HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΚάποια σαρακοστή στην Λευκάδα – Του Πάνου Φέξη

Κάποια σαρακοστή στην Λευκάδα – Του Πάνου Φέξη

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Κάθε σαρακοστή το μυαλό μου τρέχει στις τόσες πολλές όμορφες εικόνες που έζησα σ΄ αυτή την γειτονιά. Αχ αυτή η γειτονιά της αγίας Κάρας, πόσο μου λείπει. Τα είχε όλα και είχε τόσα, όσα μπορούσαν να κάνουν ένα παιδί να ονειρεύεται.

Να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο κοιτάζοντας τα σύννεφα στον ουρανό του Αι Γιάννη, να σχηματίζουν μορφές, σχήματα, μάχες, τέρατα και θεούς, θηρία και παράξενα ανθρωπόμορφα πουλιά, νεραΐδες και μάγισσες, που έφταναν πολλές φορές πάνω από την πόλη καθώς τα έσπρωχνε ο αέρας του πελάγους. Να ονειρεύεται τρέχοντας στα χωμάτινα σοκάκια κυνηγητό, να παίζει μπάλα και η θειά Θηρεσία να του την σκίζει με τον σουγιά της γιατί έπεσε στο περιβόλι της και της έσπασε τα μαρούλια, να παίζει με τα άλλα παιδιά μπρίτζολα όταν χαλίπωνε έξω από το σπίτι της θειά Γιαννούλας της Μπούφενας στο πορτόνι της Αλυκής.


Να τρέχει και να σαλτάει στις σούδες των χωραφιών του καλόγερου και της Πανωρέας στις Αλυκές ξυπόλητος μέσα στις λάσπες, στα τηγάνια των αλυκών να πιάνει με τα χέρια παγούρους, να φωνάζει δυνατά από τον πόνο και να κουνάει δυνατά το χέρι του στον αέρα κάθε φορά που οι δαγκάνες του έκλειναν το δάχτυλο δυνατά. Ω!μάνα πόνοςςςςςς. Να παίρνει το κάρο του ΙΩΒ με τους φίλους του για να μεταφέρουν τα γεμάτα με παγούρους τσουβάλια στην αποθήκη του Βελέτζα στον μόλο να πάρουν χαρτζιλίκι. Να βλέπει το πονηρό μάτι του έμπορου όταν προσπαθούσε να μας ρίξει στην τιμή λέγοντας μας με κακόμοιρο ύφος, τι να τους κάνω τόσους πολλούς; Τον μπάρμπα Θανάση που ξέραμε ότι πάντα ζύγιζε λειψά στην πλάστιγγα να κάνει λογαριασμό με το μολυβί, τρεις το λάδι τρεις το ξύδι και να τον βλέπουμε με γουρλωμένα μάτια να μας μετρά, τάλιρα, δεκάρικα, ασημένια εικοσάρικα, χάρτινα πενηντάρικα μέχρι και κόκκινο κατοστάρικο και μετά όλοι μαζί τρέχαμε στην πλατεία, στο ζαχαροπλαστείο του Λάμπρου. Στρογγυλοκαθόμαστε και παραγγέλλαμε στην θειά Βιολέτα από ένα μπολ προφιτερόλ, όχι μόνο το τρώγαμε αλλά γλύφαμε και τον πάτο.

Να παίρνει το καλάθι του στολισμένο με κίτρινους και λευκούς κρίνους, με μωβ και χρυσοκίτρινες βιολέτες φασκόμηλο και δενδρολίβανο και από πόρτα σε πόρτα μαζί με τους φίλο του να λένε το Λάζαρο στην γειτονιά.


Τα σπίτια ετοιμάζονταν για την μεγάλη μέρα της Λαμπρής, όλοι κάτι είχαν να κάνουν μικροί και μεγάλοι. Τα περιβόλια ήταν φρεσκοσκαμμένα και φυτεμένα, τα δέντρα ανθισμένα γέμιζαν τον ουρανό με χρώματα, μοσχοβολούσαν οι πορτοκαλιές, μιλιούνια οι μέλισσες πάνω τους. Το βουητό τους μπερδεύονταν με το κελάηδημα του σπίνου στις σούδες με τους ατελείωτους λαρυγγισμούς από τα γαρδέλια και τα καναρίνια που έπαιρναν το πρωινό τους μπάνιο στα κλουβιά που ήταν κρεμασμένα στις κλαδεμένες κληματαριές, με το τιτίβισμα των χελιδονιών που έσκιζαν τον γαλάζιο ουρανό.

