετική βιβλιογραφία είναι απέραντη και σ’ αυτήν μπορεί να καταφύγει ο κάθε ενδιαφερόμενος για να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα και τις απορίες του.

Στο πλαίσιο όμως του εορτασμού των διακοσίων χρόνων, όχι μόνο σε κεντρικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο, προκύπτει η ανάγκη να πορευτούμε πάλι στις ατραπούς της τοπικής ιστορίας και να αναδείξουμε ζητήματα, ανεξερεύνητα ως τώρα ή ελλιπώς φωτισμένα, φροντίζοντας βέβαια να μην τα απομονώσουμε από τη μεγάλη εικόνα αλλά να εντοπίσουμε τους αρμούς που συνδέουν το τοπικό με το γενικό και του δίνουν, ενδεχομένως, την ισχύ παραδειγματικού ερμηνευτικού σχήματος. Και κάθε τόπος καλείται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο να στοχαστεί τη δική του συμβολή στον Αγώνα και να συνεισφέρει τον δικό του οβολό στον μεγάλο έρανο της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η περίπτωση του δικού μας τόπου, της «Χερσονήσου της Πλαγιάς».

Η εν λόγω χερσόνησος είναι η ευρύτερη περιοχή-χερσόνησος, που την ενώνει με τη σύνολη Ακαρνανία το χερσαίο κομμάτι, που αρχίζει από τη λεγόμενη «Διώρυγα της Κλεοπάτρας (στην είσοδο του χωριού Άγιος Νικόλαος καθώς ερχόμαστε από Λευκάδα, εκεί που υπάρχει ένα μικρό γεφύρι) και, αφήνοντας ανατολικά του τη λίμνη Βουλκαριά, συναντά το Ιόνιο πέλαγος στον κόλπο της Παλαίρου. «Χερσόνησος Πλαγιάς» ονομάστηκε προφανώς γιατί τα εδάφη της Πλαγιάς καταλαμβάνουν πολύ μεγάλο μέρος της, σχεδόν 50.000 στρέμματα. Το άλλο χωριό της είναι η Περατιά, το εδαφικό τμήμα της οποίας είναι αρκετά μικρότερο. Στο ανατολικό άκρο απομένει και ένα τμήμα που ανήκει στην Πογωνιά.

Ας κάνουμε μια χοντρική  οριοθέτηση του εδαφικού τμήματος της χερσονήσου, που ανήκει στην Πλαγιά: ξεκινάμε λίγο νοτιότερα από το μικρό φρούριο του Αγίου Γεωργίου στον Παλιοχαλιά, συνεχίζουμε προς νότον ακολουθώντας την ακαρνανική ακτή του Ιονίου, φτάνουμε στο ακρωτήριο Κεφάλι στο ΝΔ άκρο της χερσονήσου, στρεφόμαστε ανατολικά, παραπλέουμε τις παραλίες της «Φτέρης» (για τους Πλαγιώτες) ή «Ασπογιαλός» (για τους Λευκαδίους) και «Βαθιαβάλης», κάπου στο σημείο αυτό στρεφόμαστε προς βορράν, αφήνουμε ανατολικά την εδαφική περιφέρεια της Πογωνιάς και της Παλαίρου, κρατάμε μέσα στα όρια της χερσονήσου μας την αρχαία Πάλαιρο («Κερχοπούλα»), φτάνουμε στη λίμνη Βουλκαριά, την αφήνουμε στα δεξιά μας (δηλαδή ανατολικά), φτάνουμε στον οικισμό «Αμμούσα» Πλαγιάς (νότια της «Διώρυγας της Κλεοπάτρας) και ακολουθώντας πάνω κάτω τη νοητή γραμμή μεταξύ του σημείου αυτού και του Παλιοχαλιά (αφήνοντας βόρεια το βουνό της Λάμιας και το χωριό της Περατιάς με την εδαφική του περιφέρεια) καταλήγουμε στο σημείο που ξεκινήσαμε, δηλαδή τον Παλιοχαλιά.

Στην Περατιά ανήκει το υπόλοιπο, και μικρότερο, τμήμα της χερσονήσου, δηλαδή το βόρειο και βορειοδυτικό τμήμα, που περικλείεται ανάμεσα στη γραμμή «Αμμούσα»-«Παλιοχαλιάς» και τα παράλια του Ιονίου.

Είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα πλαγιώτικο imperium: οι Πλαγιώτες κατάφεραν, χρησιμοποιώντας ενίοτε και το δίκαιο της πυγμής, να «κατακτήσουν» το μεγάλο τμήμα της χερσονήσου. Κάποιοι απόηχοι από το παρελθόν ασαφείς μεν (ως προς τη χρονολογική τους ακρίβεια, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και τους τοπικούς προσδιορισμούς) αλλά σαφείς ως προς το θέμα της επέκτασης και της κατοχύρωσης των συνόρων του χωριού το επιβεβαιώνουν: για την επέκταση και την κατοχύρωση αυτή και βιαιότητες υπήρξαν και αίμα χύθηκε.

Προεξαγγελτικά και παρεκβατικά να σημειώσουμε ότι η θέση της Χερσονήσου της Πλαγιάς ανάμεσα στην Ακαρνανία και τα κοντινά νησιά του Ιονίου (Λευκάδα-Ιθάκη-Μεγανήσι) είναι στρατηγική, όπως εξάλλου ήταν πάντα  από την αρχή των ιστορικών χρόνων. Από το σύνολο των μαρτυριών, που συνηγορούν υπέρ αυτού, επιλέγω τρείς: Το φρούριο της «Στέρνας», την ανακήρυξη της Λευκάδας ως πρωτεύουσας του «Κοινού των Ακαρνάνων» τον 3ο π.χ. αι. (272-197 π.χ.) και την αρχαία γέφυρα, τη μεγαλύτερη ίσως του αρχαίου κόσμου η οποία ένωνε την Λευκάδα με την Ακαρνανία και η οποία άρχιζε από τη θέση «Πέραμα» της Λευκάδας, κοντά στον ερειπωμένο ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή του Καλλιγωνίου, λίγο δυτικότερα του μικρού φρουρίου «Κωνσταντίνος» ή «Φορτίνο», και κατέληγε στο μικρό ακρωτήριο της ακαρνανικής ακτής, λίγο βορειότερα του «Παλιοχαλιά», το οποίο όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα το ονομάζουν «Ρούγα» αλλά το σωστό είναι «Μπούγας».

