HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΈνας αδευτέρωτος ποιητής, που «δίπλα του δε χωρούσε άλλος»

Ένας αδευτέρωτος ποιητής, που «δίπλα του δε χωρούσε άλλος»

Κι όμως αυτός ο άκριτος άνθρωπος τι εξαίσιος ποιητής που είναι!
Μ. Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

Ο Σικελιανός[1] γεννήθηκε στη Λευκάδα (1884) και πέθανε στην Αθήνα (1951). Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Σικελιανός, καθηγητής των Γαλλικών στο Ελληνικό Σχολείο και στο Γυμνάσιο Λευκάδας, και μητέρα του η Χαρίκλεια το γένος Στεφανίτση.[2] Φοίτησε στο τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο και στο τετρατάξιο Γυμνάσιο Λευκάδας, από το οποίο πήρε απολυτήριο το 1900.[3] Γράφτηκε στη Νομική αλλά δεν ακολούθησε τις νομικές σπουδές.
Θα το πω εξ αρχής, όντας βέβαιος για τον σκανδαλισμό που θα προκαλέσει: ο Άγγελος Σικελιανός είναι, με παραστάτη τον Ελύτη, ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του παρελθόντος αιώνος. Επισημαίνω, για λόγους ιστορικής ακρίβειας, ότι ο Ζήσιμος Λορεντζάτος από το 1988 έχει γράψει ότι ο Σικελιανός είναι «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα»[4] και λίγο αργότερα την ίδια γνώμη, αλλά πιο κομψά, εξέφρασε ο θεμελιωτής των σικελιανικών σπουδών και εκδότης του όλου σικελιανικού έργου Γιώργος Σαββίδης:

Πολλοί θαρρούν πως ο κατ’ εξοχήν ποιητής της κατοχικής γενεάς μας ήταν ο Παλαμάς ή ο Καβάφης. Λάθος! Ο Σικελιανός –που δεν ετόλμησα ποτέ να τον συναντήσω προσωπικά- απλωνόταν σε όλον μας τον λυρικό ορίζοντα. Δίπλα του δεν εχωρούσε άλλος.[5]

Και μπορεί εσχάτως μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος πολλών να το ελκύει το νεότευκτο «Μουσείο Άγγελου Σικελιανού» στη γενέτειρά του αλλά βέβαια το μείζον είναι ο ποιητής — καλύτερα: η ποίησή του.

Και ο Σικελιανός είναι μέγας ποιητής. Μπορεί να κατηγορηθεί ότι απεραντολογεί, καθώς ο μυσταγωγός πολλές φορές υπερισχύει του ποιητή,[6] και ότι η απεραντολογία αυτή μαζί με τη συνοδό της συναισθηματική διάχυση δυσχεραίνει την ενότητα των εκτενών ποιητικών του συνθέσεων· ότι, ως εκ τούτου, είναι στρυφνός, δύσπεπτος και, ενίοτε, ακατάληπτος·[7] ότι είναι πολλές φορές εγωκεντρικός μέχρις αυτισμού, ένα υπερτροφικό λυρικό εγώ ακατάπαυστα και ενοχλητικά αυτοαναφορικό· ότι, εξ αιτίας αυτών, καταβάλει, μέχρι εξοντώσεως, ακόμα και τον επαρκή και ευνοϊκό αναγνώστη του.[8]
Και δεν είναι χωρίς βάση οι κατηγορίες. Το διάβασμα των πολύστιχων ποιημάτων του σε φέρνει ακόμα και στο κλείσιμο του βιβλίου:[9] Οι μεγάλες συνθέσεις του, με εκπρεπές παράδειγμα τις πέντε Συνειδήσεις τού Προλόγου στη Ζωή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαβαστούν προφορικά. Όπως έχει επισημανθεί, είναι σχεδόν αδιάβαστες από την άποψη της «ποιητικής ακοής».[10] Με τη διαφορά βέβαια ότι και σ’ αυτή την περίπτωση το αισθάνεσαι ότι έχεις μπροστά σου έναν χαρισματικό ποιητή, όπως όταν ακούς ένα κλασικό μουσικό έργο μεγάλης διάρκειας και δυσκολεύεσαι μεν να το «πιάσεις» επακριβώς αλλά σε έχει αιχμαλωτίσει η γοητεία του. Και προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη: Αν ο Σικελιανός δεν ήταν τόσο χαρισματικός ποιητής, με τους απόκρυφους και δύσβατους δρόμους, στους οποίους πορεύτηκε, κινδύνευε να καταλήξει ένας γραφικός παραδοξολόγος, όπως τόσοι άλλοι. Τι θα μπορούσε να σκεφτεί ένας «μέσος» αναγνώστης για έναν «γραφιά» που υποστήριζε με πάθος ότι η εποχή του Περικλή είναι εποχή παρακμής του Ελληνισμού, η οποία ολοκληρώθηκε από την καταστροφική πολιτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ή ότι, στα γνωστά κοσμογονικά χρόνια των αρχών του 20ου αιώνα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν ο νέος ήρωας του Έθνους και ο Βενιζέλος ο ολετήρας της Ελλάδας;[11]

Μικρή παρέκβαση στο σημείο αυτό: για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι δίπλα στον χειμαρρώδη απεραντολόγο μυσταγωγό και οραματιστή του Προλόγου στη Ζωή και των άλλων εκτενών συνθέσεών του υπάρχει ο Σικελιανός των Λυρικών Α και Λυρικών Β, που είναι μικρότερα ποιήματα, αριστουργηματικά δουλεμένα, με πολύ πιο ευδιάκριτο ειρμό και αρχιτεκτονική, τα οποία θεωρούνται, ακόμα και από τους επικριτές του μυσταγωγού Σικελιανού, δείγματα υψηλής ποίησης, σε αντίθεση με τις προβληματικές, κατ’ αυτούς, εκτενείς συνθέσεις του, ιδιαίτερα τις πέντε Συνειδήσεις του Προλόγου στη Ζωή.[12]
Παρά ταύτα, και όλων αυτών ισχυόντων, επιμένω για την πρωτιά του Σικελιανού. Όσο και να ξεσκαρτάρεις το ποιητικό του χαρτοφυλάκιο, η αποτίμηση των πολυάριθμων εξαίσιων λυρικών οάσεων που απομένουν, τον τοποθετεί στην κορυφή του ελληνικού ποιητικού Παρνασσού. Στην περίπτωσή του, τηρουμένων των αναλογιών και των αναγκαίων προσαρμογών, βρίσκει εφαρμογή η καίρια διατύπωση του Ελύτη για τον Ρωμανό τον Μελωδό:

Επειδή ας μη το αποκρύπτουμε: τα οχτώ δέκατα των κοντακίων του Ρωμανού διολισθαίνουν στην αφήγηση, στη διδαχή, στη ρητορεία […]. Το πρωτείο έχουν η εκκλησιαστική σκοπιμότητα και η δογματική ακαμψία. Και θα ΄ταν να λυπάται κανείς που ένα εύρος τόσο απέραντο για την έκφραση έμεινε ανεκμετάλλευτο, αν οι διάσπαρτες φωτεινές εκλάμψεις δεν έμοιαζαν αρκετές για να συμψηφίσουν την απώλεια.[13]