Και ένας λαμπερός ήλιος χάριζε την ζέστη του στην γειτονιά της Άγια Κάρας που έμοιαζε λες και όλοι οι κάτοικοι της μετακόμιζαν. Στις αυλές στοιβάζονταν το ένα πάνω από το άλλο τα πράγματα του σπιτιού, τραπέζια, ντιβανοκασέλες, καρέκλες, στρώματα, κανάτια νυκτός και σομιέ, ντουλάπες, σερβάντες και γυαλικά, κατσαρόλες, γκαζιέρες και ταψιά, στρωσίδια και κόκκινες φλοκάτες, πλουμιστές κουβέρτες και μαξιλάρια που πάνω τους χαρούμενα τα παιδιά να έπαιζαν τσουλήθρα.

Όλα έξω, γενική καθαριότητα, ένα φρεσκάρισμα με άσβεστη ή με λαδομπογιά όλοι το ήθελαν, η μούχλα του χειμώνα έπρεπε να φύγει. Φιστική η τραπεζαρία, ροζ η κρεβατοκάμαρα άσπρα τα παραθύρια και οι πόρτες, αλλαγή στο λουλουδάτο νάιλον στο τοίχο της κουζίνας που ήταν κρεμασμένα όλα τα σκεύη της νοικοκυράς, αλλαγή στις κουρτίνες βάζοντας τις καλοκαιρινές καινούργια στρωσίδια και μέχρι το βράδυ, όλα ξανά στην θέση τους.

Με τσαπιά και σκαλιστήρια άντρες γυναίκες και παιδιά ξεχορτάριαζαν τις λιθιές και τις άκρες των δρόμων, σκούβλα, βούρτσες και σκούπες ασβέστωναν τα πάντα, δέντρα, τοίχους γλάστρες αυλές και σούδες, μέχρι το βράδυ όλα άλλαζαν, όλα έλαμπαν από καθαριότητα. Οι δρόμοι είχαν σκουπιστεί μέχρι και το τελευταίο πετραδάκι, οι κωλοφωτιές αναβόσβηναν πετώντας στα περιβόλια ανάμεσα στους ασβεστωμένους κορμούς των δένδρων και το δυνατό φως του φεγγαριού έκανε το σκοτάδι να μοιάζει λευκό.

Ξημέρωσε Μεγάλη Πέμπτη. Η γειτονιά έλαμπε από πάστρα, το λευκό του άσβεστη ήταν τόσο δυνατό που έκλεινες τα μάτια για να το αντέξεις, οι γυναίκες μαζεύονταν στα σπίτια σε παρέες για φτιάξουν τα κουλουράκια του Πάσχα και να βάψουν τα κόκκινα αυγά, δανικές οι λαμαρίνες από τον φούρνο του Ανδρέα. Οι γιοι του ο Γιάννης και ο Σωτήρης δεν προλάβαιναν να φουρνίζουν και ξεφουρνίζουν χρυσοκίτρινα κουλούρια, η μυρωδιά της βανίλιας γέμιζε το παζάρι. Στην γωνία της εκκλησίας του Παντοκράτορα ο κυρ Αντώνης ο Πρεβεζάνος πουλούσε τριανταφυλλιές γαρουφαλλιές, σπόρους και βολβούς. Δίπλα του η κυρά Λέλα είχε το υπαίθριο ψιλικατζίδικο της. Πουλούσε τσατσάρες, τσιμπιδάκια, βαφές για αυγά, καθρεφτάκια και τσακμάκια απλωμένα σε ένα κομμάτι από χαρτόκουτο. Στο περίπτερο του μπάρμπα Μιχάλη ακούγονταν το γέλιο της γυναίκας του της κυρά Ντίνας που καλαμπούριζε με τους πελάτες.