Ας περάσουμε στο βασικό μας θέμα:

Ι. Η περιοχή μας, μαζί με όλο το Ξηρόμερο, κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς περί τα μέσα του 15ου αιώνα και συγκεκριμένα από το έτος 1479, (οπότε οι Οθωμανοί κατακτητές ολοκλήρωσαν την κατάκτηση του σαντζακιού του Κάρλελι από τους Τόκκους) και έμεινε υπό την κατοχή τους έως το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά καταλαμβάνουν και την όμορη Λευκάδα. Η πορεία των δύο περιοχών υπήρξε κοινή για το διάστημα από το 1479 έως το 1684 που η Λευκάδα περνάει στην κυριαρχία της Βενετίας: Τα οθωμανικά αρχεία μας επιβεβαιώνουν το ήδη γνωστό ότι δηλαδή ότι οι δύο περιοχές ανήκουν στην ίδια φορολογική ενότητα του σαντζακιού του Κάρλελι, μια περιοχή που φτάνει ως το Αγγελόκαστρο.

Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την περιοχή μας, που αφορούν την εποχή της Τουρκοκρατίας, ανάγονται στον 16ο αιώνα, και συγκεκριμένα στο έτος 1530/31.

Πώς διασώθηκαν αυτές οι μαρτυρίες; 

Όπως ήδη αναφέραμε, για το διάστημα 1479-1684 η Λευκάδα βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών, υπό την οποία βρισκόταν όλος ο ελλαδικός χώρος και φυσικά και η δική μας περιοχή. Αυτή την εποχή η Λευκάδα μαζί με την απέναντι στεριά ως το Αγγελόκαστρο, αποτελούσε μια μεγάλη διοικητική περιφέρεια, το «σαντζάκι του Κάρλελι». Στα τουρκικά αρχεία διασώζονται οι φορολογικοί κατάλογοι, που συνέτασσε η οθωμανική διοίκηση των χρόνων εκείνων για τις διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, μεταξύ αυτών, και οι φορολογικοί κατάλογοι του σαντζακιού του Κάρλελι, στην οποία, όπως προαναφέραμε, περιλαμβανόταν η Λευκάδα και η έναντι ακαρνανική περιοχή. Οι Λευκάδιοι, που είναι πιο ψαγμένοι από μας, κατάφεραν πρόσφατα να πάρουν στα χέρια τους (σε ηλεκτρονικό αντίγραφο) ένα τμήμα από τα αρχεία αυτά και να τα δημοσιεύσουν μεταφρασμένα στο βιβλίο που επιγράφεται  Οθωμανικές πηγές για την ιστορία της Λευκάδας.

Αυτή η πολύ σημαντική (για τη Χερσόνησο της Πλαγιάς) αρχειακή πηγή μάς δίνει σημαντικές πληροφορίες μόνο για τον οικισμό της Πλαγιάς (οικισμός με το όνομα «Περατιά» δεν αναφέρεται πουθενά στις Οθωμανικές πηγές) και ρίχνει κάποιο φως σε μια περίοδο της ιστορίας του, για την οποία ως τώρα υπήρχε σκοτάδι: πρώτον ότι οικισμός με το όνομα «Πλαγιά», όπως και οικισμός με το όνομα «Άγιος Ηλίας» υπάρχουν τουλάχιστο από τις αρχές του 16ου αιώνα· δεύτερον ότι τα ονόματα των δύο οικισμών παραμένουν τα ίδια από τότε· τρίτον καταγράφει τον πληθυσμό των δύο οικισμών κατά τα χρόνια αυτά· και τέταρτον μας διασώζει έναν ονομαστικό κατάλογο των κατοίκων τους για το έτος  Εγίρας 1051, που αντιστοιχεί στο δικό μας 1641-42.

Το πρώτο τεκμήριο είναι του έτους 1530/31 και είναι ένα συνοπτικό φορολογικό κατάστιχο του σαντζακιού του Κάρλελι (της «Περιφέρειας Αγγελοκάστρου» θα λέγαμε σήμερα). Τα στοιχεία όμως, που περιλαμβάνει το κατάστιχο, προέρχονται από την απογραφή, που διεξήχθη την προηγούμενη δεκαετία του 1520. Το χωριό μας εμφανίζεται στο κατάστιχο αυτό με την ονομασία Solâni Pilaya (=Σολιανή Πλαγιά) με 76 χανέδες [:οικογένειες], 16 άγαμους και 3 χήρες. Ο προσδιορισμός «Σολλιανή» πρέπει να συσχετισθεί με την αρχαία κορινθιακή αποικία «Σόλλιον», που μαρτυρείται ότι υπήρχε στην περιοχή και την οποία ο καθηγητής Νικόλαος Φαράκλας ταυτίζει με τη μικρή οχυρωμένη πόλη, που είχε εντοπίσει πρώτος ο Dörpfeld δυτικά του φρουρίου του Αγίου Γεωργίου, του Κάστρου της Πλαγιάς δηλαδή. Στο ίδιο κατάστιχο αναγράφεται και ο συνοικισμός Άγιος Ηλίας με πληθυσμό 10 χανέδες, 1 άγαμο και 1 χήρα.

Το τελευταίο τεκμήριο των Οθωμανικών πηγών, στο οποίο αναφέρονται η Πλαγιά και ο Άγιος Ηλίας, είναι ένα συνοπτικό κατάστιχο κεφαλικού φόρου των «απίστων» του βιλαετιού της Αγίας Μαύρας για το έτος Εγίρας 1062 (δικό μας 1651/52). Το 1684 η τουρκοκρατούμενη Λευκάδα κατακτάται από τους Βενετούς, οπότε σταματάει να υπάρχει στα οθωμανικά αρχεία υλικό για τη Λευκάδα. Προφανώς, στα οθωμανικά αρχεία συνεχίζει να υπάρχει αρχειακό υλικό που αφορά την περιοχή μας. Αλλά αυτό περιμένει τον ερευνητή που θα το συλλέξει και θα το αξιοποιήσει.

Αξιοσημείωτο ότι από όλα τα χωριά του καζά (=επαρχία) της Αγίας Μαύρας (εξαιρείται η εντός του Κάστρου πόλη της Αγίας Μαύρας) ο αριθμός των χανέδων [:οικογενειών] της Πλαγιάς είναι μικρότερος μόνο από τον αντίστοιχο του οικιστικού συγκροτήματος των Σφακιωτών (110 χανέδες), που αποτελείται όμως από 5 χωριά, και της Βαυκερής (100 χανέδες). Αν μάλιστα προσθέσουμε τον πληθυσμό του Αγίου Ηλία, που ανήκε στην Πλαγιά, τότε η Πλαγιά γίνεται στην ουσία (δεδομένου ότι οι Σφακιώτες αποτελούν άθροισμα 5 χωριών) το δεύτερο σε πληθυσμό χωριό του καταλόγου με πρώτο τη Βαυκερή. Δηλαδή μια κατάσταση σχεδόν σαν τη σημερινή που η Πλαγιά έχει τον μεγαλύτερο μόνιμο πληθυσμό από όλα τα χωριά της Λευκάδας και της χερσονήσου της Πλαγιάς, δηλαδή της περιοχής που αποτελούσε τότε τον καζά [=επαρχία] της Αγίας Μαύρας. Nα προσθέσω ότι ο μεγαλύτερος πληθυσμός των δύο οικισμών, Πλαγιάς και Αγίου Ηλία, είναι αυτός που αναγράφεται στο φορολογικό κατάστιχο του 1531/1532, δηλαδή στο παλιότερο σωζόμενο.