Δεν θα επιχειρήσω αναλυτική τεκμηρίωση των λεγομένων μου — ο χώρος δεν επαρκεί. Θα κάνω μόνο μερικές επισημάνσεις «αδέσποτες» αλλά καίριες, ελπίζω, για την επιβεβαίωση της άποψής μου

Ο Σικελιανός «γεννήθηκε» ποιητής. Και είναι ο μόνος που είναι «από την κούνια του» ποιητής. Οι άλλοι μεγάλοι ποιητές μας σπούδασαν, διάβασαν, ασκήθηκαν, κόπιασαν, βάδισαν σταδιακά στον ανηφορικό δρόμο της ποιητικής ωρίμανσης και καταξίωσης. Ο Σικελιανός όχι. Αυτός, εκεί λίγο πάνω από τα είκοσί του γράφει τον Αλαφροΐσκιωτο, που βρίσκεται πολύ πάνω από τον μέσο ποιητικό όρο της εποχής, αυτό το ορμητικό ποτάμι που σε παρασέρνει σε ένα ιλιγγιώδες και μεθυστικό λυρικό ταξίδι, που δεν γνωρίζει όρια τόπου και χρόνου. Διαβάζοντάς τον απορείς: «Μα είναι δυνατόν; στα είκοσί του; αυτόν τον απέραντο λεξιλογικό πλούτο, αυτή την εκπληκτική γλωσσοπλαστική τόλμη, αυτό το τέντωμα της γλώσσας ως τα έσχατα εκφραστικά της όρια, αυτή την απίστευτη σε πλάτος και άχρι μυελού οστέων βιωμένη γνώση του λαϊκού αγροτικού βίου και της Φύσης πότε πρόλαβε να τα αποκτήσει αυτός ο αστός, ο επίγονος μιας αρχοντικής οικογένειας;[14] Μήπως βρισκόμαστε ενώπιον βιολογικού παράδοξου;»; Και έτσι κοντεύω, εγώ τουλάχιστον, να πιστέψω ότι η Μούσα, την οποία επικαλούνταν οι αρχαίοι έλληνες ποιητές, δεν είναι πλάσμα της φαντασίας των αρχαίων ημών προγόνων αλλά θεότητα πραγματική –αυτή μιλάει με το στόμα του Άγγελου! Ας συγκρίνουμε τι έχουν γράψει στα είκοσί τους οι μείζονες έλληνες ποιητές -θα είναι μια πολύ διδακτική σύγκριση. Αν δεις, επί παραδείγματι, τι έχει γράψει ως τα σαράντα του ο Καβάφης και τα βάλεις δίπλα στον Αλαφροΐσκιωτο, μένεις άναυδος από την τεράστια υπέρ του Σικελιανού διαφορά.[15] Ο Σεφέρης δεν έχει δημοσιεύσει τίποτα πριν από τα τριάντα του. Ο μόνος που, στην ίδια πάνω κάτω ηλικία, μπορεί να σταθεί δίπλα στον Σικελιανό είναι ο Ελύτης.
Παραθέτω τις χρονολογίες της πρώτης έκδοσης των μεγάλων του συνθέσεων: Ραψωδίες του Ιόνιου, 1909, Επίνικοι Α΄ (1912-13)Νέκυια Α΄ (1910-1925), ΣονέτταΑφροδίτης Ουρανίας, οι τρεις μεγαλόπνοες μεγάλες συνθέσεις του Πρόλογος στη ζωή: 1915-1917, Μήτηρ Θεού: 1917, Πάσχα των Ελλήνων: 1918, Δελφικός Λόγος: 1927, Νέκυια Β΄, ΟρφικάΊμεροιΕπίνικοι Β΄ κλπ. Σ’ αυτά να προσθέσουμε και τις τραγωδίες του, τις συγκεντρωμένες τώρα στους τρεις τόμους της «Θυμέλης» (Ο Διθύραμβος του Ρόδου: 1932, Σίβυλλα: 1940, Ο Δαίδαλος στην Κρήτη: 1943, Ο Χριστός στη Ρώμη: 1946, Ο Θάνατος του Διγενή: τυπωμένη από το 1948 κυκλοφορεί το 1951, Ασκληπιός: τυπώνεται μετά τον θάνατό του, το 1955). Από την απλή αυτή παράθεση βλέπουμε ότι η μεγάλη ποιητική παραγωγή του Σικελιανού (εξαιρουμένων των τραγωδιών) είναι προγενέστερη του 1931, έτους που εκδόθηκε η Στροφή του Σεφέρη, και γενικά προγενέστερη όλων των ποιητικών συνθέσεων της γενιάς του 30. Κρατάμε αυτή τη διαπίστωση — θα μας χρησιμεύσει παρακάτω.

Επανέρχομαι: Aν ως προς το «μεγαλύτερος» έχει ο καθένας τη δυνατότητα να αρθρώσει βάσιμο αντίλογο στα παραπάνω, σε ένα σημείο νομίζω ότι, όσο κι αν προσπαθήσει, δεν θα τα καταφέρει: στο ότι ο Σικελιανός είναι εντελώς μοναδικός, αδευτέρωτος μέσα στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης. Ψάχνω να βρω κάποιον από τους προηγούμενους που να του μοιάζει αλλά δεν βρίσκω. Ψάχνω στους επόμενους, δεν βρίσκω. Τον βλέπω τόσο ξεχωριστό που εκεί στο «έρκος των οδόντων μου» μετεωρίζεται ο υπερφίαλος λόγος: Η ελληνική γραμματολογία πρέπει να αφιερώσει δυο βασικά κεφάλαια στην ελληνική ποίηση. Το ένα θα επιγράφεται «Η νεοελληνική ποίηση» και το άλλο «Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού».
Είναι χαρακτηριστικό αυτής της ποιητικής μοναδικότητας του Σικελιανού η αμηχανία που προκάλεσε στη νεοελληνική κριτική: Σύμπασα η νεοελληνική «καθεστωτική» κριτική θεωρεί ως τομή, που ορίζει το πέρασμα στη νεότερη, στη «μοντέρνα», ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, την εμφάνιση της «γενιάς του 30», και, συμβατικά, την έκδοση της Στροφής του Σεφέρη, που δημιουργεί και τους κατάλληλους ηχητικούς συνειρμούς, δηλαδή το έτος 1931,[16] τη στιγμή που ο Αλαφροΐσκιωτος (τυπωμένος το 1909) αριθμεί ήδη 22 ολόκληρα έτη ζωής.
Ας εστιάσουμε εδώ: Τι δεν έχει ο Αλαφροΐσκιωτος από όσα σηματοδοτούν αυτή την περιώνυμη στροφή; Λένε ότι βασικό χαρακτηριστικό της «νεότερης ελληνικής ποίησης» είναι η κατάργηση της ρίμας (αλλά και όλων των τυπικών μορφικών χαρακτηριστικών της «παραδοσιακής» ποίησης, που, κατ’ αυτούς, λειτουργούν ως βαρίδια στην ποιητική έμπνευση) και η εισαγωγή του «ελεύθερου στίχου». Μα ήδη στον Αλαφροΐσκιωτο του νεαρότατου Σικελιανού αυτά υπάρχουν, οι μετρικές καινοτομίες του «έχουν ταράξει τα ποιητικά νερά»·[17] το ίδιο και στις περισσότερες από τις επόμενες μεγαλόπνοες συνθέσεις του, όπως π.χ. τις τέσσερις Συνειδήσεις του Προλόγου στη ζωή, δημοσιευμένες και αυτές πολύ πριν το κρίσιμο χρονικό ορόσημο του 1931! Λένε ότι η «νεότερη ποίηση» καταργεί την επιφανειακή και αντιποιητική νοησιαρχία και καταδύεται στον βαθύ ψυχισμό του ανθρώπου, απ’ όπου ανασύρει συνειρμούς λέξεων και νοημάτων ανύπαρκτους, στην τυπική λογική, αλλά υπαρκτούς μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινή ποιητική μήτρα. Μα αυτό είναι σήμα κατατεθέν της ποίησης του Σικελιανού, από τα πρωτόλειά του ακόμα (και του το προσάπτουν μάλιστα ως στοιχείο σκοτεινού και αντιποιητικού ύφους!). Ας σταθούμε μόνο σε ένα απόσπασμα από το ποίημά του «Ars minimi II», που το έγραψε απευθυνόμενος στην αγαπημένη του, έφηβος ακόμα, κάπου ανάμεσα στα 18 και στα 20 χρόνια του.