Και πιο δίπλα ο μπάρμπα Ανάστασης ο Μπόρσας υπαίθριος τσαγκάρης που στο πάγκο του κάθε Πάσχα είχε κρεμασμένες λευκές λαμπάδες με χάρτινες γιρλάντες που έφτιαχνε ο ίδιος, μπλε για τα αγόρια και κόκκινες για τα κορίτσια. Πλάι στη εκκλησιά ο μπάρμπα Γιώργος ο Μπέλας είχε απλωμένα στο πεζοδρόμιο λαστιχένια παπούτσια για την εργατιά «ΕΛΒΙΕΛΑ». Θυμάμαι μια ταμπέλα κρεμασμένη ανάμεσα σε κρεμασμένα από πρόκες ντρίλινα παντελόνια και σακάκια. Και πάνω από το κουρείο του Ντίνου του Μεσσήνη η κυρά Βαϊτσα καθισμένη στο παράθυρο του μεγάλου πότζου της με τα μούσκλια του λαιμού της να κρέμονται μέχρι τα βυζιά της, κοιτούσε αμίλητη τον κόσμο που περνούσε με το βλοσυρό της βλέμμα και ξετίμωνε τους πάντες.

Στον άγιο μηνά το σκηνικό άλλαζε όλη η Λευκάδα ήταν εκεί παρούσα για να αγοράσει το αρνί του Πάσχα. Αρνιά και κατσίκια με δεμένα τα πόδια ξαπλωμένα στο δρόμο το ένα πάνω από το άλλο βέλαζαν συνέχεια από το φόβο τους καθώς τα διάλεγαν ή τα ζύγιζαν. Τα έφερναν κάθε χρόνο την μεγάλη Πέμπτη οι κτηνοτρόφοι από το Ξηρόμερο αλλά και από τα χωρία του νησιού. Κάρα τα μετέφεραν στα σπίτια των αγοραστών. Άντε και του χρόνου με υγεία έλεγαν οι καροτσέρηδες παίρνοντας το αγώγι και τα αρνιά συνέχιζαν να βελάζουν ακόμα και όλη τη νύχτα κάνοντας πολλά παιδιά να κλαίνε γιατί την άλλη μέρα θα τα έσφαζαν.

Έτρεχαν τα παπαδοπαίδια, όπως και εγώ, με μεγάλες κόφες στα περιβόλια και στους κήπους για να μαζέψουν από τους ενορίτες λευκούς κρίνους από τις σούδες και τις αυλές βιολέτες, πασχαλιές, μαργαρίτες και τριαντάφυλλα του ξυδιού, που είχαν ανθήσει, για να στολιστεί ο επιτάφιος του Αγίου Νικόλα. Από τα ξημερώματα ο κύριος Μήτσος ο Μαλακάσης επίτροπος μαζί με την θειά Γεωργία την Σκιαδού, την κυρά Πόπη στόλιζαν το επιτάφιο πλάι στην αίθουσα του κατηχητικού, όσο ο παπά Δήμος λειτουργούσε και όταν τέλειωναν τον έβαζαν μέσα στην εκκλησιά για προσκύνημα.

Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα και τα βελάσματα ακούγονταν όλο και λιγότερα οι σφάχτες από τα χαράματα έπιαναν δουλεία, σε ένα τελάρο που ήταν πίσω στην σχάρα ενός ποδηλάτου είχαν μια τρόμπα για το φούσκωμα, ένα μαχαίρι με μεγάλη κάμα και ένα μασάκι ήταν τα εργαλεία τους. Οι νοικοκυρές περίμεναν με τις ώρες την σειρά τους για να τους σφάξουν το αρνί στην αυλή, για το καλό, να κάνουν το σταυρό με το αίμα του στην πόρτα τους δεξιά και αριστερά, να πλύνουν και να καθαρίσουν τα πατσαλίκια και να τα ετοιμάσουν για το βράδυ του μεγάλου Σαββάτου.


Όλα τα σπίτια είχαν ετοιμάσει το πιάτο που θα έσπαγαν, στο κομμάτι, με την πρώτη Ανάσταση όταν χτυπούσαν οι καμπάνες από κάθε πόρτα έφευγε ένα πιάτο και έσπαγε στον δρόμο. Ήταν για να φύγει το κακό έλεγε η γιαγιά μου. Η Φιλαρμονική ακούγονταν να περνά το παζάρι παιανίζοντας, οι γειτόνισσες αντάλασαν ευχές τα παιδιά που τους είχαν πέσει τα σάλια τόσες μέρες έτρωγαν κρυφά τα πασχαλινά κουλούρια που ήταν στο τραπέζι και δοκίμαζαν κόκκινα αυγά.

Οι τελευταίες πινελιές έπεφταν από το απόγευμα οι νοικοκυρές έβαζαν το πασαλίκι στην φωτιά να βράσει με φρέσκα κρεμμυδάκια και μάραθο. Στα κομμωτήρια συνωστισμός ρόλεϊ στα μαλλιά τυλιγμένα με ένα δίχτυ, δυο ωτασπίδες στα αυτιά και μέσα στα μεγάλα σεσουάρ η μια δίπλα στην άλλη μπούκλες και κότσοι μεγαλοπρεπείς, έβγαιναν στο δρόμο.