Ένα αξιοσημείωτο γεγονός των αρχών του 17ου αιώνα είναι και ο θάνατος του Γκίνου Μπούα-Γρίβα στην τοποθεσία που οι Πλαγιώτες και οι Περατιανoί ονομάζουμε Μπούγα, την περιοχή δηλαδή που αρχίζει περίπου από το σημερινό μικρό γεφύρι, το οποίο βρίσκεται στα σύνορα των περιφερειών Περατιάς-Πλαγιάς λίγο ανατολικότερα από το σημείο της ακαρνανικής ακτής, στο οποίο εκβάλλει το μικρό ποτάμι που διασχίζει τον κάμπο της Πλαγιάς.

Την απάντηση για το πώς η τοποθεσία πήρε την ονομασία Μπούγας μάς τη δίνει ο Kωνσταντίνος Σάθας: To 1585, μας πληροφορεί ο Σάθας, στην Περατιά και συγκεκριμένα

Αντίκρυ της Λευκάδος, εις θέσιν έκτοτε επονομαζομένη «του Μπούα το αυλάκι» σκοτώθηκε καταδιωκόμενος από τους Τούρκους και «γενναίως μαχόμενος» ο Γκίνος Μπούας-Γρίβας, αδερφός του αρματολού Βόνιτσας και Λούρου Θεόδωρου Γρίβα, στη διάρκεια μιας από τις πολλές βενετουρκικές συρράξεις του ταραγμένου 16ου αιώνα. Είναι προφανές πως με τη λέξη «αυλάκι» εννοείται το ποτάμι που, όπως είπαμε, οι ντόπιοι το ονομάζουμε ο Μπούγας

Όσον αφορά τη μετατροπή του «Μπούας» σε «Μπούγας» ερμηνεύεται εύκολα: στη ντοπιολαλιά της περιοχής αναπτύσσεται συνήθως ο φθόγγος γ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα. Έτσι η «ζωή μου», γίνεται «η ζωγή μου», «η ζωούλα μου» γίνεται η «ζωγούλα μου», το «χούι» γίνεται «χούγι».

ΙΙ. Μετά το 1684, οπότε η Λευκάδα καταλαμβάνεται από τους Βενετούς, στο εδαφικό καθεστώς της Χερσονήσου της Πλαγιάς γίνεται μια μεταβολή: Οι Βενετοί, με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), εκτός από τη Λευκάδα παίρνουν από τους Τούρκους και μια λωρίδα επί της ακαρνανικής ακτής, που εκτείνεται περίπου από τον Τεκέ ως τον Παλιοχαλιά και της οποίας αγνοούμε το ακριβές πλάτος. Ιδού τι ορίζεται στο 3 άρθρο της συνθήκης αυτής [απόδοση στα ελληνικά]:

Το νησί της Αγίας Μαύρας, με το φρούριό της, το ακρωτήριο της γέφυρας λεγόμενο Περατιά, χωρίς καμιά μεγαλύτερη επέκταση στην Terra Ferma, και το νησί της Λευκάδας, ενωμένο με τη Σάντα Μαύρα παραμένουν στην κατοχή και την κυριότητα της Πολιτείας της Βενετίας. 

Μπορεί να μην προσδιορίζεται στη συνθήκη το ακριβές πλάτος της κατοχυρωμένης στη Βενετία περιοχής επί της Terra Ferma αλλά είναι βέβαιο ότι αυτή είχε υπολογίσιμο βάθος, αλλιώς ο εχθρός θα μπορούσε να πλησιάσει την θάλασσα σε απόσταση τέτοια που θα του επέτρεπε να ακυρώσει την επιδίωξη των Βενετών να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του διάπλου της λευκαδικής λιμνοθάλασσας και των Αλυκών Αλεξάνδρου. Και υπάρχει επί του προκειμένου ένα σοβαρό τεκμήριο: Σε διάταγμα του Βενρτού Γενικού Προνοητή Θαλάσσης Ντολφίν, εκδοθέντος την 21.8.1701, μόλις δυο  χρόνια μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, η Βενετία παραχωρεί άσυλο και κτήματα στη Λευκάδα (στην περιοχή της Βασιλικής) σε διάφορες οικογένειες από την Ακαρνανία, Έλληνες αλλά και εκχριστιανισθέντες Τούρκους. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

Παρουσιάσθησαν ευλαβώς ενώπιόν μας και εζήτησαν οικειοθελώς άσυλον εν τη αυτή νησω διάφοροι οικογένειαι εξ Ακαρνανίας, εξ ων τινές κατά τον καθορισμόν των συνόρων (η υπογράμμιση δική μου) υπεχρεώθησαν ν’ αφήσουν εις τους Τούρκους τα εν Περατιά κτήματά των, ως και τινές άλλαι, αίτινες κατά τον παρελθόντα πόλεμον, εγκαταλείψασαι ου μόνον τας εν Ακαρνανία εστίας των αλλά και το Μωαμεθανικόν των θρήσκευμα….

Η φράση «κατά τον καθορισμόν των συνόρων» δεν θα είχε νόημα αν η παραχωρηθείσα στη Βενετία λωρίδα περιλάμβανε μόνο την ακτογραμμή. Το όριο πρέπει να πήγαινε «πιο μέσα» και να χώριζε την κτηματική περιουσία των Περατιανών σε δύο μέρη:  σε ένα, που ανήκε στην οθωμανική επικράτεια (το μικρότερο, κατά τη γνώμη μου) και σε ένα που ανήκε στην επικράτεια των Βενετών  -το μεγαλύτερο. Και εκείνοι που τα κτήματά της βρέθηκαν στη ζώνη της τουρκικής κυριαρχίας ή πολύ κοντά σ’ αυτήν «υπεχρεώθησαν» να τα αφήσουν στους Τούρκους και να ζητήσουν προστασία και γη στη νέα κυρίαρχο του γειτονικού νησιού και μιας ζώνης επί της δικής τουςς ακτής. Μια  τραβηγμένη ερμηνεία του κειμένου δεν θα απέκλειε και την πιθανότητα ολόκληρη η εδαφική περιφέρεια της Περατιάς να πέρασε στη βενετική κυριαρχία (στη περίπτωση αυτή οι «διάφοροι οικογένειαι εξ Ακαρνανίας» δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη μόνο κάτοικοι της Περατιάς αλλά πιθανόν και άλλοι που είχαν περιουσία στην Περατιά χωρίς να είναι κάτοικοι του οικισμού).