    Μ’ ακούς; θα πάρομε άλογα
                γοργότερα απ΄αγέρι,
                από τα δάση ανάμεσα,
                στο τρέξιμο γοργά.
                Κι αν θα μας πάει ολούθενε
                κι ολούθε αν θα μας φέρει,
                να μη μας φτάνει η Μοίρα μας
                που θα μας κυνηγά.
                
[…]                και τρέχοντας και τρέχοντας
                με τα γοργά φτερά τους
                να φθάσομε το θάνατο,
                πριν να μας φτάσει αυτός.
[18]

Ήδη σ’ αυτό το εντελώς πρωτόλειο ποίημα διακρίνουμε καθαρά, αν και σε εμβρυακή κατάσταση, αυτά τα ποιητικά χαρακτηριστικά, στα οποία μόλις αναφέρθηκα. Στον ηλιακά λίγο μεγαλύτερο αλλά επίσης νεανικότατο Αλαφροΐσκιωτο φαίνεται πολύ καθαρότερα αυτό το εκτυφλωτικά «νέο», το παρθένο που κομίζει ο νεαρός ποιητής στη νεοελληνική ποίηση: Η βοή του πελάου που πλημμυρίζει τις φλέβες (στ. 7-8)· ο ήλιος που τρίζει σα μυλολίθαρο (στ. 9-10)· το άφαντο αξόνι που αγκομαχάει (στ. 12)· το φύσημα της απόγειας αγνότητας (στ. 50)· το φως που βλέπει το μεδούλι των οστών (στ. 73-74)· η αιθερόκαυτη πείνα (στ. 205)· το αγνάντεμα των αστεριών μέσα στο φως της ψυχής του (στ. 218-219)· Το χτύπημα του μελισσόχορτου (στ. 263)· τα ανεμοπόδα άτια στο αλώνι (στ. 286)· Το κρύο γαλάζιο μεσημέρι (στ. 311)·ο ανασασμός των αστεριών (364)· ο ακράτητος παλμός της Αλετροπόδας (στ. 422-3).

Επανέρχομαι στα όσα λένε οι κριτικοί και γραμματολόγοι για τον Σικελιανό —όχι σε όλα μόνο στα εντελώς βασικά, στα οποία προαναφέρθηκα, αποσιωπώντας καίρια στοιχεία της ποιητικής ιδιοφυίας του Σικελιανού— αδικώντας τον λοιπόν, εκών άκων. Και από αυτά, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει —το συγκεφαλαιώνω— ότι η τομή στη νεότερη ελληνική ποίηση δεν γίνεται το 1931 με την έκδοση της σεφερικής Στροφής αλλά το 1909 με την έκδοση του Αλαφροΐσκιωτου. Το ποίημα αυτό «έκοψε με το μαχαίρι» στα δύο την ελληνική ποίηση: Στην πριν από τον Αλαφροΐσκιωτο και στη μετά απ’ αυτόν. Ο Σικελιανός όμως ήταν μόνος. Δεν σχημάτισε «Σχολή». Με ποιον να τον ταιριάξεις και με ποιον να τον «βάλεις δίπλα» αυτόν τον αταίριαστο, που έμοιαζε με μύστη περισσότερο παρά με συνηθισμένο ποιητή και που εισέβαλε, έφηβος σχεδόν ακόμα, στα χωράφια της ελληνικής ποίησης με μια έκδοση πολυτελέστατη και εκτός εμπορίου («θαύμα βιβλιοδετικής και τυπογραφικής τέχνης» τη χαρακτηρίζει ο Βλάσης Γαβριηλίδης), όχι σαν ταπεινός κάλφας αλλά σαν ισοπεδωτικός εισβολέας προκαλώντας τον απόλυτο αιφνιδιασμό στην «ποιητική πιάτσα», όπως ανάγλυφα αποτυπώνεται στις κριτικές, οι οποίες κυμαίνονται από την αποθέωση έως την πλήρη ισοπέδωση (ισοπέδωση η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, προκάλεσε τη βαθιά απογοήτευση και την οργίλη αντίδραση του νεαρού ποιητή);[19]

Σ’ αυτή ακριβώς τη μοναδικότητα οφείλεται η αμηχανία των πιο έγκυρων γραμματολόγων μας πού να τον κατατάξουν, αν και αποδέχονται ανεπιφύλακτα την αξία του και του απονέμουν με γενναιοδωρία τα εύσημα. Και ο Κ.Θ. Δημαράς και ο Λίνος Πολίτης π.χ. τον «ταξινομούν» σε κεφάλαια των οποίων ο τίτλος (αλλά και τα περιεχόμενα) δηλώνει εμφαντικά αυτή την αμηχανία: Ο πρώτος τον ταξινομεί στο 28ο κεφάλαιο της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας υπό τον τίτλο «Ο συναγερμός που τελειώνει 1900-1912» μέσα σε μια ενότητα, όπου συνυπάρχουν η Πηνελόπη Δέλτα, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, ο Φώτος Πολίτης, ο Δημοσθένης Βουτυράς και άλλοι, με τους οποίους τον συνδέει μόνο η χρονική συνύπαρξη.[20] Ο δεύτερος στο 13ο κεφάλαιο της δικής του Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας υπό τον τίτλο «Καβάφης, Σικελιανός — Η ποίηση ως τα 1930», του οποίου και πάλι τον κοινό παρονομαστή αποτελεί μόνο η χρονική συνύπαρξη στον λογοτεχνικό στίβο των δύο ποιητών για μια εικοσιπενταετία περίπου (1909-1933) — δύο ποιητών εντελώς διαφορετικών, που δεν είναι καν συνομήλικοι.[21] Και ο Vitti τον «στριμώχνει» σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Οι μεγάλες φιλοδοξίες της παρακμής» και υπότιτλους «Η ζωή σαν έργο τέχνης», «η παραχαρακτική λειτουργία της ποίησης» και «Ο Σικελιανός», μέσα στα οποία, κατά τη δική μου αίσθηση, ο Σικελιανός όχι μόνο δυσκολεύεται να «αναπνεύσει» αλλά κινδυνεύει από «ασφυξία».[22] Θα χρειαστεί να έρθει από την επόμενη γενιά ο Γ. Π. Σαββίδης, βαθύς γνώστης του συνολικού έργου του Σικελιανού και εκδότης του, για να αναδείξει τον κομβικό ρόλο του Σικελιανού στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης.[23]