Στο καθαριστήριο του Αποστόλη του Βανδώρου η κυρία Ναυσικά τύλιγε παντελόνια και καλοκαιρινά σακάκια. Στα παπουτσίδικα του Νιόνιου του Κουτσούρια, του Αποστόλη του Ρόλια, του Γιάννη του Σουπιά και του μπάρμπα Θανάση του Λευκαδίτη, τα λευκά παπούτσια για τα αγόρια και τα κόκκινα λουστρίνια για τα κορίτσια είχαν την τιμητική τους. Όλα τα παιδιά κάθε Πάσχα ονειρεύονταν ένα ζευγάρι καινούργια καλοκαιρινά παπούτσια που τα αγόρια φορούσαν με λευκές κάλτσες και κοντό παντελόνι με τιράντες.

Σίγα σίγα όλοι με τα κεριά στο χέρι γέμιζαν τις εκκλησίες μπροστά δίπλα στους ψάλτες οι άνδρες και τα παιδιά πίσω. Οι γυναίκες και οι πιο μεγάλες στον γυναικωνίτη. Η χορωδία του Πάνου του Ορφανού, (ψάλτης στους Αγίους Αναργύρους) και η γλυκεία φωνή του παπά Νίκου του Φραγκούλη δημιουργούσαν μια κατανυκτική ατμόσφαιρα.

Χριστός ανέστη στην εξέδρα έξω από την εκκλησιά, φωτιά οι τρακατρούκες φωτισμένα πρόσωπα από τα κεριά φυλιόντουσαν και χαμογελούσαν σκορπίζοντας παντού ευχές. Με το άγιο φως γυρνούσαν στα σπίτια και πριν μπουν μέσα ο νοικοκύρης του σπιτιού σχημάτιζε με την φλόγα του κεριού έναν σταυρό στην πόρτα για το καλό τις οικογένειας. Καθισμένοι στο γιορτιάτικο τραπέζι και περιμένοντας να γίνει το αυγολέμονο στο πατσαλίκι αντάλασαν ευχές τσουγκρίζοντας κόκκινα αυγά.


Οι φουρνάρηδες περίμεναν από τα ξημερώματα τα ταψιά με τα αρνιά για να τα ψήσουν. Στην πόλη ελάχιστοι ήταν αυτοί που σούβλιζαν, όλοι έβαζαν το αρνί στο φούρνο και μέχρι να το πάρουν έτοιμο το μεσημέρι αντάλασαν επισκέψεις από αυλή σε αυλή έχοντας το ραδιόφωνο σχεδόν διαπασών, τσούγκριζαν αυγά, έπιναν κρασάκι τσιμπώντας από το γεμάτο τραπέζι, σαλάμι, τυρί, τηγανισμένες συκωταριές, πίνοντας κρασάκι και τρώγοντας νόστιμα κοκορέτσια και φρυγαδέλια.

Όταν έφτανε το αρνί στο τραπέζι το έκοβαν και το μοίραζαν σε όλους πάντα όμως ο πιο πρεσβύτερος που ήξερε να διαβάζει την μοίρα, έπρεπε να διαβάσει την πλάτη του αρνιού να δει αν θα πήγαινε καλά ο χρόνος. Πολλές φορές προφήτευαν και θάνατο αλλά σπάνια το έλεγαν. Όσο για αυτούς που τους άρεσε το ψημένο κεφαλάκι μόνο τα πρωτότοκα παιδιά μπορούσαν να φάνε τα μάτια από το πασχαλινό αρνί.

Συνεχίζεται… Καλό Πάσχα!

Προηγουμενο αρθρο
Πανλευκάδιος: θερμά του συλλυπητήρια στον Περικλή Σπυράκο
Επομενο αρθρο
Ο ανήσυχος Πάνος Φέξης και η νέα του δημιουργία

1 Σχόλιο

  1. χρήστος παντσζής
    18 Απριλίου 2020 at 13:32 — Απάντηση

    Αγαπητέ Πάνο Καλή Ανάστσση. Θέλω να σ’ ευχαριστήσω για τις νεανικές μνήμες που μου ξύπνησες με το αφήγημά σου της Μεγάλης Εβδομάδος. Νάσαι πάντα καλά ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.