Επί πλέον είναι γνωστό ότι οι Βενετοί επεδίωκαν πάντα ένα ασφαλές όριο μεταξύ της δικής τους και της οθωμανικής επικράτειας. Και το πιο «κοντινό» παράδειγμα μάς το δίνει το άρθρο 4 της συνθήκης του Πασσάροβις (1718), με το οποίο, συν τοις άλλοις, καθορίζονται τα όρια της υπό βενετική κυριαρχία Βόνιτσας. Το άρθρο αυτό ορίζει επί λέξει [απόδοση στα ελληνικά]: 

Τα κάστρα του Βουθρωτού, της Πρέβεζας και της Βόνιτσας, κείμενα στις ακτές της Άσπρης Θάλασσας, το οποία βρίσκονται υπό την εξουσία της Πολιτείας της Βενετίας σύμφωνα με το Uti Possidetis παραμένουν εκ νέου στην κατοχή της ίδιας Πολιτείας και σε καθένα από τα μέρη να είναι από τους διορισμένους Επιτρόπους επακριβής και δίκαιος ο χωρισμός των συνόρων, καθορισμένων σε βάθος μιας ώρας εδάφους  (η υπογράμμιση δική μου) και διακρινομένων με την τοποθέτηση ορίων και σημαδιών). 

Δηλαδή, η συνθήκη ορίζει τα όρια της βενετικής Βόνιτσας από την όμορη οθωμανική επικράτεια σε μεγάλο βάθος: «Μιας ώρας έδαφος» αντιστοιχεί πάνω κάτω σε πέντε χιλιόμετρα. Αυτό σημαίνει ότι η επικράτεια της υπό βενετικής κυριαρχίας Βόνιτσας πρέπει να έφτανε ανατολικά σχεδόν ως το σημερινό χωριό Παλιάμπελα, νότια ως τις υπώρειες του σημερινού χωριού Μοναστηράκι (αυτό ιστορικά είναι απολύτως εξακριβωμένο) και δυτικά ως τη λίμνη Βουλκαριά.

Εάν ίσχυε και στη συνθήκη του Κάρλοβιτς η απόσταση «Μιας ώρας έδαφος», ήτοι των πέντε χιλιομέτρων, τότε στη φράση του άρθρου 3 της συνθήκης του Κάρλοβιτς το ακρωτήριο της γέφυρας λεγόμενο Περατιά  έπρεπε να περιλαμβάνεται όλη η περιοχή της Περατιάς, θεωρούμενη συνολικά ως ακρωτήριο, κάτι που ήδη αναφέραμε ως μια θεωρητικώς ισχύουσα πιθανότητα. Η μορφολογία της περιοχής είναι συμβατή με την άποψη αυτή. Τα όσα γνωρίζουμε και προαναφέραμε όμως δεν μας το βεβαιώνουν ρητά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, για να μπορούν οι Βενετοί να ελέγχουν και να προασπίζουν τον Δίαυλο και τις Αλυκές Αλεξάνδρου, θα έπρεπε η επί της ακαρνανικής όχθης κατοχή τους να περιλαμβάνει οπωσδήποτε και μέρος της παραθαλάσσιας περιοχής της Πλαγιάς, εκτεινόμενο προς τα νότια του  Παλιοχαλιά και έως τον λόφο, όπου βρίσκεται το κάστρο του Αγίου Γεωργίου της Πλαγιάς τουλάχιστον, αφού ο λόφος του Παλιοχαλιά βρίσκεται ακριβώς στα όρια των δύο χωριών. Μόνο, στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος των Βενετών επί των Αλυκών Αλεξάνδρου και επί του Διαύλου θα ήταν εξασφαλισμένος.

Το ακριβές όριο, το μη καταγραμμένο στη συνθήκη του Κάρλοβιτς, ίσως να λανθάνει σε άλλα συνοδευτικά της συνθήκης κείμενα, των οποίων εγώ τουλάχιστον δεν έχω γνώση. Αλλά, και παρά την έλλειψη αυτή, είναι βέβαιο ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις μας δεν απέχουν πολύ της πραγματικότητας. Απλώς, εάν εντοπιστούν τέτοια τεκμήρια, θα έχουμε την επιθυμητή τεκμηρίωση των όσων ήδη εκθέσαμε και, επομένως, ακριβέστερη αποτύπωση της γεωπολιτικής εικόνας της περιοχής κατά την εποχή αυτή.

Να προσθέσουμε ότι στην αλληλογραφία των Τούρκων αξιωματούχων της Terra Ferma και των Βενετών αξιωματούχων της Λευκάδας γίνεται συνεχώς μνεία αυτών των συνόρων χωρίς όμως να ορίζεται σαφώς πού είναι το όριο αυτό:

Ο Μουχτάρ Μπουλούκμασης [: Tούρκος αξιωματούχος] από το Παραδείσι Μοναστηρακιού γράφει την 10.5.1771 προς τον Ανώτερο Προνοητή της Αγίας Μαύρας:

Και τους έχω των προεστών ορδινία να στρώσουν κάθε λογής κουβέντα με την εξοχότητά σας διά να τρέξει η ειρήνη και η ησυχία αναμεταξύ μας εις τα σύνορα (η υπογράμμιση δική μου).

Και οι μπεκτζήδες [:Τούρκοι αξιωματούχοι] του Κάρλελι Μουρταζάγας Γιακούπαγας και Ασλάν Μπουλούμπασης, πάλι από το Παραδείσι, την 4.8.1776 επίσης προς τον Ανώτερο Προνοητή της Αγίας Μαύρας: 

και ελπίζομεν από του νυν και εις το εξής να λάβουν ανάπαυσιν και ησυχίαν τα σύνορά μας (η υπογράμμιση δική μου). 

Στην λωρίδα αυτή επί της ακαρνανικής ακτής οι Βενετοί κατασκευάζουν, αμέσως μετά την κατάκτησή της το 1684, το μικρό φρούριο του Αγίου Γεωργίου του Παλιοχαλιά, προφανώς για να εξασφαλίσουν αυτό που επεδίωκαν με την προσάρτηση της λωρίδας αυτής: τον έλεγχο της διέλευσης του Διαύλου και την ασφάλεια των αλυκών του Αλεξάνδρου. 