Αυτά τα λίγα για τον ποιητή Σικελιανό. Καιρός να θέσουμε το ερώτημα αν και ποια σχέση έχουμε εμείς οι σημερινοί με την ποίησή του. Την απάντηση την έχει δώσει έμμεσα αλλά σαφώς ο Γ.Π. Σαββίδης εστιάζοντας στον Αλαφροΐσκιωτο:

«…Όμως ένα τέτοιο σπερματικό έργο [:Αλαφροΐσκιωτος], συνεχίζει να κρίνει τους αναγνώστες του, δηλαδή εμάς. Είδαμε πώς τον υποδέχτηκαν οι σύγχρονοί του. Και τώρα με το χέρι στην καρδιά, ας αναρωτηθούμε κατά πόσο οι σημερινοί μας δημοσιογράφοι, κριτικοί, λόγιοι και δάσκαλοι, είναι σε θέση να εκτιμήσουν επαρκέστερα –όχι τάχα έναν καινούργιο Αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνο τον ίδιο, πρωτόλειο αριστούργημα του ένθεου εικοσιπεντάχρονου ποιητή!».[24]

Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Σαββίδη έχει τολμήσει και η ταπεινότητά μου να θέσει το ερώτημα[25] αν εμείς, οι συντοπίτες του, που τον θεωρούμε «δικό μας» αυτόν τον τεράστιο ποιητή, εμείς που του στήσαμε ένα πολύ ωραίο Μουσείο, διαβάζουμε καμιά φορά Σικελιανό· αν έχουμε κάποιον τόμο του στη βιβλιοθήκη μας· αν έχουμε αναρωτηθεί πόσα αντίτυπα πουλάει (και πανελλαδικά και στη Λευκάδα) ο Σικελιανός και πόσα π.χ. η Δημουλά ή η Καρυστιάνη (για να μην πάω σε πιο «κάτω» συγκρίσεις)· αν θυμάται κανείς πόσοι ήρθαν στη εκδήλωση της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών για τον Σικελιανό, στο ΣΤ΄ Συμπόσιο της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, τον Αύγουστο του 2001.[26]
Και για να αφήσουμε στην άκρη τα ενοχλητικά ερωτήματα, θεώρησα υποχρέωσή μου -από τη στιγμή που έγραψα τα ανωτέρω- να κάνω κάτι επί πλέον, για να δώσω τη δυνατότητα σε όσους φιλομαθείς θέλουν να προσεγγίσουν την ποίηση του Σικελιανού χωρίς να περιπλανηθούν στο πέλαγος των έξι τόμων του Λυρικού Βίου και των τριών της Θυμέλης. Γι’ αυτό ετοίμασα ένα «Μικρό απάνθισμα» που το έχω αναρτήσει στον ιστότοπο «Άρωμα Λευκάδας». Το κριτήριο της επιλογής των ποιημάτων είναι απολύτως υποκειμενικό και δεν υπακούει σε καμιά άλλη λογική παρά μόνο σε τούτο: να δώσει σ’ ένα κοινό, που καθημερινώς (υπο)σιτίζεται πνευματικά στην ελλιπέστατη και μίζερη τράπεζα των κατ’ ευφημισμόν «μέσων κοινωνικής δικτύωσης» —και εφόσον φυσικά το επιθυμεί— την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με ένα μικρό δείγμα της ποίησης του Σικελιανού, κατά το δυνατόν αντιπροσωπευτικό, και ειδικώς να νιώσει κάτι από όσα υποστήριξα παραπάνω.[27]