Στα χρόνια της Βενετοκρατίας στη Λευκάδα (1684-1797) και στα μετά την κατάλυση της βενετικής κυριαρχίας στη Λευκάδα το 1797 και έως το 1821 (που ξεσπάει η ελληνική επανάσταση στην Ακαρνανία), η Χερσόνησος της Πλαγιάς βρίσκεται στο σύνορο του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου και του υπό δυτικούς κυριάρχους ιόνιου χώρου. Είναι το «πέρασμα», όπως με σαφήνεια μας το λέει το δημοτικό τραγούδι για τον θάνατο του Βεληγκέκα (δημοσιευμένο: Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Α΄ η  έκδοση του 1824-25, εκδοτική επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 152]: 

Γραμματικέ μ’ αγαπητέ, κι εσύ πιστέ μου Φέζο,
γυρίστε πίσω, τρέξετε, πάρτε μου το κεφάλι,
προτού να φτάσ’ η κλεφτουριά κι έρθει να με το κόψει,
και το περάσ’ απ’ την Πλαγιάν, εμπρός από τους Τούρκους
και το πηγαίνει στην Φραγκιάν, στους χώρους των απίστων·

Στα χρόνια αυτά το «πέρασμα» αυτό το χρησιμοποιούν πολύ συχνά τα ένοπλα ελληνικά σώματα (κλεφτών και αρματολών), για να περάσουν από την επικίνδυνη περιοχή του κατακτητή στην ασφάλεια του ιόνιου χώρου, γεγονός που αποτελεί συνεχή αιτία διενέξεων και διαμαρτυριών των οθωμανικών αρχών της Χερσονήσου της Πλαγιάς προς τις αρχές της Λευκάδας, όπως μας πληροφορούν πολυάριθμες αποστολές, από τα Αρχεία Νομού Λευκάδας, μεταξύ Τούρκων αξιωματούχων της Terra Ferma και Βενετών αξιωματούχων της Λευκάδας, τις οποίες αναφέραμε παραπάνω.

Η πιο γνωστή περίπτωση είναι το πέρασμα των «καπετάνιων» στη Λευκάδα το 1807  για τη μεγάλη συγκέντρωση απέναντι στη Λευκάδα, στην περιοχή του σημερινού οικισμού της «Νικιάνας», στην τοποθεσία «στου Μαγεμένου», υπό την ηγεσία του νεαρού τότε Ι. Καποδίστρια, έκτακτου κομισάριου [:επιτρόπου] της Επτανήσου Πολιτείας στη Λευκάδα προς απόκρουση της επικείμενης εισβολής του Αλή. Την εποχή αυτή –αρχές του 19ου αιώνα- η Χερσόνησος της Πλαγιάς είχε περάσει στην πλήρη κυριαρχία του Αλή πασά. Στην κορύφωση της δύναμής του ο Αλή έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει κατά της Λευκάδας, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, περί τις 11.000 εμπειροπόλεμους Αλβανούς, μια δύναμη υπολογίσιμη για τα δεδομένα της εποχής. Όλη η περιοχή από τον Τεκέ ως τη σημερινή Πλαγιά έχει κατακλυστεί από Αλβανούς πολεμιστές του. Συνάμα κατασκευάζει στη χερσόνησο της Πλαγιάς τα κάστρα του Αγίου Γεωργίου στον λόφο πάνω από το νέο χωριό της Πλαγιάς, και το Κάστρο του Τεκέ, στον λόφο, στη διασταύρωση της επαρχιακής οδού Λευκάδας-Βόνιτας με την παράκαμψη προς Περατιά-Πλαγιά. Με τα φρούρια αυτά ο Αλή έκλεισε τις δύο εισόδους-εξόδους του Διαύλου και έκοψε τη θαλάσσια συγκοινωνία μέσω της λιμνοθάλασσας προς την πόλη της Λευκάδας.

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή η βοήθεια των κλεφτοαρματωλών, η οποία οργανώθηκε από τον Καποδίστρια, και τον μητροπολίτη Ιγνάντιο,  αποδείχθηκε σωτήρια για τη Λευκάδα και με τις ενέργειες-αντιπερισπασμούς στα νώτα του Αλή και με το πέρασμά στη Λευκάδα των σπουδαιότερων καπετάνιων της Δυτικής Ελλάδας, για να ενισχύσουν την άμυνά της, τη γενική διεύθυνση της οποίας ο Καποδίστριας την έχει αναθέσει στον στρατηγό Εμμανουήλ Παπαδόπουλο, που υπηρετούσε στον ρωσικό στρατό. Την 1η Ιουλίου 1807 αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα πάνω 250 ή 400 κλέφτες (οι μαρτυρίες ποικίλουν) από εκείνους που πολεμούσαν ως τότε στα νώτα του Αλή, με επικεφαλής τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κατσαντώνη. Κατά τον Ροντογιάννη η απόβαση έγινε την 5 ή 6 Ιουλίου. Κατ’ άλλους, όπερ και το σωστό, την 1 Ιουλίου. Ας δούμε πως περιγράφει το γεγονός η χειρόγραφη άγνωστη και ανέκδοτη «Εφημερίς Αγίας Μάβρας», με ημερομηνία  έκδοσης την 1 Ιουλίου:

…μετά ταύτην την ευτυχή πράξιν δεν έλαβον πλέον θάρρος οι εχθροί να ενοχλήσουν τον αποσυρμόν τους, ούτε οι προσαφικόμενοι 500 εις Ζαβέρδαν ακούσαντες τον χαλασμόν των άλλων ετόλμησαν να τους φανούν κατ’ έμπροσθεν, αλλ’ από μακρόθεν τους έβλεπαν να απερνούν χωρίς να λάβουν την αποκοτίαν να κατεβούν εις το περιγιάλη να εμποδίσουν το εμπάρκο τους, το οποίο ηκολούθησε κατά την πρώτην  του τρέχοντος, επάνω εις τας επί τούτω στελμέναις δίω κανονίστραις και εις το καράβι του καπετάν Χριστόδουλoυ Κομητόπουλου, το οποίον την προλαβούσαν ημέραν έρηξε πολλαίς κανονιές εις την άκρην οπού είχον φανή οι Τούρκοι και τους έκαμε να απομακρυνθούν, την αυτήν ημέραν ήλθον όλοι και εξεμπαρκαρίσθησαν εις του πασά την βρύσιν, όπου και εστρατοπέδευσαν, επήγε πολύς λαός να τους συναντήσουν και να  συγχαρούν εις τον ερχομόν τους…

Δηλαδή: τα ένοπλα ελληνικά σώματα έφτασαν στο νότιο μέρος της Χερσονήσου της Πλαγιάς, το οποίο είναι πλήρως δασωμένο και τους βοηθούσε από ενδεχόμενη εχθρική επίθεση. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μέσα από τους κρυμμένους από στην πυκνή βλάστηση δρόμους τους οδήγησαν ντόπιοι οδηγοί. Έφτασαν ή στην παραλία «Βαθιαβάλη» ή στη «Φτέρη»(1), όπου τους περίμενε το καράβι του καπετάν Χριστόδουλoυ Κομητόπουλου και δύο άλλες «κανονίτραις», τα οποίο τους μετέφεραν απέναντι στη Λευκάδα, στην τοποθεσία «Στου πασά». Οι 500 Τούρκοι, που είχαν σταλεί στην Ζαβέρδα [:Πάλαιρο] δεν τόλμησαν να τους αντιμετωπίσουν και σε αυτό βοήθησαν και οι εναντίον τους κανονιοβολισμοί από το πλοίο του Κομητόπουλου. Να προσθέσουμε παρεμπιπτόντως ότι το μέρος αυτό έχει χρησιμοποιηθεί και άλλες φορές, για να περάσουν στη Λευκάδα ένοπλα σώματα, αφενός μεν γιατί το συγκεκριμένο σημείο δεν δυνατόν να φρουρηθεί από τους κυρίαρχους της Χερσονήσου και έτσι  οι διερχόμενοι ένοπλοι απέφευγαν μια ανεπιθύμητη συνάντηση με εχθρικές δυνάμεις αφετέρου δε γιατί από εδώ περνούσαν επίσης σε σημεία της Λευκάδας, επίσης αφύλακτα ή πλημμελώς φυλασσόμενα, αποφεύγοντας την καλύτερα φρουρούμενη περιοχή από την πόλη μέχρι τον κόλπο «Δράπανο». Π.χ. τον Δεκέμβριο του 1944 από την ίδια περιοχή πέρασαν ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ και κατέλαβαν το Μεγανήσι και εν συνεχεία όλη τη Λευκάδα.

Ας περάσουμε στις παραμονές του 1821, οπότε η Χερσόνησος της Πλαγιάς αποδείχτηκε προνομιακός χώρος για την προετοιμασία της Επανάστασης και ειδικότερα για τις επαφές των Φιλικών της Λευκάδας με τους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Αρχές Ιανουαρίου 1821 η Εταιρεία δίνει εντολή να συγκεντρωθούν τα κατά τόπους ηγετικά κλιμάκια των Φιλικών για να αποφασίσουν τις τελικές αποφάσεις για την Επανάσταση. Η σχετική συνάντηση για τη Δυτική Στερεά Ελλάδα, επομένως και για την περιοχή μας, έγινε στη Λευκάδα. Μετά τα Θεοφάνεια του 1821 συγκεντρώθηκαν εκεί οι γνωστότεροι οπλαρχηγοί της Στερεάς: Ανδρούτσος, Τσόγκας, Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Μακρής, Στουρνάρης, Πανουργιάς και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης από την Πελοπόννησο) και η παραμονή τους, κατά τη μαρτυρία του Ι. Ζαμπέλιου, διήρκεσε περί τον ένα μήνα. Στη Λευκάδα, στο σπίτι του Ζαμπέλιου (μπροστά στη δυτική πόρτα του ναού του Αγίου Νικολάου), έγινε η κρίσιμη σύσκεψη την Κυριακή της Αποκριάς του 1821, στην οποία αποφασίστηκε ότι υπεύθυνοι για την κήρυξη της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα θα ήταν ο Γ. Βαρνακιώτης, ο Γ. Τσόγκας και ο Γ. Καραϊσκάκης -τελικά τα πρωτεία παραχωρήθηκαν στον Βαρνακιώτη.

Αλλά ενώ είχε αποφασισθεί η Επανάσταση να κηρυχθεί ταυτόχρονα σε όλο τον ελληνικό χώρο και ενώ στον Μοριά είχε ήδη κηρυχθεί από τον Μάρτιο του 1821, ο Βαρνακιώτης στη Δυτική Στερεά δίσταζε και ανέβαλε.

Έτσι ορίζεται νέα συνάντηση στην Περατιά του Ι. Ζαμπέλιου («την ημέραν του Αγίου Κωνσταντίνου» του 1821) με τους Τσόγκα και Βαρνακιώτη, στην οποία, πάντα κατά την μαρτυρία του Ζαμπέλιου, κατόπιν πολύωρης και έντονης έως οξείας συνομιλίας ο Βαρνακιώτης μεταπείθεται και την 25.5.1821 με μια ενθουσιώδη επαναστατική προκήρυξη προς τους «συμπατριώτες Ξηρομερίτες» κηρύττει την Επανάσταση.

Τρεις μέρες μετά την επίσημη κήρυξη της Επανάστασης, και συγκεκριμένα τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαΐου 1821 ο Γ. Τσόγκας επιτίθεται στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου Πλαγιάς, που  είχε ελάχιστους υπερασπιστές, και το κυριεύει. Αμέσως μετά στρέφεται προς το κάστρο του Τεκέ, του οποίου η ολιγομελής φρουρά παραδίνεται ύστερα από μικρή αντίσταση. Και πάλι ο Ι. Ζαμπέλιος μας πληροφορεί ότι άκουε με αγαλλίαση μέσα στην ησυχία της νύχτας τις κραυγές των Τούρκων που σκοτώνονταν. 

Έτσι λοιπόν μετά αιώνες δουλείας η μικρή πατρίδας μας βρέθηκε κι αυτή ελεύθερη στην αγκαλιά της Μητέρας Πατρίδας. Άρχιζε πλέον και γι’ αυτήν μια νέα ζωή. Και μπορεί τα τουρκικά στρατεύματα υπό τον Χουρσίτ (μετά την συντριβή του Αλή πασά) να επανακτούν για λίγο τα δύο φρούρια (αρχές Μαρτίου 1822) αλλά οι δείκτες του μεγάλου ρολογιού της Ιστορίας δεν ήταν δυνατόν πλέον να γυρίσουν πίσω. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο το 1828, τα δύο κάστρα ανακαταλαμβάνονται από τα στρατεύματα του στρατηγού Τσωρτς,  στον οποίο έχει ανατεθεί το έργο της εκκαθάρισης της Δυτικής Ελλάδας από τα υπολείμματα των τουρκικών δυνάμεων.

Έπρεπε όμως να υπερνικηθεί μια τελευταίο δυσκολία: Με το πρωτόκολλο, που υπέγραψαν οι 3 Προστάτριες Δυνάμεις στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1830, αποφασίστηκε η συρρίκνωση των συνόρων του νεαρού ελληνικού κράτους σε αντάλλαγμα της πλήρους ανεξαρτησίας που του παραχωρήθηκε: αντί της γραμμής Άρτας-Βόλου ως σύνορό του ορίστηκε η γραμμή Αχελώου-Σπερχειού και έτσι άφηνε εκτός όλη την Ακαρνανία και από την Αιτωλία το Αγρίνιο με τη γύρω του περιοχή. Ευτυχώς η λύση αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Με το νέο πρωτόκολλο του 1832 τα σύνορα της Ελλάδας επανέρχονταν στη γραμμή Βόλου-Άρτας. Η μικρή πατρίδας μας βρέθηκε, οριστικά αυτή τη φορά, ελεύθερη στην αγκαλιά της Μητέρας Πατρίδας.

1) Είναι η πρώτη παραλία που συναντά κανείς στο αριστερό του χέρι παραπλέοντας από νότο την χερσόνησο της Πλαγιάς με κατεύθυνση από το ακρωτήριο «Κεφάλι» ή «Ποδάρι» (το δυτικότερο μικρό ακρωτήριο της Χερσονήσου) προς ανατολάς. Οι Πλαγιώτες την αποκαλούν «Φτέρη», οι Λευκάδιοι «Ασπρογιαλό».