  1. Η παρούσα εργασία αποτελεί εκ βάθρων αναδιαμορφωμένη «έκδοση» του προπλάσματος που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο www.aromalefkadas.gr την 10.9.2014 [:Δημήτρης Σπ. Τσερές «Υπάρχει και ο ποιητής (Σικελιανού εγκώμιο οφειλόμενο)»] και στην Επετηρίδα της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών [:Δημήτρης Σπ. Τσερές, «Σικελιανικά, 2: Υπάρχει και ο ποιητής (Σικελιανού εγκώμιο οφειλόμενο)», Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, τ. ΙΓ΄(2012-2016), Αθήνα 2017, σ. 216-224]. 
  2. Για τα οικογενειακά του Σικελιανού: Πάνος Γ. Ροντογιάννης, «Οι πρόγονοι [του Άγγελου Σικελιανού]», Νέα Εστία 52, τχ. 611 (Χριστούγεννα 1952), Αφιέρωμα Άγγελος Σικελιανός, σ. 6-10. Αναλυτικότερα: Πάνος Γ. Ροντογιάννης, «Η οικογένεια των Σικελιανών. Α. Οι πρόγονοι του ποιητή»», Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, ΣικελιανόςΜνήμη για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του στη Λευκάδα 1884. Συλλογική έκδοση [Κείμενα: Γιάννης Ρίτσος, Πάνος Ροντογιάννης, Γ. Π. Σαββίδης, Αριστόξενος Σκιαδάς, Νίκος Σβορώνος, Γεράσιμος Γρηγόρης και Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη], εκδ. Εστία 1984, σ. 11-35. 
  3. Για τα μαθητικά πεπραγμένα του Σικελιανού: Δημήτρης Σπ. Τσερές, «Σικελιανικά…», ό.π., σ. 218-219. 
  4. Άγγελος Σικελιανός, Ανθολογία [Επιλογή-φιλολογική επιμέλεια Ζήσιμος Λορεντζάτος], Ίκαρος, 1998Επιφυλακτικός επ’ αυτού ο Νάσος Βαγενάς θεωρεί ότι στην κρίση του Λορεντζάτου βαραίνει πιο πολύ η (σε δυο φάσεις της πορείας του) προσέγγιση του Σικελιανού στον Χριστιανισμό, όπως δείχνει το ότι στην κορυφή της σικελιανικής ποίησης τοποθετεί τρία «χριστιανικού» πνεύματος ποιήματα: «Μήτηρ Θεού», «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι» και «Γιατί βαθιά μου δόξασα» (Νάσος Βαγενάς, «Η τέχνη της αντίφασης», Βήμα της Κυριακής, 14.3.1999). Σχετικός με το θέμα και ο μερικός (ανάμεσα στον Πρόλογο στη Ζωή και Το Άξιον Εστί) αλλά εύστοχος παραλληλισμός Σικελιανού και Ελύτη της Αθηνά Βογιατζόγου: «Το Άξιον Εστί και ο Πρόλογος στη Ζωή συνιστούν δύο ανεπανάληπτα εγχειρήματα στα πλαίσια της νεοελληνικής ποίησης. Ανάμεσα στην υπεράνθρωπης (ορισμένοι θα έλεγαν ασφυκτικής) πολυπλοκότητας και ακρίβειας αρχιτεκτονική οργάνωση του πρώτου και τη θαυμαστά ριψοκίνδυνη ελευθεριότητα του δεύτερου, ανοίγεται για τον Έλληνα ποιητή ένα ευρύ και γόνιμο πεδίο δυνατοτήτων» (Αθηνά Βογιατζόγλου, Η Μεγάλη Ιδέα του Λυρισμού, Μελέτη του Προλόγου στη Ζωή του Σικελιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 203). 
  5. Η ομιλία εκφωνήθηκε στη Λευκάδα την 10.6.1995 και δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής της 18.6.1995 (=Γ. Π. Σαββίδης, «Κάποιοι μυστικοί δεσμοί μου με τη Λευκάδα», Εδώδιμα αποικιακά. Ελάσσονα και ανέκδοτα κείμενα και ποιητικές μεταφράσεις 1945-1995, Ερμής 2000, σ. 312-315:313). 
  6. Το ζήτημα των σχέσεων της Εύας Πάλμερ και του Σικελιανού με τον πολυδαίδαλο χώρο του αποκρυφισμού ερευνά εξαντλητικά και τεκμηριωμένα η Ευθαλία Παπαδάκη στο —μοναδικό επί του προκειμένου— βιβλίο της, Πίσω από το πέπλο της ωραιότητας, Ο Μυστικός κόσμος της Εύας και του Άγγελου Σικελιανού, Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2018. 
  7. Χαρακτηριστικό το ευτράπελο περιστατικό, που αφηγείται η Πηνελόπη Δέλτα: Μια μέρα ο Ελευθέριος Βενιζέλος μ’ ένα βιβλίο στη μασχάλη πηγαίνει βιαστικός προς το σπίτι του. Ήταν ποιήματα που του είχε στείλει ο Σικελιανός. Η Δέλτα τον ρωτάει «Τα καταλαβαίνετε;». «Δεν κατάλαβα ως τώρα κανένα» της αποκρίνεται γελώντας ο Βενιζέλος «γι’ αυτό γυρεύω μοναξιά μήπως στη σιωπή και στην ησυχία καταλάβω όσα δεν ένιωσα ως τώρα» (Πηνελόπη Δέλτα, Ελευθέριος K. ΒενιζέλοςΗμερολόγιο-Αναμνήσεις-Μαρτυρίες-Αλληλογραφία, επιμ. Π.Α. Ζάννας, Ερμής, 1978, σ. 268, εγγραφές 30ης και 31ης Ιουλίου 1920). Ποιο ήταν το βιβλίο δεν μας πληροφορεί η συγγραφέας. Εύλογο είναι να εικάσουμε ότι είναι κάποια πρόσφατη έκδοση: Tο Πάσχα των Ελλήνων (1918), η Μήτηρ Θεού (1917) και οι τέσσερις πρώτες Συνειδήσεις του Προλόγου στη Ζωή (1915-1917). 
  8. Τον «διχασμό» του Σικελιανού ανάμεσα στον ποιητή και τον μυσταγωγό τον εκφράζει εύστοχα ο Μ. Καραγάτσης στη Μεγάλη Χίμαιρα (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 512014, σ. 127) διά στόματος της μυθιστορηματικής ηρωίδας του, της Μαρίνας: «Παρόμοια περίπου είναι και η περίπτωση του Σικελιανού, αλλά πολύ ασυνεπέστερη λογικά, εφόσον θεμελιώνεται στην εξωφρενική ανεδαφικότητα να συγχωνευθούν και να κυριαρχήσουν —μέσα στον εικοστό αιώνα— ο νεκρός Ορφισμός και ο διασπασμένος Χριστιανισμός. “Τι έλλειψη ιστορικού κριτηρίου!” απορούσε η Μαρίνα. “Ωσάν ο Ορφισμός να ήταν δοξασία αυτόνομη! Ωσάν ο Χριστιανισμός να μην ήταν η ιστορικώς συνεπής εξέλιξη του Ορφισμού! Κι όμως αυτός ο άκριτος άνθρωπος τι εξαίσιος ποιητής που είναι!”». Βλ. και τις υποσημειώσεις 9 και 11. 