Προηγουμενο αρθρο
Πνευματικό Κέντρο: προπώληση εισιτηρίων για τη θεατρική παράσταση «Ο Κήπος»
Επομενο αρθρο
Έκθεση ζωγραφικής και χαρακτικής της Ρένας Ανούση -Ηλία: «Η Λευκάδα εντός μου»

4 Σχόλια

  1. Χριστίνα Παπακώστα
    22 Ιουλίου 2021 at 01:24 — Απάντηση

    Θέλοντας να συμβάλλω στη συζήτηση που ξεκίνησε με αφορμή το ενδιαφέρον πόνημα του κ. Τσερέ για την χερσόνησο της Πλαγιάς στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, θα ήθελα να σημειώσω ότι το θέμα της οριοθέτησης των βενετικών συνόρων στη Δυτική Ελλάδα δεν έχει μελετηθεί. Παρά το γεγονός ότι στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας σώζονται τόσο τα κείμενα των συνθηκών του Κάρλοβιτς (1699), Πασσάροβιτς (1718) και το Καμποφόρμιο (1797) και πλήθος εγγράφων, στα οποία οι κατά τόπους βενετοί αξιωματούχοι δίνουν πλήθος πληροφοριών για τις περιοχές που διοικούσαν (αλληλογραφία σχεδόν καθημερινή με τη μητρόπολη Βενετία, εκθέσεις), η οριοθέτηση των συνόρων παραμένει ακόμη υπό διερεύνηση και η βιβλιογραφία ελάχιστη. Εξαίρεση αποτελεί το σημαντικό άρθρο των James S. Curlin – Νίκου Καράμπελα, «Adi Agosto 1797. Αμφισβήτηση της ενετο-οθωμανικής συνοριακής γραμμής της Πρέβεζας», Πρεβεζάνικα Χρονικά 45-46 (2009), σ. 117-141.
    Θα ήθελα, επίσης, να σημειώσω ότι οι πόλεις Βουθρωτός (σήμερα στην Αλβανία), Πάργα, Πρέβεζα και Βόνιτσα, τα ονομαζόμενα «βενετικά ηπειρωτικά εξαρτήματα» ενσωματώθηκαν στο βενετικό κράτος της θάλασσας σε διαφορετικό χρόνο η κάθε μία· οι δύο πρώτες στις αρχές του 15ου αιώνα και οι άλλες δύο το 1684. Μετά τη διάλυση του βενετικού κράτους από το Ναπολέοντα, οι τρεις ελληνικές πόλεις πέρασαν στα χέρια των Γάλλων Δημοκρατικών και η Πρέβεζα μετά το Χαλασμό της γνώρισε μία μικρή περίοδο οθωμανικής κυριαρχίας υπό τον Αλή πασά. Το 1800 με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκαν δύο αυτόνομα διοικητικά μορφώματα, αυτό της Επτανήσου πολιτεία στο χώρο του Ιονίου και η «Συμπολιτεία του Ακρωτηρίου», στην οποία μετείχαν τα τέσσερα πρώην βενετικά ηπειρωτικά εξαρτήματα. Από το κείμενο της συνθήκης δεν συνάγεται ότι η Επτάνησος Πολιτεία παραιτήθηκε από τα ηπειρωτικά εδάφη. Στο άρθρο 8 αναφέρεται «Τα ηπειρωτικά εδάφη της Πρέβεζας, της Πάργας, της Βόνιτσας και του Βουθρωτού, όπως και οι περιοχές που εξαρτώνται ή βρίσκονται πλησίον τους, αποσπάστηκαν μεν από τη Βενετία, αλλά, επειδή γειτονεύουν με την Αλβανία, θα προσαρτηθούν στην Υψηλή Πύλη» (Συνταγματικά κείμενα των Ιονίων νήσων, επιμ. Αλίκη Δ. Νικηφόρου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα χ.χ., σ. 377). Ούτε, όμως, και η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και η συνθήκη της Πρέβεζας (Δεκέμβριος 1800) έχει μελετηθεί επαρκώς.
    Σύντομα μετά το 1806 η Πρέβεζα και η Βόνιτσα θα περάσει στα χέρια του Αλή πασά, ενώ η Πάργα θα ακολουθήσει την τύχη των Επτανήσων περνώντας στους Άγγλους έως την άνοιξη του 1819, οπότε και αυτή «ενσωματώθηκε» στο γιαννιώτικο πασαλίκι.
    Εντύπωση προκαλεί πώς, όταν οι δυτικοί κυρίαρχοι της Λευκάδας το 19ο αιώνα και κυρίως οι Βρετανοί, επέτρεψαν στον πανίσχυρο πασά των Ιωαννίνων Αλή Τεπελενλή να έχει στην κατοχή του τα ακαρνανικά παράλια, όπου ήδη είχε κατασκευάσει από το 1807 οχυρωματικά έργα, και με μία βολή, είτε από τον Τεκέ, είτε από το κάστρο του Αγίου Γεωργίου, θα μπορούσε να καταστρέψει όποιο πλοίο εκινείτο από τον Αβλέμονα προς Νότο, πριν το 1819 που ξεκίνησαν τα έργα για τη διάνοιξη του διαύλου. Μήπως μας διαφεύγει κάτι;
    Μάλλον έχει φτάσει ο χρόνος να μελετήσουμε τα κείμενα των συνθηκών από το πρωτότυπο αλλά και έγγραφα, για να μπορέσουμε, ίσως, να διαμορφώσουμε μία καλύτερη εικόνα.

  2. SPYRIDON FLOGAITIS
    21 Ιουλίου 2021 at 18:47 — Απάντηση

    Αγαπητέ Τάκη,

    Τότε που μελέτησα το θέμα, τα βήματά μου με πήγαν στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, όπου βρήκα ένα βιβλίο άγγλου συγγραφέα στο προτότυπο αγγλικό κείμενο, δεν θυμάμαι τον συγγραφέα, που εγράφη εκείνα τα χρόνια, είναι δηλαδή περίπου μετά (;) τη λήξη της αγγλοκρατίας. Εκεί βρήκα και την πληροφορία που απέδωσα σε ελεύθερη γραφή κατά τη μνήμη μου.

    Σημειώνω ότι η παραίτηση της Επτανήσου Πολιτείας από τις ηπειρωτικές κτήσεις της, εξαρτάται πως ακριβώς είναι διατυπωμένη, για να καταλάβουμε το νομικό της περιεχόμενο.

  3. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΕΡΕΣ
    21 Ιουλίου 2021 at 09:12 — Απάντηση

    Αγαπητέ Σπύρο

    Θίγεις ένα ενδιαφέρον ιστορικό ζήτημα και αρκετά σύνθετο.

    Ι. Ας αρχίσουμε με τα νυν ισχύοντα- ισχύοντα εφόσον δεν αμφισβητούνται από κανέναν πλέον είτε διά της διοικητικής είτε διά της δικαστικής οδού: Όπως καλά γνωρίζεις, τα χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο νομών (νυν: Περιφερειακών Ενοτήτων) βρίσκονται επί της εθνικής οδού Λευκάδας-Βόνιτσας λίγο δυτικότερα του Τεκέ εκεί που είναι αναρτημένος ο χάρτης της Λευκάδας, δηλαδή στο σημείο απ’ όπου περνούσε το «παλιό αυλάκι», μέσα από το οποίο διέρχονταν τα πλοία από το βόρειο Ιόνιο στο νότιο διά μέσου της λιμνοθάλασσας του Αβλέμονα (την εποχή όπου δεν υπήρχαν ούτε οι διανοίξεις, που θα επέτρεπαν στα πλοία -που «έμπαιναν» στον Αβλέμονα από τα Διαβασίδια- να διέλθουν από τον σημερινό Δίαυλο, ούτε το λιμάνι της πόλης). Αυτό κάνει μερικούς (που αγνοούν την μορφολογία και την ιστορία του χώρου) να απορούν και να θεωρούν λανθασμένα ότι το νησί «Λευκάδα» βάζει τα όριά του εκτός των κατά νόμον ορίων του.
    Ομολογώ, εν τούτοις, ότι δεν έχω υπόψη μου τα επίσημα δημόσια έγγραφα, με τα οποία καθορίζονται τα σύνορα των δύο περιοχών.

    ΙΙ. Από την ιστορική επισκόπηση του ζητήματος προκύπτουν τα εξής:

    α) Επί Βενετοκρατίας (1684-1797) η Λευκάδα, βάσει της συνθήκης του Κάρλοβιτς, καταλαμβάνει και μια λωρίδα επί της ακαρνανικής ακτής, όπως αναλυτικά εξέθεσα στην ανωτέρω ανακοίνωσή μου. Εκτός από τα Επτάνησα η Βενετία, κατά την εποχή αυτή, έχει θέσει υπό στην κατοχή της και άλλα εδάφη επί της «ηπειρωτικής ακτής» κατά μήκος των ακτών του Ιονίου (Βόνιτσα, Πρέβεζα, Πράγα…)
    β) Με τη συνθήκη της Κων/πόλεως του 1800 η (διάδοχος της Βενετίας κρατική οντότητα) «Επτάνησος Πολιτεία» παραιτείται από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα ηπειρωτικά εξαρτήματά της (Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα κ.λπ). Ως εκ τούτου, ευλόγως γίνεται δεκτό ότι παραιτείται και από την ως άνω παραλιακή ζώνη στην περιοχή της Περατιάς. Εξάλλου είναι απολύτως τεκμηριωμένο από πληθώρα εγγράφων ότι η περιοχή Περατιάς και Πλαγιάς την πρώτη εικοσαετία του 20 αιώνα υπάγεται στην κυριαρχία του Αλή. Απόδειξη εύκολη και προφανής η κατασκευή των κάστρων του Τεκέ και του Αγίου Γεωργίου στην Πλαγιά.
    γ) Την «Επτάνησο Πολιτεία» στα Ιόνια νησιά διαδέχεται η κατοχή των Αυτοκρατορικών Γάλλων (1807-): Δεν υπάρχει κανένα γνωστό τεκμήριο από το οποίο να προκύπτει αλλαγή του εδαφικού status quo μεταξύ των δύο περιοχών. Το ίδιο ισχύει και για την διάδοχη περίοδο του υπό την αγγλική προστασία «Ιονίου Κράτους», που διήρκεσε ως τα 1864.

    ΙΙΙ. Θα είχε εξαιρετική σημασία να περιγράψεις τα στοιχεία που δείχνουν ότι «οι προκεχωρημένες σκοπιές των Άγγλων στάθμευαν επί των ακτών της Ακαρνανίας, δηλαδή στο Ξηρόμερο». Έτσι, θα προσθέσουμε άλλη μια ψηφίδα στο πολύ ενδιαφέρον αυτό ιστορικό παζλ, πράγμα που θα πάει ένα βήμα παραπέρα τις επί του προκειμένου γνώσεις μας.

    Υ.Γ. Για τα θαλάσσια όρια, ας μην ανοίξουμε τη συζήτηση γιατί δεν θα έχει τελειωμό και θα κρύβει εκπλήξεις απροσδόκητες.

    Continouons!

  4. Σπύρος Ι. Φλογαΐτης
    20 Ιουλίου 2021 at 16:42 — Απάντηση

    Αγαπητέ Τάκη, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έγινε σφοδρή αντιδικία μεταύ Περατιάς και Λευκάδας για τα όρια του Δήμου Λευκάδας και τα δικαιώματα του αντιστοίχου ΚΤΕΛ για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών επί της Ακαρνανίας. Η δίκη διεξήχθη στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Λευκάδας και εκπροσώπησα δικηγορικά το νομό που με ανέθρεψε. Κατά την προετοιμασία μου, ανακάλυψα προς κατάπληξή μου ότι δεν υπήρχε πουθενά κάποιο διοικητικό έγγραφο που να οριοθετεί το νομό Λευκάδας σε σχέση με την επαρχία Ξηρομέρου, τούτο δε διότι όταν καθορίσθηκαν οι νομοί και οι επαρχίες, η Λευκάδα δεν ανήκε στο Βασίλειο της Ελλάδος. Τότε σκέφθηκα ότι την εποχή εκείνη τα σύνορα αυτά ήταν σύνορα κυριαρχίας, μεταξύ του υπό αγγλική προστασία Κράτους των Ιονίων Νήσων και του Ελληνικού Βασιλείου και άρχησα να ψάχνω στις βιβλιοθήκες για πληροφόρηση. Έτσι έμαθα ότι οι προκεχωρημένες σκοπιές των Άγγλων στάθμευαν επί των ακτών της Ακαρνανίας, δηλαδή στο Ξηρόμερο. Αντιλαμβάνεσαι τι ενθουσιασμός κατέλαβε το κατάμεστο από ακροατήριο δικαστικό Μέγαρο αφού ζητούσα επιπλέον και τα παράλια του Ξηρομέρου ως μέρους του Νομού Λευκάδας! Τελικά, η προσφυγή της Περατιάς απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους και έτσι απόφαση επί της ουσίας δεν εκδόθηκε ποτέ. Θεωρώ όμως, ότι, μια και ποτέ δεν έγινε αυτός ο καθορισμός συνόρων, ίσως ακόμη σήμερα η ακτογραμμή της Περατιάς να ανήκει στο Νομό Λευκάδας!

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.