  9. Για τα ζητήματα αυτά: Αθηνά Βογιατζόγλου, Η Μεγάλη Ιδέα του Λυρισμού, ό.π. Η συγγραφέας στο κεφάλαιο 2 του βιβλίου («Συνειδήσεις και στίχοι: “Ο διχασμός της λυρικής πορείας” του Σικελιανού και οι αντιδράσεις της κριτικής», σ. 13-21) συγκεντρώνει και σχολιάζει τις θέσεις των κριτικών για τα προβλήματα αυτά στο έργο του Σικελιανού και κυρίως στις 5 Συνειδήσεις του Προλόγου στη Ζωή. Ενδεικτικά: «Με ελάχιστες εξαιρέσεις οι μελετητές αντιμετώπισαν τις Συνειδήσεις ως ένα εκκεντρικό και αποτυχημένο ποιητικό πείραμα» (σ.17-18)· «Η έλλειψη “πνευματικού ειρμού”, που διαπιστώνει στις Συνειδήσεις ο Καραντώνης, συνιστά ποιητικό γνώρισμα, το οποίο ορισμένοι κριτικοί αποδίδουν γενικότερα στις εκτενείς συνθέσεις του Σικελιανού» (σ. 18)· «Το 1979 ο Βαγενάς προσάπτει στον “ανοικονόμητο λυρισμό” των Συνειδήσεων….» (σ. 20)· «Ο Αυγέρης εμφανίζεται τo 1952 απροκάλυπτα καταδικαστικός στα συμπεράσματά του: “[Στον Πρόλογο στη Ζωή] ο Σικελιανός παρατά τον έμμετρο λόγο και αφήνεται αχαλίνωτος στον οίστρο του… κινδυνεύει να πέσει στο άμορφο και χαοτικό”» (σ. 20). Σε αντίθεση με τους ανωτέρω ο Διονύσης Καψάλης: «Το μείζον κατόρθωμα του Σικελιανού είναι ότι έπλασε ποιητικό κόσμο και μια καινούργια ποιητική γλώσσα, την πιο ευρύχωρη ποιητική γλώσσα που διαθέτουμε στη νεοελληνική γραμματεία, μέσα στην οποία η υπερβολή αυτή ακούγεται φυσιολογικά, αβίαστα και —στις μεγάλες στιγμές του— σαν την τρυφερή, κουβεντιαστή σχεδόν, εκμυστήρευση ενός πρόωρα χαμένου φίλου…» (Διονύσης Καψάλης, «Ο μείζων λυρισμός του Άγγελου Σικελιανού», Τα μέτρα και τα σταθμά, Άγρα, 1998, σ. 89-105: 99). 
  10. Ανδρέας Καραντώνης, «Στοχασμοί για την ποίηση του Άγγελου Σικελιανού», Νέα Εστία, τόμ. 52, τχ. 611, Χριστούγεννα 1952, σ. 28: [Οι Συνειδήσεις] «είναι σχεδόν αδιάβαστες από την άποψη της “ποιητικής ακοής” καθώς ο περίπλοκος συντακτικός τους ρυθμός, σε συνδυασμό με την περιορισμένη ρυθμικότητά τους καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την προφορική τους ανάγνωση…». Ο ίδιος κριτικός όμως το 1962 («Αναδρομή στον Σικελιανό», Από τον Σολωμό ως τον Μυριβήλη, Εστία, χ.χ. σ. 264-278: 269-270) είναι πιο διαλλακτικός: «Δεν μπορούμε να πούμε πως οι ναοί αυτοί [των Συνειδήσεων] ορθώθηκαν τελειωμένοι…Όμως τι λαμπρά κομμάτια μαρμάρων…μας άφησε ο ποιητής…». 
  11. Πραγματικά αισθάνεσαι έκπληξη, όταν βλέπεις σε ποιες κρίσεις τον οδηγούν οι αποκρυφιστικές του αναζητήσεις για μείζονα θέματα και πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας: π.χ. θεωρεί παρακμή την εποχή του Περικλή και του Μεγάλου Αλεξάνδρου: Ο Περικλής είναι ο υπεύθυνος της εγκατάλειψης των δελφικών αμφικτυονιών και της αστικοποίησης των Αθηναίων, αυτός που απόκοψε τους Αθηναίους από τη γη τους και τους έκλεισε στα τείχη προκαλώντας τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο οποίος κατάστρεψε την Ελλάδα προετοιμάζοντας την (μετά από τρεις αιώνες!) υποδούλωση στους Ρωμαίους· την καταστροφή του Περικλή ολοκλήρωσε ο Μέγας Αλέξανδρος με την κατακτητική του εκστρατεία, με την οποία έκοψε οριστικά κάθε δεσμό των Ελλήνων με τη γη τους! Την ίδια έκπληξη προκαλεί και ο τρόπος που «βλέπει» γεγονότα και πρόσωπα της καταλυτικής δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα: Εχθρικός για τον Βενιζέλο αλλά λάτρης του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος οδήγησε την πολιτική του Βενιζέλου στα άκρα με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα και στον οποίο ο Σικελιανός (μόλις πέντε μήνες πριν τον μοιραίο Αύγουστο του 1922, ενώ το αίμα του μικρασιατικού Ελληνισμού τρέχει ποτάμι, λίγο πριν ολοκληρωθεί η μεγαλύτερη καταστροφή του Νέου Ελληνισμού, για την οποία ευθύνεται μια πολιτική της οποίας ηγείται ο Κωνσταντίνος ως κομματάρχης και όχι ως σύμβολο ενότητας του Έθνους) απευθύνει το Ανοιχτό υπόμνημα στη Μεγαλειότητά του, στο οποίο στηρίζει στον Κωνσταντίνο τις ελπίδες του για την αναγέννηση της Ελλάδας βλέποντας στο πρόσωπό του τον νέο ήρωα του Έθνους, αυτόν που θα οδηγήσει τον λαό του σε μια «ηθική ελληνική επανάσταση»· ταυτοχρόνως καταφεύγει σε ένα αντιδυτικό παραλήρημα γεμάτο βαρύτατες κατηγορίες και πεζοδρομιακού τύπου ύβρεις κατά του Βενιζέλου: «ταπεινός αριβιστής», «χάρμα των διπλωματών της Δύσης», άνθρωπος που θέλει να παραδώσει την Ελλάδα «στο ύστερο συμπόσιο των φριχτών της συφιλιδικών μνηστήρων και υβριστών»! Και το πράγμα βαραίνει, αν σκεφτούμε ότι αυτός ο αμείλικτος κατήγορος της Δύσης, στη Δύση επέλεξε να περάσει αρκετά χρόνια της ζωής του. Το κείμενο του υπομνήματος: Άγγελου Σικελιανού, Πεζός Λόγος, [επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης], τ. Α΄, 1978, σ. 77-113: 80-82. Περισσότερα για το θέμα αυτό: α) Γ. Π. Σαββίδης, «Για τα εκατόχρονα του Σικελιανού (1984)», Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό, [Εισαγωγή και επιμέλεια Αθηνά Βογιατζόγλου], Ερμής, Αθήνα 2003, σ. 186-190 β) Βογιατζόγλου: «Προς την παλινόρθωση του Έθνους: Η Συνείδηση της Φυλής μου», Η Μεγάλη Ιδέα του Λυρισμού, ό.π. σ. 124-130. Βλ. και τις ανωτέρω υποσημειώσεις 6 και 8 και γ) Ευθαλία Παπαδάκη, ό.π., σ. 123-126. Επιλογικά: Γίνεται αντιληπτό πόσο επισφαλές είναι να επιχειρήσει κανείς να κατατάξει τον Σικελιανό εντός του ελληνικού πολιτικού φάσματος σαν να επρόκειτο για έναν συνήθη πολιτευόμενο — κάτι που δυστυχώς δεν έχει αποφευχθεί. 
  12. Το ζήτημα εξετάζει αναλυτικά η Βογιατζόγλου: «Συνειδήσεις και στίχοι: “Ο διχασμός της λυρικής πορείας” του Σικελιανού και οι αντιδράσεις της κριτικής», Η Μεγάλη Ιδέα του Λυρισμού, ό.π., σ. 13-21. Βλ. και στο ίδιο «Η Συνείδηση της γης μου: Ένα λυρικό Bildungsroman», ό.π., σ. 114. 
  13. Οδυσσέας Ελύτης, «Ρωμανός ο Μελωδός», Εν λευκώ, Ίκαρος 82011, σ. 46. Οι «αναγκαίες προσαρμογές» συνίστανται στο να βάλουμε στη θέση των λέξεων «διδαχή», «ρητορεία», «εκκλησιαστική σκοπιμότητα», «δογματική ακαμψία» τη λέξη «μυσταγωγία» και όποια ισοδύναμά της-χαρακτηριστικά της ποίησης του Σικελιανού. Γενικότερα, η ελυτική διάκριση της ελληνικής ποίησης σε ποίηση που «κυματούται» και σε ποίηση «επίπεδη» (στο ίδιο, σ. 48-51) είναι εξαιρετικά χρήσιμη στη μελέτη και κατανόηση της ποίησης του Σικελιανού, την οποία, αν στοιχηθούμε με το σκεπτικό του Ελύτη, θα την εντάξουμε στην ποίηση που «κυματούται». 
  14. Παραθέτω την επί του προκειμένου πολύ σημαντική παρατήρηση της αείμνηστης Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη (1939-2019), η οποία γνώριζε από πρώτο χέρι πληροφορίες για τη ζωή του Σικελιανού (Άγγελου Σικελιανού, Ανέκδοτα ποιήματα και πεζά, Φιλολογική επιμέλεια, σχόλια και μία μελέτη της Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, Βιβλιοπωλείο της “Εστίας” , 1989, σ.212): «Παράλληλα, από τη νεαρή του ηλικία ο Άγγελος νιώθει πιο βολικά στη συντροφιά των ψαράδων και των χωρικών παρά στην κλειστή ατμόσφαιρα και την τυπικότητα του αστικού περιβάλλοντος. …Ο φιλολαϊσμός του πηγάζει από τα παιδικά του χρόνια και είναι μια επιλογή ενσυνείδητη και όχι όψιμη και επίκτητη όπως υποστηρίζεται συχνά». Το καίριο σημείο εδώ βέβαια είναι τι σημαίνει η λέξη φιλολαϊσμός». Πολύτιμες πληροφορίες για το ίδιο θέμα: Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη, «Δύο κείμενα του 1984 του Τάσου Κατσή (1903-1987) με τις αναμνήσεις των ψαράδων για τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού στο νησάκι του Άϊ-Νικόλα (1902-1910)» Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, τ. ΙΒ΄(2009-2011), Αθήνα 2013, σ. 401-426. Με τα παραπάνω ας συσχετισθεί η παντελής απουσία του αστικού χώρου της Λευκάδας όχι μόνο από τον Αλαφροΐσκιωτο αλλά από όλη την ποίηση του Σικελιανού: Δημήτρης Σπ. Τσερές, «Το ρέκβιεμ της λευκαδικής τσιβιλιτάς», Ανδρομάχη Φίλιππα-Χαριτωνίδου, Ηθογραφίες λευκαδίτικες, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2010, σ. 184. 
  15. Βλ. ενδεικτικά τι γράφει επ’ αυτού ο Σεφέρης: «…Το αξιοσημείωτο τώρα είναι ότι αν η ζωή του ποιητή Καβάφη τέλειωνε στα σαράντα, θα έμενε στην ελληνική γραμματολογία σαν ένας στιχουργός με δυο-τρία καλά οπωσδήποτε ποιήματα, άλλα τόσα «συμπαθητικά», κι έναν μεγάλο όγκο πολύ κακών κατασκευασμάτων…» (Γιώργος Σεφέρης, «Λίγα ακόμα για τον Αλεξανδρινό», Δοκιμές, τ. Α΄ (1936-1947) Ίκαρος, 51984, σ. 369-375. Το συγκεκριμένο απόσπασμα στη σ. 370). 
  16. Και ο Κ. Θ. Δημαράς (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, 61975, σ. 482-485) και ο Λίνος Πολιτης, (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,, ΜΙΕΤ, 41985, σ. 280) και ο Mario Vitti, (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, 31978, σ. 353) ρητά ή έμμεσα αυτή την άποψη υιοθετούν. 
  17. Για τη στιχουργική του Αλαφροΐσκιωτου: Ευριπίδης Γαραντούδης «Ο “ελευθερωμενος δεκαπεντασύλλαβος” του Αλαφροΐσκιωτου», Παλίμψηστον 12, Ηράκλειο 1993, σ. 205-222 και Άννα Κατσιγιάνη, «Σημειώσεις για τη στιχουργία του Προλόγου στη ζωή», Αριάδνη 5 (1999), σ. 447-454: 447-448. Bλ. και τη γνώμη του Δημαρά στην παρακάτω υποσημείωση 20 και την εξαιρετική ανάλυση της Αθηνάς Βογιατζόγλου, «”Πολύτροπος αρμονία” ή “Μονόηχο νανάρισμα”; Η προσωδία των Συνειδήσεων», Η Μεγάλη Ιδέα του Λυρισμού, ό.π. σ. 23-41. 
  18. Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος, τ. ΣΤ΄, [Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης], Ίκαρος 1969, σ. 20. 
  19. Οι αντιδράσεις της κριτικής, όταν εκδόθηκε ο Αλαφροΐσκιωτος, κυμαίνονται από τις διθυραμβικές των υποστηρικτών (μεταξύ των οποίων πρωτοστατούν ο Άριστος Καμπάνης και ο Σπήλιος Πασαγιάννης) ως τις αρνητικές των «αντιπάλων» — μεταξύ των τελευταίων ξεχωρίζουν οι χολωτικές επιθέσεις του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου στον Νουμά, που τις υπογράφει με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός. Το ζήτημα εξετάζεται αναλυτικά στο: Γ. Π. Σαββίδης, «Πώς υποδέχτηκαν τον Αλαφροΐσκιωτο» (1989)», Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό, ό.π., σ. 255-326. Η παρουσίαση πάντως, που αποτυπώνει θαυμάσια τον αιφνιδιασμό από την εμφάνιση του Αλαφροΐσκιωτου, είναι αυτή που δημοσιεύτηκε ανυπόγραφη στην εφημερίδα Ακρόπολις (στη στήλη «Λακωνικά»), γραμμένη πιθανότατα από τον ίδιο τον εκδότη της Βλάση Γαβριηλίδη: «Και ένα περίεργο θαύμα βιβλιοδετικής και τυπογραφικής τέχνης αποτελεί το παράξενο βιβλίο που βγήκε στο φως κατ’ αυτάς, του Άγγελου Σικελιανού ο Αλαφροΐσκιωτος. Εις μέγιστο τέταρτο, μ’ ένα πετσί χρώματος γάλα και καφέ και με λουριά δεμένο, σαν έκδοσις μεσαιωνική, που βλέπει κανείς στα Μουσεία της Δύσεως… Τι είναι ο Αλαφροΐσκιωτος; Είναι….Η νέα ποίησις η ακατανόητος. Αλλά δροσοβολούσα και μυροβολούσα, ακάθεκτος και ακανόνιστος και παλαβή. Ένα όμορφο χάος παρθένου νεοελληνικής ψυχής, από το οποίο κάποιος ήλιος θα ξεπηδήσει [κάποια] μέρα». (Γ. Π. Σαββίδης, «Πώς υποδέχτηκαν τον Αλαφροΐσκιωτο» (1989)», ό.π., σ. 264-265).
    Οι σκληρές κριτικές απογοήτευσαν βαθιά τον νεαρό ποιητή και τον οδήγησαν στην πρόσκαιρη απόφαση να σταματήσει να δημοσιεύει ποιήματα (Γ. Π. Σαββίδης, «Πώς υποδέχτηκαν τον Αλαφροΐσκιωτο» (1989)», ό.π., σ. 323, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε η επιστολή). Στην κατακλείδα της μελέτης του αυτής (σ. 318) ο Σαββίδης θεωρεί τον Αλαφροΐσκιωτο «ως ένα από τα αγκωνάρια της νεοτερικής μας ποίησης» (Η υπογράμμιση δική μου). 
  20. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία…, ό.π., σ. 430-447. Στον Σικελιανό αφιερώνει τις σ. 433-438, δηλαδή τις έξι από τις δέκα εφτά σελίδες του κεφαλαίου. Αυτό είναι μια σίγουρη απόδειξη πόσο τον εκτιμά ως ποιητή αλλά δεν είναι η μόνη: οι κρίσεις του είναι ανεπιφύλακτα θετικές, σχεδόν ενθουσιώδεις: «…Στα 1909 εκδίδει τον Αλαφροΐσκιωτο, γραμμένο από το 1907….ολότελα κάτοχος των εκφραστικών του μέσων, κυρίαρχος της δημιουργικής του ιδιοτυπίας, ο ποιητής παρουσιάζεται εδώ ακεραιωμένος λυρικός οργανισμός. Θα έχουμε στα κατοπινά χρόνια θαυμαστές εξελίξεις…» (σ. 433) και: «Ο στίχος ξεχειλάει κι αυτός· οι παραδομένες μορφές δεν του φτάνουν και γίνεται ελεύθερος. Είναι στιγμές που μας φαίνεται ο ποιητής σαγηνεμένος από την γοητεία της λέξης. Ανάλογα είναι συνεπαρμένος από τη χαρά που προσφέρουν οι αισθήσεις. Μοιάζει ο ίδιος σαν ένα κομμάτι του φυσικού κόσμου, και τον κατέχει το πάθος της ένωσης αυτής…Ο στίχος είναι ελεύθερος…Ο κόσμος των αισθήσεων παρέχεται όχι μόνο υποκειμενικά αλλά και αντικειμενικά με θαυμαστή περιγραφική ικανότητα» (σ. 434). Αλλά τελικά -και αναντίστοιχα με τα όσα ποιητικά εύσημα του απονέμει- ο Κ.Θ. Δημαράς καταλήγει ότι ο Σικελιανός είναι ο ποιητής που ολοκλήρωσε τα αιτούμενα της γενιάς του 1880 (σ. 438: «Η προσφορά του Σικελιανού») και όχι ο χαρισματικός ηγέτης μιας νέας ποιητικής εποχής. 
  21. Λίνος Πολίτης, Ιστορία, ό.π.σ. 235-244. Και εδώ οι κρίσεις είναι ανεπιφύλακτα θετικές και ενθουσιώδεις (σ. 236: «Ο Αλαφροΐσκιωτος…ένα θαυμαστό ξεχείλισμα ενός λυρισμού που αναβρύζει αθόλωτος και πλουσιοπάροχα από τις πιο γνήσιες και μυστικές πηγές…η γλώσσα, στιβαρή δημοτική, έχει μια πληρότητα και μια ωριμότητα εκφραστική εντελώς άγνωστη στην έως τότε νεοελληνική ποίηση»· σ. 238: «Αλλά εκεί όπου οι διάχυτες ποιητικές δυνάμεις του Αλαφροΐσκιωτου φτάνουν σε μια έξοχη ωριμότητα και ολοκλήρωση είναι το μακρύ σχετικώς ποίημα Μήτηρ Θεού, γραμμένο το 1917 –“το πιο μουσικό ποίημα που γράφτηκε σ’ ελληνική γλώσσα μετά το θάνατο του Σολωμού”», αν και από τη διατύπωσή του (στη σ. 235) φαίνεται μάλλον καθαρά ότι ο Πολίτης θεωρεί τον Παλαμά και τον Καβάφη ποιητές σπουδαιότερους από τον Σικελιανό [: «Ολότελα διαφορετική από του Καβάφη είναι η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού (1884-1951), του κορυφαίου ποιητή ύστερα από τον Παλαμά στον κυρίως ελληνικό χώρο»]: Η φράση «μετά τον Παλαμά» σημαίνει μάλλον αξιολογική κρίση και όχι χρονική σειρά. Και η φράση «στον κυρίως ελληνικό χώρο» σημαίνει ρητά ότι ο Καβάφης μένει έξω από τη σύγκριση. 
  22. Mario Vitti, Ιστορία…ό. π., σ. 293-303. 
  23. Γράφει η Αθηνά Βογιατζόγλου («Ο Γ.Π. Σαββίδης ως μελετητής του Σικελιανού», Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό, ό.π., σ. 19): «Παράλληλα, ο Σαββίδης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε τον κομβικό ρόλο του Σικελιανού στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης. Θεωρεί τον Λευκαδίτη ποιητή επικεφαλής καθαυτό τεχνιτών της “νεότερης ποίησής μας” και τον Αλαφροΐσκιωτο ειδικότερα “ένα από τα αγκωνάρια της νεοτερικής μας ποίησης”» (βλ. και ανωτέρω υποσημείωση 19). Να επισημάνουμε εδώ ότι ο Ελύτης στα Ανοιχτά χαρτιά (passim) θεωρεί ότι η ποίηση του Σικελιανού είναι πολύ κοντά στη νεοτερική ποίηση. 
  24. Γ.Π. Σαββίδης, «Πώς υποδέχτηκαν τον Αλαφροΐσκιωτο» (1989)», ό.π., σ. 318. 
  25. Δημήτρης Σπ. Τσερές, «Σικελιανικά, 2: Υπάρχει και ο ποιητής (Σικελιανού εγκώμιο οφειλόμενο)», ό.π., σ. 223. 
  26. Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Πρακτικά ΣΤ΄ Συμποσίου, Άγγελος Σικελιανός, 50 χρόνια από το θάνατό του, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Λευκάδα 9-11 Αυγούστου 2001, Αθήνα 2002. 
  27. Να σημειώσουμε τις δύο αυτό-ανθολογήσεις του ίδιου του Σικελιανού. Το Αντίδωρο, Αθήνα 1943 (επανέκδοση, εκδ. Γαλαξία 1961), και την αυτοανθολόγηση-απαγγελία του ίδιου του ποιητή στο τέλος της ζωής του, σε μαγνητοταινία που κρατάνε εφτασφράγιστη ακόμη οι κληρονόμοι του Ηλία Βενέζη. Η απαγγελία αυτή ακούστηκε στη βραδιά που οργάνωσε το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο την 8.2.1967 με εισηγητές τον Ευάγγελο Παπανούτσο και τον Ηλία Βενέζη δεκαέξι χρόνια από τον θάνατο του ποιητή (Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, Βραδιά Σικελιανού (Δεκάξι χρόνια από το θάνατό του). Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει: <ακολουθούν 8 τίτλοι των ποιημάτων που απαγγέλθηκαν>, Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 1967, πολυγραφημένο. Ευχαριστώ τον φίλο μου Τριαντάφυλλο Ε. Σκλαβενίτη, που μου παραχώρησε αντίγραφο του προγράμματος αυτού)· προσιτή στον Λευκαδίτη αναγνώστη η ανθολόγηση του Γεράσιμου Γρηγόρη (Σύνθεση-επιμέλεια), Σικελιανός 1884-1951, Βίος, Έργα, Ανθολογία, Κριτικές Εικόνες, Βιβλιογραφία, Αθήνα 1971, (21981), σ. 93-144. Το προαναφερθέν δικό μου απάνθισμα περιλαμβάνει τα εξής 18 ποιήματα ή αποσπάσματα ποιημάτων (Τα κείμενα από τον εξάτομο Λυρικό Βίο των εκδ. Ίκαρος): Αλαφροϊσκιωτος, «Γυρισμός», (στ. 1-37)· «Τα γύρα μου» (στ. 248-288).
    Ραψωδίες του Ιόνιου, «Το διάβα του ελαιώνα».
    Αφροδίτης Ουρανίας, «Ύμνος του μεγάλου Νόστου»· «Θαλερό»· «Η μάνα του Ντάντε»· «Γιατί βαθιά μου δόξασα».
    Σονέτα, «Όρθρου βαθέος».
    Η συνείδηση της γης μου «Τα χώματα» (στ. 1-45, 62-90)· «Ο χωριάτικος γάμος» (στ. 161-199).
    Μήτηρ Θεού (στ. 1-38).
    Πάσχα των Ελλήνων, «Μαγδαληνή» (στ. 25-64).
    Νέκυια Β΄, «Μαρία Πολυδούρη».
    Ορφικά, «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο»· «Ιερά Οδός»· «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι».
    Ίμεροι, «Μέγιστον μάθημα» (στ. 1-48).
    Επίνικοι Β΄, «Ελληνικός νεκρόδειπνος

Πηγή: https://www.hartismag.gr

Προηγουμενο αρθρο
Ο Σύνδεσμος φιλολόγων Λευκάδας σας εύχεται χρόνια πολλά, αγάπη, ειρήνη και... όλα τα καλά!
Επομενο αρθρο
Αγιασμένο απέραντο γαλάζιο. (Αγ. Νικήτας- Αϊ Γιάννης)

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.